ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1937
23 Δεκεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΚΩΣΤΑΣ ΤΟΛΜΑΣ,
2. Α. ΜΙΝΤΙΚΗΣ ΦΑΡΜ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΙΜΙΛΙΟΥ Χ"ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11341)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Οδηγός αυτοκινήτου που επιχείρησε στροφή δεξιά αποκόπτοντας την πορεία εξ αντιθέτου επερχόμενου αυτοκινήτου κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος.
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Προσδιορισμός ευθύνης των οδηγών οχημάτων που με τις πράξεις και/ή παραλείψεις τους συμβάλλουν στην πρόκληση τροχαίου ατυχήματος ― Ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι εφεσείοντες-ενάγοντες εφεσίβαλαν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι η ευθύνη για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος ανήκε αποκλειστικά στον εφεσείοντα που οδηγούσε το βαν αυτοκίνητο των εφεσειόντων 2.
Ο εφεσείων οδηγούσε το πιο πάνω όχημα στον κύριο δρόμο Αγροκηπιάς-Μιτσερού με κατεύθυνση προς Μιτσερό. Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος οδηγούσε από αντίθετη κατεύθυνση ημιφορτηγό αυτοκίνητο. Τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν μεταξύ τους όταν ο εφεσείων επιχείρησε στροφή δεξιά προκειμένου να εισέλθει σε παρακείμενο χωματόδρομο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος με το να εφαρμόσει τα φρένα του, όταν εκδηλώθηκε ο κίνδυνος της επερχόμενης σύγκρουσης, εκπλήρωσε το καθήκον του και δεν μπορούσε να του επιρριφθεί ευθύνη για το ότι τελικά η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ευθύνη για το δυστύχημα ανήκε αποκλειστικά στον οδηγό του βαν ο οποίος παρενέβη στην πορεία του ημιφορτηγού και του έφραξε το δρόμο, ενέργεια που αποτέλεσε και τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος.
Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν κατ' έφεση ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία και κατέληξε σε εσφαλμένα ευρήματα αναφορικά με τη λειτουργία του σηματοδότη του ημιφορτηγού και την ύπαρξη τρίτου αυτοκινήτου στο δρόμο το οποίο εμπόδιζε τον ελιγμό προς τα δεξιά του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου για αποφυγή της σύγκρουσης. Εισηγήθηκαν επίσης ότι η διαπίστωση ότι ο εφεσείων μιλούσε με κινητό τηλέφωνο κατά τον κρίσιμο χρόνο είναι εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη συνάδουν προς τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Ο καταλογισμός πλήρους ευθύνης στον εφεσείοντα για το δυστύχημα συνιστά ακλόνητη διαπίστωση θεμελιωμένη στη μαρτυρία.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παναγιώτου ν. Μαύρου (1970) 1 Α.Α.Δ. 215,
Βακανάς ν. Θωμά κ.ά. (1982) 1 Α.Α.Δ. 530,
Αδάμου κ.ά. ν. Ηρακλέους (1982) 1 Α.Α.Δ. 746,
Πολυκάρπου κ.ά.ν. Αδάμου (1988) 1 Α.Α.Δ. 727,
Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 1,
Στρατμάρκο ν. Μιχαήλ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 453,
Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 45,
Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 420,
Παναγιώτου ν. Αντωνίου κ.ά. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 112.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 26/2/02 (Αρ. Αγωγής 9528/96 & 11681/96) με την οποία απέρριψε τις αξιώσεις τους για αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες υπέστησαν σε τροχαίο ατύχημα στις 28/9/95, αφού έκρινε ως αποκλειστικά υπεύθυνο της σύγκρουσης τον οδηγό του ημιφορτηγού, εφεσείοντα 1.
Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε τις αξιώσεις των εφεσειόντων για αποζημιώσεις αναφορικά με ζημιές που υπέστησαν στο τροχαίο δυστύχημα που έγινε στις 28.9.1995 στον κύριο δρόμο Αγροκηπιάς - Μιτσερού.
Ο εφεσείων οδηγούσε στον πιο πάνω δρόμο το βαν αυτοκίνητο των εφεσειόντων 2 με κατεύθυνση προς Μιτσερό. Ο εφεσίβλητος οδηγούσε από αντίθετη κατεύθυνση ημιφορτηγό αυτοκίνητο. Τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν μεταξύ τους όταν ο εφεσείων επιχείρησε στροφή δεξιά προκειμένου να εισέλθει σε παρακείμενο χωματόδρομο.
Οι ειδικές και γενικές αποζημιώσεις των εφεσειόντων συμφωνήθηκαν μεταξύ των διαδίκων επί βάσεως πλήρους ευθύνης του εφεσίβλητου και καθορίστηκε η ημερομηνία από την οποία θα έφεραν τόκο τα ποσά που ήθελαν επιδικασθεί. Ενόψει τούτου, παρέμεινε προς επίλυση μόνο το θέμα της ευθύνης των οδηγών.
Η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι πρόθεση του ήταν να βγει από τον κύριο δρόμο και να στρίψει δεξιά στο χωματόδρομο. Όταν έφθασε στο ύψος του χωματόδρομου σταμάτησε και είδε σε απόσταση 80-100 μέτρων ένα ημιφορτηγό αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση έχοντας σε λειτουργία τον αριστερό σηματοδότη του. Υπολόγισε ότι το ημιφορτηγό θα έστριβε αριστερά στον ίδιο χωματόδρομο και ότι προτού επιχειρούσε τη στροφή θα ελάττωνε ταχύτητα. Επειδή το σημείο της συμβολής του χωματόδρομου με τον κύριο δρόμο ήταν αρκετά πλατύ υπολόγισε ότι μπορούσε να στρίψει δεξιά χωρίς συνέπειες, πράγμα που έπραξε.
Η σύγκρουση των αυτοκινήτων κατέστη αναπόφευκτη γιατί ο οδηγός του ημιφορτηγού δεν είχε πρόθεση να στρίψει αριστερά στο χωματόδρομο. Όταν όμως είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να επιχειρεί στροφή προς το χωματόδρομο, εφάρμοσε τα φρένα του ημιφορτηγού χωρίς όμως το μέτρο να αποβεί αποτρεπτικό της σύγκρουσης. Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσίβλητου, πίσω από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ακολουθούσε σε μικρή απόσταση άλλο αυτοκίνητο, η παρουσία του οποίου, καθιστούσε απρόσφορη οποιαδήποτε απόπειρα ελιγμού προς τα δεξιά για αποφυγή της σύγκρουσης με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα γιατί η σύγκρουση με το άλλο αυτοκίνητο θα ήταν οπωσδήποτε αναπόφευκτη. Σύμφωνα με ό,τι ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος, την ώρα που πατούσε τα φρένα και πλησίαζε η στιγμή της σύγκρουσης είδε τον εφεσείοντα να μιλά στο κινητό τηλέφωνο και μετά να κοιτάζει πανικοβλημένος και με γουρλωμένα τα μάτια χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εντόπισε τρία σημεία διαφωνίας μεταξύ της εκδοχής των εφεσειόντων και της εκδοχή του εφεσίβλητου. Το πρώτο σημείο αφορούσε στο κατά πόσο το ημιφορτηγό είχε σε λειτουργία το σηματοδότη του και έδειχνε ότι θα έστριβε αριστερά. Τα άλλα δύο σημεία αφορούσαν στο κατά πόσο ο εφεσείων μιλούσε πριν από τη σύγκρουση στο κινητό τηλέφωνο και αν υπήρχε τρίτο αυτοκίνητο στο δρόμο όπως ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος.
Κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης της μαρτυρίας, έγινε αποδεκτή η εκδοχή του εφεσίβλητου και το δικαστήριο προέβη στις πιο κάτω διαπιστώσεις:
«1. Η σκηνή του δυστυχήματος αποτυπώνεται στο σχεδιάγραμμα Τεκμ. 1 και όλα τα στοιχεία που περιέχονται σ' αυτό ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και αποδίδουν την αλήθεια.
2. Οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το δυστύχημα έχουν ως ακολούθως:
Το απόγευμα της 28.9.95 ο ενάγοντας της αγωγής 9528/96 οδηγούσε το βαν ΕΑΡ158 στο δρόμο Αγροκηπιάς - Μιτσερού, με κατεύθυνση την Αγροκηπιά και με πρόθεση να στρίψει σε δεξιό χωματόδρομο, όπου τον ανέμενε ο ΜΕ3. Κατά τον ίδιο χρόνο ο εναγόμενος οδηγούσε το ημιφορτηγό ABS156 από την αντίθετη κατεύθυνση.
Όταν ο οδηγός του βαν πλησίασε το χωματόδρομο έθεσε σε λειτουργία τον σηματοδότη του ότι θα έστριβε δεξιά και σταμάτησε. Πίσω του σταμάτησε και ένα άγνωστο αυτοκίνητο που τον ακολουθούσε. Στην συνέχεια, όμως, ξεκίνησε και έστριψε σιγά - σιγά για να μπει στο χωματόδρομο, από τη δεξιά πλευρά του στομίου, παρόλο που από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν το ημιφορτηγό. Ο οδηγός του ημιφορτηγού (εναγόμενος), που οδηγούσε κανονικά στην πλευρά του δρόμου που αντιστοιχούσε στην πορεία του, βλέποντας το βαν να του αποκόπτει το δρόμο εφάρμοσε τα φρένα του για να αποφύγει σύγκρουση μαζί του. Η σύγκρουση, όμως, δεν αποφεύχθηκε. Κτύπησε στην αριστερή πλευρά του βαν στο σημείο Χ του Τεκμ. 1. Μετά την σύγκρουση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο σοβαρός τραυματισμός του οδηγού του βαν, τα δύο οχήματα κατέληξαν σε κρημνό αριστερά του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία του ημιφορτηγού, όπως σημειώνεται με τα γράμματα Β2 και Α3 στο Τεκμ. 1.»
Το δικαστήριο αφού ενδιέτριψε στο θέμα της αμέλειας και με ορθή αναφορά στη νομολογία* η οποία διέπει τον προσδιορισμό της φύσης του καθήκοντος των οδηγών αυτοκινήτων σε συνάρτηση προς τα περιστατικά της υπόθεσης κατέληξε στο πιο κάτω συμπέρασμα:
«Υπό τα περιστατικά της εξεταζόμενης περίπτωσης ο εναγόμενος είχε δικαίωμα για ελεύθερη και ανεμπόδιστη χρήση του δρόμου που αντιστοιχούσε στην πορεία του. Το μόνο καθήκον που είχε έναντι του ενάγοντα της αγωγής 9528/96 (οδηγού του βαν) ήταν να πάρει λογικά μέτρα για ν' αποφύγει το βαν, όταν τούτο ξεκίνησε και άρχισε να στρίβει δεξιά. Με το να εφαρμόσει τα φρένα του, όταν εκδηλώθηκε ο κίνδυνος της επερχόμενης σύγκρουσης, εκπλήρωσε αυτό το καθήκον και δεν μπορεί να του επιρριφθεί ευθύνη για το ότι, τελικά, η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε. Η ευθύνη για το δυστύχημα ανήκει αποκλειστικά στον οδηγό του βαν ο οποίος παρενέβη στην πορεία του ημιφορτηγού και του έφραξε το δρόμο, ενέργεια που αποτέλεσε και τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος.»
Οι εφεσείοντες με την υπό κρίση έφεση αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκουν τον παραμερισμό της. Εισηγούνται ότι δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου γιατί, καθώς εκτιμούν, το δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία και κατέληξε σε λανθασμένα ευρήματα αναφορικά με τη λειτουργία του σηματοδότη του ημιφορτηγού, την ύπαρξη τρίτου αυτοκινήτου στο δρόμο το οποίο εμπόδιζε τον ελιγμό προς τα δεξιά του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου για αποφυγή της σύγκρουσης καθώς και στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων μιλούσε με κινητό τηλέφωνο κατά τον κρίσιμο χρόνο. Δεν συμμεριζόμαστε τα παράπονα των εφεσειόντων. Το δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή αξιολόγηση της προφορικής και πραγματικής μαρτυρίας και καθόρισε με σαφήνεια τις πράξεις και την συμπεριφορά των δύο οδηγών κατά τον κρίσιμο χρόνο. Στην εκκαλούμενη απόφαση συνοψίζεται η ουσία της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων και υπογραμμίζονται τα κύρια σημεία των καταθέσεων τους.
Η διαπίστωση ότι δεν υπήρχε αποχρών λόγος για τη λειτουργία του σηματοδότη του ημιφορτηγού κατά τον κρίσιμο χρόνο απορρέει από αιτιολογημένο συμπέρασμα σε συνάρτηση προς την υπόλοιπη μαρτυρία. Η αναφορά στη χρήση του κινητού τηλεφώνου από τον εφεσείοντα πριν από τη σύγκρουση ανάγεται στην αμελή συμπεριφορά του τελευταίου η οποία ήταν, εν πάση περιπτώσει δεδομένη εφόσον με τη στροφή του αυτοκινήτου του εφεσείοντα προς το χωματόδρομο, συντελέστηκε ταυτόχρονα και η απόφραξη της πορείας του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου. Θεωρούμε πως δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης προς ανατροπή της διαπίστωσης για την ύπαρξη τρίτου αυτοκινήτου στη σκηνή εφόσον η εν λόγω διαπίστωση, εκπηγάζει από μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη.
Στο πρωτόδικο δικαστήριο ανήκει κατά κύριο λόγο το έργο του προσδιορισμού της ευθύνης των οδηγών οχημάτων που με τις πράξεις και/ή παραλείψεις τους συμβάλλουν στην πρόκληση ενός τροχαίου δυστυχήματος. Βλ. Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 320 και Παναγιώτου ν. Αντωνίου κ.α. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 112.
Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη συνάδουν προς τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Ο καταλογισμός πλήρους ευθύνης στον εφεσείοντα για το δυστύχημα συνιστά ακλόνητη διαπίστωση θεμελιωμένη στη μαρτυρία.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.