ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1554
4 Νοεμβρίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΛΟΥΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
2. ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
3. ΝΤΙΝΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/10/02
1. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
2. ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
3. ΝΤΙΝΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10791)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Μαρτυρία ― Έγγραφα ― Ισχυρισμός για εσφαλμένη αξιολόγηση τους επειδή η διάδικος που τα παρουσίασε δεν απέδειξε την εγκυρότητά τους ― Κατά πόσο η εν λόγω διάδικος είχε υποχρέωση να προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποδείξει την εγκυρότητα των εν λόγω εγγράφων ενόψει του ότι η εγκυρότητα τους δεν είχε αμφισβητηθεί από την αντίθετη πλευρά.
Συμβάσεις ― Γραπτή σύμβαση παραχώρησης δανείου ― Κατά πόσο ο δανειστής απέσεισε το βάρος της απόδειξης της απαίτησης του εναντίον των οφειλετών.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας εναντίον των εφεσειόντων ποσό £3.327,89 πλέον τόκο 9% ετησίως από 1.4.1996 μέχρι εξόφλησης. Η απαίτησή της στηριζόταν σε γραπτή συμφωνία δανείου, ημερομηνίας 2.1.1995, στην οποία πρωτοφειλέτης ήταν ο εφεσείων 1 και εγγυήτριες οι εφεσείουσες 2 και 3. Οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν ότι συνήψαν τη σύμβαση, πρόβαλαν όμως τον ισχυρισμό ότι δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό, γιατί, τελικά, το ποσό του δανείου δεν καταβλήθηκε και, επομένως, το δάνειο δεν είχε αντάλλαγμα.
Προς απόδειξη της υπόθεσής της η εφεσείουσα κατέθεσε χωρίς ένσταση τα ακόλουθα τεκμήρια:
1. Την αίτηση του εφεσείοντος 1 για παροχή δανείου (τεκμήριο 1).
2. Την αποδοχή της αίτησης του εφεσείοντος 1 από την εφεσίβλητη (τεκμήριο 2).
3. Τη σύμβαση δανείου με τον εφεσείοντα ως πρωτοφειλέτη και τις εφεσείουσες 2 και 3 ως εγγυήτριες (τεκμήριο 3).
4. Την κατάσταση λογαριασμού του εφεσείοντος 1, όπου φαινόταν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του (τεκμήριο 4).
5. Την επιστολή απαίτησης για εξόφληση της εφεσίβλητης (τεκμήριο 5).
6. Την επιστολή του εφεσείοντος με την οποία ζητούσε πίστωση χρόνου από την εφεσίβλητη για εξόφληση του δανείου (τεκμήριο 6).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, αλληλέγγυα και ξεχωριστά, ως η απαίτηση, πλέον έξοδα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος της απόδειξης της απαίτησής της και ότι, συνακόλουθα το βάρος της ανταπόδειξης μετατέθηκε στους εφεσείοντες.
2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους εφεσείοντες και, συνακόλουθα, εσφαλμένα απέρριψε την υπεράσπιση και ανταπαίτησή τους.
3. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το "έγγραφο αποδεικτικό υλικό" εφόσον η εφεσίβλητη δεν απέδειξε την εγκυρότητα των εγγράφων που καταχωρήθηκαν και/ή την πληρωμή οποιωνδήποτε ποσών στους εφεσείοντες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος της απόδειξης της απαίτησής της με τη σύμβαση δανείου (τεκμήριο 3), την κατάσταση λογαριασμού του εφεσείοντος 1 (τεκμήριο 4), την επιστολή απαίτησης για εξόφληση της εφεσίβλητης (τεκμήριο 5), και με την απαντητική επιστολή του εφεσείοντος (τεκμήριο 6).
2. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας είναι ορθά. Δεν έχει υποδειχθεί, με αναφορά στη μαρτυρία, λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.
3. Αφ' ης στιγμής δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητα των εγγράφων που παρουσίασε η εφεσίβλητη προς απόδειξη της απαίτησής της, η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποδείξει την εγκυρότητα των εν λόγω εγγράφων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 7/3/00 (Αρ. Αγωγής 4790/96) με την οποία εξέδωσε εναντίον αυτών, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, απόφαση ως το αξιούμενο από την ενάγουσα τράπεζα ποσό, £3.327,89 πλέον τόκο, δυνάμει γραπτής συμφωνίας δανείου, ημερ. 2/1/95, με πρωτοφειλέτη τον εναγόμενο 1 και εγγυήτριες τις εναγόμενες 2 και 3.
Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Παπαδόπουλος, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρησε στο Ε.Δ. Λευκωσίας η εφεσίβλητη αξίωσε εναντίον των εφεσειόντων ποσό £3.327,89 πλέον τόκο 9% ετησίως από 1.4.1996 μέχρι εξόφλησης. Στήριξε την απαίτησή της σε γραπτή σύμβαση δανείου, ημερομηνίας 2.1.1995, στην οποία πρωτοφειλέτης ήταν ο εφεσείων 1 και εγγυήτριες οι εφεσείουσες 2 και 3. Οι εφεσείοντες δεν αρνήθηκαν ότι συνήψαν τη σύμβαση, πρόβαλαν όμως τον ισχυρισμό ότι δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό γιατί, τελικά, το ποσό του δανείου δεν καταβλήθηκε και, επομένως, το δάνειο δεν είχε αντάλλαγμα. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους παρέπεμψαν σε γεγονότα που, όπως υποστήριξαν, διαδραματίστηκαν ενάμιση περίπου χρόνο πριν τη σύναψη του δανείου, το καλοκαίρι του 1993, και στα οποία εμπλέκονταν δύο πρόσωπα. Η εμπορική εταιρεία Loukos Ltd (η "εταιρεία") και κάποιος Μιχαλάκης Ιωαννίδης. Ο τελευταίος, υποστήριξαν, συμφώνησε με την εταιρεία να την προμηθεύσει με ορισμένα εμπορεύματα αξίας £4.000 τα οποία είχαν εισαχθεί στην Κύπρο. Επειδή η εταιρεία δεν πλήρωσε, ο Ιωαννίδης ζήτησε από τον εφεσείοντα 1 να τον βοηθήσει να πληρώσει τα έγγραφα των εμπορευμάτων, τα οποία ήταν στην κατοχή της εφεσίβλητης και ήταν για διαπραγμάτευση προς πληρωμή εντός 90 ημερών από της άφιξης των εμπορευμάτων, με εγγύηση της εφεσίβλητης. Ο εφεσείων 1 συμφώνησε να πληρώσει, τις £4.000, ο δε Ιωαννίδης ανέλαβε να τον φέρει σε επαφή με το Διευθυντή υποκαταστήματος της εφεσίβλητης για να τον βοηθήσει να εξασφαλίσει δάνειο £4.000. Πράγματι, διευθετήθηκε συνάντηση στο γραφείο του εφεσείοντος 1 μεταξύ του ίδιου, του Ιωαννίδη και του Διευθυντή υποκαταστήματος της εφεσίβλητης, κάποιου Μαρκίδη. Εκεί, ο Μαρκίδης εισηγήθηκε στον εφεσείοντα 1 να εκδώσει σ' αυτόν, στις εφεσείουσες 2 και 3, και σε ακόμα ένα συγγενικό τους πρόσωπο, τέσσερις πιστωτικές κάρτες για ποσό £500 η κάθε μία και να δώσει περαιτέρω δάνειο £500 στον καθένα, ούτως ώστε να συμπληρωθεί συνολικά το ποσό των £4.000. Υπογράφηκαν τα σχετικά έγγραφα, αλλά πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, οι ίδιοι ποτέ δεν πήραν οποιαδήποτε χρήματα γιατί ο Μαρκίδης τους διαβεβαίωνε ότι το ποσό των £4.000 θα καταβαλλόταν απευθείας στον Ιωαννίδη για την πληρωμή των εμπορευμάτων. Επειδή όμως δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ο ίδιος (ο Μαρκίδης) ποσό δανείου πέραν των £3.000 ζήτησε από τον εφεσείοντα 1 να του δώσει μεταχρονολογημένη επιταγή £1.000 έναντι του δανείου και της κάρτας του. Το επίδικο δάνειο έγινε για να εξοφληθεί το ποσό που κάλυπταν οι πιο πάνω κάρτες και δάνεια. Σε κατοπινό στάδιο, οι εφεσείοντες διαπίστωσαν ότι κανένα ποσό δεν πλήρωσε η εφεσίβλητη προς εξόφληση των εμπορευμάτων. Ως εκ τούτου, πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι το επίδικο δάνειο δεν είχε αντάλλαγμα ούτε οι ίδιοι οφείλουν οτιδήποτε στην εφεσίβλητη. Προχώρησαν, περαιτέρω, και με ανταπαίτησή τους διεκδικώντας ο μεν εφεσείων £1.000, ως το ποσό της επιταγής που έδωσε την 27.7.1993 στο Μαρκίδη, οι δε εφεσείουσες 2 και 3 ποσό £220,52 η κάθε μια με τόκο 8,5% ετησίως από 2.1.1995, ως τα ποσά που κατέβαλαν για επιβαρύνσεις έναντι των λογαριασμών των πιστωτικών καρτών, χωρίς να έχουν, επίσης, πάρει οποιοδήποτε αντάλλαγμα.
Προς απόδειξη της υπόθεσής της η εφεσείουσα κατέθεσε, χωρίς ένσταση, έξι τεκμήρια. Την αίτηση του εφεσείοντος 1 για παροχή δανείου ημερομηνίας 29.11.1994 (Τεκμήριο 1), την αποδοχή της αίτησης του εφεσείοντος 1 από την εφεσίβλητη με επιστολή της ημερομηνίας 2.1.1995 (Τεκμήριο 2), τη σύμβαση δανείου με τον εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη και τις εφεσείουσες 2 και 3 ως εγγυήτριες (Τεκμήριο 3), την κατάσταση λογαριασμού του εφεσείοντος 1, όπου φαινόταν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του (Τεκμήριο 4), την επιστολή απαίτησης για εξόφληση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 6.2.1996 (Τεκμήριο 5) και την επιστολή του εφεσείοντος 1 ημερομηνίας 9.2.1995 με την οποία ζητούσε από την εφεσίβλητη περισσότερο χρόνο για να εξοφλήσει το δάνειο (Τεκμήριο 6). Πέραν των έξι τεκμηρίων που κατέθεσε, χωρίς ένσταση, η εφεσίβλητη πρόσφερε και τη μαρτυρία ενός υπαλλήλου της ο οποίος χειριζόταν τους λογαριασμούς του εφεσείοντος 1 από το 1996. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εν λόγω υπαλλήλου το ποσό το οποίο όφειλαν οι εφεσείοντες στην εφεσίβλητη, ανερχόταν, την 31.3.1996, σε £3.327,89. Καμιά πληρωμή δεν έγινε από τότε.
Για την υπεράσπιση στην αγωγή έδωσαν μαρτυρία οι τρεις εφεσείοντες και ο Μιχαλάκης Ιωαννίδης. Ο εφεσείων 1 επανέλαβε, κατά τη μαρτυρία του, τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την πραγματική βάση της υπεράσπισης την οποία έχουμε ήδη εκθέσει. Οι εφεσείουσες 2 και 3 ισχυρίστηκαν ότι, μετά από συζήτηση με τον πατέρα τους, εφεσείοντα 1, υπέγραψαν κάποια έγγραφα τα οποία έφερε στο γραφείο του πατέρα τους ο Μαρκίδης, αλλά δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν τι έγγραφα ήταν αυτά. Ποτέ δεν πήραν χρήματα, η εφεσίβλητη, όμως, τις χρέωσε, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, από £220,52 την κάθε μια. Ο Μιχαλάκης Ιωαννίδης έδωσε μαρτυρία πάνω στην ίδια γραμμή όπως και ο εφεσείων 1. Ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε ο λογαριασμός του πιστώθηκε με τις £4.000. Το γεγονός όμως το ανέφερε στον εφεσείοντα 1 μόνο μετά δύο χρόνια και τούτο γιατί ο ίδιος είχε να κάνει με την εφεσίβλητη και όχι με τους εφεσείοντες. Γι΄αυτό, άλλωστε, έδωσε και απόδειξη εξόφλησης στον εφεσείοντα 1.
Αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
"Οι ενάγοντες, με βάση και μόνο τα αναμφισβήτητα γεγονότα και τα τεκμήρια που τέθηκαν εκ συμφώνου στο Δικαστήριο, έχουν αποσείσει το βάρος που είχαν. Απέδειξαν ότι έγινε συμφωνία δανείου μεταξύ τους και του εναγόμενου 1, την οποία εγγυήθηκαν οι εναγόμενες 2 και 3. Στη συμφωνία αυτή, τεκμήριο 3, αναφέρεται ρητά στην παράγραφο (1) "Το πιο πάνω δάνειο από Λ.Κ.3.000,- θα παραχωρηθεί από την τράπεζα προς τον χρεώστη μόλις υπογραφεί το έγγραφο αυτό". Υποστηρίζεται δε από τις καταστάσεις λογαριασμών, τεκμήριο 4, ότι κανένα ποσό δεν πληρώθηκε. Έστω και αν προστρέξει κάποιος στα όσα έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 1993 μεταξύ των μερών, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι οι εναγόμενοι, όπως αυτό εντοπίζεται από τα τεκμήρια που κατατέθησαν εκ συμφώνου ενώπιον του Δικαστηρίου, υπόγραψαν ότι έλαβαν τα ποσά που αναφέρονται στις σχετικές συμφωνίες δανείου, όπως επίσης υπόγραψαν έγγραφα ανάληψης των ποσών που αφορούσαν οι πιστωτικές κάρτες.
Όλα τα πιο πάνω είναι αρκετά για να στοιχειοθετήσουν τη βάση αγωγής των εναγόντων και να μεταθέσουν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους στους εναγόμενους."
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε, για τους λόγους που εξήγησε, τη μαρτυρία του εφεσείοντος 1, όπως και εκείνη του Μιχαλάκη Ιωαννίδη, ως αναξιόπιστη, και αφού έκρινε ότι η μαρτυρία των εφεσειουσών 2 και 3 δεν πρόσθετε οτιδήποτε ουσιαστικό στην υπεράσπιση, αφού ήταν έκδηλο ότι αυτές δεν είχαν οποιαδήποτε γνώση των γεγονότων, παρά μόνο ακολουθούσαν τις οδηγίες του πατέρα τους, εφεσείοντος 1, ούτε γνώριζαν, όπως δέχθηκαν στην αντεξέταση, τι υπέγραψαν στο γραφείο του πατέρα τους, στην παρουσία τραπεζικού υπαλλήλου, απέρριψε την υπεράσπιση και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, αλληλέγγυα και ξεχωριστά, όπως η απαίτηση, πλέον έξοδα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος της απόδειξης της απαίτησής της και ότι, συνακόλουθα, το βάρος της ανταπόδειξης μετατέθηκε στους εφεσείοντες.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος της απόδειξης της απαίτησής της:
(α) με τη σύμβαση δανείου (Τεκμήριο 3) στην οποία αναφέρεται ρητά ότι (όρος 1) "1. Το πιο πάνω δάνειο από £3.000,- (Λίρες Κύπρου Τρεις χιλιάδες μόνο) θα παραχωρηθεί από την τράπεζα προς το χρεώστη μόλις υπογραφεί το έγγραφο αυτό.",
(β) με την κατάσταση λογαριασμού του εφεσείοντος 1, όπου φαινόταν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του (Τεκμήριο 4),
(γ) με την επιστολή απαίτησης για εξόφληση της εφεσίβλητης της 6.2.1996 (Τεκμήριο 5), και,
(δ) με την απαντητική επιστολή του εφεσείοντος 1 της 9.2.1995 με την οποία ζητούσε από την εφεσίβλητη περισσότερο χρόνο "προς εξόφληση του δανείου" (Τεκμήριο 6).
Αφ΄ης στιγμής τα πιο πάνω τεκμήρια έγιναν εκ συμφώνου αποδεκτά ως μαρτυρία, η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος της απόδειξης όσον αφορά την παραλαβή των χρημάτων από τον εφεσείοντα 1. Μετά από αυτή την απόσειση το βάρος της ανταπόδειξης μετατέθηκε πλέον στους εφεσείοντες να πείσουν το δικαστήριο ότι δεν πήραν τα χρήματα του δανείου.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους εφεσείοντες και, συνακόλουθα, εσφαλμένα απέρριψε την υπεράσπιση και την ανταπαίτησή τους.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Δεν μας έχει υποδειχθεί, με αναφορά στη μαρτυρία, γιατί θάπρεπε να επέμβουμε στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι εφεσείοντες. Τούτο δοθέντος, ακολουθεί ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την υπεράσπιση όσο και την ανταπαίτηση των εφεσειόντων.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το "έγγραφο αποδεικτικό υλικό", εφόσον η εφεσίβλητη δεν απέδειξε την εγκυρότητα των εγγράφων που καταχωρήθηκαν και/ή την πληρωμή οποιωνδήποτε ποσών στους εφεσείοντες.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.
Αφ΄ης στιγμής η εγκυρότητα οποιουδήποτε των εγγράφων που παρουσίασε η εφεσίβλητη για να αποδείξει την απαίτησή της δεν αμφισβητήθηκε, είτε με την υπεράσπιση και/ή την ανταπαίτηση, είτε κατά την ακρόαση, η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποδείξει την εγκυρότητα των εν λόγω εγγράφων. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέραμε, τα Τεκμήρια 1 έως 6 καταχωρήθηκαν ως μαρτυρία εκ συμφώνου. Τα υπόλοιπα τεκμήρια κατατέθηκαν στο Δικαστήριο από τους ίδιους τους εφεσείοντες. Μάλιστα, οι αποδείξεις πίστωσης των χρημάτων που παρουσίασαν οι ίδιοι [Τεκμήρια 7(α), 8(α), 9, 10(α)-(γ), 11(α)-(γ), 12(α)-(γ)] απέδειξαν, για μια ακόμη φορά, ότι αυτοί πήραν τα χρήματα του δανείου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.