ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 150

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11410)

 

23 Ιανουαρίου, 2004

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΑΚΗΣ ΠΟΛΑΤΟΓΛΟΥ,

Εφεσείοντας,

ΚΑΙ

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΣΟΥΡΑ,

 

Εφεσίβλητος.

_________________________

Μ. Βασιλειάδης, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

____________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ο ενάγων-εφεσείων αξίωσε από τον εναγόμενο-εφεσίβλητο (ο εφεσίβλητος) £680.- ως «υπόλοιπο από προσφερθείσες εργασίες και/ή ετοιμασία σχεδίου». Αξίωσε, επίσης, £200.- «ως αποζημιώσεις για υπαίτια παράβαση συμφωνίας». Παραθέτουμε την βάση της αξίωσης όπως έχει εκτεθεί στην έκθεση απαιτήσεως:

Ο εφεσείων είναι μελετητής εσωτερικών χώρων και διατηρεί γραφείο στην Πάφο. Ο εφεσίβλητος είναι καταστηματάρχης και διατηρεί κατάστημα στην Πάφο. Δυνάμει προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ημερ. 6.2.1997, ο εφεσίβλητος ανάθεσε στον εφεσείοντα την διακόσμηση του καταστήματος του στην Κάτω Πάφο. Η διακόσμηση και/ή η εργασία που θα πρόσφερε ο εφεσείων στον εφεσίβλητο καθώς και η συμφωνηθείσα και/ή εύλογη αμοιβή του εφεσείοντος περιλάμβανε:

(α) Εκπόνηση Μελέτης - Σχεδίων Εσωτ. χώρου £800.-

(β) Επίβλεψη ; £200.-

Σαν τρόπος πληρωμής του πιο πάνω ποσού συμφωνήθηκε όπως ο εφεσίβλητος καταβάλει στον εφεσείοντα £200.- με την παράδοση των προσχεδίων, £600.- με την παράδοση των τελικών σχεδίων και £200.- με την ολοκλήρωση του έργου και την παράδοση του καταστήματος. Ο εφεσείων κατά ή περί την 21.2.97 ετοίμασε και παρέδωσε τα τελικά σχέδια του καταστήματος στον εφεσίβλητο σύμφωνα με τις οδηγίες του.

Κατά ή περί την 6.3.97 ο εφεσείων επισκέφθηκε τον εφεσίβλητο στο κατάστημα του για να πληρωθεί για τα σχέδια. Ο εφεσίβλητος υπαναχώρησε από την συμφωνία και αρνήθηκε να πληρώσει τον εφεσείοντα.

Ο εφεσίβλητος με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση του ισχυρίσθηκε πως η αμοιβή που συμφωνήθηκε ήταν συνολικά £700.- και πως ο τρόπος πληρωμής της ήταν ο ακόλουθος: £120.- προκαταβολή, £380.- με την αποπεράτωση των σχεδίων, £200 με την αποπεράτωση του έργου.

Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι ο εφεσείων δεν του παρέδωσε τελικά σχέδια και ότι τα σχέδια παρέμειναν ημιτελή και αντίθετα με τις υποδείξεις του και την μεταξύ τους συμφωνία. Με σχετική ανταπαίτηση του ο εφεσίβλητος ανταξίωσε ποσό £120.- «που πληρώθηκε χωρίς αντάλλαγμα» και ποσό « £1200.- «σαν ειδικές αποζημιώσεις για αθέτηση συμφωνίας».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από εκτεταμένη παράθεση, ανάλυση και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, κατέληξε στα εξής ευρήματα:

«Δυνάμει προφορικής συμφωνίας η οποία έγινε στις 6.2.1997 ο εναγόμενος ανέθεσε στον ενάγοντα τη διακόσμηση του καταστήματος του. Η αμοιβή του ενάγοντα για τη διακόσμηση του καταστήματος, η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ήταν £700.- Ο τρόπος πληρωμής της αμοιβής αυτής ήτο ο εξής:

£120.- προκαταβολή.

£380.- με την αποπεράτωση των σχεδίων, και

£200.- με την αποπεράτωση του έργου.

Συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων όπως ο ενάγων ετοιμάσει τα σχέδια του καταστήματος εντός εύλογου χρόνου, δηλαδή 15 ημέρες από την ημερομηνία της συμφωνίας.

Οι ακόλουθοι ήταν επίσης ρητοί όροι της συμφωνίας, ότι δηλαδή:

Ο ενάγων θα ετοίμαζε λεπτομερή σχέδια για τις οικοδομικές, ηλεκτρολογικές και ξυλουργικές εργασίες, κατασκευές αλουμινίων, τοποθέτηση συστήματος κλιματισμού και μπογιατίσματα. Η χωρητικότητα του καταστήματος θα διαρρυθμιζόταν με τέτοιο τρόπο ώστε να ήταν δυνατό να τοποθετηθούν 350 σακάκια, 800-1000 τσάντες ή πορτοφόλια ή γάντια και το υπόγειο να χρησιμοποιούταν για την τοποθέτηση βαλίτσων. Θα γινόταν αλλαγή της βιτρίνας και τοποθέτησης ραφιών στα πλάγια σύμφωνα με τις υποδείξεις του εναγομένου. Θα γινόταν αλλαγή των γυαλιών της βιτρίνας και τοποθέτηση πόρτας στο κέντρο του ενός καταστήματος. Θα γινόταν αλλαγή πατώματος. Θα χαμήλωνε η οροφή και θα άλλαζε ο φωτισμός. Θα τοποθετούνταν 6 καθρέφτες σύμφωνα με τις υποδείξεις του εναγομένου. Θα διαρρυθμιζόταν το έπιπλο-γραφείο με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να ήταν δυνατή η τοποθέτηση ηλεκτρονικού υπολογιστή και φακέλων. Όλες οι προαναφερόμενες εργασίες θα τύγχαναν της έγκρισης του εναγομένου. Ο ενάγων ετοίμασε σχέδια τα οποία όμως δεν ήταν ολοκληρωμένα σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και ιδιαίτερα τον όρο με βάση τον οποίο οι εργασίες θα εγκρίνονταν από τον εναγόμενο.

Οι λόγοι για τους οποίους τα σχέδια δεν ήταν ολοκληρωμένα, όπως αυτοί προκύπτουν με επαρκή σαφήνεια από τη μαρτυρία, είναι οι ακόλουθοι:

1. Τα σχέδια δεν περιείχαν πρόνοια για την τοποθέτηση συστήματος κλιματισμού.

2. Τα σχέδια δεν περιείχαν πρόνοια για τα μπογιατίσματα του καταστήματος.

3. Τα σχέδια δεν περιείχαν πρόνοια για τις κατασκευές αλουμινίου.

4. Η χωρητικότητα του καταστήματος όπως αυτή είχε αποτυπωθεί επί των σχεδίων δεν είχε διαρρυθμιστεί ανάλογα με τα όσα έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως προς την τοποθέτηση εμπορευμάτων σύμφωνα με τους αριθμούς οι οποίοι αναφέρονται πιο πάνω.

5. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε διαρρύθμιση του υπογείου του καταστήματος εντός των σχεδίων.

6. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια αναφορικά με το πάτωμα επί των σχεδίων.

7. Δεν υπήρχε επί των σχεδίων η τοποθέτηση όλων των καθρεφτών.

8. Εντός των σχεδίων δεν υπήρχαν κατασκευαστικές λεπτομέρειες του επίπλου-γραφείου ή διαρρύθμιση του χώρου ο οποίος θα περίβαλλε αυτό το έπιπλο έτσι ώστε να ήταν δυνατή η τοποθέτηση ηλεκτρονικού υπολογιστή και φακέλων επί αυτού του επίπλου.

9. Τα σχέδια τα οποία είχαν ετοιμαστεί δεν εγκρίθηκαν από τον εναγόμενο.

Ο εναγόμενος κάλεσε τον ενάγοντα να ολοκληρώσει τα σχέδια σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας.

Αμέσως προ της διακοπής της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, ο εναγόμενος ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει με την ανακαίνιση, με την προϋπόθεση ότι ο ενάγων θα ολοκλήρωνε τα σχέδια, ενώ ο ενάγων τηρούσε αντίθετη στάση, θεωρώντας ουσιαστικά ότι το συμφωνημένο στάδιο ετοιμασίας των σχεδίων είχε αποπερατωθεί.

Ο ενάγων αρνήθηκε θεωρώντας ότι τα σχέδια τα οποία είχαν παραδοθεί στον εναγόμενο ήταν όντως ολοκληρωμένα. Ο ενάγων κάλεσε τον εναγόμενο να εξοφλήσει το υπόλοιπο της αμοιβής του. Ο εναγόμενος κάλεσε τον ενάγοντα να αποπερατώσει τα σχέδια διαφορετικά θα θεωρούσε ότι η συμφωνία μεταξύ τους τερματιζόταν με υπαιτιότητα του ενάγοντα. Ο ενάγων αρνήθηκε να ολοκληρώσει τα σχέδια σύμφωνα με τις υποδείξεις του εναγομένου με αποτέλεσμα η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων δικαιωματικά και νόμιμα να είχε τερματιστεί από τον εναγόμενο με υπαιτιότητα του ενάγοντα.»

Αναφορικά με την ανταξίωση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των £120.- το οποίο «ο εναγόμενος πλήρωσε προς τον ενάγοντα δεν πληρώθηκε χωρίς αντάλλαγμα εφόσον ο ενάγων είχε ετοιμάσει λεπτομερή αλλά όχι ολοκληρωμένα σχέδια μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία τα παρέδωσε στον εναγόμενο».

Εν όψει των πιο πάνω ευρημάτων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.

Αναφορικά με την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων για αθέτηση σύμβασης το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο ρόλος της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι η επαναφορά του αναίτιου μέρους στη θέση στην οποία θα ήταν εάν είχε εκτελεστεί η σύμβαση την οποία το άλλο μέρος έχει παραβεί. Έκρινε ότι ο εφεσίβλητος «δεν έχει δείξει την απώλεια την οποία έχει υποστεί από την παράβαση της συμφωνίας από τον ενάγοντα». Έκρινε, επίσης, ότι «οι επικαλούμενες ως ειδικές αποζημιώσεις του εναγομένου δεν έχουν αποδειχθεί με επαρκή μαρτυρία».

Παρά το πιο πάνω συμπέρασμα του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος έχει υποστεί ένα πλήγμα ως συμβαλλόμενος στη συμφωνία, μετά από παράβαση της από τον εφεσείοντα, και επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου ποσό £10.- ως ονομαστικές αποζημιώσεις.

Η έφεση.

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων «παρέβη τη συμφωνία και/ή τις συμβατικές του υποχρεώσεις» προσβάλλεται με την παρούσα έφεση. Ο κ. Βασιλειάδης υπέβαλε ότι δεν έλαβε χώραν οποιοσδήποτε νόμιμος τερματισμός της συμφωνίας. Ούτε και στην επιστολή του δικηγόρου του εφεσίβλητου ημερ. 20.3.97 γίνεται οποιαδήποτε υπόδειξη στον εφεσείοντα για τις ισχυριζόμενες (εκ των υστέρων) ελλείψεις των σχεδίων.

Η πιο πάνω επιστολή ημερ. 20.3.97 είναι επιστολή του δικηγόρου του εφεσίβλητου προς τον δικηγόρο του εφεσείοντα σε απάντηση επιστολής του τελευταίου με την οποία ζήτησε την αμοιβή του εφεσείοντος.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου πρόβαλε τη θέση του εφεσίβλητου ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο εφεσείων δεν αποπεράτωσε τα σχέδια και τις εργασίες μέσα στην προθεσμία που συμφωνήθηκε και ότι είναι αδύνατη η συμπλήρωση και αποπεράτωση των εργασιών στο ρηθέν κατάστημα.

Με την ίδια επιστολή ο εφεσείων κλήθηκε να «αποπερατώσει πλήρως τα σχέδια» και να τα παραδώσει στον εφεσείοντα «μέσα σε 7 μέρες από σήμερα διαφορετικά χωρίς άλλη ειδοποίηση θα θεωρήσει πως τερματίζεται η συμφωνία του και θα αναθέσει σε άλλο την ετοιμασία και συμπλήρωση των σχεδίων και θα διεκδικήσει αποζημιώσεις εναντίον του».

Έχουμε λάβει υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 20.3.97. Στην επιστολή γίνεται αναφορά στη μη αποπεράτωση των σχεδίων και στην ανάθεση σε άλλο της ετοιμασίας και συμπλήρωσης τους. Αναφέρεται, επίσης, ότι η συμφωνία θα θεωρηθεί ως τερματισθείσα χωρίς άλλη ειδοποίηση αν «δεν αποπερατωθούν πλήρως τα σχέδια εντός 7 ημερών». Εφόσον η επιστολή αναφέρεται σε μη συμπληρωθέντα σχέδια και σε τερματισμό της συμφωνίας χωρίς άλλη ειδοποίηση θεωρούμε ότι το εκκαλούμενο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζεται από το περιεχόμενο της επιστολής. Η μη εξειδίκευση των ελλείψεων του σχεδίου στην επιστολή δεν μπορεί να εκθεμελιώσει το εκκαλούμενο εύρημα. Η αναφορά σε μη συμπληρωθέντα σχέδια ήταν αρκετή.

Ο κ. Βασιλειάδης υπέβαλε, επίσης, ότι η όλη μαρτυρία και οι θέσεις των δύο πλευρών βρίσκονται σε διάσταση με το εκκαλούμενο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είναι άκρως μεροληπτικό. Επί του προκειμένου ο κ. Βασιλειάδης αναφέρθηκε σε διάφορα μέρη της μαρτυρίας και υπέβαλε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τα έλαβε υπόψη. Υπέβαλε, περαιτέρω, ότι τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αδικαιολόγητα, δεν συνάδουν με την κοινή λογική και αντίκεινται στη δοθείσα μαρτυρία.

Η όλη επιχειρηματολογία του κ. Βασιλειάδη περιστρέφεται γύρω από την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία έχει προβεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, Πολιτική ΄Εφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97).

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων, να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι τα ευρήματα είναι εσφαλμένα (Sakellarides v. PapaSavva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, 261, 262, Imam v. PapaCostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208 και Charalambides v. Yiangos Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277). Η εισήγηση κατ΄ έφεση πως η γενομένη εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998 και Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 C.L.R. 378, 383).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις σχετικές εισηγήσεις του κ. Βασιλειάδη. Έχουμε, επίσης, διεξέλθει τα μέρη της μαρτυρίας στα οποία μας έχει παραπέμψει. Υπενθυμίζουμε ότι μια δικαστική απόφαση πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά. Έχουμε την άποψη πως δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Περαιτέρω θεωρούμε ότι το εκκαλούμενο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζεται πλήρως από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Έπεται πως οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Τέλος ο κ. Βασιλειάδης υπέβαλε ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στερείται πλήρους ή επαρκούς αιτιολογίας επί πολλών σοβαρών πτυχών. Η όλη απόφαση - συνέχισε - είναι μια αντίφαση, επανάληψη πολλών αχρείαστων και επουσιωδών λεπτομερειών, σε μια προσπάθεια αιτιολόγησης μιας θέσης που δεν δικαιολογείται με τίποτε. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει τουλάχιστον 3 φορές γιατί ο εφεσείων δεν παρουσίασε προσχέδια θεωρώντας το πολύ ουσιαστικό. Δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι δεν αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης τί είχε λεχθεί μεταξύ των διαδίκων προ της ετοιμασίας των σχεδίων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - κατέληξε - εσφαλμένα υπερτονίζει μικρολεπτομέρειες από την μαρτυρία του εφεσείοντα οι οποίες δικαιολογούνται μετά παρέλευση τόσου χρόνου από την έγερση της διαφοράς μέχρι την δίκη, σε βαθμό άκρως μεροληπτικό υπέρ του εφεσίβλητου.

΄Οπως έχει υποδειχθεί στην Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε:

«Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της. Ότι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540).»

Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της. Έχουμε την άποψη πως αυτή ικανοποιεί τις απαιτήσεις της νομολογίας που σχετίζονται με την αιτιολογία. Περιέχει όλα τα συστατικά στοιχεία μιας αιτιολογημένης απόφασης. Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο επί των επιδίκων θεμάτων βρίσκουν έρεισμα στο σύνολο της μαρτυρίας την οποία έκρινε αξιόπιστη. Επί του προκειμένου έχουμε ήδη αποφανθεί και δεν παρίσταται ανάγκη να επαναλάβουμε την κρίση μας. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Αν ήταν να λεχθεί κάτι για την εκκαλούμενη απόφαση αυτή ήταν αχρείαστη, μακρά και λεπτομερής. Επί του προκειμένου παρατηρούμε τα εξής:

Δεν υπάρχει άκαμπτο πρότυπο συγγραφής αποφάσεων. Κατά κανόνα μια δικαστική απόφαση πρέπει να περιέχει τα όσα υποδεικνύονται στην Καννάουρου (πιο πάνω).

Στην παρούσα υπόθεση επρόκειτο για απόφαση σε σχέση με αξίωση της τάξεως των £680.- Τα επίδικα θέματα ήταν απλά, δεν ήταν καθόλου πολύπλοκα. Η πρωτόδικη απόφαση αποτελείται από 70 σελίδες. Περιέχει αχρείαστες λεπτομέρειες και επαναλήψεις. Οι τελευταίες καθιστούν δυσχερή την παρακολούθηση και κατανόηση της δικαστικής προσέγγισης και καθιστούν δύσκολο τον κατ΄ έφεση έλεγχο. Επιβάλλεται όπως αποφεύγονται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

Π.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο