ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1862
16 Δεκεμβρίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
LOUIS HOTEL LTD,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΟΥΞΕΒ - ΣΕΚ ΚΑΙ ΣΥΞΚΑ - ΠΕΟ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11539)
Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Δικαιοδοσία ― Άρθρο 12(1)(γ) του περί Ετησίων Αδειών και Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67) ― Παρέχει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δικαιοδοσία και επί πάσης εργατικής διαφοράς η οποία παραπέμπεται προς αυτό από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είτε με κοινή συναίνεση των μερών είτε δυνάμει οιασδήποτε εν ισχύει συλλογικής σύμβασης ή διευθέτησης που αφορά την επίλυση εργατικών διαφορών διά διαιτησίας.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Μπορεί να εγερθεί στο στάδιο της έφεσης ακόμα και από το ίδιο το Εφετείο ― Ουδεμία ενέργεια των διαδίκων είναι δυνατό να προσδώσει δικαιοδοσία εκεί όπου αυτή δεν υφίσταται.
Στις 9.8.2001 ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέστειλε προς το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιστολή για επίλυση εργατικής διαφοράς μεταξύ της εταιρείας Ξενοδοχείων Λούη και των Συντεχνιών ΟΥΞΕΒ-ΣΕΚ και ΣΥΞΚΑ-ΠΕΟ αναφορικά με τις ημεραργίες και τις ετήσιες άδειες, για διάγνωση και λήψη απόφασης.
Στις 17.9.2001 εστάλη άλλη επιστολή προς το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών από τον Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων του Υπουργείου, η οποία δεν είχε υπογραφεί από τον Υπουργό αλλά από τον πιο πάνω λειτουργό. Με την εν λόγω επιστολή το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εκαλείτο να αγνοήσει το πρακτικό που του είχε σταλεί με την επιστολή ημερομηνίας 9.8.2001, γιατί αναφερόταν σε άλλη εργατική διαφορά.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εκδίκασε τη διαφορά η οποία αναφέρετο στα συνημμένα πρακτικά της επιστολής ημερομηνίας 17.9.2001 και όχι αυτή που αναφέρετο στο συνημμένο πρακτικό της επιστολής ημερ. 9.8.2001. Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι το συνημμένο πρακτικό στην επιστολή ημερ. 9.8.2001 αφορούσε άλλη διαφορά η οποία είχε ήδη διευθετηθεί από την Άνοιξη του 1999. Όπως δε παρατηρούν και οι εφεσείοντες, η παραπομπή της αναφερόμενης στο εν λόγω πρακτικό διαφοράς εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να γίνει στις 9.8.2001 αφού σύμφωνα με τους ίδιους τους όρους του εν λόγω πρακτικού αυτή θα έπρεπε να λυθεί μέχρι τις 28.2.1999 το αργότερο.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ' έφεση ότι η διαφορά την οποία εδίκασε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, δεν έγινε από το αρμόδιο, δυνάμει του Άρθρου 12(1)(γ), πρόσωπο που είναι ο Υπουργός, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να μην είχε δικαιοδοσία.
Αποφασίστηκε ότι:
Το συνημμένο στην επιστολή του Υπουργού πρακτικό είναι εκείνο που καθόριζε και την παραπεμπόμενη από τον Υπουργό, ως μόνο αρμόδιο, διαφορά, και μόνο ο Υπουργός μπορούσε, αν ήταν δυνατό να προβεί σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς αυτή. Τα συνημμένα στην επιστολή του Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων πρακτικά που επεδίωκαν να διαφοροποιήσουν και επανακαθορίσουν την παραπεμφθείσα από τον Υπουργό διαφορά δεν εστάλησαν από τον Υπουργό. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει τη διαφορά την οποία εκδίκασε.
Η έφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Michaelidou v. Gregoriou (1988) 1 C.L.R. 88.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 8/11/02 (Παραπομπή 1/01), με την οποία επέλυσε υπέρ των καθ' ων η αίτηση την εργατική διαφορά την αναφερόμενη στην επιστολή ημερ. 17/9/01 η οποία εστάλει στο Δικαστήριο από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας.
Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Π. Παπαγεωργίου, για τους Εφεσίβλητους (ΣΥΞΚΑ, ΠΕΟ).
Ζ. Νικολάου, για τους Εφεσίβλητους (ΟΥΞΕΒ, ΣΕΚ).
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Δοθέντος ότι ο πρώτος από τους τρεις λόγους έφεσης εδράζεται στην εισήγηση ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, η απόφαση του οποίου είναι το αντικείμενο της Έφεσης, εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την επίδικη διαφορά, κρίναμε, κατά την ακρόαση, πρέπον να διαγνώσουμε κατά πρώτον το ούτω εγειρόμενο θέμα ως πρωταρχικής αλλά και, ενδεχομένως, καταλυτικής σημασίας. Το θέμα δεν ηγέρθη πρωτοδίκως και δεν μας εκπλήττει που δεν αντιμετωπίσθηκε ούτε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο η προσοχή του οποίου δεν κατευθύνθηκε καθόλου από τους διαδίκους σε αυτό. Δεν αμφισβητείται όμως, ούτε βεβαίως και θα μπορούσε να αμφισβητείται, όχι μόνο ότι μπορεί να εγερθή στο στάδιο της Έφεσης, ακόμα και από το ίδιο το Εφετείο, αλλά και ότι ουδεμία ενέργεια των διαδίκων είναι δυνατό να προσδώσει δικαιοδοσία εκεί όπου αυτή δεν υφίσταται. (Ίδε Michaelidou v. Gregoriou (1988) 1 C.L.R. 88 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία.) Το θέμα εγείρεται ως ακολούθως.
Δυνάμει του άρθρου 12(1)(γ) του περί Ετησίων Αδειών και Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν8/67), η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εκτείνεται και επί
"πάσης εργατικής διαφοράς παραπεμπομένης αυτώ υπό τουΥπουργού, είτε κοινή συναινέσει αμφοτέρων των μερών, είτε δυνάμει οιασδήποτε εν ισχύι συλλογικής συμβάσεως ή διευθετήσεως αφορώσης την επίλυσιν εργατικών διαφορών διά διαιτησίας."
Στις 9.8.2001 ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος είναι ο αναφερόμενος στο άρθρο 12(1)(γ) Υπουργός σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 8/67, απέστειλε προς το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών την ακόλουθη επιστολή:
"Εργατική διαφορά μεταξύ της εταιρείας Ξενοδοχείων Λούη
και των Συντεχνιών ΟΥΞΕΒ - ΣΕΚ και ΣΥΞΚΑ - ΠΕΟ,
αναφορικά με τις ημεραργίες και τις ετήσιες άδειες
Όπως γνωρίζετε, δυνάμει του άρθρου 12(1)(γ) του περί Ετησίων Αδειών Νόμου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει τη δικαιοδοσία για τη "διάγνωση και απόφαση" επί:
"πάσης εργατικής διαφοράς παραπεμπομένης αυτώ υπό του Υπουργού. είτε κοινή συναινέσει αμφοτέρων των μερών, είτε δυνάμει οιασδήποτε εν ισχύι συλλογικής συμβάσεως ή διευθετήσεως αφορώσης την επίλυση εργατικών διαφορών διά διαιτησίας."
Βάσει της ανωτέρω πρόνοιας του Νόμου και βάσει ειδικότερης διαδικαστικής συμφωνίας μεταξύ των δύο άμεσα επηρεαζόμενων μερών (συνημμένο πρακτικό σύσκεψης 3.12.98), παραπέμπω στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών τη διαφορά που εκκρεμεί μεταξύ της εταιρείας Ξενοδοχείων Λούη και των συντεχνιών ΟΥΞΕΒ - ΣΕΚ και ΣΥΞΚΑ - ΠΕΟ, αναφορικά με τις ημεραργίες και τις ετήσιες άδειες, για διάγνωση και λήψη απόφασης."
Το αναφερόμενο ως συνημμένο πρακτικό σύσκεψης 3.12.98 είχε ως εξής:
"Μνημόνιο συμφωνίας
Μέρη: Louis Hotels and Sunotels
και ΣΕΚ, ΠΕΟ
Θέμα: Τρόπος Αποζημίωσης Εργασίας
κατά τις Κυριακές και Εργασίας ή
μη Εργασίας κατά τις Γιορτές
1. Οι μέρες με τις οποίες πιστώθηκαν οι υπάλληλοι μέχρι τις 31.3.1998 θα παραχωρηθούν υπό μορφή εργάσιμου χρόνου ή χρήματος, κατά την κρίση του εργοδότη, μέχρι της ημερομηνίας λύσεως της διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 3.
2. Από της 1.4.1998 θα εφαρμόζεται η σύμβαση σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδει ο εργοδότης στα επισκοπούμενα θέματα της διαφοράς. Η εν λόγω πρόνοια ουδόλως σημαίνει αποδοχή της εργοδοτικής θέσεως από τη συντεχνιακή πλευρά.
3. Η διαφορά θα λυθεί είτε απευθείας είτε στο στάδιο της μεσολάβησης ή της διαιτησίας μέχρι τις 28.2.1999 το αργότερο. Οποιαδήποτε συμφωνία/ απόφαση του διαιτητή θα ισχύει αναδρομικά από της 1.4.1998."
Στις 17.9.2001 εστάλη άλλη επιστολή προς το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ως ακολούθως:
"Αναφέρομαι στην επιστολή που σας έστειλε ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 9 Αυγούστου 2001 (ΥΕ 85/86), και συνάπτω δύο σχετικά πρακτικά μεσολαβητικών συσκέψεων (ημερ. 21.11.2000 και 23.7.2001). Όσον αφορά τα πρακτικά της 23.7.2001, δεύτερο σημείο της πρώτης παραγράφου, η εργοδοτική πλευρά επιβεβαίωσε προφορικά ότι επιλέγη ως διαιτητής το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
Παρακαλώ αγνοήστε το πρακτικό που εκ παραδρομής σας στάληκε με την προαναφερόμενη επιστολή, γιατί αναφερόταν σε άλλη εργατική διαφορά."
Η επιστολή αυτή εστάλη και υπεγράφη όχι από τον Υπουργό αλλά από τον κ. Κολοκοτρώνη, Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων του Υπουργείου. Είναι κοινό έδαφος, όσο και προφανές, ότι η διαφορά την οποία εκδίκασε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ήταν η αναφερόμενη στα δύο συνημμένα πρακτικά της επιστολής ημερομηνίας 17.9.2001 και όχι η αναφερόμενη στο συνημμένο πρακτικό της επιστολής ημερ. 9.8.2001. Οι εφεσίβλητοι μάλιστα λέγουν ότι το συνημμένο πρακτικό στην επιστολή ημερ. 9.8.2001 αφορούσε άλλη διαφορά η οποία είχε ήδη διευθετηθεί από την Άνοιξη του 1999. Όπως δε παρατηρούν και οι Εφεσείοντες, η παραπομπή της αναφερόμενης στο εν λόγω πρακτικό διαφοράς εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να γίνει στις 9.8.2001 αφού σύμφωνα με τους ίδιους τους όρους του εν λόγω πρακτικού αυτή θα έπρεπε να λυθεί μέχρι τις 28.2.1999 το αργότερο.
Τούτων δοθέντων, η εισήγηση των Εφεσειόντων είναι απλή. Λέγουν ότι η διαφορά την οποία εδίκασε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στη βάση των συνημμένων πρακτικών της επιστολής ημερ. 18.9.2001 δεν έγινε από το αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 12(1)(γ), πρόσωπο, που είναι ο Υπουργός, αλλά από τον κ. Κολοκοτρώνη, Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων του Υπουργείου, ο οποίος ουδεμία τέτοια αρμοδιότητα είχε, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να μην είχε δικαιοδοσία.
Οι εφεσίβλητοι αντιτείνουν ότι η παραπομπή έγινε αρμόδια από τον Υπουργό, εφ' όσον μάλιστα αναφέρετο στις ημεραργίες και στις ετήσιες άδειες, και ότι η αντικατάσταση των λανθασμένων με τα ορθά πρακτικά έγινε επίσης αρμόδια από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων με την εξυπακουόμενη έγκριση και οδηγίες του Υπουργού.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με αυτή τη θέση. Όχι μόνο, δεν αναφέρεται, ούτε και υπάρχει μαρτυρία, ότι ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων ενεργούσε με έγκριση ή οδηγίες του Υπουργού, αλλά μάλιστα η ίδια η επιστολή του Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων αναφέρει ότι κοινοποιείται, μεταξύ άλλων και στον Υπουργό. Η ουσία είναι ότι το συνημμένο στην επιστολή του Υπουργού πρακτικό είναι εκείνο που καθόριζε και την παραπεμπόμενη από τον Υπουργό, ως μόνο αρμόδιο, διαφορά, και μόνο ο Υπουργός μπορούσε, αν ήταν δυνατό, να προβεί σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς αυτή. Τα συνημμένα στην επιστολή του Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων πρακτικά που επεδίωκαν να διαφοροποιήσουν και επανακαθορίσουν την παραπεμφθείσα από τον Υπουργό διαφορά δεν εστάλησαν από τον Υπουργό. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει τη διαφορά την οποία εκδίκασε.
Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει για το λόγο αυτό και χωρίς να μπορούμε να υπεισέλθουμε στην ουσία της. Η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών παραμερίζεται χωρίς βεβαίως να τίθεται θέμα επανεκδίκασης. Δοθέντος ότι το θέμα της δικαιοδοσίας δεν ηγέρθη πρωτοδίκως, παρά μόνο στο στάδιο της έφεσης, δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.