ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 25
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 10958)
21 Ιανουαρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
VASSOS AYIOMAMITIS DEVELOPMENTS LTD,
Εφεσείοντες- Εναγόμενοι,
v.
Εφεσίβλητες-Ενάγουσες.
Λ. Τσικκίνης για Α. Νεοκλέους,
Α. Δημητρίου για Π.Λ. Κακογιάννη, για τις Εφεσίβλητες-Ενάγουσες.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητες-ενάγουσες ήταν ιδιοκτήτριες οικοπέδου στη Λεμεσό και οι εφεσείοντες-εναγόμενοι εταιρεία που ασχολείται με την ανάπτυξη γης.
Στις 22.6.89 οι εφεσίβλητες εξασφάλισαν άδεια για την ανέγερση επταόροφης οικοδομής, σύμφωνα με τον τότε επιτρεπόμενο συντελεστή (δόμηση 22%, κάλυψη 50%). Στις 20.6.90 οι εφεσίβλητες εγγράφως (Τ.1Α), συμφώνησαν με τους εφεσείοντες να τους παραχωρήσουν ως αντιπαροχή το οικόπεδό τους, μαζί με την άδεια οικοδομής και οι τελευταίοι συμφώνησαν να ανεγείρουν κτιριακό συγκρότημα με βάση αυτή την άδεια οικοδομής και τα αρχιτεκτονικά σχέδια και με την αποπεράτωση της οικοδομής να παραδώσουν στις εφεσίβλητες αριθμό διαμερισμάτων.
Ήταν η θέση των εφεσίβλητων-εναγουσών πρωτόδικα πως με βάση τη συμφωνία, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι όφειλαν να συμπληρώσουν το συγκρότημα το αργότερο εντός 30 μηνών και είχαν υποχρέωση να πάρουν όλα τα αναγκαία μέτρα για ανανέωση της άδειας με δικά τους έξοδα, αλλά, ενώ οι ίδιες ήταν πάντα πρόθυμες να υπογράψουν οποιαδήποτε αίτηση ανανέωσης της άδειας οικοδομής, που έληξε στις 22.6.90, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, κατά παράβαση του συμβολαίου, δεν προέβησαν σε οποιοδήποτε διάβημα ώστε να ανανεωθεί η άδεια .
Με νομοθετική τροποποίηση του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου στις 27.11.92 μειώθηκε ο συντελεστής δόμησης. Μέχρι την ημέρα αυτή, σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσίβλητων-εναγουσών, οι μόνες εργασίες που εκτέλεσαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι στο οικόπεδο ήταν η ανασκαφή λάκκων, που κατά τις εφεσίβλητες θεωρήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές πως δεν ήταν ουσιαστικές εργασίες, με αποτέλεσμα να μην είναι πια δυνατή η ανανέωση της άδειας οικοδομής. Έτσι, οι εφεσείοντες ουδέποτε συμπλήρωσαν την οικοδομή, με αποτέλεσμα να υποστούν οι εφεσίβλητες-ενάγουσες σημαντικές ζημιές.
Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι παραδέχθηκαν τη συνομολόγηση της συμφωνίας, αλλά ισχυρίστηκαν πως ήταν ρητός ή εξυπακουόμενος όρος της και αποτελούσε ουσιώδη προϋπόθεση για την ισχύ της, ότι θα ήταν δυνατή και επιτρεπτή η ανανέωση της υφιστάμενης άδειας οικοδομής μετά τη λήξη της, που ακολούθησε 2 μέρες μετά την υπογραφή του συμφωνητικού εγγράφου. Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι η αίτηση για ανανέωση θα έπρεπε να υπογραφεί και να υποβληθεί από τις εφεσίβλητες, που ήταν εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες του οικοπέδου και όχι απ΄εκείνους, που βαρύνονταν μόνο για την καταβολή των εξόδων. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητες τους βεβαίωσαν ότι δεν υφίστατο κανένα εμπόδιο για ανανέωση της άδειας και ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν τέτοια ανανέωση και έτσι η αποτυχία και κατά συνέπεια, ισχυρίστηκαν, η υποχρέωσή τους να αποπερατώσουν την οικοδομή εντός 30 μηνών από την υπογραφή της, τελούσε υπό την αίρεση ότι η ανανέωση της άδειας θα ήταν νομικά δυνατή, εφικτή και επιτρεπτή.
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σειρά γεγονότων, που, κατά τον ισχυρισμό τους, ήσαν τα αληθή γεγονότα και με βάση αυτά σειρά επιχειρημάτων. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, στην οποία τα πιο πάνω συνοψίζονται:
«(α) Μετά την τροποποίηση του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου απαιτείτο στο εξής όπως για την έκδοση ή ανανέωση άδειας οικοδομής υποβάλλεται αντισεισμική μελέτη και όπως τα αρχιτεκτονικά σχέδια συνάδουν με αυτή. Αυτό ίσχυε και στην περίπτωση της ανανέωσης της άδειας οικοδομής που εξασφάλισαν οι ενάγουσες εκτός εάν μέχρι την υποβολή αίτησης για ανανέωση της άδειας είχαν γίνει και συνεχίζονταν ουσιαστικές εργασίες στην οικοδομή.
(β) Επειδή όμως οι ενάγουσες μέχρι τις 22.6.89 δεν προέβησαν σε καμιά εργασία στο οικόπεδο δεν ηδύναντο να ανανεώσουν την άδεια χωρίς να τροποποιήσουν τα σχέδια και τις τεχνικές μελέτες ώστε να πληρούν τις νέες προϋποθέσεις που έθεσε ο Νόμος, πράγμα που θα στοίχιζε στις ενάγουσες πολλά χρήματα και καθυστέρηση.
(γ) Οι ενάγουσες όχι μόνο απέκρυψαν τα πιο πάνω προβλήματα από τους εναγόμενους αλλά επιβεβαίωσαν σ΄αυτούς ότι αν άρχιζαν αμέσως οικοδομικές εργασίες η άδεια θα ανανεωνόταν και ότι εν πάση περιπτώσει οι ενάγουσες επιβεβαίωσαν ότι οι ίδιες ήταν σε θέση και είχαν τρόπους να επιτύχουν ανανέωση της άδειας οικοδομής.
(δ) Οι εναγόμενοι αμέσως μετά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας μετέφεραν οικοδομικά υλικά και μηχανήματα στο οικόπεδο και προχώρησαν στην εκσκαφή των θεμελίων. Όμως δυο με τρεις μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας και ενώ οι εναγόμενοι συνέχισαν τις εργασίες στο οικόπεδο τους επισκέφθη αρμόδιος υπάλληλος του Δήμου Λεμεσού και αφού διαπίστωσε ότι η άδεια οικοδομής ήταν ληγμένη τους διέταξε να σταματήσουν αμέσως τις εργασίες μέχρι να ανανεωθεί η άδεια. Οι εναγόμενοι συμμορφώθηκαν με την πιο πάνω διαταγή. Μέχρι την ημερομηνία εκείνη είχαν δαπανήσει για τις πιο πάνω εργασίες το ποσό των £1.500.
(ε) Αμέσως μετά οι εναγόμενοι ειδοποίησαν τις ενάγουσες για τα όσα διαδραματίστηκαν και οι ενάγουσες ή αντιπρόσωποι τους άρχισαν ενέργειες και επαφές με διάφορα τμήματα για την ανανέωση της άδειας οικοδομής. Οι εναγόμενοι συνεργάστηκαν στο βαθμό που μπορούσαν με τις ενάγουσες για ν΄ανανεωθεί η άδεια οικοδομής.
(στ) Τελικά οι ενάγουσες στις 10.10.91 υπέβαλαν αίτηση στο Δήμο Λεμεσού για ανανέωση της άδειας οικοδομής. Οι εναγόμενοι για να υποβοηθήσουν την εξέταση της αίτησης απέστειλαν στις 22.11.91 στο Δήμο Λεμεσού επιστολή με την οποία ανέφεραν ότι πράγματι είχαν αρχίσει οι εργασίες στο οικόπεδο προτού λήξει η άδεια. Τελικά η πιο πάνω αίτηση για ανανέωση της άδειας απορρίφθηκε από το Δήμο Λεμεσού. Οι ενάγουσες συνέχισαν τις προσπάθειες τους καις τις 25.2.93 υπέβαλαν δεύτερη αίτηση για ανανέωση της άδειας οικοδομής η οποία και πάλι απορρίφθηκε.
(ζ) Γύρω στις αρχές Οκτωβρίου 1995 οι ενάγουσες πληροφόρησαν τους εναγομένους ότι οι προσπάθειες τους για ανανέωση της άδειας οικοδομής απέτυχε και ότι η σχετική συμφωνία μεταξύ τους δεν μπορούσε να υλοποιηθεί.
(η) Στις 23.10.95 οι ενάγουσες χωρίς να επιφυλάξουν τα δικαιώματα τους ζήτησαν από τους εναγομένους όπως αποσύρουν από το Κτηματολόγιο Λεμεσού το αντίγραφο της επίδικης συμφωνία που ήταν κατατεθειμένο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης, πράγμα που οι εναγόμενοι έπραξαν με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους.
Είναι επίσης ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι:
(α) Η επίδικη συμφωνία δεν μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την ανανέωση της άδειας οικοδομής.
(β) Η ανανέωση της άδειας οικοδομής ήταν αποκλειστική ευθύνη των εναγουσών τόσο δυνάμει της επίδικης συμφωνίας όσο και δυνάμει του νόμου.
(γ) Η μόνη υποχρέωση των εναγομένων ήταν να συνεργαστούν με τις ενάγουσες για την ανανέωση της άδειας και να πληρώσουν τα σχετικά έξοδα.
(δ) Οι ενάγουσες απέτυχαν να εξασφαλίσουν ανανέωση της άδειας με αποτέλεσμα οι ίδιες να διαρρήξουν την επίδικη συμφωνία.
(ε) είναι επίσης ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ενάγουσες με τη συμπεριφορά τους μέχρι την καταχώριση της αγωγής θα πρέπει να θεωρηθούν ότι εγκατέλειψαν (waived) την όποια αξίωση είχαν εναντίον των εναγομένων και ότι εν πάση περιπτώσει εμποδίζονται δια της συμπεριφοράς τους να ζητούν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις από
τους ενάγοντες.»Καταλήγοντας, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι συνεπεία των πιο πάνω υπέστησαν ζημιές και πρόβαλαν σχετική ανταξίωση.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της ακρόασης οι δύο πλευρές συμφώνησαν πως, σε περίπτωση που κριθεί ότι ευθύνονται οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, οι αποζημιώσεις των εφεσιβλήτων-εναγουσών θα ήταν £50.000, ενώ σε περίπτωση που αποφασιζόταν ότι ευσταθούσε η ανταπαίτηση των εφεσειόντων-εναγομένων, για το λόγο ότι οι εφεσίβλητες-ενάγουσες παρέβησαν τα συμφωνηθέντα, οι αποζημιώσεις τους θα ανερχόντουσαν στο ποσό των £40.000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην περίληψη, στην οποία προέβηκε των παραδεκτών γεγονότων, καταλήγει με την επισήμανση πως τελικά υποβλήθηκαν δύο αιτήσεις για ανανέωση της άδειας οικοδομής, 10.10.91 και 24.2.93, αλλά η άδεια δεν ανανεώθηκε και έτσι οι εφεσείοντες δεν μπόρεσαν να επαναρχίσουν τις εργασίες, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσουν στην ανέγερση του συγκροτήματος.
Το Δικαστήριο, αφού προέβηκε σε ενδελεχή ανάλυση και εξέταση της ενώπιόν του μαρτυρίας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων και καταλήγοντας στα συμπεράσματά του, αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσίβλητων-εναγουσών και απέρριψε εκείνη των εφεσειόντων-εναγομένων και εξέδωσε απόφαση και διάταγμα για έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Βασικά όλοι οι λόγοι έφεσης αφορούν την κατάληξη του Δικαστηρίου σχετικά με τη μαρτυρία και την αξιοπιστία μαρτύρων, καθώς και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε συμπεράσματα αξιοπιστίας και γεγονότων είναι καλώς γνωστές, συνοψίζονται δε και στην υπόθεση Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 39 της απόφασης:
«Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην
Papadopoullos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει την μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλ. μεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582, και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372).H απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της. Ότι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων
Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd v. Tyfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540)."Όσον αφορά τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία, υπάρχει επίσης σωρεία αποφάσεων. Στη
Koudellaris v. Christoforou and Others (1975) 1 C.L.R. 366 υιοθετήθηκαν αποσπάσματα από την Αγγλική υπόθεση Watt or Thomas v. Thomas (1947) A.C. 484, όπου λέχθηκε ότι το Εφετείο έχει δικαιοδοσία να εξετάζει το πρακτικό που περιέχει τη μαρτυρία για να αποφασίσει αν τα συμπεράσματα, στα οποία έφθασε αρχικά το Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία, ευσταθούν. Πρέπει όμως, όπως τονίστηκε, αυτή η δικαιοδοσία να ασκείται με μεγάλη προσοχή. Επίσης λέχθηκε πως το Εφετείο θα πρέπει, προτού επέμβει για να ανατρέψει τα συμπεράσματα, να ικανοποιείται ότι, οποιοδήποτε πλεονέκτημα είχε ο πρωτόδικος Δικαστής για το λόγο ότι είχε δει και ακούσει ο ίδιος τους μάρτυρες, δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει ή να αιτιολογήσει το συμπέρασμά του.Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή τη μαρτυρία και την ανάλυσή της που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς και τα αιτιολογικά που δόθηκαν από το Δικαστή προτού καταλήξει επί της αξιοπιστίας μαρτύρων, επί των γεγονότων και των συμπερασμάτων του, και, εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές, κρίνουμε πως οι εφεσείοντες δεν μας έχουν ικανοποιήσει ότι πρέπει να επέμβουμε σ΄ αυτά.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του μάρτυρα Παπαφώτη, παρατηρούμε πως το Δικαστήριο στη σελίδα 14 και επόμενες της απόφασης του αναλύει λεπτομερώς τη μαρτυρία, με αναφορά και σε εκείνη του μάρτυρα Παπαφώτη και αιτιολογεί πλήρως με τις παρατηρήσεις του την αποδοχή της μαρτυρίας του, έτσι που να μην χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση μας στην κατάληξη του Δικαστηρίου επί του προκειμένου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του ασχολήθηκε με τις νομικές πτυχές που εγέρθηκαν στην αγωγή, που ήταν το κατά πόσο η σύμβαση ήταν παράνομη, όπως ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, το αν κατέστη η σύμβαση αδύνατη λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας εκτελέσεως (frustration) και αν όχι, κατά πόσο υπήρξε διάρρηξη της σύμβασης.
Το Δικαστήριο επί του πρώτου θέματος έκρινε ότι καμμιά παρανομία δεν υπήρξε, καθότι προκύπτει σαφώς από τη σύμβαση μεταξύ των μερών, τεκμήριο 1Α, πως πάντοτε προϋποτίθετο η ύπαρξη έγκυρης άδειας οικοδομής για τις εργασίες, κατάληξη η οποία μας βρίσκει σύμφωνους.
Επί του δεύτερου θέματος, υιοθετούμε τις αρχές που παρατίθενται αναφορικά με το πότε ματαιώνεται η σύμβαση (frustrated) και με την κατάληξη του Δικαστηρίου στην επίδικη περίπτωση.
Είναι προφανές από μία μελέτη της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, τεκμήριο 1Α, πως η ευθύνη για ανανέωση της άδειας οικοδομής βάρυνε τους εφεσείοντες-εναγόμενους. Τούτο προκύπτει ιδιαίτερα από τον όρο 7 της σύμβασης, στον οποίο αναφέρεται ότι ο δεύτερος συμβαλλόμενος (οι εφεσείοντες-εναγόμενοι) «υποχρεούται όπως αρχίσει αμέσως και άνευ καθυστερήσεως τας εργασίας ανεγέρσεως και κάμει όλα τα αναγκαία δια την ανανέωσιν της Άδειας Οικοδομής
». Τοιουτοτρόπως, το εύρημα του Δικαστηρίου επί του προκειμένου ήταν ορθό.Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου να μη δεχθεί την εισήγηση για ύπαρξη πρακτικής και πολιτικής που ακολουθείτο από το Δήμο αναφορικά με την ανανέωση αδειών, κρίνουμε πως η μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του δεν ήταν σαφές αν αναφερόταν στον ουσιώδη χρόνο και όχι σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά την τροποποίηση του σχετικού Νόμου. Η πρακτική αυτή αναφερόταν στο γεγονός ότι άδεια θα ανανεώνετο μόνο αν είχαν γίνει ουσιαστικές εργασίες σχετικά με την ανοικοδόμηση. Κάτι τέτοιο όμως δεν απαιτείτο από τη νομοθεσία, ως υφίστατο κατά τον ουσιώδη χρόνο και ως εκ τούτου οποιαδήποτε πρακτική που θα έθετε περιορισμούς πέραν των επιβαλλομένων από το Νόμο, δεν θα είχε οποιαδήποτε ισχύ. Κατά συνέπεια
