ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1877
18 Δεκεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΙΤΤΗ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΙΔΑΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Τριτοδιάδικου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11392)
Παράβαση θέσμιου καθήκοντος ― Παράλειψη Δήμου να συντηρεί συγκεκριμένο μέτρο που έλαβε γι' απλή διευκόλυνση της τροχαίας κίνησης ― Κατά πόσο ο εν λόγω Δήμος παρέβη οποιοδήποτε καθήκον που πηγάζει από το Άρθρο 21 του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243 που μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ευθύνης του Δήμου για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος και της ζημίας η οποία προέκυψε από αυτό.
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση της εφεσείουσας-εναγόμενης (η εφεσείουσα), εναντίον του εφεσίβλητου-τριτοδιάδικου (ο εφεσίβλητος), του Δήμου Ιδαλίου, για αποζημιώσεις ή για συνεισφορά στις αποζημιώσεις που η εφεσείουσα υπέστη ένεκα αμελείας και/ή παράβασης των νομίμων καθηκόντων του εφεσίβλητου.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, η εφεσείουσα, αφού σταμάτησε στο ΑΛΤ της συμβολής της Α. Δημητρίου, έστριψε δεξιά στην Γ. Εικοσάρη εισερχόμενη σιγά σιγά λόγω έλλειψης ορατότητας. Συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του ενάγοντος σε σημείο του δρόμου εντός της Γ. Εικοσάρη που απέχει 1,50 μ. από τη νοητή ευθεία της Α. Δημητρίου. Η εφεσείουσα δεν ήχησε τη σειρήνα του οχήματός της.
Απέναντι από την Α. Δημητρίου υπήρχε κάτοπτρο που είχε τοποθετήσει το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου, που αργότερα ανακηρύχθηκε σε Δήμο, με σκοπό να βοηθά του οδηγούς που εισήρχοντο στη Γ. Εικοσάρη από την Α. Δημητρίου ώστε να ελέγχουν την κίνηση στα δεξιά τους. Το εν λόγω κάτοπτρο την ημέρα του δυστυχήματος δεν λειτουργούσε κανονικά και δεν μπορούσε να βοηθήσει στην ορατότητα του δρόμου.
Η εφεσείουσα επιρρίπτει ευθύνη στον εφεσίβλητο για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κάτοπτρο την ημέρα του δυστυχήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας για το λόγο ότι η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η αμέλειά της και όχι η κατάσταση του κατόπτρου. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι η κατάσταση θα ήταν η ίδια έστω και αν υπήρχε παράβαση του καθήκοντος που επιβάλλει το Άρθρο 21 του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243 για ρύθμιση της τροχαίας και διατήρηση των δρόμων σε καλή κατάσταση.
Η συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε κατ' έφεση ότι ο εφεσίβλητος ήταν ένοχος τέτοιας παράβασης καθήκοντος που κανονικά θα πρέπει να οδηγήσει σε συμπέρασμα ευθύνης του εφεσίβλητου για το δυστύχημα και τη ζημιά του ενάγοντος.
Το Εφετείο αφού έκρινε ότι το θέμα είναι νομικό και δοθέντος ότι δεν υπήρχαν αμφισβητούμενα γεγονότα, προχώρησε στην εξέτασή του παρόλο που δεν αποφασίστηκε πρωτόδικα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα γνώριζε την ημέρα του δυστυχήματος ότι το κάτοπτρο δεν λειτουργούσε, δεν έχει προσβληθεί. Αυτό ισοδυναμεί με την κατάσταση στην οποία δεν υπήρχε κάτοπτρο καθόλου στο δρόμο, δηλαδή, η εφεσείουσα επιχειρούσε είσοδο στο δρόμο χωρίς να βασίζεται στην ύπαρξη κατόπτρου.
2. Ο εφεσίβλητος δεν είχε υποχρέωση, δυνάμει του Άρθρου 21, του Κεφ. 243, τοποθέτησης κατόπτρου ούτε κατά συνέπεια συντήρησής του και ως εκ τούτου δεν είναι ένοχος παράβασης θεσμίου καθήκοντος.
