ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 525

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αίτηση αρ. 2/2004).

17 Φεβρουαρίου, 2004.

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΚΑΥΚΑΡΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 5, 6, 7, 13 ΚΑΙ 14 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 23069/87 ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ - ΠΙΚΗΣ 1992 - ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΠΕΒΛΗΘΗ.

__________________________

Αχ. Δημητριάδης, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής επιδιώκει την έκδοση «εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης του και να διαταχθεί η άμεση απόλυση του».

Τα γεγονότα:

Τα πιο κάτω γεγονότα αποτελούν κοινό έδαφος.

Την 9.3.1989 ο αιτητής κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για τον εκ προμελέτης φόνο τριών προσώπων - του Πανίκου Μιχαήλ από τη Λεμεσό, ηλικίας 45 ετών και των παιδιών του Χριστάκη Μιχαήλ και Μιχαλάκη Μιχαήλ, ηλικίας 13 και 11 ετών αντιστοίχως - και για κατοχή εκρηκτικών υλών.

Στο στάδιο των αγορεύσεων ενώπιον του Κακουργιοδικείου για σκοπούς ποινής ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε όπως η ποινή που προβλέπει ο Νόμος για τις κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης «δηλαδή η ισόβια φυλάκιση, να μη συντρέχει» (βλ. πρακτικά - τεκ. 1, σελ, 1301). Παραθέτω τη σχετική εισήγηση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής όπως έχει συνοψισθεί από το Κακουργιοδικείο (βλ. τεκ. 1, σελ. 1303):

«Ο κ. Κυπριανού, εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, έχει καλέσει το Δικαστήριο να εξετάσει την έννοια της ποινής φυλάκισης δια βίου και να αποφανθή αναφορικά με το κατά πόσο σημαίνει τη φυλάκιση καταδικασθέντα για το υπόλοιπο της ζωής του ή κατά πόσο σημαίνει, όπως εμφανίζεται στον Κανονισμό 2 των Περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί του 1981 και 1987 που θεσπίστηκαν δυνάμει του άρθρου 4 του Περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμος Κεφ. 286, φυλάκιση για περίοδο 20 ετών. Ο κ. Κυπριανού έχει εισηγηθεί ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο κατέληγε ότι φυλάκιση δια βίου ερμηνεύεται ως εικοσαετής, ερμηνεία την οποία, αν το αντιληφθήκαμε καλά, προέβαλλε ως την ορθή, τότε εγειρόταν η εξέταση του κατά πόσο οι ποινές θα έπρεπε να συνέτρεχαν, ή να ακολουθεί διαδοχικά η μια την άλλη. Ήταν, τελικά, η εισήγηση του, που ουσιαστικά ήταν και ο στόχος της αναφοράς του επί του θέματος ότι, αν αυτή ήταν η εξέλιξη, ορθό θα ήταν στην παρούσα υπόθεση, έχοντας υπόψη τις ιδιάζουσες περιστάσεις της διάπραξης των αδικημάτων, οι ποινές να εκτιθούν διαδοχικά.»

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι φυλάκιση δια βίου σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντος και κατεδίκασε τον αιτητή σε φυλάκιση δια βίου στην κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης. Παραθέτω την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου:

«Το ίδιο, στην ουσία, θέμα τέθηκε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση υπ΄ αρ. 31175/87 μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Κώστα Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκη. Στην υπόθεση εκείνη το Κακουργιοδικείο, σε λεπτομερή απόφαση του στην οποία γίνεται αναφορά στις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα καθώς και στη νομολογία, κατέληξε ότι η έννοια της φυλάκισης δια βίου συνίσταται στην ξεκάθαρη έννοια που μεταδίδει το λεκτικό, και ότι το Κακουργιοδικείο είναι αναρμόδιο να εξετάσει την εγκυρότητα των όποιων κανονισμών ή να λάβει υπόψη τις όποιες επιπτώσεις τους στην ποινή. Συμφωνούμε απόλυτα με την εν λόγω απόφαση, στην οποία παραπέμπουμε. Αναφορικά με την εγκυρότητα των Κανονισμών, ο Γενικός Εισαγγελέας θα μπορούσε ενδεχομένως να αναζητήσει άλλους μηχανισμούς για απόφανση επί του θέματος κατά τον χρόνο που οι αρμόδιες αρχές θα επιχειρήσουν να θέσουν τον εν λόγω κανονισμό σε εφαρμογή. Δεν κάμνουμε μνεία εδώ και στο συνταγματικό δικαίωμα του Προέδρου να απονέμει χάρη. Αναφορικά με την παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι οι επιπτώσεις τέτοιων κανονισμών, εάν υποτεθεί βέβαια ότι είναι έγκυροι, δεν λαμβάνονται υπόψη, παραπέμπουμε πρόσθετα και στις αποφάσεις Anthony Maguire Frederick George Charles Enos, 40 Cr. App. R. p. 92, Martin Derek Turner, 51 Cr. App. R. p.72 και R. v. Black (1971) Crim.L.R. 109.

Θεωρούμε ότι φυλάκιση δια βίου σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του καταδικασθέντος. Καθίσταται, επομένως, χωρίς νόημα η εξέταση του κατά πόσο οι ποινές θα συντρέχουν ή κατά πόσο θα είναι διαδοχικές.

Καταδικάζουμε τον κατηγορούμενο:

α) Στην 2η κατηγορία, για τον εκ προμελέτης φόνο του Πανίκου Μιχαήλ, σε φυλάκιση δια βίου.

β) Στην 3η κατηγορία, για τον εκ προμελέτης φόνο του Χριστάκη Μιχαήλ, σε φυλάκιση δια βίου.

γ) Στην 4η κατηγορία, για τον εκ προμελέτης φόνο του Μιχαλάκη Μιχαήλ, σε φυλάκιση δια βίου.

Στις κατηγορίες 7 και 8 για κατοχή εκρηκτικών υλών, δεν επιβάλλουμε ποινή εν όψει του τρόπου με τον οποίο συνδέονται με τα γεγονότα που συνιστούν τα τρία αδικήματα φόνου εκ προμελέτης, έχοντας υπόψη μας την αρχή που πρόσφατα επανέλαβε το Εφετείο στην υπόθεση Αλεξάνδρου ν. Διευθυντού Τμήματος Τελωνείων (1985) 2 Α.Α.Δ. σελ. 47

Η έκτιση της πιο πάνω ποινής - της φυλάκισης δια βίου - άρχισε από τις 17.7.1987. Ύστερα από την πιο πάνω καταδίκη του αιτητή οι Αρχές των Φυλακών εξέδωσαν και παρέδωσαν στον αιτητή το Έντυπο F5 (αρ. Ταυτότητας 7167) στο οποίο αναγράφετο ως πιθανή ημερομηνία απόλυσης του αιτητή η 17.7.2002 «εάν επεδείκνυε την απαιτούμενη εργατικότητα και καλή διαγωγή». Ως αποτέλεσμα πειθαρχικής καταδίκης έχει αφαιρεθεί από τον αιτητή κάποια περίοδος χάριτος και ως εκ τούτου η ημερομηνία απόλυσης του μετετέθη την 2.11.2002.

Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της πιο πάνω καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου. Δεν αμφισβητήθηκε - με έφεση - το μέρος της απόφασης του Κακουργιοδικείου με το οποίο κρίθηκε ότι «φυλάκιση δια βίου σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του καταδικασθέντος». Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε στις 21.5.1990 (βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203).

Το νομοθετικό καθεστώς:

Δυνάμει του Καν. 94 των περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμών του 1981 (Κ.Δ.Π. 18/81) (οι οποίοι θεσπίστηκαν δυνάμει εξουσιών που παρέχονται από το αρ. 4 του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου Κεφ. 286) «εις έκαστον κρατούμενον εκτίοντα ποινήν εννέα ετών και άνω δύναται να επιτραπή λόγω επιδείξεως καλής διαγωγής και εργατικότητος, όπως κερδίσει το εν δεύτερον της ποινής υπό τύπον χάριτος». Σύμφωνα με τον Καν. 96(γ) της Κ.Δ..Π. 18/81 «οσάκις η φυλάκισις είναι δια βίου ή κατόπιν θανατικής ποινής μετατραπείσης εις φυλάκισιν δια βίου, η χάρις υπολογίζεται ως εάν η φυλάκισις είναι εικοσαετής».

Η Κ.Δ.Π. 18/81 έτυχε τροποποιήσεως με τον περί Φυλακών (Γενικοί) (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 1987 (Κ.Δ.Π. 76/87). Στον Καν. 2 της τελευταίας υπάρχει ορισμός του όρου «φυλάκιση δια βίου». Σημαίνει εικοσαετή φυλάκιση. Επίσης με την Κ.Δ.Π. 76/87 έχει διαγραφεί ο πιο πάνω Καν. 96(γ).

Τέλος, με τον Καν. 93 της Κ.Δ.Π. 76/87 το θέμα της μείωσης της ποινής κρατουμένων που εκτίουν ποινή φυλάκισης δια βίου έχει διαμορφωθεί ως εξής:

«93.-(1) Έκαστος κρατούμενος εκτίων ποινήν φυλακίσεως διά βίου δύναται να κερδίση μείωσιν της ποινής του λόγω επιδείξεως καλής διαγωγής και εργατικότητος, μη υπερβαίνουσαν εν συνόλω το εν τέταρτον της τοιαύτης ποινής.

(2) Η απόφασις διά την μείωσιν της ποινής ως και η έκτασις της τοιαύτης μειώσεως δι΄ έκαστον ως προείρηται κρατούμενον δεν λαμβάνεται ειμή μόνον εφ΄ όσον ο ρηθείς κρατούμενος ήθελεν εκτίσει δεκαπέντε έτη εκ της ποινής του.»

Η ποινή που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα για τον φόνο εκ προμελέτης είναι φυλάκιση δια βίου. Η ποινή αυτή έχει εισαχθεί με το αρ. 3 του περί Ποινικού Κώδικος (Τροποποιητικού) Νόμου του 1983 (Ν 86/83). Με το αρ. 3 του Νόμου 86/83 τροποποιήθηκε το αρ. 203(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 στο οποίο η προβλεπόμενη ποινή για φόνο εκ προμελέτης ήταν η ποινή του θανάτου.

Η νομολογία.