και επί του θέματος αυτού αποδεχόμαστε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνοντας πως και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.Με τον τρίτο λόγο της έφεσης τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τα σχετικά και προαπαιτούμενα για την ανανέωση της άδειας οικοδομής. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι είναι εταιρεία που ασχολείται με την ανάπτυξη και αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας και θα ήταν παράλογο αν η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν αντίθετη. Το συμπέρασμά του ότι ως εκ της ιδιότητάς των γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τα σχετικά και προαπαιτούμενα για την ανανέωση της άδειας οικοδομής, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και κρίνουμε πως ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης συναρτάται με την ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την αιτιολογία του λόγου αυτού. Τα θέματα που εγείρονται καλύπτονται από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, τους οποίους και εξετάζουμε.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί η ύπαρξη εξυπακουόμενου όρου που θα έθετε την εκτέλεση της σύμβασης υπό την αίρεση ότι θα ανανεώνετο η άδεια. Η θέση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Εάν υποβάλλετο αίτηση για ανανέωση αμέσως, έστω και αν η άδεια έληγε σε 2 ημέρες από τη συνομολόγηση της συμφωνίας, γεγονός που γνώριζαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, θα ήταν δυνατή κατά την άποψη μας η ανανέωση της. Ήταν η
παράλειψη των εφεσειόντων-εναγομένων να προβούν αμέσως στις αναγκαίες ενέργειες για ανανέωση της άδειας, σύμφωνα με την υποχρέωση που ανέλαβαν δυνάμει του τεκμηρίου 1Α, που τελικά κατέστησε αδύνατη την ανανέωση της άδειας, αφού παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα και άλλαξε η επί του προκειμένου νομοθεσία. Ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να ευσταθήσει.Η αποτυχία των εφεσειόντων-εναγομένων να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για ανανέωση της άδειας ήταν η γενεσιουργός αιτία του να μην είναι πια δυνατή η ανανέωσή της και η συμπλήρωση των οικοδομικών εργασιών και ως εκ τούτου κρίνουμε πως αυτοί ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι για την παράβαση και διάρρηξη της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας.
Συμφωνούμε με την κατάληξη του Δικαστηρίου όπως εκφράζεται στη σελίδα 27 της απόφασής του, που είναι η ακόλουθη:
«Με βάση όλα τα πιο πάνω, είναι η κατάληξη μου ότι από την υπογραφή της σύμβασης και μέχρι της υποβολής της πρώτης αίτησης για ανανέωση στις 10.10.91 (βλ. Τεκμ.14), η άδεια ήταν ανανεώσιμη και επομένως δεν μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η σύμβαση κατέστη άκυρη λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας εκτελέσεως της. Το ότι η άδεια τελικά δεν ανανεώθηκε δεν επηρεάζει την κατάληξη μου αφού όπως έχω ήδη εξηγήσει ήταν οι ίδιοι οι εναγόμενοι που με τις ενέργειες τους κατέστησαν την σύμβαση μη ανανεώσιμη. Ούτως ή άλλως δεν τίθεται θέμα ματαίωσης της σύμβασης.»
Με τον τελευταίο λόγο έφεσής τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι αμφισβητούν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητες-ενάγουσες δεν εμποδίζονται από του να απαιτήσουν αποζημίωση λόγω των ενεργειών τους που προηγήθηκαν της αγωγής. Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να απορρίψουμε και αυτό το λόγο έφεσης. Όλες οι ενέργειες που προηγήθηκαν της αγωγής έγιναν σε μία προσπάθεια να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της συμφωνίας και,
αφού τούτο δεν κατέστη δυνατόν, οι εφεσίβλητες-ενάγουσες προχώρησαν στο να απαιτήσουν αποζημιώσεις για την παράβαση της σύμβασης. Όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδήλωσαν την πρόθεση τους να τερματίσουν τη σύμβαση με την επιστολή τους ημερομηνίας 2.8.95, τεκμήριο 20 και, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση, όταν προέβαιναν σε ενέργειες για να καταστήσουν δυνατή την εκτέλεση της σύμβασης, να επιφυλάξουν ρητά τα δικαιώματα τους, που προέκυπταν από την παράβαση της.Έχοντας κατά νου τα όσα προαναφέραμε, απορρίπτουμε την έφεση στην ολότητα της και επιδικάζουμε έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων- εναγουσών.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.