3. Ανάλογες πρόνοιες με αυτές του Άρθρου 21 του Κεφ. 243 υπάρχουν και στον περί Δήμων Νόμο αρ. 111/85. Είναι αυτές του Άρθρου 84(ε) οι οποίες υπήρξαν το αντικείμενο ερμηνείας στην υπόθεση Λίζα Παρτέλλα ν. Δήμου Λάρνακας, Π.Ε. 11136 ημερ. 23.10.02. Το Εφετείο αποφάνθηκε στην πιο πάνω υπόθεση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι προέκυπτε θέμα εφαρμογής και παράβασης του Άρθρου 84(ε). Τα πιο πάνω δεδομένης της ομοιότητας των προνοιών των δύο νόμων ισχύουν κατά μείζονα λόγο στην παρούσα υπόθεση. Το Κεφ. 243 (όπως τροποποιήθηκε) ούτε υποχρέωση ούτε εξουσία δίδει στις χωριτικές αρχές ανάλογη με αυτή που δίδεται στις δημοτικές αρχές από το Άρθρο 88(1)(ζ) του Νόμου 111/85 για τη σήμανση των δρόμων.
4. Εφόσον ο εφεσίβλητος δεν παρέβη οποιοδήποτε καθήκον που πήγαζε από το Άρθρο 21 η συζήτηση ως προς το κατά πόσο υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης του και της ζημιάς είναι πλέον άνευ σημασίας εφόσον το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε ο ισχυρισμός κατέρρευσε.
5. Ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένα ευρήματα ότι η εφεσείουσα επέδειξε αμέλεια με τον τρόπο που εισήλθε στον κύριο δρόμο, δεν αφορά την ευθύνη του εφεσίβλητου έναντι της εφεσείουσας αλλά εκείνη της τελευταίας έναντι του ενάγοντος. Το θέμα αυτό δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου. Η εφεσείουσα προφανώς αναγνωρίζουσα την ευθύνη της λόγω αμέλειας έναντι του τον αποζημίωσε.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Παρτέλλα ν. Δήμου Λάρνακας, Π.Ε. 11136, ημερ. 23/10/02.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 30/4/02 (Αρ. Αγωγής 11359/95) με την οποία απέρριψε την αξίωσή της εναντίον του εφεσίβλητου/τριτοδιάδικου Δήμου Ιδαλίου γι' αποζημιώσεις ή για συνεισφορά στις αποζημιώσεις που η εφεσείουσα υπέστη ένεκα αμέλειας και/ή παράβασης των νομίμων καθηκόντων του εφεσίβλητου κρίνοντας αυτήν ως την αποκλειστικά υπεύθυνη αμέλειας για το τροχαίο ατύχημα στις 2/3/94 στη Λευκωσία με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ενάγοντα.
Στ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα.
Π. Λάμνησος, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γ. Αρέστης.
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Στις 2/3/94 η εφεσείουσα/εναγομένη οδηγώντας το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΑΑS 997 στην οδό Γ. Εικοσάρη στο Δάλι και επιχειρώντας είσοδο στην οδό Α. Δημητρίου με δεξιά κατεύθυνση συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο ενάγοντας. Ο τελευταίος αξίωσε από την εφεσείουσα την καταβολή αποζημιώσεων. Συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών στην πορεία της δίκης και εκδόθηκε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας. Ό,τι απέμεινε για εκδίκαση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν η αξίωση της εφεσείουσας εναντίον του εφεσίβλητου/τριτοδιάδικου που είναι ο Δήμος Ιδαλίου γι' αποζημιώσεις ή για συνεισφορά στις αποζημιώσεις που η εφεσείουσα υπέστη ένεκα αμέλειας και/ή παράβασης των νομίμων καθηκόντων του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας. Η παρούσα έφεση προσβάλλει την εν λόγω απόφαση.
Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα ενώπιον μας προς συζήτηση θέματα παραθέτουμε σε συντομία τα γεγονότα όπως έγιναν δεχτά από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η εφεσείουσα φθάνοντας στη συμβολή της Α. Δημητρίου με την Γ. Εικοσάρη σταμάτησε στο ΑΛΤ ώστε να στρίψει δεξιά στην Γ. Εικοσάρη. Δεν είχε ορατότητα στα δεξιά και εισερχόμενη σιγά-σιγά συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του ενάγοντα σε σημείο του δρόμου εντός της Γ. Εικοσάρη που απέχει 1,50 μ. από τη νοητή ευθεία της Α. Δημητρίου. Η Α. Δημητρίου είναι πάροδος και η Γ. Εικοσάρη κύριος δρόμος. Η εφεσείουσα επιχειρώντας είσοδο στην πάροδο δεν ήχησε τη σειρήνα του οχήματος της.
Απέναντι από την Α. Δημητρίου υπήρχε κάτοπτρο που είχε τοποθετήσει το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου με σκοπό να βοηθά τους οδηγούς που εισήρχοντο στην Γ. Εικοσάρη από την Α. Δημητρίου ώστε να ελέγχουν την κίνηση στα δεξιά τους. Το εν λόγω κάτοπτρο την ημέρα του δυστυχήματος δεν λειτουργούσε κανονικά και δεν μπορούσε να βοηθήσει στην ορατότητα του δρόμου. Η Γ. Εικοσάρη κατά τον επίδικο χρόνο ήταν εντός της περιφέρειας του Συμβουλίου Ιδαλίου που αργότερα ανακηρύχθηκε σε Δήμο.
Η εφεσείουσα επικεντρώνει την επιχειρηματολογία της για ευθύνη του εφεσίβλητου Δήμου ακριβώς στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κάτοπτρο την ημέρα του δυστυχήματος. Μέσα από τις λεπτομέρειες που δίδονται στην έκθεση απαίτησης προβάλλονται ισχυρισμοί για παράλειψη του Δήμου να συντηρήσει, στερεώσει ή επιδιορθώσει και επιθεωρήσει το κάτοπτρο ενώ ήταν γνωστό ότι δεν ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση.
Η ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την αξίωση της ενάγουσας για ένα βασικά λόγο. Βρήκε ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η αμέλεια της εφεσείουσας και όχι η κατάσταση του κατόπτρου ούτε και συνέβαλε στην πρόκληση του. Επιπλέον βρήκε ότι και αν ακόμη υπήρχε παράβαση του καθήκοντος που επιβάλλει το άρθρ. 21 του Κεφ. 243 για ρύθμιση της τροχαίας και διατήρηση των δρόμων σε καλή κατάσταση και πάλιν αυτό δεν θα διαφοροποιούσε τα πράγματα εφόσον δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης αυτής και της ζημιάς. Η πρωτόδικος δικαστής δεν αποφασίζει κατά πόσο όσα αποδίδει η εφεσίβλητη στο Δήμο Ιδαλίου συνιστούν παράβαση καθήκοντος με βάση το άρθρ. 21 του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243. Κατά τον ουσιώδη χρόνο οι υπό αναφορά δρόμοι υπάγονταν στα όρια του Συμβουλίου Βελτιώσεως Ιδαλίου.
Η κα Ερωτοκρίτου επιχειρηματολόγησε σε έκταση ενώπιον μας στην προσπάθεια της να μας πείσει ότι υπήρξε τέτοια παράβαση καθήκοντος που κανονικά θα πρέπει να οδηγήσει σε συμπέρασμα ευθύνης του Δήμου για το δυστύχημα και τη ζημιά του ενάγοντα. Το ζήτημα είναι νομικό και δοθέντος ότι δεν υπάρχουν γεγονότα υπό αμφισβήτηση μπορούμε να το εξετάσουμε παρόλο ότι δεν αποφασίστηκε πρωτόδικα.
Η εφεσείουσα στον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι «λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ελαττωματικότητα και μη λειτουργία του κατόπτρου δεν συνέβαλε καθ' οιονδήποτε τρόπο στο ατύχημα και συνεπώς δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια από αυτή την παράλειψη». Αναπτύσσοντας το λόγο αυτό η συνήγορος της εφεσείουσας δίδει έμφαση στο γεγονός ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αν το κάτοπτρο ήταν σε καλή κατάσταση και ορθά ρυθμισμένο θα υποβοηθούσε την εφεσείουσα σε περίπτωση που του έκαμνε χρήση να έχει καλύτερη επόπτευση του δρόμου δεξιά της, καταλήγει ότι η παράλειψη του Συμβουλίου να το διατηρεί σε καλή κατάσταση και ορθά ρυθμισμένο δεν αποτελεί γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος ή ότι συνέτεινε σε αυτό. Η πρωτόδικος δικαστής όμως έκαμε και ένα άλλο σημαντικό κατά την άποψη μας εύρημα. Ότι η εφεσείουσα γνώριζε εκείνη την ημέρα ότι το κάτοπτρο δεν λειτουργούσε. Αυτό το εύρημα δεν προσβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο, και κατά την άποψη μας ισοδυναμεί με την κατάσταση στην οποία δεν υπήρχε κάτοπτρο καθόλου στο δρόμο, δηλαδή, η εφεσείουσα επιχειρούσε είσοδο στο δρόμο χωρίς να βασίζεται στην ύπαρξη κατόπτρου.
Αυτό οδηγεί στο ερώτημα ποία θα έπρεπε να ήταν η ευθύνη του εφεσίβλητου στην περίπτωση που δεν είχε καθόλου τοποθετήσει κάτοπτρο. Η ευθύνη του για συντήρηση και καλή λειτουργία του κάτοπτρου δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση του να τοποθετήσει ένα τέτοιο κάτοπτρο. Συναφής με τα πιο πάνω είναι και η θέση της συνηγόρου της εφεσείουσας ότι εφόσον η τοποθέτηση του κατόπτρου ήταν επιβεβλημένη για αντιμετώπιση μιας επικίνδυνης κατάστασης άλλο τόσο ήταν επιβεβλημένη η συντήρηση και έλεγχος της λειτουργίας του. Αυτό όμως που η κα Ερωτοκρίτου παίρνει σαν δεδομένο είναι στην πραγματικότητα το ζητούμενο. Επικαλείται συναφώς τις πρόνοιες του άρθρου 21 εδ. (ε) και (η). Θεωρεί επομένως ότι υπάρχει εκ μέρους του εφεσίβλητου παράβαση θέσμιου καθήκοντος και ότι η ευθύνη του πηγάζει από αυτή. Πρέπει παρενθετικά να πούμε ότι οι πρόνοιες του εδ. (ε) δεν έχουν καμιά σχέση με την περίπτωση ούτε όπως αυτό υφίστατο στο αρχικό νομοθέτημα ούτε όπως τελικά τροποποιήθηκε. Έχει σχέση με θέματα υγείας και όχι ρύθμισης της τροχαίας κίνησης. Σχετικά είναι τα εδ. (r) και (t) ή (ιη) και (κ), όπως εμφανίζονται στο τροποποιημένο κείμενο του Νόμου και έχουν ως εξής:
«21. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, και κάθε άλλου Νόμου που ισχύει εκάστοτε, το Συμβούλιο οφείλει όπως, εντός των ορίων της περιοχής βελτιώσεως και στο μέτρο των οικονομικών του δυνατοτήτων -
(α) ......................................................................................................
(ιη) διατηρεί κάθε οδό καθαρή και σε καλή κατάσταση συντήρησης και ικανοποιητικά αποχετευομένη, φωτιζόμενη και απαλλαγμένη από εμπόδια και παρεμποδίζει την τοποθέτηση εμποδίων υπεράνω αυτής διά τεντών ή διαφορετικά.
.............................................................................................................
(κ) ρυθμίζει, ελέγχει, περιορίζει ή απαγορεύει την τροχαία κίνηση στις οδούς και ορίζει χώρους στους οποίους, πρέπει να σταθμεύουν άμαξες αυτοκίνητα και άλλα οχήματα όταν δεν βρίσκονται σε κίνηση και τον αριθμό των αμαξών, αυτοκινήτων και άλλων οχημάτων τα οποία επιτρέπεται να σταθμεύουν οποτεδήποτε σε κάθε χώρο που ορίστηκε με τον τρόπο αυτό και να καθορίζει το τίμημα που πρέπει να πληρώνεται από πρόσωπα τα οποία ενοικιάζουν ή χρησιμοποιούν άμαξες, αυτοκίνητα ή άλλα οχήματα για ταξίδια εντός της περιοχής βελτιώσεως·»
Κατά την άποψη μας και για λόγους που εξηγούμε πιο κάτω ο εφεσίβλητος δεν είχε υποχρέωση τοποθέτησης κατόπτρου ούτε κατά συνέπεια και συντήρησης του.
Ανάλογες πρόνοιες με αυτές του άρθρ. 21 του Κεφ. 243 υπάρχουν και στον περί Δήμων Νόμο αρ. 111/85. Είναι αυτές του άρθρ. 84(ε). Έχουν ως εξής:
«Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύι νόμου, το συμβούλιον θα εκτελή, εν τω μέτρω των οικονομικών δυνατοτήτων του δήμου, εντός των δημοτικών ορίων πάντα ή οιαδήποτε των ακολούθων καθηκόντων, ήτοι -
(ε) θα προνοή διά την κατασκευήν, συντήρησιν, καθαριότητα, φωτισμό και ελευθέραν χρήσιν των οδών και γεφυρών. Θα ελέγχη την κατασκευήν, μετατροπή, κλείσιμον ή αλλαγήν κατευθύνσεως οιωνδήποτε οδών και γεφυρών και θα παρεμποδίζη την καθ' οιονδήποτε τρόπον παρακώλυσιν της ελευθέρας χρήσεως οιασδήποτε οδού και γεφύρας.»
Οι πιο πάνω πρόνοιες δεν είναι ταυτόσημες με τις προεκτεθείσες του άρθρου 21 του Κεφ. 243, είναι όμως σε μεγάλη έκταση όμοιες ιδιαίτερα με αυτές του εδ. (ιη).
Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 84(ε) υπήρξαν το αντικείμενο ερμηνείας στην υπόθεση Λίζα Παρτέλλα ν. Δήμου Λάρνακας, Π.Ε. 11136, ημερ. 23/10/02 την οποία περιέργως η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας παρέλειψε ν' αναφέρει και σχολιάσει. Πολύ συνοπτική αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης θα κάμει καλύτερα κατανοητό και το νομικό ζήτημα που αποφασίστηκε. Υπήρξε σύγκρουση δύο αυτοκινήτων στη συμβολή τεσσάρων δρόμων. Πρωτόδικα θεωρήθηκε σαν μη ελεγχόμενη από σήματα τροχαίας εφόσον τα δύο σήματα που υπήρχαν στο δρόμο στον οποίο εκινείτο η εφεσείουσα ήταν μη ορατά επειδή η μεν πινακίδα με αναγραφή STOP εκαλύπτετο από κλαδιά δέντρου η δε γραμμή που υποδείκνυε ανάγκη στάσης είχε ξεθωριάσει και ήταν καλυμμένη με σκύρα. Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη αμέλειας και κλήθηκε να πληρώσει τις ζημιές της ενάγουσας. Η πρώτη ενέπλεξε στην υπόθεση σαν τριτοδιάδικο το Δήμο Λάρνακας ισχυριζόμενη ευθύνη του κατά το ότι δεν μερίμνησε ώστε τα σήματα να ήταν ευδιάκριτα. Πρωτόδικα κρίθηκε ότι υπήρξε παράλειψη καθήκοντος εκ μέρους του εφεσίβλητου Δήμου αλλ' απαλλάγηκε της ευθύνης γιατί έλειπε το στοιχείο «της ουσιώδους συνάφειας» μεταξύ της παράλειψης του και της προκληθείσας στην ενάγουσα ζημιάς. Ο εφεσίβλητος Δήμος πρόσβαλε με αντέφεση την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Κατ' έφεση αποφασίσθηκαν τα εξής επί του προκειμένου:
«.............Η υποχρέωση του Δήμου κάτω από το άρθρο 84(ε), στα πλαίσια των καθηκόντων του, να προνοήσει για την ελεύθερη χρήση των οδών και να παρεμποδίσει την παρακώλυση της ελεύθερης χρήσης των οδών, την οποία το δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρέβη ως προς την οδό στην οποία οδηγούσε η Εφεσείουσα, δεν έχει οτιδήποτε να κάμει με την τοποθέτηση σημάτων τροχαίας και δη την υποχρέωση συντήρησης τους ώστε να είναι ευκρινώς ορατά. Η υποχρέωση αυτή αφορά σύμφωνα με τους ίδιους του όρους της, τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης χρήσης των οδών προς όφελος της απρόσκοπτης διακίνησης εκείνων που τις χρησιμοποιούν. Τέτοια ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Μunicipality of Nicosia v. Kythreotis (1983) 1 C.L.R. 154, στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος Δικαστής, αλλά όχι η προκειμένη. Η ρύθμιση της οδικής συμπεριφοράς των οδηγών οχημάτων μέσω ανάλογων σημάτων τροχαίας προς το σκοπό δημιουργίας συνθηκών ασφαλούς χρήσης των οδών δεν εντάσσεται στα πλαίσια εκείνα αλλά στα πλαίσια άλλων αρμοδιοτήτων του Δήμου σύμφωνα με το άρθρο 88(1)(ζ) που περιλαμβάνεται στον τίτλο «Τροχαία Κίνηση» και προνοεί εξουσία, και όχι υποχρέωση, στο Δήμο, ρύθμισης και ελέγχου της τροχαίας κίνησης και συγκεκριμένα:
να ανεγείρη, εκθέτη, τοποθετή ή βάφη σήματα διά την ρύθμισιν της τροχαίας και να εμποδίζη την ανέγερσιν, έκθεσιν, τοποθέτησιν ή βαφήν οιωνδήποτε άλλων σημάτων ή άλλων αντικειμένων πλησίον των τοιούτων σημάτων:
.......................................................................................................
Πρεσβεύουμε λοιπόν ότι ο ευπαίδευτος Δικαστής έσφαλε στην κρίση του ότι προέκυπτε θέμα εφαρμογής και παράβασης του άρθρου 84(ε) και η αντέφεση επιτυγχάνει ως προς τούτο.»
Πιστεύουμε ότι τα πιο πάνω δεδομένης της ομοιότητας των προνοιών των δύο νόμων ισχύουν κατά μείζονα λόγο στην παρούσα υπόθεση. Εδώ δεν έχουμε παράλειψη του εφεσίβλητου να διατηρήσει ορατά σήματα που ο ίδιος έκρινε σκόπιμο να τοποθετήσει για να ρυθμίζει την τροχαία κίνηση με βάση εξουσία που ο νόμος του δίδει αλλά παράλειψη να συντηρεί κάποιο μέτρο που έλαβε γι' απλή διευκόλυνση της τροχαίας κίνησης. Ήταν αγαθή προαίρεση του τότε Συμβουλίου να διευκολύνει τους πολίτες και την τροχαία κίνηση η οποία και δεν δημιουργούσε καθήκον στον εφεσίβλητο να το συντηρεί και έχει σε καλή λειτουργία. Θα πρέπει δε εδώ να σημειώσουμε ότι ούτε υποχρέωση ούτε εξουσία δίδει το Κεφ. 243 (όπως τροποποιήθηκε) στις χωριτικές αρχές ανάλογη με αυτή που δίδεται στις δημοτικές αρχές από το άρθρο 88(1)(ζ) του Νόμου 111/85 για τη σήμανση των δρόμων.
Βρίσκουμε επομένως ότι ο εφεσίβλητος δεν παρέβη οποιοδήποτε καθήκον του που πήγαζε από το άρθρ. 21. Η όποια επομένως συζήτηση αν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης του και της ζημιάς είναι πλέον άνευ ουσίας εφόσον το βάθρο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ο ισχυρισμός κατέρρευσε.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κατά συνέπεια απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται σαν λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παρέλειψε ν' ασκήσει το καθήκον λήψης μέτρων ώστε η είσοδος της στον κύριο δρόμο να είναι ασφαλής και ότι εισήλθε χωρίς να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει και χωρίς να καταστήσει την είσοδο της αντιληπτή στον οδηγό που εκινείτο στον κύριο δρόμο. Η κριτική της συνηγόρου της εφεσείουσας εστιάζεται στον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραλείπει να κάμει εύρημα σε ποία συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη προέβη η εφεσείουσα που να συνιστούσε υπό τις περιστάσεις αμέλεια. Στην επιχειρηματολογία της ευπαιδεύτου συνηγόρου αναμιγνύεται και επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε κατά τη συζήτηση του πρώτου λόγου έφεσης. Είναι γεγονός ότι επιχειρείται συζήτηση ύπαρξης ευθύνης του εφεσίβλητου που πηγάζει από την ευρύτερη υποχρέωση του να μη εκθέτει το κοινό σε κινδύνους. Μας παρέπεμψε σε δικές μας αποφάσεις αλλά και των αγγλικών δικαστηρίων σχετικές με το θέμα. Όμως ξεκινά από το σημείο ότι η υποχρέωση πηγάζει από το άρθρ. 21 του Κεφ. 243. Έχουμε ήδη αποφασίσει το θέμα και δε χρειάζεται να επανέλθουμε.
Όμως βρίσκουμε ότι υπάρχει και ένα πρόσθετο στοιχείο γιατί θεωρούμε αυτό το λόγο έφεσης ανεδαφικό. Ανεξάρτητα με τον τρόπο που επιχειρηματολόγησε η συνήγορος της εφεσείουσας η ουσία αυτού του λόγου έγκειται στον ισχυρισμό ότι η πρωτόδικος δικαστής έσφαλλε στα ευρήματα που έκαμε ότι η εφεσείουσα υπήρξε αμελής με τον τρόπο που εισήλθε στον κύριο δρόμο. Όμως αυτή η επιχειρηματολογία δεν έχει να κάμει με την ευθύνη του εφεσίβλητου έναντι της εφεσείουσας αλλά με αυτή της τελευταίας έναντι του ενάγοντα. Αυτό το θέμα δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου. Η εφεσείουσα προφανώς αναγνωρίζουσα την ευθύνη της λόγω αμέλειας έναντι του τον αποζημίωσε. Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Κατά συνέπεια η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.