Την 9.10.1992 εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Δημητράκη Χατζησάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134 στην οποία κρίθηκε ότι:

«. στο βαθμό και έκταση που το άρθρο 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του Κεφ. 286 παρέχει εξουσία για τον καθορισμό της διάρκειας ποινής φυλάκισης σε αρχή άλλη από τη δικαστική, αντίκειται προς το Σύνταγμα και έπαυσε να ισχύει από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Εξάλλου, η παροχή εξουσίας στο Διευθυντή των Φυλακών για τη μείωση της ποινής λόγω εργατικότητας και καλής διαγωγής που παρέχεται από τις διατάξεις του κ. 93 προσκρούει άμεσα στην αρχή της διάρκρισης των εξουσιών που αποκλείει την ανάμειξη εκτελεστικού ή διοικητικού οργάνου στον καθορισμό της τιμωρίας του παραβάτη. Η μόνη αρχή στην οποία παρέχεται από το Σύνταγμα εξουσία για (α) μείωση, (β) αναστολή και (γ) μετατροπή ποινής φυλάκισης είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενεργών με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα. Δεν επιβάλλεται όμως άμεσα στην προκείμενη περίπτωση η θεώρηση της εξουσιοδότησης για θέσπιση δευτερογενούς νομοθεσίας που παρέχεται από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 9 του Κεφ. 286, επειδή καμιά από τις δυο διατάξεις δεν αφορά την έκτιση της ποινής φυλάκισης δια βίου. Η έκτιση ισόβιας κάθειρξης ρυθμίζεται ειδικά από τις διατάξεις του άρθρου 11 του Κεφ. 286 από τις οποίες προκύπτει ότι φυλάκιση δια βίου σημαίνει φυλάκιση δια το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντα υπό την αίρεση του δικαιώματος που παρέχεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναστείλει την ποινή του για όσο χρονικό διάστημα ορίζεται στην απολυση του καταδικασθέντος επ΄ αδεία. Το άρθρο 11 του Κεφ. 286 εναρμονίζεται με το Σύνταγμα και διατήρησε την ισχύ του μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας εφόσον συνάδει με τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας που παρέχονται από το άρθρο 53.4 του Συντάγματος.»

Οι βασικές εισηγήσεις των μερών.

Ο κ. Δημητριάδης, εκ μέρους του αιτητή, υποστήριξε ότι έχει σημειωθεί παραβίαση του αρ. 7(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Σύμβαση). Το Δικαστήριο - συνέχισε ο κ. Δημητριάδης - πρέπει να ερμηνεύσει τον όρο «φυλάκιση δια βίου» όχι με βάση τα γεγονότα ως έχουν σήμερα αλλά με αναφορά στα γεγονότα ως είχαν κατά το έτος 1989 «που εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση». Η κατάσταση - συμπλήρωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος - ως είχε διαμορφωθεί το έτος 1989, με την παράδοση στον αιτητή του πιο πάνω εντύπου F5 έχει παγοποιήσει το νομικό καθεστώς. Επομένως οποιεσδήποτε αλλαγές ή διαφοροποιήσεις του νομικού καθεστώτος δεν μπορούν να επενεργούν στην ποινή του αιτητή εν όψει του αρ. 7(1) της Σύμβασης. Το τελευταίο, σύμφωνα με τον κ. Δημητριάδη, δημιουργεί ασπίδα γύρω από την ποινή του αιτητή και δεν επιτρέπεται σε κανένα να την ερμηνεύσει με τρόπο «που να είναι μεγαλύτερη». Ο κ. Δημητριάδης τόνισε ότι η Σύμβαση έχει κυρωθεί με τον «περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπιση των

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962 (Ν 39/62) και δυνάμει του αρ. 169(3) του Συντάγματος οι πρόνοιες της Σύμβασης έχουν αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού Νόμου. Επομένως ότι «και να λέγει το εσωτερικό δίκαιο το οποίο είναι αντίθετο προς το αρ. 7 της Σύμβασης δεν έχει ισχύ».

Από την άλλη ο κ. Μαππουρίδης, εκ μέρους της Δημοκρατίας, υπέβαλε ότι με τον περί Ποινικού Κώδικος (Τροποποιητικό) Νόμο του 1983 (Ν 86/83) καταργήθηκε η θανατική ποινή για το φόνο εκ προμελέτης και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης δια βίου. Επίσης, με τον ίδιο Νόμο, τροποποιήθηκε το αρ. 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επομένως - συνέχισε - όταν το έτος 1989 καταδικάσθηκε ο αιτητής, το Κακουργιοδικείο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να επιβάλει ποινή φυλάκισης δια βίου, επεξηγώντας μάλιστα (βλ. σελ. 3, πιο πάνω) ότι σημαίνει φυλάκιση δια το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντος. Με το έντυπο F5 - συμπλήρωσε ο κ. Μαππουρίδης - και παρά την απόφαση του Κακουργιοδικείου οι Αρχές των Φυλακών προνόησαν να δώσουν, με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς - την Κ.Δ.Π. 26/87 - κάποια ημερομηνία ως ημερομηνία αποφυλάκισης. Αυτοί οι κανονισμοί κρίθηκαν αντισυνταγματικοί στην υπόθεση Χατζησάββας (πιο πάνω) και ως αποτέλεσμα της απόφασης στην Χατζησάββας το Κεφ. 286 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον Περί Φυλακών Νόμο του 1996 (Ν 62(Ι)/96). Το τί ζητά ο αιτητής - σύμφωνα με τον κ. Μαππουρίδη - με την παρούσα αίτηση από το Διευθυντή των Φυλακών είναι η εφαρμογή Κανονισμών οι οποίοι είναι ανύπαρκτοι. Οι κανονισμοί δεν επηρεάζουν την ποινή αλλά τον τρόπο έκτισης της ποινής. Εκείνο που επιτάσσει το αρ. 7(1) της Σύμβασης - κατέληξε ο κ. Μαππουρίδης - είναι να μη επιβάλλεται ποινή που δεν προβλέπεται από τον Ποινικό Νόμο. Δεν αναφέρεται - το αρ. 7(1) - στο Νόμο που ρυθμίζει τον τρόπο έκτισης της ποινής.

Το αρ. 7(1) της Σύμβασης, το οποίο έχει επικαλεσθεί ο κ. Δημητριάδης, έχει ως εξής:

«7(1) No one shall be held guilty of any criminal offence on account of any act or omission which did not constitute a criminal offence under national or international law at the time when it was committed. Nor shall a heavier penalty be imposed than the one that was applicable at the time the criminal offence was committed."

Το πιο πάνω αρ. 7(1) είναι ταυτόσημο με το αρ. 12(1) του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό δεν θα παραθέσω μετάφραση του αρ. 7(1) της Σύμβασης. Θα παραθέσω το αρ. 12(1) του Συντάγματος:

«12(1) Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής και εις ουδένα επιβάλλεται δι΄ αδίκημα τι ποινή βαρυτέρα της ρητώς προβλεπομένης υπό του κατά τον χρόνον της τελέσεως ισχύοντος νόμου.»

Ο κ. Δημητριάδης, με πολύ ακριβοδίκαιο τρόπο, παρέπεμψε το Δικαστήριο στο «Law of the European Convention on Human Rights» των D.J. Harris, M. O΄ Boyle και Warbrick, σελ. 281 στο οποίο αναφέρεται ότι το αρ. 7 «εφαρμόζεται στην ποινή που επιβάλλεται, και όχι στον τρόπο εκτέλεσης της. Επομένως δεν απαγορεύει οποιαδήποτε αναδρομική μεταβολή στο δίκαιο ή την πρακτική που αναφέρεται στην αποφυλάκιση ή στην αποφυλάκιση υπό όρους του κρατουμένου». Σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συγγραφείς η πιο πάνω αρχή έχει διατυπωθεί στη Hogben v. U.K. No. 11653/85, 46 DR 231 (1986) στην οποία κρίθηκε ότι αυστηρότερη πολιτική αποφυλάκισης για κρατουμένους που εκτίουν ποινή φυλάκισης δια βίου δεν υπόκειται στο αρ. 7 της Σύμβασης.

Ο κ. Δημητριάδης υπέδειξε ότι η Hogben (πιο πάνω) διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση λόγω των γεγονότων της. Η διαφορά - σύμφωνα με τον κ. Δημητριάδη - έγγειται στο γεγονός ότι στην Κύπρο δεν έχουμε Συμβούλιο Αποφυλακίσεων (Parole Board) και το γεγονός ότι η ερμηνεία του όρου «φυλάκιση δια βίου» δόθηκε με Νόμο - τη Κ.Δ.Π. 76/87 - ενώ στην Hogben ήταν θέμα Parole Board. Υπέδειξε επίσης ότι η απόφαση στην Hogben δόθηκε το 1986 από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία έκρινε απαράδεκτη (not admissible) την αίτηση του αιτητή και όχι από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Παρίσταται ανάγκη παράθεσης των γεγονότων της Hogben. O Hogben καταδικάστηκε το 1969 σε φυλάκιση δια βίου για φόνο στη διάρκεια ένοπλης ληστείας. Η ποινή της φυλάκισης δια βίου ήταν επιτακτική. Πλην όμως, δυνάμει του αρ. 1(2) της Murder (Abolition of Death Penalty) Act 1965 ο Δικαστής κατά την επιβολή της ποινής της φυλάκισης δια βίου σε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για φόνο μπορεί να προβεί σε σύσταση σε σχέση με την ελάχιστη περίοδο που ένας κρατούμενος θα βρίσκεται υπό κράτηση. Η σύσταση απευθύνεται στον Υπουργό Εσωτερικών στον οποίο ανήκει η τελική απόφαση επί του κατά πόσο ένας κρατούμενος που καταδικάστηκε σε φυλάκιση δια βίου θα αποφυλακισθεί ή όχι. Τέτοια σύσταση δεν έγινε στην περίπτωση του Hogben. Τον Δεκέμβριο του 1962 ο Hogben μεταφέρθηκε από την κλειστή φυλακή στην ανοικτή φυλακή. Μετά από παραμονή ενός έτους στην ανοικτή φυλακή λέχθηκε στον Hogben από το Διευθυτνή των Φυλακών ότι θα ετύγχανε ισχυρής σύστασης για αποφυλάκιση. Τον Οκτώβριο του 1983 ο αιτητής μεταφέρθηκε ξαφνικά στην κλειστή φυλακή. Του λέχθηκε ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός για κακή συμπεριφορά εκ μέρους του. Κατά την ίδια ημερομηνία ο Υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε μια νέα πολιτική αποφυλάκισης. Αυτή η πολιτική επεξηγήθηκε περαιτέρω με δήλωση του ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων στις 13.11.83. Δήλωσε ότι «έλαβε υπόψη την αυξημένη δημόσια κριτική του κενού ανάμεσα στη διάρκεια της επιβληθείσας ποινής και στη διάρκεια της ποινής που εκτίεται. Εκείνο το κενό θέτει σε κίνδυνο την πίστη του κοινού στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Ο κόσμος θέλει να γνωρίζει με κάποια βεβαιότητα τί πραγματικά σημαίνει στην πράξη μια ποινή που έχει επιβληθεί». Ο Υπουργός υπέδειξε, επίσης, ότι είχε πρόθεση να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια με τρόπο που δολοφόνοι αστυνομικών ή δεσμοφυλάκων και φόνοι στη διάρκεια ληστείας κανονικά πρέπει να αναμένουν να εκτίουν τουλάχιστο 20 χρόνια κράτησης.

Ο αιτητής αποτάθηκε στο δικαστήριο για αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών. Υποστήριξε ότι η νέα πολιτική του Υπουργού ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς του συστήματος αποφυλάκισης δυνάμει της Criminal Justice Act 1967 εφόσον δέσμευε τη διακριτική ευχέρεια που είχε το Συμβούλιο Αποφυλακίσεων και ο Υπουργός Εσωτερικών εμποδίζοντας ούτω την ορθή εξέταση ατομικών περιπτώσεων επί της ουσίας των. Υποστήριξε, επίσης, ότι παραβιάσθηκε το αρ. 7 της Σύμβασης. Η αίτηση του Hogben απορρίφθηκε διαδοχικά από το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) το Εφετείο και τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων. Στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, η οποία δόθηκε από τον Lord Scarman επικυρώθηκε η νέα πολιτική του Υπουργού Εσωτερικών. Αναφορικά με την εισήγηση ότι η νέα πολιτική λειτουργούσε ως τιμωρία ή ποινή ο Lord Scarman είπε:

". The sentence of the court is in law the punishment. The disappointment of the expectation which prisoners may have that under the parole system they will not have to serve the whole of a sentence in prison may be distressing but is not a punishment or penalty which goes beyond the sentence of the court. Thus one is thrown back to the question of the lawfulness of the policy to be followed in the consideration of their cases. If the policy be lawful, the disappointment of the expectation can be no ground for judicial review: if it be unlawful, the prisoner΄s case for relief does not depend upon a description of his dissappointment as a punishment."

Σε μετάφραση:

«.... Η ποινή του δικαστηρίου είναι κατά το νόμο η τιμωρία. Η διάψευση της προσδοκίας την οποία οι κρατούμενοι δυνατόν να έχουν ότι δυνάμει του συστήματος αποφυλακίσεως δεν είναι υποχρεωμένοι να εκτίσουν το σύνολο της ποινής στη φυλακή μπορεί να είναι οδυνηρή πλην όμως δεν είναι τιμωρία η ποινή η οποία εκτείνεται πέραν από την ποινή του δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό ένας πηγαίνει πίσω στο ζήτημα της νομιμότητας της πολιτικής που ακολουθείται στην εξέταση των υποθέσεων. Αν η πολιτική είναι νόμιμη η διάψευση της προσδοκίας δεν αποτελεί λόγο για δικαστική αναθεώρηση: Αν είναι παράνομη η αίτηση του κρατούμενου για θεραπεία δεν εξαρτάται από την περιγραφή της απογοήτευσης του ως ποινής.»

Ο Hogben αποτάθηκε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υποστήριξε ότι οι συνέπειες της νέας πολιτικής του Υπουργού Εσωτερικών συνιστούν παραβίαση του άρθρου 7 της Σύμβασης γιατί ισοδυναμούσαν με επιβολή ποινής η οποία είναι αυστηρότερη από εκείνη η οποία του είχε επιβληθεί κατά το χρόνο της επιβολής ποινής και ετύγχανε εφαρμογής κατά το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος.

Στην απόφαση της η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπενθύμισε ότι ο Hogben είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση δια βίου το 1973 για τη διάπραξη φόνου στη διάρκεια ληστείας. Είναι καθαρό - συνέχισε η Επιτροπή - ότι η τιμωρία για αυτό το αδίκημα κατά το χρόνο της διάπραξης του ήταν φυλάκιση δια βίου και επομένως δεν εγείρεται θέμα δυνάμει του άρθρου 7 της Σύμβασης με αυτή την έννοια. Ακολούθως η Επιτροπή κατέληξε:

"Furthermore, in the opinion of the Commission, the 'penalty' for purposes of Art. 7, para. 1 (art.7-1), must be considered to be that of life imprisonment. Nevertheless it is true that as a result of the change in parole policy the applicant will not become eligible for release on parole until he has served 20 years΄ imprisonment. Although this may give rise to the result that his imprisonment is effectively harsher than if he had been eligible for release on parole at an earlier stage, such matters relate to the execution of the sentence as opposed to the 'penalty' which remains that of life imprisonment. Accordingly, it cannot be said that the 'penalty' imposed is a heavier one than that imposed by the trial judge."

Σε μετάφραση:

«Περαιτέρω, κατά τη γνώμη της Επιτροπής η 'τιμωρία' για τους σκοπούς του αρ. 7(1) της Σύμβασης πρέπει να θεωρείται ότι είναι η φυλάκιση δια βίου. Όμως είναι αλήθεια ότι ως αποτέλεσμα της αλλαγής στην πολιτική αποφυλακίσεων ο Hogben δεν θα δικαιούται να αποφυλακιστεί προτού εκτίσει φυλάκιση 20 ετών. Αν και αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει τη φυλάκιση του αυστηρότερη από εκείνη που θα εδικαιούτο αν αποφυλακιζόταν σε προγενέστερο στάδιο, τέτοια ζητήματα σχετίζονται με την εκτέλεση της ποινής σε αντίθεση με την ποινή η οποία παραμένει εκείνη της φυλάκισης δια βίου. Επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ότι η ποινή που έχει επιβληθεί είναι βαρύτερη από εκείνη που έχει επιβληθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.»

Έχω λάβει υπόψη μου τα γεγονότα που σχετίζονται με την υπόθεση Hogben σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Αυτό που έχει σημασία στην παρούσα υπόθεση είναι η αρχή που έχει διατυπωθεί στην υπόθεση Hogben και όχι οι διαφορές στις λεπτομέρειες των γεγονότων. Η αρχή, λοιπόν, που έχει διατυπωθεί στην υπόθεση Hogben είναι ότι το αρ. 7 εφαρμόζεται μόνον στην ποινή που επιβάλλεται και όχι στον τρόπο της έκτισης της ποινής. Επομένως το αρ. 7 δεν απαγορεύει οποιαδήποτε αναδρομική μεταβολή στο νόμο ή στην πρακτική που αφορά την αποφυλάκιση ή την αποφυλάκιση με όρους ενός κρατούμενου.

Έχω, επομένως, την άποψη πως η αρχή που έχει διατυπωθεί στην Hogben μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Τα όσα έχει επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έχουν σχέση με την πρακτική αποφυλάκισης. Στην παρούσα υπόθεση το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον αιτητή την ποινή φυλάκισης δια βίου και του εξήγησε ταυτόχρονα ότι ποινή φυλάκισης δια βίου σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του. Το τί έπραξαν επί του προκειμένου οι Αρχές των Φυλακών, με το έντυπο F5, αποτελεί ενέργεια που έχει σχέση με την εκτέλεση της ποινής. Μετά την απόφαση στην υπόθεση Χατζησάββα (πιο πάνω) οι Κανονισμοί, κατ΄ εφαρμογή των οποίων οι Αρχές των Φυλακών ενεχείρησαν στον αιτητή το έντυπο F5, έπαυσαν να ισχύουν με αποτέλεσμα να ισχύει η ποινή φυλάκισης δια βίου η οποία επεβλήθη στον αιτητή από το Κακουργιοδικείο. Το τί έχει λάβει χώραν αποτελεί μεταβολή στη νομική κατάσταση που αφορά το χρόνο απελευθέρωσης του αιτητή. Όπως και στην υπόθεση Hogben δεν εφαρμόζεται το αρ. 7(1) της Σύμβασης. Έπεται πως η περί του αντίθετου εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ο κ. Δημητριάδης έκαμε και μια διαζευκτική εισήγηση. Έστω και αν τα όσα υπέβαλε σε σχέση με το αρ. 7(1) της Σύμβασης δεν ευσταθούν, έχει σημειωθεί παραβίαση του αρ. 5(4) της Σύμβασης το οποίο προβλέπει:

"Everyone who is deprived of his liberty by arrest or detention shall be entitled to take proceedings by which the lawfulness of his detention shall be decided speedily by a court and his release ordered if the detention is not lawful."

Σε μετάφραση:

«Παν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του συνεπεία συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ίνα τούτο αποφασίση εντός βραχείας προθεσμίας επί του νομίμου της κρατήσεως του και διατάξη την απόλυσιν του εν περιπτώσει παρανόμου κρατήσεως.»

Η εμβέλεια του αρ. 5(4) της Σύμβασης έχει οριοθετηθεί ως εξής στην Hogben (πιο πάνω):

"However, the Commission recalls that where a person is detained following convinction by a competent court the supervision of the lawfulness of his detention under Art. 5, para. 4 (art. 5-4) is incorporated at the outset in his criminal trial and the appeal from it. The Commission does not consider, therefore, that the applicant can derive from Art. 5, para. 4 of the Convention (art. 5-4) a right to judicial review of his sentence in the light of a change in parole policy which does not alter the legal basis of his detention (see Eur. Court H.R., Vagrancy Case, judgment of 18.6.71, para. 76; also Dec. No. 9089/80, D.R. 24 p.p. 227-231)."

Σε μετάφραση:

«Ωστόσο η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οσάκις ένα πρόσωπο κρατείται ύστερα από την καταδίκη του από αρμόδιο Δικαστήριο ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του δυνάμει του αρ. 5(4) ενσωματώνεται από την αρχή στην ποινική δίκη του και στην έφεση από αυτή. Επομένως, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι ο αιτητής μπορεί να αντλήσει από το αρ. 5(4) της Σύμβασης δικαίωμα δικαστικής αναθεώρησης της ποινής του υπό το φως της μεταβολής της πολιτικής αποφυλάκισης η οποία δεν μεταβάλλει την νομική βάση της κράτησης του (βλ. την υπόθεση Vagrancy, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, απόφαση της 18.6.71, παραγ. 76; επίσης την Απόφαση με αρ. 9089/80, D.R. 24 p.p. 227-231).»

Υιοθετώ την αρχή που έχει διατυπωθεί στην Hogben (πιο πάνω). Κρίνω ότι ο αιτητής δεν μπορεί να αντλήσει δικαίωμα δικαστικής αναθεώρησης δυνάμει του αρ. 5(4) της Σύμβασης λόγω της κατ΄ ισχυρισμό μεταβολής της ημερομηνίας αποφυλάκισης του η οποία δεν μεταβάλλει την νομική βάση της κράτησης του. Τονίζεται ότι η κράτηση του έχει σαν έρεισμα την ποινή του Κακουργιοδικείου σύμφωνα με την οποία ο αιτητής καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δια βίου και του εξηγήθηκε ότι αυτό σημαίνει «φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής του». Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση του κ. Δημητριάδη δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Επί του προκειμένου πρέπει να προσθέσω ότι η απόφαση της Επιτροπής επί του θέματος της ερμηνείας του αρ. 5(4) της Σύμβασης είναι ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Βλ. De Wilde, Ooms and Versyp Cases ("Vagrancy Cases") Series A: Judgment of 18th June, 1971, σελ. 12, στην οποία λέχθηκαν τα εξής στη σελ. 40:

«.. Where the decision depriving a person of his liberty is one taken by an administrative body, there is no doubt that Article 5(4) obliges the Contracting States to make available to the person detained a right of recourse to a court; but there is nothing to indicate that the same applies when the decision is made by a court at the close of judicial proceedings. In the latter case the supervision required by Article 5(4) is incorporated in the decision; this is so, for example, where a sentence of imprisonment is pronounced after 'conviction by a competent court'.»

 

Σε μετάφραση:

«... Όπου απόφαση στερητική της ελευθερίας λαμβάνεται από διοικητικό σώμα, το αρ. 5(4) υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να θέσουν στη διάθεση του κρατουμένου δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο. πλην όμως δεν υπάρχει οτιδήποτε που να υποδεικνύει ότι εφαρμόζεται η ίδια αρχή όπου η απόφαση λαμβάνεται από Δικαστήριο στο τέλος της δικαστικής διαδικασίας. Στην τελευταία περίπτωση ο έλεγχος που απαιτείται από το αρ. 5(4) ενσωματώνεται στην απόφαση. αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όπου η ποινή της φυλάκισης απαγγέλλεται ύστερα από 'καταδίκη από αρμόδιο δικαστήριο'.»

 

Το γεγονός ότι η απόφαση στην Hogben είναι απόφαση της Επιτροπής δεν είναι ικανό να αφαιρέσει από την πειστικότητα της. Αποτελεί απόφαση ενός εξειδικευμένου οργάνου με τεράστιες εμπειρίες στον τομέα ερμηνείας της Σύμβασης. Επομένως αποτελεί αυθεντία μεγάλης πειστικότητας. Έχοντας ικανοποιηθεί για την ορθότητα της απόφασης της Επιτροπής στην Hogben (πιο πάνω) την έχω υιοθετήσει.

Ήταν περαιτέρω η εισήγηση του κ. Δημητριάδη ότι «αυτού του είδους η καταδίκη του αιτητή χωρίς την πιθανότητα εξέτασης από Συμβούλιο Αποφυλάκισης (Parole Board) δεν συνάδει με το αρ. 3 της Σύμβασης το οποίο προβλέπει:

"No one shall be subjected to torture or to inhuman or degrading treatment or punishment"

 

Σε μετάφραση:

«Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απάνθρωπους ή εξετευλιστικάς»

Το αρ. 3 της Σύμβασης έχει ερμηνευθεί στην Hogben (πιο πάνω). Λέχθηκε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει τονίσει ότι η κακομεταχείριση πρέπει να επιτυγχάνει ένα ελάχιστο επίπεδο αυστηρότητας εάν πρόκειται να ενταχθούν εντός της εμβέλειας του αρ. 3. Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι ο αιτητής κρατείτο στην ανοικτή φυλακή κατά το χρόνο της μεταβολής της πολιτικής αποφυλακίσεων και απολάμβανε μια εύλογη προοπτική αποφυλάκισης εντός περιόδου 2 ετών. Δεν υπάρχει αμφιβολία - συνέχισε η Επιτροπή - ότι η επαναφορά του στην κλειστή φυλακή και η ξαφνική μεταβολή της πολιτικής αποφυλάκισης καθώς και η συνεπαγόμενη ματαίωση της προσδοκίας του για αποφυλάκιση πρέπει να του προκάλεσαν πραγματική απελπισία. Η Επιτροπή κατέληξε ως εξής:

"However, in the opinion of the Commission, the weight to be attached in penal policy to such factors as retribution and deterrence and the determination of the public interest are matters which fall within the wide discretion of the competent authorities. In addition, the Commission has previously found that Art. 3 (art. 3) cannot be read as requiring that an individual serving a sentence of life imprisonment must have that sentence reconsidered by a national authority, judicial or administrative, with a view to its remission or termination (Dec. No. 7994/77, 6.5.78, D.R. 14 p. 240). Finally, in the circumstances of the present case, the Commission notes that the applicant΄s case will in any event continue to be referred for consideration to the Parole Board, albeit within the context of the new parole policy.

Against this background, the Commission does not consider that the change in parole policy falls into a category of treatment which could constitute a breach of Art. 3 (art. 3) as that provision has been understood by the Commission and Court."

Σε μετάφραση:

«Ωστόσο κατά τη γνώμη της Επιτροπής η βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται από την ποινική πολιτική σε παράγοντες, όπως η τιμωρία και η αποτροπή και η αξιολόγηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι ζητήματα που εμπίπτουν εντός της ευρείας διακριτικής ευχέρειας των αρμοδίων αρχών. Πρόσθετα η Επιτροπή έχει προηγουμένως αποφανθεί ότι το αρ. 3 δεν μπορεί να αναγιγνώσκεται με τρόπο που απαιτεί όπως ένα πρόσωπο που εκτίει ποινή φυλάκισης δια βίου πρέπει να τυγχάνει της επανεξέτασης αυτής της ποινής από μια Εθνική Αρχή, δικαστική ή διοικητική, με σκοπό την μείωση ή τον τερματισμό της ((Dec. No. 7994/77, 6.5.78, D.R. 14 p. 240). Τέλος υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η Επιτροπή σημειώνει ότι η περίπτωση του αιτητή οπωσδήποτε θα συνεχίζει να παραπέμπεται για εξέταση από το Συμβούλιο Αποφυλακίσεων, έστω εντός του πλαισίου της νέας πολιτικής αποφυλακίσεων.

Έναντι αυτού του υπόβαθρου η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η μεταβολή της πολιτικής αποφυλακίσεων εμπίπτει εντός της κατηγορίας της μεταχείρισης η οποία θα ηδύνατο να αποτελέσει παραβίαση του αρ. 3, όπως αυτή η διάταξη έχει ερμηνευθεί από την Επιτροπή και το Δικαστήριο.»

Υιοθετώ την πιο πάνω προσέγγιση. Η ουσία της είναι ότι η μεταβολή στην πολιτική αποφυλακίσεων δεν συνιστά παραβίαση του αρ. 3 της Σύμβασης. Η ύπαρξη ή όχι Συμβουλίου Αποφυλακίσεων δεν αποτελεί μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Αυτό απαντά και στην εισήγηση του κ. Δημητριάδη περί απουσίας Συμβουλίου Αποφυλακίσεων στην Κύπρο. Έπεται πως η εισήγηση που βασίζεται επί του αρ. 3 της Σύμβασης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέλος ο κ. Δημητριάδης υποστήριξε ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των αρ. 11(7) και 53(4) του Συντάγματος.

Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί. Δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ των δύο άρθρων. Το αρ. 11(7) του Συντάγματος αντιστοιχεί με το πιο πάνω αρ. 5(4) της Σύμβασης. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί το αρ. 5(4) της Σύμβασης δεν τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις κράτησης προσώπου ύστερα από καταδίκη από αρμόδιο Δικαστήριο. Αντίθετα το αρ. 53(4) του Συντάγματος ρυθμίζει το προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας να μειώσει, αναστείλει ή μετατρέψει οποιαδήποτε ποινή που έχει επιβληθεί από αρμόδιο Δικαστήριο. Επομένως το μεν αρ. 11(7) λειτουργεί οσάκις δεν έχει μεσολαβήσει απόφαση αρμοδίου Δικαστηρίου το δε αρ. 53(4) οσάκις προηγηθεί απόφαση αρμοδίου Δικαστηρίου. Κρίνω επομένως ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το αντιφατικό μεταξύ των δύο άρθρων. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

Τέλος θα πρέπει να παρατηρήσω ότι ο αιτητής έχει επιδιώξει την αποφυλάκιση του μέσω του εντάλματος Habeas Corpus. ΄Οπως όμως λέχθηκε στην Δώρος Γεωργιάδης, Πολιτική Έφεση 11355/3.10.2002 υιοθετώντας την επί του προκειμένου θέση της Αγγλικής Νομολογίας (βλ. Halsbury΄s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 11ος, παραγ. 1472 και 1473):

«Τo ένταλμα Habeas Corpus γενικά δεν χορηγείται σε πρόσωπα που καταδικάζονται ή που εκτίουν ποινή που έχει επιβληθεί νόμιμα, περιλαμβανομένων και προσώπων που εκτίουν νόμιμη ποινή μετά από καταδίκη δυνάμει κατηγορητηρίου. Το ένταλμα Habeas Corpus δεν χορηγείται όταν το αποτέλεσμά του θα ήταν η αναθεώρηση απόφασης ενός των ανωτέρων δικαστηρίων η οποία θα μπορούσε να αναθεωρηθεί κατ΄ έφεση ή όπου θα αμφισβητείται η απόφαση κατώτερου δικαστηρίου ή δικαστηρίου σε σχέση με ζήτημα εντός της δικαιοδοσίας του ή όπου θα ανασκευάζει το πρακτικό του δικαστηρίου το οποίο στην όψη του καταδείχνει δικαιοδοσία.»

Επομένως η χορήγηση του εντάλματος Habeas Corpus στην παρούσα υπόθεση θα ισοδυναμούσε με αναθεώρηση της ποινής που έχει επιβληθεί από Κακουργιοδικείο η οποία μπορούσε να αναθεωρηθεί κατ΄ έφεση.

 

 

 

 

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω συμπεράσματα μου θα ήθελα να παρατηρήσω ότι θα ήταν ίσως επιθυμητή η εισαγωγή και στην έννομη τάξη της Κύπρου πρόνοιας παρόμοιας με εκείνης που έχει εισαχθεί στην Αγγλία με το αρ. 1(2) της Murder (Abolition of Death Penalty) Act 1965. Ωστόσο αυτό είναι θέμα που ανήκει στην σφαίρα αρμοδιότητας της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας.

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο