ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 72

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Εφεση Αρ. 11219)

23 Ιανουαρίου, 2004

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

  1. ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑ,
  2. Α/ΦΟΙ ΦΟΥΛΗ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΚΑΡΑΟΛΗ,

Εφεσίβλητης.

― ― ― ― ―

Καμιά εμφάνιση, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Χατζηπιέρας και Μ. Καννάβα, για την Εφεσίβλητη.

― ― ― ― ―

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας καταλόγισε στους εφεσείοντες αποκλειστική ευθύνη για το τροχαίο δυστύχημα που έγινε στις 12.6.96 στον παλαιό δρόμο Λάρνακας - Αμμοχώστου με θύμα την εφεσίβλητη. Το δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων γενικές αποζημιώσεις ύψους £28.000 για το φυσικό πόνο, την ταλαιπωρία, την απώλεια των ανέσεων και απολαύσεων της ζωής και £28.800 για μελλοντική απώλεια της ικανότητας της εφεσίβλητης ως οικοκυρά, υπό μορφή απώλειας των ανέσεων της ζωής. Επιδίκασε επίσης υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων ειδικές αποζημιώσεις ύψους £14.090, τόκους και έξοδα.

Οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες οι οποίες αφορούν αντίστοιχα (α) στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τις διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου, (β) στο συμπέρασμα που αφορά στον καταλογισμό της ευθύνης και (γ) στον καθορισμό των αποζημιώσεων.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι κατά το χρόνο του δυστυχήματος ο εφεσείων 1 ήταν υπάλληλος των εφεσειόντων 2 και οδηγούσε μπετονιέρα, δωδεκάτροχο, ψηλό και βαρετό όχημα, υπό συνθήκες καθιστώσες τους εργοδότες του εκ προστήσεως υπεύθυνους. Το δυστύχημα έγινε τη στιγμή που η εφεσίβλητη επιχείρησε να προσπεράσει με το αυτοκίνητο που οδηγούσε την μπετονιέρα η οποία, λόγω στροφής που έκαμε δεξιά, ανέκοψε την πορεία της. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι προτού ο εφεσείων 1 επιχειρήσει στροφή δεξιά για να εισέλθει σε πάροδο/χωματόδρομο, ελάττωσε σταδιακά την ταχύτητα της μπετονιέρας και εκδήλωσε την πρόθεσή του με το φωτεινό σηματοδότη του οχήματος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, ύστερα από ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος, προέβη σε διαπιστώσεις θεμελιωμένες στην κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Τα γεγονότα, στη βάση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα και διαπιστώσεις συνοπτικά είναι τα ακόλουθα:

Η εφεσίβλητη ακολουθούσε την μπετονιέρα που οδηγούσε ο εφεσείων με χαμηλή ταχύτητα. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής αφού βεβαιώθηκε ότι ο δρόμος απέναντι ήταν ελεύθερος και δεν είχε προηγουμένως αντιληφθεί ο,τιδήποτε δηλωτικό πρόθεσης του προπορευόμενου οχήματος για στροφή δεξιά, πήρε τη δεξιά λωρίδα του δρόμου και ανέπτυξε ταχύτητα για να προσπεράσει τη μπετονιέρα. Φθάνοντας περίπου στο ύψος των πισινών τροχών της, αυτή άρχισε να παίρνει στροφή προς τα δεξιά. Για να αποφύγει τη σύγκρουση, έστριψε δεξιότερα και έπεσε στο παγκέττο. Στην προσπάθειά της να επαναφέρει το αυτοκίνητο της στο δρόμο, έχασε τον έλεγχο της οδήγησης. Το αυτοκίνητο διάνυσε εκτός ελέγχου κάποια απόσταση και χωρίς να έλθει σε επαφή με την μπετονιέρα, ανατράπηκε. Εξαιτίας του δυστυχήματος η εφεσίβλητη έπαθε σωματικές βλάβες, ζημιές και απώλειες.

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι χρησιμοποίησε το σηματοδότη της μπετονιέρας εξουδετερώθηκε από ειδικό εξεταστή της αστυνομίας ο οποίος κατόπιν εξέτασης, διαπίστωσε ότι ο σηματοδότης ήταν εκτός λειτουργίας λόγω σκουριάς που δεν επέτρεπε τη μετάδοση ρεύματος στη λάμπα του σηματοδότη. Η μαρτυρία του ειδικού εξεταστή αναφορικά με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης παρέμεινε αναντίλεκτη. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ελάττωνε συνεχώς ταχύτητα δεν έγινε αποδεκτός. Κρίθηκε ότι η προβολή του πιο πάνω ισχυρισμού έγινε προς ενίσχυση της θέσης της υπεράσπισης ότι η εφεσίβλητη έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι το προπορευόμενο όχημα ελάττωνε ταχύτητα και ως εκ τούτου όφειλε να αντιληφθεί ότι υπήρχε πιθανότητα στροφής δεξιά εφόσον δεν υπήρχε άλλος αποχρών λόγος μείωσης της ταχύτητας στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ήλεγχε τακτικά τα φώτα του οχήματος, το δικαστήριο παρατήρησε πως αν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, ο εφεσείων έπρεπε να είχε αντιληφθεί τη σκουριά και τα προβλήματα που πιθανό αυτή να δημιουργούσε στην ομαλή λειτουργία του σηματοδότη. Παρέμεινε επίσης αναντίλεκτο το γεγονός ότι η πάροδος ήταν ένας χωμάτινος δρόμος ιδιωτικής βασικά χρήσης, η ύπαρξη του οποίου δεν περιέπεσε ποτέ στην αντίληψη της εφεσίβλητης. Η βασική διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι ότι ο εφεσείων δεν εκδήλωσε με κανένα τρόπο την πρόθεση για στροφή δεξιά ούτε αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο που τον προσπερνούσε παρά μόνο τη στιγμή που αυτό βρισκόταν στο πίσω δεξιό πλευρινό μέρος του δικού του οχήματος οπότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, χρησιμοποίησε τα φρένα του στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύγκρουση.

Η αμέλεια του εφεσείοντα, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, στοιχειοθετείται από το γεγονός ότι επιχείρησε κλίση προς τα δεξιά με σκοπό να εισέλθει στην παρακείμενη πάροδο χωρίς να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλής η ενέργεια του και χωρίς να εκδηλώσει με οποιοδήποτε τρόπο την πρόθεση ή/και να βεβαιωθεί κατά πόσο η πρόθεση του αυτή έγινε αντιληπτή από τους οδηγούς οχημάτων που ακολουθούσαν. Ο εφεσείων είχε υποχρέωση να ελέγχει συνεχώς το δρόμο αφότου θα άρχιζε τη διαδικασία της στροφής δεξιά, πράγμα που δεν έπραξε όπως ο ίδιος ομολόγησε και αυτό, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι τον ακολουθούσε από κάποια απόσταση αυτοκίνητο το οποίο είδε νωρίτερα.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων αναγνώρισε ότι ο εφεσείων 1 υπήρξε οπωσδήποτε ένοχος αμέλειας. Ωστόσο, κάλεσε το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλογίσει μέρος της ευθύνης για το δυστύχημα και στην εφεσίβλητη. Εισηγήθηκε συναφώς ότι η μείωση της ταχύτητας της μπετονιέρας και η ύπαρξη της παρόδου/χωματόδρομου στα δεξιά αποτελούσαν στοιχεία που έπρεπε να είχαν επενεργήσει στη σκέψη της εφεσίβλητης ώστε αυτή να υπολογίσει το ενδεχόμενο στροφής δεξιά του προπορευόμενου οχήματος. Εγινε επίσης εισήγηση ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να εκδηλώσει την πρόθεση ότι θα προσπερνούσε με ήχηση της σειρήνας του αυτοκινήτου της. Τέλος, ζητήθηκε όπως αποδοθεί στην εφεσίβλητη συντρέχουσα αμέλεια για ό,τι αυτή έπραξε αμέσως μετά την εκδήλωση του κινδύνου.

Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, το δικαστήριο ορθά αποφάσισε πως το καθήκον επιμέλειας της εφεσίβλητης δεν θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να επεκταθεί έναντι δυνητικού κινδύνου που θα μπορούσε να προκύψει από την αμέλεια άλλων οδηγών πριν την ύπαρξη ορατών σημείων εκδήλωσης ενός τέτοιου κινδύνου. Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας από άλλους οδηγούς. Ο νουνεχής οδηγός εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και οι άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι των ιδίων και των άλλων οδηγών. Βλ. Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 (Α) ΑΑΔ 642, Θρασυβούλου ν. Κουλέρμου κ.α., (1996) 1(Α) ΑΑΔ 253 και Χριστοδούλου ν. Μπίλλη, (1998) 1(Α) ΑΑΔ 164. Η εφεσίβλητη κάτω από τις δοσμένες συνθήκες εύλογα θα μπορούσε να αναμένει ότι ο εφεσείων θα εκπλήρωνε, όπως είχε υποχρέωση, το καθήκον επιμέλειας που είχε έναντι του ιδίου και των άλλων οδηγών. Ωστόσο, η συμπεριφορά του εφεσείοντα ήταν υπό τις περιστάσεις εντελώς απρόβλεπτη.

Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, έχει νομολογηθεί* ότι η παράλειψη ήχησης της σειρήνας δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει από μόνη της αμέλεια. Στην περίπτωση που εξετάζουμε η εφεσίβλητη θα είχε καθήκο να ηχήσει τη σειρήνα του αυτοκινήτου της προτού αρχίσει να προσπερνά ή όταν προσπερνούσε, μόνο αν αυτή αντιλαμβανόταν ότι ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος οδηγούσε με τέτοιο τρόπο που θα της προκαλούσε ανησυχία και να την έθετε σε εγρήγορση. Εδώ δεν υπάρχει μαρτυρία ότι υπήρχαν έστω κάποιες ενδείξεις δημιουργίας οποιουδήποτε κινδύνου λόγω της συμπεριφοράς του προπορευόμενου οχήματος και συνεπώς η παράλειψη της εφεσίβλητης να ηχήσει τη σειρήνα, ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν στοιχειοθετεί αμέλεια εκ μέρους της. Η εφεσίβλητη μόλις αντιλήφθηκε τον κίνδυνο προσπάθησε με ελιγμό στα δεξιά να αποφύγει τη σύγκρουση με την μπετονιέρα. Κάθε αντίδραση της εφεσίβλητης από την εκδήλωση του κινδύνου και μετέπειτα, ορθά έχει αντικριστεί πρωτοδίκως κάτω από το πρίσμα της αγωνίας της στιγμής εξ αιτίας της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρέθηκε αντιμέτωπη λόγω της αμέλειας του εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία και παράγοντες που είχε ενώπιόν του, κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα και διαπιστώσεις. Ορθή επίσης είναι η κατάληξη ότι η ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος βαρύνει αποκλειστικά τους εφεσείοντες. Αποδείχθηκε με περισσή σαφήνεια ότι ο εφεσείων, στην προσπάθεια του να εισέλθει στην πάροδο χωρίς να λάβει προς τούτο τα δέοντα μέτρα για να καταστήσει ασφαλή την ενέργειά του, απέκοψε την ελεύθερη πορεία της εφεσίβλητης.

Η εφεσίβλητη κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν 35 χρόνων, υγιής και εργαζόταν ως καθηγήτρια μαθηματικών. Ηταν παντρεμένη και μητέρα τεσσάρων παιδιών ηλικίας 10, 13, 13 (δίδυμα) χρόνων, η δε μεγαλύτερη της κόρη ήταν φοιτήτρια. Αμέσως μετά το δυστύχημα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας με τραύματα σε διάφορα μέρη του σώματος της. Το πιο σοβαρό τραύμα ήταν στο δεξί της χέρι. Ο κίνδυνος απώλειας του χεριού ήταν άμεσος και για την αντιμετώπισή του συνεργάστηκαν γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων όπως ορθοπεδικοί, αγγειοχειρουργοί και πλαστικοί χειρούργοι. Η επέμβαση έγινε κάτω από γενική αναισθησία. Το κάταγμα του βραχίονα ακινητοποιήθηκε με εξωτερική οστεοσύνθεση. Ακολούθησαν και άλλες επεμβάσεις σε νοσοκομεία της Κύπρου και του εξωτερικού. Πήγε μια φορά στην Ελλάδα και τρεις στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και οι δέκα επεμβάσεις στις οποίες είχε υποβληθεί έγιναν με γενική αναισθησία. Παρά το καλό αποτέλεσμα που προέκυψε μετά τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις και τη φυσιοθεραπεία που ακολούθησε εντούτοις παρέμειναν μόνιμα προβλήματα. Υπάρχει μεγάλη δυσκαμψία και αδυναμία σύσφιξης του δεξιού χεριού, κατάσταση η οποία περιορίζει την κινητικότητα. Η εφεσίβλητη δυσκολεύεται να συγκρατεί αντικείμενα με αυτό το χέρι και δεν μπορεί να ασχοληθεί πλήρως με όλες τις δουλειές του σπιτιού. δυσκολεύεται ακόμα στην προσωπική της περιποίηση. Ανάλογες δυσκολίες αντιμετωπίζει και στην εργασία της. Δεν μπορεί να χρησιμοποιεί με άνεση πέννα και κιμωλία οι δε κινήσεις της έγιναν αργές. Επειδή εκ των πραγμάτων είναι πλέον υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί πιο έντονα το αριστερό της χέρι προς υποβοήθηση του δεξιού, παρουσιάστηκε ωλένιος νευρίτιδα για την οποία θα χρειαστεί χειρουργική επέμβαση. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην περιοχή του δεξιού χεριού υπάρχουν δύσμορφες ουλές, τραυματικές και χειρουργικές, σε όλη την έκταση του βραχίονα και στην εμπρόσθια επιφάνεια του αντιβραχίου. Εμμεσο αποτέλεσμα των τραυμάτων και της ακινησίας που ακολούθησε ήταν η αύξηση του βάρους της, αρχικά κατά 30 κιλά. Οι επισκέψεις σε διαιτολόγο και σε κέντρο αδυνατίσματος, συνέτειναν στη μείωση του βάρους κατά 10 κιλά. Τέλος, η εφεσίβλητη αντιμετώπισε ένεκα της όλης κατάστασης και κάποιας μορφής ψυχολογικά προβλήματα.

Η πιο πάνω κατάσταση της εφεσίβλητης υπήρξε κατ΄ ουσία αδιαμφισβήτητη και αποτέλεσε το υπόβαθρο για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων (σύνολο £70.890) που έχουν επιδικαστεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο, άντλησε καθοδήγηση από την Ανδρέας Νικηφόρου ν. Ανδρέα Αντωνίου κ.α., ΠΕ 10758, ημερ. 28.6.2001. Στην κρινόμενη υπόθεση το δικαστήριο έλαβε υπόψη την μελλοντική απώλεια της ικανότητας της εφεσίβλητης ως οικοκυρά, απώλεια συνυφασμένη με απώλεια των ανέσεων της ζωής. Βλ. Σολέας ν. Σολέα, (1999) 1(Β) ΑΑΔ 904, Φαραζή ν. Τζιάρα, (1999) 1(Α) ΑΑΔ 269 και Daly v. General Steam Navigation Co Ltd (1980) 3 All ER 696.

Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι ο σοβαρός τραυματισμός της εφεσίβλητης στο δεξί της χέρι και τα κατάλοιπα των τραυμάτων της δεν της επιτρέπουν να λειτουργεί πλέον όπως μια κανονική οικοκυρά, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εργοδότηση οικιακής βοηθού επί μονίμου βάσεως ήταν υπό τις περιστάσεις απαραίτητη. Απασχόλησε το δικαστήριο ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής οικιακής βοηθού. Για το θέμα, κατέθεσε λειτουργός του Γραφείου Εργασίας η μαρτυρία της οποίας έγινε αποδεκτή και με βάση την εν λόγω μαρτυρία κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι απαιτείται δαπάνη £250.- μηνιαίως για την πληρωμή μισθού οικιακής βοηθού. Κατά τη διεργασία του υπολογισμού των αποζημιώσεων λήφθηκαν ακόμα υπόψη η ηλικία της εφεσίβλητης που κατά το χρόνο της δίκης ήταν 40 χρόνων, ότι τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της ήταν ακόμα ανήλικα αλλά σε λίγα χρόνια θα έφθαναν στην ενηλικίωση και το καθένα θα αναλάμβανε τις δικές του ευθύνες καθώς και την υποχρέωση του συζύγου της εφεσίβλητης να συμβάλλει στις ανάγκες του συζυγικού οίκου και έγγαμης συμβίωσης. Βλ. Σολέα (ανωτέρω). Το δικαστήριο, για σκοπούς υπολογισμού των αποζημιώσεων χρησιμοποίησε τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή. Καθόρισε ως πολλαπλασιαστή χρονική περίοδο 15 χρόνων και αφού συνεκτίμησε όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες θεώρησε δίκαιο το ποσό των £160.- μηνιαίως ως το πολλαπλασιαστέο ποσό. Συνακόλουθα και με δεδομένο πλέον το αποτέλεσμα της μαθηματικής πράξης ήτοι, το ποσό των £28.800, το δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης το ποσό αυτό ως γενικές αποζημιώσεις.

Καθόσον αφορά το θέμα των ειδικών αποζημιώσεων είχε εκ των προτέρων συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ένα ποσό £3590 και παρέμεινε μόνο προς εξέταση ο υπολογισμός της δαπάνης για την εργοδότηση οικιακής βοηθού κατά την περίοδο από 9.1.98 μέχρι το Σεπτέμβριο 2001 που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εξαιρουμένων των περιόδων από 8.7.2000 μέχρι 2.9.2000 και από 20.4.2001 μέχρι 1.5.2001. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατόπιν ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δαπάνη για την εργοδότηση της οικιακής βοηθού κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο ήταν £250 μηνιαίως και κατόπιν υπολογισμού καθόρισε το σύνολο αυτής της δαπάνης στο ποσό των £10.500 το οποίο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης όπως και το συμφωνηθέν ποσό των £3590 ήτοι, σύνολο £14.090 ως ειδικές αποζημιώσεις.

Το δικαστήριο, με γνώμονα τις κατευθυντήριες γραμμές της νομολογίας* και με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης και ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ακριβή στοιχεία ως προς το χρόνο καταβολής των επί μέρους ποσών των ειδικών αποζημιώσεων, επιδίκασε επί του ½ του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων νόμιμο τόκο από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος. Επιδικάστηκε επίσης νόμιμος τόκος επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από της ημερομηνίας καταχώρησης.

Εχουμε εξετάσει με προσοχή κάθε επιχείρημα που ανέπτυξε ο δικηγόρος των εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσή του. Κατά τη γνώμη μας δεν συντρέχει λόγος παρέμβασης. Τα συμπεράσματα του δικάσαντος δικαστηρίου δικαιολογούν τον τρόπο με τον οποίο αξιολόγησε τη μαρτυρία και άσκησε τη διακριτική του εξουσία.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

Γ. ΠΙΚΗΣ, Π.

Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο