ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 596

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 11577

27 Φεβρουαρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

  1. CHR. ZANNETOS CONSTRUCTIONS LIMITED,
  2. XΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΖΑΝΝΕΤΟΣ,

< I>Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

  1. Α. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΛΤΔ,
  2. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΡΝΑΚΙΔΗ,
  3. ΚΛΕΙΤΟΥ ΣΙΑΜΑΡΙΑ,

< I>Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι.

----------

Λ. και Γ. Λοίζου, για εφεσείοντες

Α. Ντορζής, για εφεσίβλητους

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χρ. Αρτεμίδης: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ήταν η εκδοχή των εφεσειόντων-εναγόντων, όπως προκύπτει από την Έκθεση Απαίτησης, ότι γύρω στις 26.6.94, με βάση συμφωνία μεταξύ τους και της εφεσίβλητης εταιρείας, οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι 2 και 3 ενεργούντες εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας ανέλαβαν την αποσύνδεση ανυψωτήρα (γερανού), ιδιοκτησίας των εναγόντων, και ενώ οι τελευταίοι ασχολούνταν με την αποσύνδεση του γερανού, συνεπεία της αμέλειας τους ή της παράβασης των συμβατικών τους καθηκόντων, ο γερανός κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να καταστραφεί. Ως συνέπεια τούτου ζητούσαν αποζημιώσεις ύψους £18.490.

Αντίθετα, οι εναγόμενοι πρόβαλαν τη θέση πως ο γερανός των εναγόντων κατέρρευσε λόγω υποχώρησης του εδάφους στο οποίο στηριζόταν και για την οποία υποχώρηση ουδόλως ευθύνονταν, αφού δεν εξαρτάτο από την επίδειξη οποιασδήποτε επιμέλειας ή αποφυγή της και ότι δεν ήσαν ένοχοι οποιασδήποτε άλλης αμέλειας κατά τη διαδικασία αποσύνδεσης του γερανού.

Ας σημειωθεί ότι αρχικά το γερανό είχε πωλήσει η εφεσίβλητη εταιρεία στους εφεσείοντες και, σύμφωνα με τους τελευταίους, ήταν οι εφεσείοντες που τον είχαν τοποθετήσει επί τόπου, γεγονός όμως που είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα στην παρούσα υπόθεση, αφού δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι ήταν αμελής ο τρόπος τοποθέτησής του, ώστε να συνέτεινε στην κατάρρευσή του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε την εκδοχή των εφεσίβλητων-εναγομένων και απέρριψε την αγωγή.

Παρατηρούμε πως οι λεπτομέρειες αμέλειας που δίδονται στην Έκθεση Απαίτησης από τους εφεσείοντες-ενάγοντες στην παράγραφο 6(β), αποτελούνται από γενικότητες και αόριστους ισχυρισμούς, πλην των παραγράφων (vi) και (vii), όπου ισχυρίζονται ότι η αμέλεια των αντιδίκων τους συνίσταται στο γεγονός ότι η αιτία και ο λόγος που προκάλεσε την πτώση του γερανού ήταν το ότι οι εφεσίβλητοι δεν βεβαιώθηκαν προτού κατεβάσουν το γερανό ότι ο δεύτερος (άνω) πύργος του ήταν εντελώς κατεβασμένος στη θέση του μέσα στον πρώτο (κάτω) πύργο, γεγονός που οδήγησε στην πτώση του.

Με την παράγραφο (vii) ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι παρέλειψαν να αποσυνδέσουν τον ηλεκτρικό μηχανισμό που είναι μηχανικά ενωμένος με τα «ταμπούρλα» ανύψωσης φορτίου και ανέγερσης ή κατάβασης του ανυψωτήρα.

Για το δεύτερο πιο πάνω ισχυρισμό παρατηρούμε πως, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να δείχνει με βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την πτώση του γερανού. Έτσι, το κύριο επίδικο θέμα στην υπόθεση ήταν κατά πόσο οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι πράγματι δεν βεβαιώθηκαν ότι ο δεύτερος πύργος ήταν εντελώς κατεβασμένος μέσα στον πρώτο προτού επιχειρήσουν να κατεβάσουν το γερανό, με αποτέλεσμα να προκληθεί η πτώση ή κατά πόσο η πτώση οφειλόταν στην υποχώρηση των χωμάτων, πάνω στα οποία στηρίζονταν οι βάσεις από μπετόν του γερανού.

Με τους λόγους έφεσης οι εφεσείοντες βασικά αμφισβητούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ιδιαίτερα εκείνης του μόνου μάρτυρα της Υπεράσπισης, εφεσίβλητου-εναγομένου 2 καθώς και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία.

Πρόσφατα, στην Vassos Ayiomamitis Developments Ltd v. Έλληνα κ.α., Π.Ε. 10958, ημερ. 21.1.04, το Εφετείο συνόψισε και ανέλυσε τις νομικές αρχές που διέπουν τα πιο πάνω θέματα. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 6-8 της πιο πάνω απόφασης:

Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε συμπεράσματα αξιοπιστίας και γεγονότων είναι καλώς γνωστές, συνοψίζονται δε και στην υπόθεση Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 39 της απόφασης:

«Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Papadopoullos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει την μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλ. μεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582, και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372).

H απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της. Ότι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540)."

Όσον αφορά τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία, υπάρχει επίσης σωρεία αποφάσεων. Στη Koudellaris v. Christoforou and Others (1975) 1 C.L.R. 366 υιοθετήθηκαν αποσπάσματα από την Αγγλική υπόθεση Watt or Thomas v. Thomas (1947) A.C. 484, όπου λέχθηκε ότι το Εφετείο έχει δικαιοδοσία να εξετάζει το πρακτικό που περιέχει τη μαρτυρία για να αποφασίσει αν τα συμπεράσματα, στα οποία έφθασε αρχικά το Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία, ευσταθούν. Πρέπει όμως, όπως τονίστηκε, αυτή η δικαιοδοσία να ασκείται με μεγάλη προσοχή. Επίσης λέχθηκε πως το Εφετείο θα πρέπει, προτού επέμβει για να ανατρέψει τα συμπεράσματα, να ικανοποιείται ότι, οποιοδήποτε πλεονέκτημα είχε ο πρωτόδικος Δικαστής για το λόγο ότι είχε δει και ακούσει ο ίδιος τους μάρτυρες, δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει ή να αιτιολογήσει το συμπέρασμά του.

Όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να αποφασίσουμε πως δεν χωρεί οποιαδήποτε επέμβασή μας. Διαφωνούμε με το συνήγορο των εφεσειόντων πως ο μάρτυρας αυτός περιέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε επαρκώς τη μαρτυρία του και ήταν εντός της διακριτικής του ευχέρειας να πράξει όπως έπραξε, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ως ορθή.

Περαιτέρω, κρίνουμε πως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα συμπεράσματα στα οποία άχθηκε ήταν απολύτως δικαιολογημένα από την ενώπιον του μαρτυρία. Ουσιαστική είναι η παρατήρηση στην πρωτόδικη απόφαση πως η όλη μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγόντων ήταν θεωρητική, αφού κανένας απ΄αυτούς δεν ήταν παρών κατά την κατάρρευση του γερανού για να μπορεί να δώσει άμεση μαρτυρία και ο γερανός επιθεωρήθηκε απ΄αυτούς ή εκ μέρους τους μόνο μετά την πάροδο αρκετού χρόνου. Έστω και αν δεχθούμε ότι η μη εισδοχή του άνω πύργου στον κάτω πύργο προτού επιχειρηθεί η αποσύνδεση θα μπορούσε να προκαλέσει την πτώση, κάτι που δεν αποκλείουμε, εντούτοις δεν υπήρξε εκ μέρους τους άμεση μαρτυρία που να δείχνει ότι αυτό πράγματι συνέβηκε. Το ότι αυτό συνέβηκε αποτελεί απλώς μία υπόθεση που ίσως βασίστηκε στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία των εφεσείοντων, όταν επιθεωρήθηκε ο καταστραφείς γερανός, ο άνω πύργος του δεν βρισκόταν πλήρως εντός του κάτω πύργου.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ. ο άνω πύργος του γερανού είχε τοποθετηθεί πλήρως εντός του κάτω πύργου και όταν επιχείρησαν να κατεβάσουν το γερανό και υποχώρησε το χώμα που τον στήριζε, ήταν τότε που μερικώς αποσυνδέθηκε ο άνω πύργος από τον κάτω πύργο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού είχε αξιολογήσει τη μαρτυρία ενώπιον του και έκρινε τον Μ.Υ. αξιόπιστο, χωρίς να αποδίδει εξάλλου αναξιοπιστία στους μάρτυρες των εφεσειόντων, θεώρησε, και ορθά κατά τη γνώμη μας, ότι θα έπρεπε υπό τις περιστάσεις να δεχθεί τη μαρτυρία εκείνου που γνώριζε από πρώτο χέρι το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποσύνδεσης του γερανού και όχι τη θεωρητική μαρτυρία των μαρτύρων της άλλης πλευράς. Έτσι, ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτία πτώσης του γερανού ήταν η υποχώρηση της γης κάτω από τις βάσεις του γερανού, για την οποία υποχώρηση δεν υπήρχε καμμία μαρτυρία ότι ευθύνονταν οι εναγόμενοι.

Όσον αφορά το βάρος απόδειξης (burden of proof) η ορθή θέση είναι πως αυτό βάρυνε τους εφεσίβλητους-εναγόμενους, που έπρεπε να δώσουν μαρτυρία προς υποστήριξη της θέσης τους ότι η αιτία κατάρρευσης του γερανού ήταν η υποχώρηση της γης, κάτι που έπραξαν. Το βάρος να αντικρούσουν τον πιο πάνω ισχυρισμό με μαρτυρία, δηλαδή το μαρτυριακό βάρος (evidential burden), μεταφερόταν μετά στους ώμους των εφεσειόντων-εναγόντων, που όμως δεν αμφισβήτησαν το γεγονός της υποχώρησης του χώματος με μαρτυρία.

Ως εκ τούτου ήταν αναπόφευκτη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή. Εφόσον δε η αγωγή απορρίφθηκε, ορθά το διάταγμα εξόδων εκδόθηκε υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγομένων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

/Χ.Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο