ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 237

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(< FONT FACE="Arial" SIZE=4>Πολιτική Έφεση αρ. 11625.)

Hμερομ 23 Ιανουαρίου, 2004.

[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]

[ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές.]

 

Μεταξύ:

SERMET KEMAL,

Εφεσείοντος,

- ν -

ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Εφεσιβλήτων.

- - -

Χρ. Αργυρού (κα), για τον εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, για τους εφεσίβλητους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

 

- - -

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο

Γ. Μ. Πικής, Π.

- - -

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π: O εφεσείων, κάτοικος του χωρίου Περγάμου στην κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχή της Κύπρου, εργοδοτείτο ως εργάτης από την εργοληπτική εταιρεία Kyriakides & Pierides Overseas Ltd σε οικοδομικά έργα της τελευταίας στη Δεκέλεια. Τον Αύγουστο του 1996, δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους στη Δερύνεια, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, δύο Έλληνες Κύπριοι, ο Ισαάκ και ο Σολωμού, γεγονός το οποίο διήγειρε τα πνεύματα και προκάλεσε μεγάλη φόρτιση. Οι εργοδότες Τουρκοκυπρίων εργαζομένων στις ελεύθερες περιοχές, μαζί και ο εργοδότης του εφεσείοντος, αρνήθηκαν να τους δεχτούν πίσω στην εργασία τους, φοβούμενοι το ενδεχόμενο αντιπαραθέσεων με Ελληνοκυπρίους συναδέλφους τους.

Η κατάσταση που δημιουργήθηκε, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύντομα εκτονώθηκε. Πολλοί Τουρκοκύπριοι επανήλθαν στις εργασίες τους (μετά την πάροδο κάποιου χρόνου) ή εργοδοτήθηκαν από άλλους Ελληνοκύπριους εργοδότες στις περιοχές που τελούν υπό τον έλεγχο του Κράτους. Οι εργοδότες του εφεσείοντος δεν επαναπροσέλαβαν στην εργασία τους τον εφεσείοντα και τους άλλους Τουρκοκύπριους εργοδοτούμενους τους. Οι τελευταίοι αναζήτησαν και βρήκαν εργασία σε άλλους εργοδότες στις ελεύθερες περιοχές. Όχι όμως ο εφεσείων ο οποίος επιζητούσε την επανεργοδότησή του στην ίδια εταιρεία. Από το Σεπτέμβριο του 1996, χορηγήθηκε στον εφεσείοντα ανεργιακό επίδομα το οποίο εκαρπούτο για χρονική περίοδο έξι μηνών.

Ο εφεσείων επανήλθε ή επαναπροσλήφθηκε στην εργασία του τον Οκτώβριο του 1997. Παρέμεινε στην ίδια εργασία μέχρι το Μάρτιο του 2000, οπόταν απολύθηκε λόγω πλεονασμού.

Αιτία για την προσφυγή του εφεσείοντος στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποτέλεσε η άρνηση των εφεσιβλήτων να θεωρήσουν την υπηρεσία του με την εταιρεία Kyriakides & Pierides Overseas Ltd, ως διακοπείσα μεταξύ Αυγούστου 1996 και Οκτωβρίου 1997, γεγονός που συνέβαλε στη μείωση της αποζημίωσής του για πλεονασμό.

Νομικό έρεισμα για την αξίωση του εφεσείοντος αντλήθηκε από τις διατάξεις του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/67) (ως τροποποιήθηκε) - ο Νόμος, και ειδικά από τις πρόνοιες του άρθρου 7, του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου, που ορίζουν ότι το συνεχές της απασχόλησης εργοδοτούμενου δεν διακόπτεται οποτεδήποτε η αποχή ή απουσία από την εργασία του οφείλεται σε ανωτέρα βία, πολεμική ενέργεια, πολιτική εξέγερση, ή θεομηνία.

Ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών προσάχθηκε μαρτυρία από συντεχνιακούς και από τον υπεύθυνο της εργοδοτικής εταιρείας σχετικά με το κλίμα που δημιουργήθηκε και τις συνθήκες που επικράτησαν μετά τα γεγονότα του Αυγούστου του 1996. Κατατέθηκαν επίσης ως τεκμήρια, η εισήγηση του Υπουργού Εργασίας προς το Υπουργικό Συμβούλιο ως και τα πρακτικά συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, που έτειναν να ρίξουν φως στη δημιουργηθείσα κατάσταση. Το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου ως προς την επέλευση ανωτέρας βίας είναι το ακόλουθο:

«Τα γεγονότα της Δερύνειας θεωρείται ότι απετέλεσαν ανωτέρα βία. Ήσαν όμως μεμονωμένα και διάρκεσαν λίγες μέρες. Οι εργοδότες όμως φοβούμενοι την ένταση που υπήρχε από τους Ελληνοκυπρίους εργάτες αποφάσισαν να μη δεχθούν πίσω τους Τουρκοκυπρίους.»

Σε άλλο μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου σημειώνεται:

«... ότι η εργασία του αιτητή ήταν στη Δεκέλεια η οποία ανήκει στις Βρεττανικές Βάσεις η δε κατοικία του ήταν στο Πέργαμος. Δεν είχε καν λόγο να περάσει στις ελεύθερες περιοχές και έτσι να κινδύνευε η ασφάλεια του. Δεν πιστεύουμε ότι η ασφάλεια του κινδύνευε από μερικούς Ελληνοκυπρίους συναδέλφους του.»

Ως αποτέλεσμα των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου το αίτημα του εφεσείοντος απορρίφθηκε.

Προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τις διαπιστώσεις του δικάσαντος Δικαστηρίου, ως προς τα αίτια της διακοπής της εργασίας του εφεσείοντος. Αυτές (οι διαπιστώσεις) αμφισβητούνται ως ανυπόστατες ή εσφαλμένες. Τίθεται επίσης θέμα εσφαλμένης ερμηνείας της σχετικής διάταξης του προαναφερθέντος πίνακα του Νόμου χωρίς να προβάλλεται ο,τιδήποτε που να το δικαιολογεί.

Το Δικαστήριο στην απόφασή του, αναφέρεται στην έννοια της ανωτέρας βίας, επαγόμενη την έλευση απροσδόκητου γεγονότος πέραν του ελέγχου του ανθρώπου. Κατ΄ ουσία η έφεση στρέφεται εναντίον των ευρημάτων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών επί γεγονότων όπου δεν χωρεί έφεση. Το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67), όπως αναμορφώθηκε από το άρθρο 2 του Ν.110(1)/99, περιορίζει το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε νομικά σημεία μόνον.

Τι συνιστά νομικό σημείο για τους σκοπούς εφαρμογής του σχετικού νόμου, αποτέλεσε το αντικείμενο θεώρησης στην In re HjiCostas (1984)1 C.L.R. 513, 519, από την οποία παραθέτουμε το κρίσιμο απόσπασμα:

"What amounts to a pure question of law is perhaps easy to define but hard to apply to the particular circumstances of a case. The question of law raised, whatever its nature, must necessarily be one relevant to the facts of the case. A pure question of law cannot be one extricated or detached from the facts of the case for in those circumstances it would be an academic question of law. It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ως το λόγο για τη διακοπή της εργασίας του εφεσείοντος, την απόφαση των εργοδοτών του προς τούτο. Η «ανωτέρα βία» η οποία σκίασε τον ορίζοντα για λίγες μόνο μέρες, αποτέλεσε την αφορμή για τη διακοπή της εργασίας του εφεσείοντος από τους εργοδότες του, όχι όμως την πραγματική αιτία η οποία εντοπίζεται στην απόφασή τους να τερματίσουν την απασχόληση του. Πρόκειται για διαπίστωση γεγονότος εξικνούμενη σε εύρημα ως προς ουσιώδες γεγονός. Η έφεση στρέφεται κατ΄ ουσία κατά του ευρήματος αυτού. Δεν συναρτάται το εύρημα με οποιαδήποτε καθοδήγηση σχετικά με το ισχύον δίκαιο. Ούτε η έφεση έχει τέτοιο χαρακτήρα. Στρέφεται ουσιαστικά κατά του ευρήματος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, σύμφωνα με το οποίο η εργοδότηση του εφεσείοντος τερματίστηκε βάσει απόφασης των εργοδοτών και αντίστροφα, ότι η διακοπή δεν ήταν το απότοκο ανωτέρας βίας.

Στη Yialousa Savings Bank Limited v. Republic (Minister of Finance as Controller of Banks) And Another (1977)3 C.L.R. 25, κρίθηκε, με αναφορά στη διακοπή της ροής του χρόνου κάτω από το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος λόγω ανωτέρας βίας (force majeure), ότι η διάρκεια του κωλύματος που την επιφέρει αποτελεί πραγματικό ζήτημα που αποφασίζεται από το Δικαστήριο.

Η διαπίστωση ότι η έφεση στρέφεται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τα κρίσιμα γεγονότα, καθιστά την έφεση ανυπόστατη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Πικής, Π.

Καλλής, Δ.

Κραμβής, Δ.

 

 

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο