ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1071
16 Ιουλίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΘΗΝΟΥΛΛΑ ΟΣΒΑΛΝΤ ΤΣΕΓΙΕΚ,
ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
1. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ Χ"ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΧΡ. ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
2. ΤΑΚΗ ΚΩΝΣΤ. ΠΑΝΑΓΗ,
3. ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ΠΑΥΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11269)
Έφεση — Έφεση εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η υπόθεση της εφεσείουσας κατά τη δικάσιμο λόγω μη εκπροσώπησης της από δικηγόρο και αφού είχε απορριφθεί αίτημα του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της εφεσείουσας για αναβολή — Εσφαλμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων — Αναβολή ακροάσεως — Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές.
Αποφάσεις και διατάγματα — Καθοριστική απόφαση — Απόφαση η οποία δίδεται στην απουσία αντιδίκου, είναι εξ ίσου καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων, όπως και η απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από δίκη επί της ουσίας.
Στις 10.12.2001, ημερομηνία συνέχισης της ακρόασης αίτησης-έφεσης της εφεσείουσας, εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, απέρριψε την αίτηση-έφεση μετά από παραχώρηση άδειας στη δικηγόρο της εφεσείουσας να αποσυρθεί λόγω διαφωνίας και ασυνεννοησίας με την εφεσείουσα την προηγούμενη μέρα. Η αντιπρόσωπος της εφεσείουσας, η οποία παρουσιάζετο για την εφεσείουσα σε όλες τις εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, δήλωσε ότι δεν παρεσχέθη χρόνος για διορισμό νέου δικηγόρου, ότι η εφεσείουσα λόγω χρόνιας ασθένειας δεν μπορούσε να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και ότι η ίδια ήταν γενική πληρεξούσιός της. Αίτημά της για αναβολή της ακρόασης απορρίφθηκε.
Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση προβάλλοντας δύο λόγους:
α) Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία και δεν ανέβαλε την ακρόαση, και
β) Ότι και επί της ουσίας η απόφαση είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση για το μοναδικό λόγο ότι διάδικος δεν μπορεί να εκπροσωπείται στο Δικαστήριο εκτός από δικηγόρο, χωρίς να λάβει υπόψη όσα η πληρεξούσιος αντιπρόσωπος ανέφερε στο Δικαστήριο.
2. Η αναβολή δικαστικής απόφασης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά.
3. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία αφού δεν έλαβε υπόψη ούτε στάθμισε δεόντως τα στοιχεία που ήταν ενώπιόν του.
4. Ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης έφεσης εναντίον απόφασης που λήφθηκε στην απουσία ενός των διαδίκων, δεν ευσταθεί, ενόψει της Δ.33, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων. Διατάχθηκε η συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222,
Mesolongitis a.o. v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161,
Γεωργίου κ.ά. ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 1 Α.Α.Δ. 79.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 10/12/01 (Αρ. Αίτησης 7/96) με την οποία απέρριψε αίτηση της αντιπροσώπου της αιτήτριας για αναβολή της ακρόασης της υπόθεσής της καθώς και την ίδια την αίτηση-έφεσή της με την οποία ζητούσε ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου για τον καθορισμό των συνόρων του ακινήτου της.
Κ. Μελάς, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη 1.
Γ. Χαραλαμπίδης, για τους Εφεσίβλητους 2 και 3.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Μ. Κρονίδη.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα με αίτηση-έφεση που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 4.1.1996 ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου ημερ. 7.12.1995 με την οποία καθόρισε τα σύνορα του ακινήτου της μετά του ομόρου ακινήτου των εφεσιβλήτων.
Μετά από αλλεπάλληλες αναβολές τελικά άρχισε η ακρόαση της στις 31.10.2001 με την κατάθεση της μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα που κάλεσε η εφεσείουσα, η οποία συνεχίστηκε στις 19.11.2001. Μετά το πέρας της μαρτυρίας αυτής οι δικηγόροι των διαδίκων συμφώνησαν σε παραδεκτά γεγονότα τα οποία περιόριζαν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Το Δικαστήριο όρισε ως ημερομηνία συνέχισης της ακρόασης την 10.12.2001.
Στις 10.12.2001, η οποία σημειωτέον ήταν Δευτέρα, η δικηγόρος κα. Αθανασιάδου που παρουσιάστηκε εκ μέρους του δικηγόρου της εφεσείουσας κ. Πελίδη ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να της επιτρέψει να αποσυρθεί από την υπόθεση ένεκα διαφωνίας και ασυνεννοησίας με την εφεσείουσα. Το Δικαστήριο παραχώρησε την άδεια και η κα Αθανασιάδου απεσύρθη. Κατέστη σαφές από την κα Αθανασιάδου ότι η διαφωνία προέκυψε μόλις την προηγούμενη εργάσιμη μέρα δηλαδή την Παρασκευή (7.12.2001) μέρα κατά την οποία ο κ. Πελίδης παρέδωσε το φάκελο της υπόθεσης στην εφεσείουσα. Η κα Αθανασιάδου επίσης ανάφερε στο Δικαστήριο ότι, όπως την πληροφόρησε η αντιπρόσωπος της εφεσείουσας κα Μηνά, που παρευρίσκετο στο Δικαστήριο, η εφεσείουσα εγνώριζε την ημερομηνία της συνέχισης της ακρόασης.
Η αντιπρόσωπος της εφεσείουσας κα Μηνά, η οποία παρουσιάζετο για την εφεσείουσα σε όλες τις εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη μακρά διαδρομή της εκδίκασης της αίτησης-έφεσης δήλωσε στο Δικαστήριο ότι το θέμα της αποχώρησης του κ. Πελίδη τέθηκε μόλις την προηγούμενη Παρασκευή και λόγω της αργίας του Σαββατοκυρίακου δεν παρεσχέθη χρόνος για αντικατάσταση του. Δήλωσε επίσης ότι ουδέποτε παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο προσωπικά η ίδια η εφεσείουσα λόγω χρόνιας ασθένειας και ότι η ίδια ήταν γενική πληρεξούσιος της. Ζήτησε δε, ως εκ τούτου, αναβολή της ακρόασης. Αμφότεροι οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων ζήτησαν από το Δικαστήριο την απόρριψη της αίτησης-έφεσης.
Το Δικαστήριο προχώρησε ακολούθως με απόφαση του στην απόρριψη της αίτησης-έφεσης όχι μόνο λόγω παράλειψης προώθησης της αλλά και επί της ουσίας προβαίνοντας σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε από το μοναδικό, μέχρι την ημέρα εκείνη, μάρτυρα της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο στην απόφαση του ανέφερε ότι:-
«Τέτοια εκπροσώπηση ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι αποδεκτή, φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται είτε προσωπικά είτε δια συνηγόρου. Το νομικό αποτέλεσμα από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε είναι ότι δεν υπάρχει εμφάνιση για την αιτήτρια και ουδείς έτοιμος να προωθήσει την υπόθεσή της.
Η Αιτήτρια είχε το βάρος της απόφασης του διευθυντού την οποία προσέβαλε. Έχω διέλθει την μέχρι σήμερα δοθείσα μαρτυρία από τον Μ.Ε.1 Χριστόδουλο Μαρκίδη, και τα όσα ανέφερε δεν δύναται να ανατρέψουν το βάρος που είχε η εφεσείουσα στην παρούσα υπόθεση.»
Με δύο λόγους έφεσης η εφεσείουσα επιζητεί την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης:-
(α) Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική εξουσία του και δεν ανέβαλε την ακρόαση, και
(β) Ότι και επί της ουσίας η απόφαση είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη και λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών που διέπουν τη διεξαγωγή της διαδικασίας και της φυσικής δικαιοσύνης.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική εξουσία του χωρίς να λάβει υπόψη τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης ότι δηλαδή είχε μόλις επιτρέψει την απόσυρση του δικηγόρου της εφεσείουσας και την δήλωση του ότι το θέμα προέκυψε μόλις την προηγούμενη εργάσιμη μέρα και ότι, όπως πληροφορήθηκε από την πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της εφεσείουσας που παρευρίσκετο στο Δικαστήριο, η εφεσείουσα εγνώριζε ότι τη μέρα αυτή θα συνεχίζετο η ακρόαση της υπόθεσης. Επίσης ότι δεν έλαβε καθόλου υπόψη τη δήλωση της πληρεξούσιας αντιπροσώπου της εφεσείουσας ότι η τελευταία ασθενούσε και δεν ήταν δυνατό να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο.
Οι πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας είναι ορθές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με το μοναδικό λόγο ότι διάδικος δεν μπορεί να εκπροσωπείται στο Δικαστήριο εκτός από δικηγόρο, απέρριψε την υπόθεση χωρίς να λάβει υπόψη όσα η πληρεξούσιος αντιπρόσωπος ανέφερε στο Δικαστήριο. Φαίνεται όμως καθαρά ότι έλαβε υπόψη μόνο, απ΄ όσα ανέφερε η πληρεξούσιος αντιπρόσωπος, τη δήλωση της ότι η εφεσείουσα εγνώριζε την ημερομηνία που ήταν ένα γεγονός που επενεργούσε σε βάρος της. Όσα άλλα ανέφερε η πληρεξούσιος αντιπρόσωπος περί ασθένειας της εφεσείουσας, την παροχή χρόνου για το διορισμό νέου δικηγόρου και ότι, πάντοτε, στη μακρά διαδρομή της υπόθεσης ουδέποτε παρουσιάσθηκε η ίδια η εφεσείουσα, αλλά η πληρεξούσια αντιπρόσωπος της δεν τα έλαβε υπόψη. Παρέλειψε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι μόλις είχε δώσει άδεια απόσυρσης στο δικηγόρο της εφεσείουσας για θέμα που είχε προκύψει μόλις την προηγούμενη εργάσιμη μέρα.
Η αναβολή δικαστικής υπόθεσης ανάγεται, όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί, στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά. (Βλέπε: Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222).
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία αφού δεν έλαβε υπόψη ούτε εστάθμισε δεόντως τα στοιχεία που ήταν ενώπιον του.
Οι εφεσίβλητοι, στο περίγραμμα των δικηγόρων τους, ισχυρίζονται ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί διότι κακώς ηγέρθηκε. Το μόνο δικαίωμα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, που είχε η εφεσείουσα ήταν η καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, σύμφωνα με τη Δ.33 θ.1 και 5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Μας παρέπεμψαν σε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Panayiotis Mesolongitis and Others v. Loizos Koutas (1986) 1 C.L.R. 161 και Ανδρέας Λουκά Γεωργίου κ.ά. ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 1 Α.Α.Δ. 79.
Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή των εφεσιβλήτων. Οι δύο αυθεντίες στις οποίες μας παρέπεμψαν, αντίθετα, δεν αποκλείουν την άσκηση έφεσης εναντίον απόφασης που λήφθηκε στην απουσία ενός των διαδίκων.
Στη Mesolongitis (πιο πάνω) το Εφετείο ανέφερε τα εξής στη σελίδα 166:-
«It is abundantly clear from the exposition of the Law made above, that the jurisdiction to reinstate rests with the trial Court and should preferably and whenever possible be dealt with by the Judge who tried the case. Although there can be an appeal against a judgment given in default, the matter of reinstatement should as a rule be raised in the first place before the trial Court."
Και στην Ανδρέα Λουκά Γεωργίου (πιο πάνω) αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 84 του κειμένου:-
«Το γεγονός ότι απόφαση είναι εφέσιμη, δεν υποδηλώνει αφεαυτού ότι δεν μπορεί να παραμεριστεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο σχετικός διαδικαστικός κανονισμός Δ.33, θ.5. Απόφαση η οποία δίδεται στην απουσία του αντιδίκου είναι, εξίσου καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων, όπως και απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από δίκη επί της ουσίας.»
Ενόψει της κατάληξης μας στον πρώτο λόγο έφεσης δεν καθίσταται αναγκαίο να εξετάσουμε τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Η έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για τη συνέχιση της ακρόασης.
Τα πρωτόδικα έξοδα, εκτός εκείνα που επιδικάσθηκαν στην τελευταία εμφάνιση, να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης.
Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων. Διατάσσεται η συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης.