ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 789
13 Ιουνίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
ΖΗΝΩΝΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,
Εφεσίβλητου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11161)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Μαρτυρία ― Μαρτυρία η οποία πρέπει να αγνοείται, ως εκτός εγγράφων προτάσεων ― Είναι η μαρτυρία η οποία τείνει να αποδείξει ισχυρισμούς του διαδίκου οι οποίοι, αν και είναι απαραίτητοι για τη στοιχειοθέτηση, ανάλογα με την περίπτωση, της απαίτησης ή της υπεράσπισης ή της ανταπαίτησης, εν τούτοις δεν προβάλλονται.
Η αγωγή του εφεσείοντος-ενάγοντος για αποζημιώσεις εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου για παράνομη επίθεση και παράνομη επέμβαση σε κινητή του ιδιοκτησία, απορρίφθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την απαίτησή του, ενώ ο εφεσίβλητος πέτυχε να αποδείξει την ανταπαίτησή του για προσωπικές βλάβες τις οποίες υπέστη κατά τη διάρκεια επεισοδίου με τον εφεσείοντα, για την οποία και εξέδωσε απόφαση υπέρ του για ποσό £100 με τόκο από την ημερομηνία της απόφασης, πλέον έξοδα.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ο εφεσίβλητος επιτέθηκε εναντίον του εφεσείοντος, τον κτύπησε με τα χέρια στο πρόσωπο, τον έριξε στο έδαφος και του έσπασε τα γυαλιά του, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να υποστεί διάφορες σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
Ο ενάγων, ο οποίος οπλοφορούσε βρισκόταν μαζί με δύο άλλους κυνηγούς εντός κτήματος που ανήκε στον εναγόμενο. Ο εναγόμενος ο οποίος βρισκόταν σε κοντινό ξενοδοχείο άκουσε πυροβολισμούς, πήγε στο κτήμα του και διαμαρτυρήθηκε γιατί ο ενάγων κυνηγούσε μέσα σ' αυτό. Ο ενάγων πρόταξε το όπλο του προς την κατεύθυνση του εναγόμενου με σκοπό να τον εκφοβίσει και να τον εκδιώξει από το κτήμα. Ο εναγόμενος εκλαμβάνοντας αυτή την ενέργεια του ενάγοντος ως απειλή και αντιδρώντας αυθόρμητα σε μία προσπάθεια αυτοάμυνας αποπειράθηκε επιτυχώς να αποσπάσει το όπλο από τον ενάγοντα, το άδειασε και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του με σκοπό να απομακρυνθεί και καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία. Όμως υπό την απειλή των όπλων των συντρόφων του ενάγοντος παρέμεινε επί τόπου, παρέδωσε το όπλο στον ενάγοντα και αναχώρησε από τη σκηνή μετά την αναχώρηση του ενάγοντος και των συντρόφων του.
Ο εφεσείων-ενάγων εφεσίβαλε την απόφαση. Εισηγήθηκε ότι ήταν λανθασμένη για τους ακόλουθους λόγους:
1) Εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη μαρτυρία η οποία θάπρεπε να αγνοηθεί για το λόγο ότι δεν καλυπτόταν από τις έγγραφες προτάσεις (pleadings), ήτοι την υπεράσπιση και την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου.
2) Εσφαλμένα απορρίφθηκε η εκδοχή του εφεσείοντος και χωρίς επαρκή αιτιολογία.
3) Εσφαλμένα έγινε δεκτή η εκδοχή του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, χωρίς, και πάλι επαρκή αιτιολογία.
4) Ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε την ανταπαίτησή του.
5) Το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ή επιχειρηματολογία ότι ο εφεσίβλητος επιτέθηκε κατά του εφεσείοντος, είναι εσφαλμένο.
6) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «μηδένισε τη σημασία της παράλειψης του εφεσίβλητου κατά την τελική του αγόρευση να εισηγηθεί επιτυχία της ανταξίωσης».
Προβλήθηκε ως τελευταίος λόγος έφεσης, λόγος αναφορικά με τα έξοδα που είχαν επιδικασθεί υπέρ του εφεσίβλητου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία η οποία πρέπει να αγνοείται, ως εκτός εγγράφων προτάσεων, είναι η μαρτυρία η οποία τείνει να αποδείξει ισχυρισμούς του διαδίκου οι οποίοι, αν και είναι απαραίτητοι για τη στοιχειοθέτηση, ανάλογα με την περίπτωση, της απαίτησης ή της υπεράσπισης ή της ανταπαίτησής του, εν τούτοις δεν προβάλλονται. Μαρτυρία εκτός εγγράφων προτάσεων η οποία άπτεται ισχυρισμών του διαδίκου στις έγγραφες προτάσεις οι οποίοι δεν είναι απαραίτητοι για στοιχειοθέτηση της υπόθεσής του, όπως η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου, στην οποία αναφέρεται ο σχετικός λόγος έφεσης, μπορεί να ληφθεί υπόψη και αξιολογηθεί κατά την εκτίμηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας την οποία ο διάδικος προσκόμισε.
2. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας, ούτε και στα συνεπακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, με επαρκή αιτιολόγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο.
3. Ο τελευταίος λόγος έφεσης τελεί υπό την προϋπόθεση επιτυχίας ενός ή περισσοτέρων από τους προηγούμενους λόγους έφεσης. Ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Καράσαββα ν. Φλωρεντιάδη κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 10707, ημερ. 12.4.2002.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 5/7/01 (Αρ. Αγωγής 3158/95) με την οποία κρίθηκε ότι αυτός απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση του για παράνομη επίθεση, τραυματισμό και υλικές ζημίες εναντίον του από τον εναγόμενο ενώ ο εναγόμενος πέτυχε να αποδείξει την ανταπαίτησή του για την οποία και εκδόθηκε υπέρ του απόφαση για το ποσό των Λ.Κ.100,-.
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαδόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ' αριθμό 3158/95 αγωγή την οποία καταχώρησε στο Ε.Δ.Πάφου, ο εφεσείων (ενάγων) αξίωσε εναντίον του εφεσίβλητου (εναγομένου) αποζημιώσεις για παράνομη επίθεση και για παράνομη επέμβαση σε κινητή του ιδιοκτησία.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, στις 2.11.1994, στην περιοχή Μηλιούς-Άγιοι Ανάργυροι, ο εφεσίβλητος επιτέθηκε εναντίον του εφεσείοντος, τον κτύπησε με τα χέρια του στο πρόσωπο, τον έριξε στο έδαφος και του έσπασε τα γυαλιά του. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων υπέστη διάφορες σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές.
Με την υπεράσπιση ο εφεσίβλητος, αφού αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, αντέτεινε ότι, στις 2.11.1994, ο εφεσείων, παράνομα και χωρίς την άδειά του, εισήλθε στο κτήμα του, στην περιοχή Μηλιούς-Άγιοι Ανάργυροι, και κυνηγούσε, παρά το γεγονός ότι η περιοχή ήταν απαγορευμένη για κυνήγι. Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε από τον εφεσείοντα να εγκαταλείψει το κτήμα, εκείνος πρόταξε το όπλο του για τον εκφοβίσει. Τότε ο εφεσίβλητος κινήθηκε προς τον εφεσείοντα και κατόρθωσε να του αποσπάσει το όπλο, να αφαιρέσει τα φυσίγγια και να τοποθετήσει το όπλο στην κάσα του αυτοκινήτου του με σκοπό να το παραδώσει στην Αστυνομία. Όμως, εμποδίστηκε από τον εφεσείοντα και τους ένοπλους συντρόφους του οι οποίοι και κατόρθωσαν να πάρουν πίσω το όπλο. Ενώ ο εφεσίβλητος προσπαθούσε να αφοπλίσει τον εφεσείοντα, ο τελευταίος τον έπιασε από το λαιμό προκαλώντας του πόνο ο οποίος συνεχίστηκε για μια βδομάδα. Μετά το επεισόδιο, ο εφεσίβλητος συνελήφθη και κρατήθηκε από την Αστυνομία για μια μέρα, μετά από ψευδή καταγγελία στην οποία προέβη ο εφεσείων. Για την κράτησή του στην Αστυνομία, όπως και για τις σωματικές βλάβες τις οποίες υπέστη κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, ο εφεσίβλητος πρόβαλε ανταπαίτηση εναντίον του εφεσείοντος.
Προτού η υπόθεση οριστεί για ακρόαση, οι δικηγόροι των διαδίκων συμφώνησαν τα ποσά των αποζημιώσεων σε περίπτωση επιτυχίας του ενός ή του άλλου διαδίκου. Σε περίπτωση επιτυχίας του εφεσείοντα θα ήταν £Κ560. Σε περίπτωση επιτυχίας του εφεσίβλητου £Κ100.
Κατά την ακρόαση, προς υποστήριξη της απαίτησης έδωσαν μαρτυρία ο εφεσείων και ο ΜΕ2 Α. Κυπριανού, ενώ προς υποστήριξη της υπεράσπισης και ανταπαίτησης ο εφεσίβλητος, ο ΜΥ1 Γ. Χαριλάου και η ΜΥ2 Ε. Χρυσάνθου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, προχώρησε στα ακόλουθα ευρήματα:
"Στις 2/11/94 ο ενάγων, ο οποίος οπλοφορούσε, βρισκόταν μαζί με δύο άλλους κυνηγούς εντός ενός κτήματος το οποίο ανήκε στον εναγόμενο. Ο εναγόμενος βρισκόταν σε κοντινό ξενοδοχείο το οποίο αποτελούσε οικογενειακή του επιχείρηση. Άκουσε πυροβολισμούς και ενημερώθηκε και από την θυγατέρα του ότι υπήρχαν κυνηγοί κοντά στο ξενοδοχείο. Ο εναγόμενος οδήγησε το αυτοκίνητο του και κατευθύνθηκε προς το κτήμα στο οποίο βρισκόταν ο ενάγων. Εκεί συνάντησε τον ενάγοντα. Στάθμευσε το αυτοκίνητο του εντός του κτήματος και κατέβηκε κάτω στο έδαφος. Ακολούθως κατευθύνθηκε προς τον ενάγοντα ενώ ταυτόχρονα διαμαρτυρόταν διότι ο ενάγων κυνηγούσε μέσα στο κτήμα του. Ο ενάγων πρόταξε το όπλο του προς την κατεύθυνση του εναγόμενου με σκοπό να τον εκφοβίσει και να τον εκδιώξει από το κτήμα. Ο εναγόμενος εξέλαβε αυτή την ενέργεια του ενάγοντα ως απειλή ή κίνδυνο για τη σωματική του ακεραιότητα και προσωπική του ασφάλεια. Αντιδρώντας αυθόρμητα και σε μία προσπάθεια αυτοάμυνας αποπειράθηκε επιτυχώς να αποσπάσει το όπλο από τον ενάγοντα. Κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας οι διάδικοι έπεσαν κάτω στο έδαφος. Καθώς ο ενάγων κρατούσε τον εναγόμενο με το ένα χέρι από το λαιμό, ο εναγόμενος απέσπασε το όπλο από τα χέρια του ενάγοντα, το άδειασε, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του και επιβιβάστηκε εντός αυτού με σκοπό να απομακρυνθεί και καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία. Όμως υπό την απειλή των όπλων των συντρόφων του ενάγοντα παρέμεινε επί τόπου, παρέδωσε το όπλο στον ενάγοντα και αναχώρησε μόνο μετά από την αναχώρηση του ενάγοντα και των συντρόφων του με το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο πεθερός του ενάγοντα."
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την απαίτησή του ενώ ο εφεσίβλητος πέτυχε να αποδείξει την ανταπαίτησή του για την οποία και εξέδωσε απόφαση υπέρ του για το ποσό των £Κ100, με τόκο από την ημερομηνία της απόφασης, πλέον έξοδα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μαρτυρία η οποία θάπρεπε να αγνοηθεί για το λόγο ότι δεν καλυπτόταν από τις έγγραφες προτάσεις (pleadings), ήτοι την υπεράσπιση και την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου (α) ως προς το ακριβές σημείο εντός του αυτοκινήτου στο οποίο ο εφεσίβλητος τοποθέτησε το όπλο του εφεσείοντος, (β) ως προς το ότι ο εφεσίβλητος κρατούσε το όπλο του εφεσείοντος όταν κατέβηκε για δεύτερη φορά από το αυτοκίνητο, (γ) ως προς το εάν ο εφεσείων πήρε το όπλο του από την κάσα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου ή του παραδόθηκε από τον εφεσίβλητο ή του αποσπάστηκε με τη βία και (δ) ως προς το ότι ο εφεσείων κυνηγούσε και σε απαγορευμένη περιοχή, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, αλλά να αγνοηθεί, ως μη καλυπτόμενη από τις έγγραφες προτάσεις.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η μαρτυρία η οποία πρέπει να αγνοείται, ως εκτός εγγράφων προτάσεων, είναι η μαρτυρία η οποία τείνει να αποδείξει ισχυρισμούς του διαδίκου οι οποίοι, αν και είναι απαραίτητοι για τη στοιχειοθέτηση, ανάλογα με την περίπτωση, της απαίτησης ή της υπεράσπισης ή της ανταπαίτησής του, εν τούτοις δεν προβάλλονται· όπως π.χ. το ότι ο διάδικος ενεργούσε στα πλαίσια συμβατικού δικαιώματός του. (Βλέπε Καράσαββα ν. Φλωρεντιάδη κ.ά., Πολ. Εφ. 10707, 12.4.2002). Μαρτυρία εκτός εγγράφων προτάσεων η οποία άπτεται ισχυρισμών του διαδίκου στις έγγραφες προτάσεις οι οποίοι δεν είναι απαραίτητοι για στοιχειοθέτηση της υπόθεσής του, όπως η υπό (α)-(δ) μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου, μπορεί να ληφθεί υπόψη και αξιολογηθεί κατά την εκτίμηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας την οποία ο διάδικος προσκόμισε.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος και χωρίς επαρκή αιτιολογία, ενώ ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, χωρίς, και πάλι, επαρκή αιτιολογία.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Διεξήλθαμε με προσοχή τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας από πλευράς των διαδίκων στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντος. Δε διαπιστώσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας, ούτε και στα συνεπακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, με επαρκή, σημειώνουμε, αιτιολόγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι ο εφεσίβλητος, αν και απέδειξε ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα, με αποτέλεσμα να αποτύχει η εναντίον του αξίωση του εφεσείοντος, εν τούτοις δεν πέτυχε να αποδείξει την ανταπαίτησή του. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η ανταπαίτηση του εφεσίβλητου είχε αποδειχθεί με τη μαρτυρία του την οποία και αποδέχθηκε το Δικαστήριο ως αξιόπιστη. Είπε σχετικά, "Όταν τον πλησίασα (τον εφεσείοντα) μου λέει «Φεύγεις ή δεν φεύγεις;» και μου γύρισε το όπλο προς τα πάνω μου. Τότε εγώ φοβήθηκα, έπιασα το όπλο από τις κάννες, το τράβησα προς τα πάνω μου, προς το μέρος μου για να του το πάρω. Τότε πέσαμε και οι δυο κάτω. Εγώ βαστούσα το όπλο, εγώ. Αυτός με έπιασε από το λαιμό με το ένα του χέρι. Τότε εγώ έπιασα το όπλο στα χέρια και σηκώστηκα πάνω..".
Ο πέμπτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του μαρτυρία ή επιχειρηματολογία ότι ο εφεσίβλητος επιτέθηκε κατά του εφεσείοντος. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, με καθαρότητα, ότι δεν υπήρξε επίθεση από πλευράς του εφεσίβλητου, αλλά μόνο άσκηση βίας κατά του εφεσείοντος στα πλαίσια αυτοάμυνας. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
"Ως προς τη κίνηση του εναγομένου προς τον ενάγοντα καθώς αυτός διαμαρτυρόταν για την παρουσία του ενάγοντα στο κτήμα του παρατηρώ ότι ο ενάγων όχι μόνο ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος δεν είπε λέξη καθώς κατευθυνόταν προς το σημείο όπου ο ίδιος στεκόταν αλλά ούτε καν προβλήθηκε οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξη της θέσης ότι αυτή η κίνηση συνιστούσε επίθεση. Δηλαδή, δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου είτε μαρτυρία είτε επιχειρηματολογία αναφορικά με το ενδεχόμενο αυτές οι ενέργειες του εναγομένου να αποτελούσαν επίθεση. Βεβαίως, θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί ότι η απόσπαση του όπλου του εναγομένου αποτελούσε επίθεση εναντίον του. Όμως υπό τις περιστάσεις σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ουσιαστικά ο εναγόμενος ήδη είχε υποστεί επίθεση από τον ενάγοντα και οι οποιεσδήποτε επακόλουθες ενέργειες του εναγομένου κρίνονται, υπό το φως αυτού του ευρήματος, ότι αποτελούσαν πράξεις αυτοάμυνας του εναγομένου ο οποίος μάλιστα δεν χρησιμοποίησε περισσότερη βία από ότι ήταν εύλογα αναγκαία για να αποσπάσει το όπλο από τα χέρια του ενάγοντα."
Ο έκτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο "μηδένισε τη σημασία της παράλειψης του εφεσίβλητου κατά τη τελική του αγόρευση να εισηγηθεί επιτυχία της ανταξίωσης". Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ο εφεσίβλητος πρόβαλε υπεράσπιση και ανταπαίτηση, κατά δε την ακρόαση προσκόμισε μαρτυρία, η οποία και έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προς απόδειξη της ανταπαίτησής του. Συμφώνησε, μάλιστα, και το ποσό της αποζημίωσης σε περίπτωση επιτυχίας του (£Κ100). Το ότι δεν έγινε εισήγηση για επιτυχία της ανταπαίτησης, κατά την τελική αγόρευση του δικηγόρου του, είναι άνευ σημασίας.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα και τελεί υπό την προϋπόθεση επιτυχίας ενός ή περισσοτέρων από τους προηγούμενους λόγους έφεσης. Ως εκ τούτου, απορρίπτεται.*
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.