ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 695
30 Μαΐου, 2003
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΣΟΛΩΝΑΣ ΒΟΣΚΟΥ,
2. ΤΑΣΟΥΛΛΑ ΒΟΣΚΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΖΗΝΩΝΟΣ,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11131)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Πραγματικά ευρήματα και ευρήματα αξιοπιστίας ― Είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει ― Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορίζουν τα επίδικα θέματα ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα.
Η διαφορά των διαδίκων αφορούσε την συμπεφωνημένη αμοιβή για την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών εκ μέρους του εφεσίβλητου-ενάγοντος σε οικία των εφεσειόντων-εναγομένων στο Πέρα Πεδί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα πως οι εφεσείοντες-εναγόμενοι όφειλαν υπόλοιπο ποσό £925,28 για το οποίο εξέδωσε απόφαση. Επίσης εξέδωσε απόφαση επί της ανταπαίτησης υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων για ποσό £60.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι ουσιαστικά αμφισβητούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβάλλοντας και ισχυρισμούς για σφάλματα, στα οποία υπέπεσε.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι προϊόν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας και δεν χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους. Οι εφεσείοντες δεν έχουν ικανοποιήσει το Εφετείο ότι υπήρξε οποιοδήποτε ουσιαστικό σφάλμα, που να καθιστά την απόφαση εσφαλμένη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 253,
Πίτσιλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691,
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Psaras a.o. v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,
Σταυρινίδης ν. Χ"Πιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056,
Demosthenous v. Katsourides (1988) 1 C.L.R. 665,
Charalambous v. Metalco Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 636,
Παπακοκκίνου ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379,
Λυσιώτης ν. Αχιλλέως (1998) 1 Α.Α.Δ. 1567.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους - συζύγους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 10/5/01 (Αρ. Αγωγής 2388/90) με την οποία κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι όφειλαν ποσό £925,28 ως υπόλοιπο αμοιβής από εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών στην οικία τους από τον ενάγοντα και περαιτέρω περιόρισε την ανταπαίτηση των εναγομένων στο ποσό των £60 μόνο.
Α. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η αγωγή αφορούσε απαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων, που είναι σύζυγοι, για υπόλοιπο αμοιβής από εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών σε οικία των εφεσειόντων-εναγομένων στο Πέρα Πεδί.
Σύμφωνα με την απαίτηση η συνολική αμοιβή του εφεσίβλητου-ενάγοντα για τις εκτελεσθείσες εργασίες ήταν £7.709, από τις οποίες, αφού έγιναν διάφορες πληρωμές προς αυτόν, παρέμεινε υπόλοιπο £1.590,60. Κατά τη διάρκεια της δίκης η απαίτηση περιορίστηκε κατά £440, δηλαδή σε ποσό £1.150,60.
Τελικά, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία, προέκυψαν διαφορές μεταξύ τους, αφού για αποπεράτωση της εργασίας ο εφεσίβλητος-ενάγοντας ζήτησε αύξηση 15%, που οδήγησε σε διακοπή της εργασίας. Ως εκ τούτου, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι ανταπαίτησαν ποσό £976 για ζημιές και έξοδα που υπέστησαν λόγω της εγκατάλειψης της εργασίας από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού παρέθεσε με πλήρη λεπτομέρεια (αχρείαστη σε πολλά σημεία) τη μαρτυρία που δόθηκε απ΄όλους τους μάρτυρες ενώπιόν του και αναφέρθηκε στις αρχές αξιολόγησής της, αναλύοντας την, έφθασε στα ευρήματά του εξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης συγκεκριμένων ισχυρισμών που περιέχονταν σε αυτή. Απορρίπτοντας μέρος της απαίτησης κατέληξε στο εύρημα πως οι εφεσείοντες-εναγόμενοι όφειλαν υπόλοιπο ποσό £925,28, για το οποίο εξέδωσε απόφαση. Επίσης, επί της ανταπαίτησης, δέχθηκε μόνο ποσό £60 εκδίδοντας παρομοίως απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι ουσιαστικά αμφισβητούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβάλλοντας και ισχυρισμούς για σφάλματα, στα οποία αυτό υπέπεσε.
Είναι ευρέως νομολογημένες οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα πραγματικά ευρήματα και στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στη Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 253 λέχθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 257 και 258:
«Αναφορικά με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στην αξιοπιστία μαρτύρων, είναι καθιερωμένη αρχή ότι η αξιολόγηση ενός μάρτυρα αν είναι αξιόπιστος ή όχι, είναι καθαρά θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Στην υπόθεση Μόδεστος Πίτσιλος ν. Δημητράκη Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 691, σελ. το Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:
"Οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης στρέφονται ουσιαστικά εναντίον των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο δικαϊκό μας σύστημα η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ΄εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Mόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Fournides v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Psaras & Another v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 132)."»
Σχετικές μεταξύ άλλων είναι και οι υποθέσεις Σταυρινίδης ν. Χ" Πιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, στη σελ. 1061-1062 και Demosthenous v. Katsourides (1988) 1 C.L.R. 665 στις σελ. 669 και 670.
Έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο και την ανάλυση την οποία έκαμε και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα ευρήματά του, βρίσκουμε πως δεν χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση μας. Οι εφεσείοντες δεν μας έχουν ικανοποιήσει ότι υπήρξε οποιοδήποτε ουσιαστικό σφάλμα, που να καθιστά την απόφαση εσφαλμένη.
Οι εφεσείοντες παρέθεσαν και σειρά αυθεντιών μαζί με το περίγραμμα αγόρευσής τους, αλλά πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν έγινε συνάρτηση των επιχειρημάτων τους με αυτές τις αποφάσεις και ούτε επεσήμαναν ειδικά τις αρχές που επικαλούνται.
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι κακώς ο πρωτόδικος Δικαστής εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου, αφού στην έκθεση απαίτησής του δεν υπήρχε ισχυρισμός για την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας. Επισημαίνουμε πως υπήρχε ισχυρισμός, μεταξύ άλλων, «συμπεφωνημένης» αμοιβής και εξάλλου το θέμα κατέστη επίδικο, αφού αναφορά στη γραπτή συμφωνία έγινε στην έκθεση υπεράσπισης. Ως εκ τούτου δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός τους περί μη δικογράφησης του θέματος. Αντίθετα, ο ισχυρισμός τους ότι πλήρωσαν ποσό £800 τοις μετρητοίς έναντι της οφειλής των δεν είναι δικογραφημένος στην υπέρασπιση και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε το γεγονός, θεωρώντας το θέμα μη επίδικο και απέρριψε τον ισχυρισμό. Το ότι είναι ανεπίτρεπτη η επίλυση θεμάτων που δεν είναι επίδικα και πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίζει ζητήματα που δεν αποτέλεσαν μέρος της δικογραφίας, προκύπτει και από τις υποθέσεις Charalambous v. Metalco Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 636, Παπακοκκίνου ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 και Λυσιώτης ν. Αχιλλέως (1998) 1 Α.Α.Δ. 1567.
Επαναλαμβάνουμε, εν κατακλείδι, πως δεν είναι περίπτωση στην οποία μπορούμε ή πρέπει να επέμβουμε, αφού με βάση τη μαρτυρία και την αιτιολόγηση της κατάληξης του Δικαστή είναι σαφές ότι αυτός ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.