ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2003) 1 ΑΑΔ 447

18 Απριλίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΡAΛΛΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

TAΣΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΥΚΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11153)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Αιτιώδης συνάφεια ― Ανάγκη να καταδεικνύεται πάντοτε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημίας που προκύπτει ― Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό που θα πρέπει να αποφασίζεται κατά τη δίκη.

Αμέλεια ― Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Ο εργοδότης υπέχει καθήκον να λαμβάνει εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια των εργοδοτουμένων του κατά τη διάρκεια της εργοδότησής τους - Το καθήκον αυτό δεν είναι απόλυτο ― Η αμέλεια θα πρέπει πάντα να αποδεικνύεται.

Αμέλεια ― Επιμερισμός ευθύνης ― Επέμβαση Εφετείου ― Είναι επιβεβλημένη, όπου ο επιμερισμός ευθύνης αντιστρατεύεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή είναι έκδηλα εσφαλμένος.

Αμέλεια ― Βάρος αποδείξεως ― Ο ζημιωθείς θα πρέπει θετικά να αποδείξει ότι η ζημιά ήταν αποτέλεσμα της αμέλειας του εναγόμενου ― Από την άλλη, δεν είναι αναγκαίο για τον ενάγοντα να αποκλείσει κάθε πιθανή δυνατότητα ότι το δυστύχημα δυνατόν να προκλήθηκε χωρίς αμέλεια από την πλευρά του εναγόμενου.

Ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε στις 21.9.1998, όταν το φορτηγό όχημα ιδιοκτησίας των εφεσειόντων το οποίο οδηγούσε στον δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, ανατράπηκε.  Είχε εργοδοτηθεί από τους εφεσείοντες ως οδηγός λίγες μέρες προηγουμένως.  Ο εφεσίβλητος ήταν κάτοχος αδείας οδηγού κατηγορίας «Δ» ενώ το όχημα που οδηγούσε απαιτούσε άδεια «Β».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ότι ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε μέσα στα πλαίσια της εργοδότησής του, οδηγώντας όχημα για το οποίο δεν κατείχε άδεια οδήγησης και ότι με την ενέργεια τους αυτή οι τελευταίοι τον είχαν εκθέσει σε κίνδυνο.  Το Δικαστήριο δέκτηκε επίσης ότι η πρόκληση του ατυχήματος δεν μπορούσε να αποσυνδεθεί από τη μη κατοχή από τον εφεσίβλητο των απαραίτητων προσόντων για οδήγηση συγκεκριμένου οχήματος.  Η ευθύνη επιμερίστηκε εξ ίσου μεταξύ των διαδίκων.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν κατ' έφεση τον επιμερισμό της ευθύνης.  Υποστήριξαν ότι ο εφεσίβλητος δεν απέσεισε το βάρος αποδείξεως για επίδειξη αμέλειας από πλευράς των εφεσειόντων και επίσης ότι στην έκθεση απαιτήσεως είχε προβάλει ως λόγο του τραυματισμού του την υπερβολική ή κακή φόρτωση του φορτηγού σε συνάρτηση με την απειρία του να οδηγεί τέτοιου είδους φορτωμένα οχήματα και τη μετακίνηση του φορτίου που τοποθετήθηκε λανθασμένα και πρόχειρα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει, ως όφειλε, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των εναγομένων και του δυστυχήματος.  Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό που θα πρέπει να αποφασίζεται κατά τη δίκη.  Ακόμα και στην περίπτωση παραδοχής αμέλειας από τον εναγόμενο, χωρίς άλλου τινός, ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή.

2.  Ο εργοδότης έχει καθήκον να λαμβάνει εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια των εργοδοτουμένων του κατά τη διάρκεια της εργοδότησής τους.  Όμως, είτε το καθήκον αυτό πηγάζει από το Δίκαιο των Αδικοπραξιών, είτε από τη σύμβαση εργοδότησης, ο εργοδότης δεν τελεί κάτω από απόλυτο καθήκον να εξασφαλίσει την ασφάλεια των εργοδοτουμένων του.  Η αμέλεια θα πρέπει πάντα να αποδεικνύεται.

3.  Στην παρούσα υπόθεση δεν είναι ορθή η θέση ότι, στην απουσία οποιασδήποτε άλλης αιτίας πρόκλησης του ατυχήματος, το δυστύχημα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη μη κατοχή από τον εφεσίβλητο των απαραίτητων προσόντων για οδήγηση του συγκεκριμένου οχήματος. Η θεώρηση αυτή συγκρούεται με την υφιστάμενη νομολογία.

4.      Στην απουσία μαρτυρίας για το τι προκάλεσε το ατύχημα, το δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει ουσιαστικά σε υποθέσεις και να δεκτεί ότι αυτό οφείλεται στη μη κατοχή της ανάλογης άδειας.

     Η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμερισθεί και η αγωγή εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων να απορριφθεί.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Metropolitan Railway Co v. Jackson 47 L.J.C.P. 303,

Wilsher v. Essex Area Health Authority [1988] 1 All E.R. 871,

Carslogie SS Co v. Royal Norwegian Government [1952] 1 All E.R. 20,

Horabin v. B.O.A.C. [1952] 2 All E.R. 1016,

Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909,

Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd [1979] 2 All E.R. 1185,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου, Ποιν. Εφ. 7103, ημερ. 8.10.2002.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 28/6/01 (Αρ. Αγωγής 465/00) με την οποία καταμερίστηκε εξ' ίσου με τον ενάγοντα η ευθύνη για το ατύχημα στις 21/9/98, όταν το φορτηγό όχημα, ιδιοκτησίας τους, το οποίο οδηγούσε ο ενάγοντας ο οποίος είχε εργοδοτηθεί ως οδηγός από τους εναγόμενους, ανατράπηκε.

Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες.

Σ. Σοφρωνίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε στις 21.9.1998, όταν το φορτηγό όχημα, ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, που οδηγούσε κατά μήκος του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού, με κατεύθυνση προς Λεμεσό ανατράπηκε. Είχε εργοδοτηθεί από τους εφεσείοντες ως οδηγός λίγες μέρες προηγουμένως.

 

 Ο εφεσίβλητος ήταν κάτοχος αδείας οδηγού κατηγορίας «Δ», ενώ το όχημα που οδηγούσε απαιτούσε άδεια «Β», δηλαδή  άδεια για οχήματα βάρους πέραν των δύο τόνων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου ότι το δυστύχημα προεκλήθη από μετακίνηση, υπερφόρτωση ή λανθασμένη τοποθέτηση των εμπορευμάτων στο όχημα. Προχώρησε όμως και αφού δέκτηκε ότι αφού οδηγούσε μέσα στα πλαίσια της εργοδότησής του και κατ' εντολή των εφεσειόντων, όχημα για το οποίο δεν κατείχε άδεια οδήγησης, οι εφεσείοντες τον είχαν με την ενέργειά τους αυτή εκθέσει σε κίνδυνο.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες, δίδοντας εντολή στον εφεσίβλητο να οδηγήσει το συγκεκριμένο όχημα, ενώ γνώριζαν ότι δεν κατείχε τα προσόντα, παρέβηκαν το καθήκον επιμέλειας που είχαν απέναντί του. Δέκτηκε επίσης ότι η απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου από τον εφεσίβλητο και η κατ' ακολουθίαν πρόκληση του δυστυχήματος, δεν μπορούσε να αποσυνδεθεί, στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας για συνδρομή άλλης αιτίας πρόκλησής του, από τη μη κατοχή από τον ίδιο των απαραίτητων προσόντων για οδήγηση του συγκεκριμένου οχήματος. Η κατοχή των προσόντων αυτών θα επέτρεπε, σύμφωνα πάντα με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, στον εφεσίβλητο να οδηγεί με ασφάλεια αυτοκίνητο της συγκεκριμένης κατηγορίας. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι το δυστύχημα επεσυνέβη για άλλους λόγους, άσχετους με την κατοχή ή όχι κατάλληλης άδειας οδήγησης, ενώ η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε, καταλήγει, δεν ανατρέπει τον πιο πάνω συλλογισμό. Κι' αυτό γιατί, αφού ήταν εντός του επιτρεπομένου ορίου, το επικίνδυνο του οχήματος λόγω της κατηγορίας και του βάρους του, συναρτάται άμεσα με την ανάγκη κατοχής της ανάλογης άδειας οδήγησης. 

Το Δικαστήριο στη συνέχεια, αφού σημειώνει ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν βέβαιος αν η άδεια του επέτρεπε να οδηγεί το συγκεκριμένο όχημα και το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος κατέθεσε, αντιλήφθηκε κατά την οδήγηση ότι δυσκολευόταν να ελέγξει το αυτοκίνητο λόγω του βάρους του, ιδίως σε κατωφέρεια, όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και να περιορίσει περισσότερο την ταχύτητά του. Ως αποτέλεσμα, του καταλόγισε συντρέχουσα αμέλεια και καταμέρισε την ευθύνη εξ ίσου.

Ο καταμερισμός της ευθύνης αμφισβητήθηκε κατ' έφεση από τους εναγόμενους. Επισημαίνουν ότι ο εφεσίβλητος, ενώ είχε το βάρος απόδειξης της υπόθεσής του, κατέθεσε ότι δεν γνώριζε το λόγο ανατροπής του αυτοκίνητου ή της απώλειας του ελέγχου. Υποστηρίζεται ακόμα ότι στην έκθεση απαίτησης ο εφεσίβλητος προβάλλει ως λόγο του τραυματισμού του την υπερβολική ή κακή φόρτωση του φορτηγού, σε συνάρτηση με την απειρία του να οδηγεί τέτοιου τύπου φορτωμένα οχήματα και τη μετακίνηση του φορτίου που τοποθετήθηκε λανθασμένα και πρόχειρα.

Η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην αρχή δέχεται ότι δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στους εφεσείοντες αναφορικά με τον τρόπο φόρτωσης του οχήματος. Αφού επισημαίνει ότι θα έπρεπε να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης των εφεσειόντων και της πρόκλησης του ατυχήματος, προχωρεί και αποφασίζει, ορθά, ότι όσον αφορά το φορτίο δεν έχει αποδειχθεί μια τέτοια συνάφεια, με αποτέλεσμα η πρόκληση του ατυχήματος στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας να μην μπορεί να αποδοθεί ή συσχετιστεί με υπερφόρτωση ή λανθασμένη τοποθέτηση των εμπορευμάτων στο όχημα. Στη συνέχεια όμως, παραγνωρίζοντας την ανάγκη για απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας, καταλήγει ότι οι εφεσείοντες ευθύνονται, γιατί με την ενέργειά τους να επιτρέψουν στον εφεσίβλητο να οδηγήσει όχημα για το οποίο δεν κατείχε τη σχετική άδεια οδήγησης, τον εξέθεσαν σε κίνδυνο.

Ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του αντίδικού του και των ζημιών που έχει υποστεί (Metropolitan Railway Co v. Jackson 47 L.J.C.P. 303). Δεν εναπόκειται στον εναγόμενο να απαλλάξει τον εαυτό του αποδεικνύοντας ότι το δυστύχημα ήταν είτε αναπόφευκτο ή ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας. Ο ζημιωθείς θα πρέπει θετικά να αποδείξει ότι η ζημιά ήταν αποτέλεσμα της αμέλειας του εναγόμενου (Wilsher v. Essex Area Health Authority [1988] 1 All E.R. 871 και Carslogie SS Co v. Royal Norwegian Government [1952] 1 All E.R. 20), άλλως η αγωγή του θα πρέπει να απορριφθεί. 

Από την άλλη, δεν είναι αναγκαίο για τον ενάγοντα να αποκλείσει κάθε πιθανή δυνατότητα ότι το δυστύχημα δυνατόν να προκλήθηκε χωρίς αμέλεια από την πλευρά του εναγόμενου (Horabin v. B.O.A.C. [1952] 2 All E.R. 1016). Ο κανόνας αυτός είναι ιδιαίτερα χρήσιμος σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου ο τραυματισθείς είτε έχει αποβιώσει στο δυστύχημα ή δεν μπορεί να θυμηθεί πως έγινε. Όμως, η μαρτυρία του ενάγοντα θα πρέπει να περάσει πέραν του πεδίου της απλής συγκυρίας στο πεδίο του νομικού συμπεράσματος.

Έχει επίσης αποφασιστεί ότι δεν μπορεί να επιδικάζεται σε ενάγοντα ποσοστό της απώλειας του επί τη βάσει του συλλογισμού ότι η παράβαση του καθήκοντος της άλλης πλευράς δυνατόν να προκάλεσε τη ζημιά. Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό που θα πρέπει να αποφασίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά τη δίκη (Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909). Θέμα πραγματικό είναι επίσης και ο λόγος που προκάλεσε το δυστύχημα.

 

Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να αποδειχθεί ότι η αδικοπραξία του εναγόμενου  προκάλεσε τη ζημιά του ενάγοντα. Ακόμα και στην περίπτωση παραδοχής αμέλειας από τον εναγόμενο, χωρίς άλλου τινός, ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd. [1979] 2 All E.R. 1185).

Αποτελεί καθήκον του εργοδότη να λάβει εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια των εργοδοτουμένων του κατά τη διάρκεια της εργοδότησής τους. Ο εργοδότης οφείλει να επιδείξει την πρέπουσα προσοχή, ευθύνεται δε για τυχόν αμέλειά του. Όμως, είτε το καθήκον επίδειξης εύλογης προσοχής πηγάζει από το το Δίκαιο των Αδικοπραξιών, είτε από τη σύμβαση εργοδότησης, ο εργοδότης δεν τελεί κάτω από απόλυτο καθήκον να εξασφαλίσει την ασφάλεια των εργοδοτούμενών του. Η αμέλεια θα πρέπει πάντα να αποδεικνύεται (Munkman, Employer's Liability, 9η έκδοση, σελ.78).

Όπου η αιτιώδης συνάφεια δεν μπορεί να αποδειχθεί γιατί πιθανοί λόγοι του ατυχήματος είναι εξ ίσου η ευθύνη του εναγόμενου και η ευθύνη του ενάγοντα, το δικαστήριο αναπόφευκτα θα πρέπει να καταλήξει ότι ο ενάγων απέτυχε να αποσύσει το βάρος, όχι μόνο να αποδείξει την παράβαση του καθήκοντος, αλλά και τη συνάφεια μεταξύ της παράβασης και της ζημιάς που έχει υποστεί (βλέπε Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παραγρ. 5-44).

Στην παρούσα υπόθεση δεν συμφωνούμε ότι, στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας για συνδρομή άλλης αιτίας πρόκλησης του ατυχήματος, το δυστύχημα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη μη κατοχή από τον εφεσίβλητο των απαραίτητων προσόντων για οδήγηση του συγκεκριμένου οχήματος. Η θεώρηση αυτή συγκρούεται με την υφιστάμενη νομολογία.

Στην απουσία μαρτυρίας για το τι προκάλεσε το ατύχημα, το δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει ουσιαστικά σε υποθέσεις και να δεκτεί ότι αυτό οφείλεται στη μη κατοχή της ανάλογης άδειας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε, ύστερα από σχετικές οδηγίες των εργοδοτών του, φορτηγό, χωρίς να έχει την κατάλληλη άδεια. Είχε επίσης ενώπιόν του ότι σε κάποιο σημείο του δρόμου και για κάποιο λόγο, ο οποίος δεν αποδείχθηκε, ο εφεσίβλητος απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος, με αποτέλεσμα το όχημα να ανατραπεί.

Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να συνδέει την παράλειψη των εφεσειόντων με τη ζημιά του εφεσίβλητου. Ακόμα και αν δεκτεί κάποιος ότι οι εφεσείοντες, δίδοντάς του εντολή να οδηγήσει το συγκεκριμένο όχημα γνωρίζοντας ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε τα κατάλληλα προσόντα, παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας που είχαν απέναντί του, δεν έχει συνδεθεί η παράβαση αυτή με το ατύχημα και τον τραυματισμό του εφεσίβλητου.

 

Ο συλλογισμός του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η κατοχή των ανάλογων προσόντων θα έδιδε τη δυνατότητα στον εφεσίβλητο να οδηγεί με ασφάλεια και χωρίς κίνδυνο απώλειας του ελέγχου, αυτοκίνητο αυτής της κατηγορίας και ότι η μη κατοχή άδειας για το συγκεκριμένο τύπο οχήματος είναι γεγονός που από μόνο του ενέχει σε κάθε περίπτωση τον κίνδυνο αδυναμίας επαρκούς ελέγχου του οχήματος, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ευθύνονται οι εφεσείοντες. Πολύ δε περισσότερο όταν συνδέεται με την έλλειψη μαρτυρίας για τους λόγους πρόκλησης του δυστυχήματος. Κάτι τέτοιο θα αντέστρεφε το βάρος απόδειξης και θα σήμαινε ότι οι εναγόμενοι-εφεσείοντες θα είχαν την υποχρέωση να αποδείξουν ότι δεν ευθύνονταν.

Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου, Ποιν. Εφ. 7103, ημερ. 8.10.2002, θα πρέπει να καταδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ατυχήματος και της έλλειψης γνώσεων, πείρας και ικανότητας για οδήγηση αυτοκινήτου από τον εφεσίβλητο.

Καταλήγουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η πράξη των εφεσειόντων να παραδώσουν στον εφεσίβλητο όχημα για το οποίο δεν κατείχε άδεια οδήγησης, προκάλεσε και το δυστύχημα. Ούτε καν ότι η παράλειψή τους αυτή συνέβαλε ουσιωδώς. Πέραν όμως αυτού δεν είναι αυταπόδεικτο ότι όταν κάποιος που δεν διαθέτει άδεια να οδηγεί συγκεκριμένο όχημα, όταν το πράττει εκτίθεται αναπόφευκτα σε κίνδυνο. Δεν έχει αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της όποιας τυχόν αμέλειας των εφεσειόντων και του δυστυχήματος. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ακόμα και ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε ότι δεν γνωρίζει το λόγο του ατυχήματος.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου-ενάγοντα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο