ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 422
11 Απριλίου, 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (Α) SIBERIA AIRLINES
(B) MAI & LEE AVIATION & TOURISM LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΦΡΑΓΙΣΗ ΚΑΙ/ Ή ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΤΟΥ
ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 3621/99
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α) ΤΟΥ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β), ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ) ΚΑΙ
ΤΩΝ ΕΝΟΡΚΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ
ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΔΟΣΗ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 3621/99
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11105)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απόρριψη αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου για ισχυριζόμενη ακυρότητα σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος ― Αποφασίστηκε κατ' έφεση ότι δεν αποδείχθηκαν οι προβληθέντες λόγοι για την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος και επίσης ότι υπήρχαν άλλα ένδικα μέσα για επιδίωξη θεραπείας τα οποία οι εφεσείουσες-αιτήτριες δεν χρησιμοποίησαν.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Η εξουσία για χορήγηση του ασκείται με φειδώ, όπου υπάρχει η ευχέρεια χρήσης άλλων ένδικων μέσων.
Πολιτική Δικονομία ― Διαγραφή άκυρου ή ανυπόστατου δικονομικού μέτρου ― Ανάγεται στο Δικαστήριο.
Πολιτική Δικονομία ― Επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε νομικό πρόσωπο ― Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Διαταγή 5, Θεσμός 7 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Η εφεσείουσα-αιτήτρια 1 είναι αλλοδαπή εταιρεία και η εφεσείουσα - αιτήτρια 2 είναι η αντιπρόσωπός της στην Κύπρο.
Ο Β. Πουλλικάς, υπάλληλος της εφεσείουσας-αιτήτριας 2 καταχώρησε την αγωγή υπ' αρ. 3621/99 εναντίον της εφεσείουσας-αιτήτριας 1 αξιώνοντας διάφορα ποσά που, όπως ισχυριζόταν, είχε να παίρνει από την εφεσείουσα-αιτήτρια 1. Η επίδοση της αγωγής έγινε σε ένα των διευθυντών της εφεσείουσας - αιτήτριας 2.
Ο Β. Πουλλικάς υπέβαλε μονομερή αίτηση για λήψη απόφασης εναντίον της εφεσείουσας - αιτήτριας 1 εξ αιτίας της παράλειψης της να καταθέσει είτε κανονική είτε υπό όρους εμφάνιση. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έθιξε θέμα εγκυρότητας της επίδοσης και αφού άκουσε μαρτυρία αποφάσισε ότι η επίδοση ικανοποιούσε τις διατάξεις του Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού Διαταγή 5, Θεσμός 7.
Με αίτηση που καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν άδειας, οι εφεσείουσες-αιτήτριες ζήτησαν την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για παραμερισμό, κάθε διαβήματος από την κατάθεση της αγωγής μέχρι και τη λήψη απόφασης.
Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση καταλήγοντας ότι:
«Η παράλειψη της α΄ αιτήτριας να προβεί στη λήψη μέτρων στο κατάλληλο στάδιο για την ακύρωση της επίδοσης και η μαρτυρία που δόθηκε από τον ενάγοντα αναφορικά με τη νομική σχέση των δύο εταιρειών, σφραγίζει και το αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας».
Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απορριπτική απόφαση με την παρούσα έφεση. Τα βασικά τους επιχειρήματα ήταν ότι το κλητήριο, ως είχε, δεν ήταν δυνατό να σφραγισθεί και να καταχωρηθεί η αγωγή κάτω από τις διατάξεις της Διαταγής 2, Θεσμός 2, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου και ότι η δυνατότητα να ενεργηθεί η επίδοση σε ξένη εταιρεία, όπως στην παρούσα περίπτωση, κρίνεται «κατά το χρόνο που παρουσιάζεται το κλητήριο για καταχώριση και σφράγιση από τον Πρωτοκολλητή». Αυτή η έρευνα δεν μπορούσε, κατά την άποψή τους, να γίνει, όπως συνέβη εδώ, πρωθύστερα, με το Δικαστήριο να εξετάζει το ζήτημα «αναδρομικά».
Υποστηρίχθηκε ότι η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα και στην ίδια τη δικονομική διάταξη της Διαταγής 5, θεσμός 7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Οι εφεσείουσες υποστήριξαν επίσης ότι υπήρξε και παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, αφού η επίδοση του κλητηρίου και ό,τι ακολούθησε, περιλαμβανομένης και της έκδοσης απόφασης εναντίον των εφεσειουσών, ήταν άκυρα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το νόημα και το πνεύμα της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκαν οι προβληθέντες λόγοι για την έκδοση του διατάγματος. Και ότι εν πάση περιπτώσει υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα με τα οποία μπορούσε να επιδιωχθεί θεραπεία, που οι εφεσείουσες δεν χρησιμοποίησαν.
2. Η εξουσία για χορήγηση από το Δικαστήριο προνομιακού εντάλματος ασκείται με φειδώ, όπου υπάρχει η ευχέρεια χρήσης άλλων ένδικων μέσων. Με εξαίρεση των περιπτώσεων όπου συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ισχυρισμός που δεν προβλήθηκε σε κανένα στάδιο.
3. Η χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, δεν αποτελεί κώλυμα για την αντίθετη κατάληξη, όταν και η άλλη πλευρά αναφέρει την άποψή της.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Westcott & Lawrence Line v. The Mayor, Deputy Mayor, Councillors and Townsmen of Limassol 22 C.L.R. 193,
P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,
Καρατσής ν. Δημοκρατίας κ.ά. , Προσφ. Αρ. 1547/00 ημερ. 15/3/01,
Παπασάββας ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 3 A.A.Δ. 115,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου που δόθηκε στις 22/3/01 (Αρ. Αίτησης 28/01) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση της σφράγισης και καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος στην Αγωγή 3621/99.
Γ. Τεουλίδης για Ε. Μαρκίδου και Δ. Καλλής, για τις Εφεσείουσες.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσείουσα Siberia Airlines (στην οποία θα αναφερόμαστε με το ακρωνύμιο «S.A.») είναι αλλοδαπή εταιρεία. Φαίνεται πως είναι εγγεγραμμένη στα αρχεία της διοίκησης της πόλης Ob στην περιοχή Novosibirsk της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Όπως και η επωνυμία της υποδηλώνει, έχει σαν κύρια δραστηριότητα τις αερομεταφορές. Κατά τον κρίσιμο χρόνο εκτελούσε πτήσεις προς την Κύπρο. Ήταν συνδεδεμένη με την κυπριακή εταιρεία Μai & Lee Aviation & Tourism Ltd (στο εξής Mai & Lee), η οποία έχει την έδρα της στη Λάρνακα. Είναι η άλλη εφεσείουσα. Η φύση της σχέσης ανάμεσα στις δύο αυτές εταιρείες ήταν πίσω από όλες τις προηγούμενες διαδικασίες. Ας αφήσουμε όμως το θέμα να αναδειχθεί μέσα από την εξιστόρηση των βασικών γεγονότων που προσδιορίζουν την ουσία και τις παραμέτρους της έφεσης.
Ο Βρασίδας Πουλλικάς από τη Λάρνακα (εφεσίβλητος) ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο υπάλληλος της Mai & Lee. Στις 30/7/99 ο κ. Πουλλικάς κίνησε την υπ' αρ. 3621/99 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κατά της S.A. Αξίωσε από αυτή ποσό £46.604 που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, κατέβαλε μεταξύ των ετών 1997 και 1998 σε διάφορα κυβερνητικά τμήματα, την εταιρεία Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ., και την εταιρεία πετρελαιοειδών ΒP, για λογαριασμό και κατ' εντολή της παραπάνω ξένης εταιρείας. Η επίδοση της αγωγής (κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο) έγινε την επομένη 31/7/99 στο Μάριο Χ"Παναγή ως ένα των διευθυντών της Mai & Lee στη διεύθυνση της τελευταίας, που αναφέρεται στο κλητήριο.
Παράλληλα ο εφεσίβλητος εξασφάλισε, όταν καταχώρησε την αγωγή του, στις 30/7/99 και ύστερα από μονομερή αίτηση του, προσωρινό διάταγμα. Τούτο απαγόρευε την αναχώρηση από το αεροδρόμιο Λάρνακας του αεροσκάφους τύπου ΤU 154 της S.A., καθώς και την απoξένωση ή υποθήκευση του. Το διάταγμα επιδόθηκε στην Mai & Lee με τον ίδιο τρόπο.
Στις 2/8/99, ημερομηνία ακρόασης της αίτησης για το διάταγμα, παρουσιάστηκε δικηγόρος εκ μέρους της S.A. Διευκρίνισε ότι η εμφάνιση του αφορούσε μόνο το εκδοθέν διάταγμα, το οποίο συμφωνήθηκε να ακυρωθεί, αφού δόθηκαν οι κατάλληλες εγγυήσεις. Και επιφύλαξε το δικαίωμα της S.A. να απαιτήσει αποζημιώσεις σε περίπτωση που θα κρινόταν αδικαιολόγητη η έκδοση του διατάγματος. Περαιτέρω ο συνήγορος επιφύλαξε ρητά το δικαίωμα της εταιρείας να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης υπό όρους. Η κατάληξη της διαδικασίας εκείνης ήταν η εκ συμφώνου ακύρωση του παραπάνω προσωρινού διατάγματος. Ας σημειωθεί ότι δεν καταχωρήθηκε ποτέ εμφάνιση. Το μόνο που έγινε ήταν ότι άλλο δικηγορικό γραφείο απέστειλε προς τον Πρωτοκολλητή επιστολή ημερ. 2/9/99, που κατατέθηκε στις 17/9/99, ότι «θα παρουσιαζόμαστε ως ομόδικοι δικηγόροι μετά των κ. κ. Χ"Χριστοφή και Παπαλλή δικηγόρους εναγομένων».
Ακολούθησε μονομερής αίτηση, ημερ. 21/1/00, για λήψη απόφασης εναντίον της S.A., εξαιτίας της παράλειψης της να καταθέσει είτε κανονική είτε υπό όρους εμφάνιση. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Λάρνακας έθιξε θέμα εγκυρότητας της επίδοσης. Και άκουσε μαρτυρία για να αποφανθεί κατά πόσο η επίδοση, όπως έγινε, ήταν νομότυπη και ικανοποιούσε τις σχετικές δικονομικές διατάξεις (ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Διαταγή 5, Θεσμός 7). Παρατηρούμε εδώ ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θεωρείται κανονική η επίδοση σε corporate body, μεταξύ άλλων, και όταν το αντίγραφο κλητηρίου αφήνεται σε πρόσωπο στην Κύπρο, που φαίνεται να είναι εξουσιοδοτημένο να συναλλάσσεται για λογαριασμό της εταιρείας στην Κύπρο (the copy may be left..., with any person in Cyprus who appears to be authorized to transact business for the company in Cyprus, .....".
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, που εξέτασε το θέμα υπό το πρίσμα της παραπάνω διάταξης, όπως ερμηνεύθηκε από την αυθεντία Westcott & Lawrence Line v. The Mayor, Deputy Mayor, Councillors and Townsmen of Limassol 22 C.L.R. 193, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, έκρινε ότι η αγωγή επεδόθη δεόντως. Και επομένως ορθά ο ενάγων προχώρησε να αποδείξει την υπόθεση του. Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που του προσκόμισε ο εφεσίβλητος (ενάγων), αναφορικά με την απόδειξη της απαίτησης του, εξέδωσε απόφαση υπέρ του και εναντίον της S.A., για το προαναφερόμενο ποσό. Η απόφαση εκδόθηκε δέκα περίπου μήνες μετά την επίδοση της αγωγής.
Το επόμενο βήμα της εφεσείουσας, με το οποίο συντάχθηκε και η Mai & Lee, ήταν η αίτηση αρ. 15/01 ημερ. 15/3/01 στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση certiorari. Η σχετική αίτηση εγκρίθηκε από δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δίκασε στη συνέχεια την κύρια αίτηση ημερ. 22/3/01 (αρ. 28/01), της οποίας η απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης. Αξίζει εδώ μια παρένθεση για να σημειωθεί ότι η εκκαλούμενη απόφαση επισημαίνει την ασάφεια της μαρτυρίας αναφορικά με το χρόνο που οι εφεσείουσες έλαβαν γνώση ότι εκδόθηκε η απόφαση. Παραθέτω τη σχετική παράγραφο αρ. 15 από την ένορκη δήλωση του κ. Μάριου Χ"Παναγή με την οποία υποστηρίχθηκε η αίτηση για certiorari:
«Η λήψη αποφάσεως (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ) περιήλθε εις γνώση των αιτουσών άμα τη καταχωρήσει και επιδόσει της Ποινικής Αγωγής Ε.Δ. Λάρνακος υπ' αρ. η οποία εγένετο προς εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως και/ή ισχυριζομένης εγγυήσεως (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β).»
Με την αίτηση τους, οι εφεσείουσες επιδίωξαν ακύρωση, με το εν λόγω προνομιακό διάταγμα, (α) της σφράγισης και καταχώρησης του κλητηρίου στην αγωγή, (β) της επίδοσης του, (γ) της επίδοσης της αίτησης για προσωρινό διάταγμα (δ) της εξ πάρτε αίτησης για λήψη απόφασης επειδή δεν καταχωρήθηκε η εμφάνιση και (στ) της ίδιας της απόφασης ημερ. 25/5/00 κατά της S.Α. Με άλλα λόγια επιζητήθηκε ο παραμερισμός κάθε διαβήματος από την κατάθεση της αγωγής μέχρι και τη λήψη απόφασης.
Αυτό που ο δικαστής τόνισε στην απόφαση του είναι ουσιαστικά ότι παρόλο που οι εφεσείουσες γνώριζαν για την ύπαρξη αγωγής και μάλιστα εμφανίστηκε δικηγόρος εκ μέρους της S.A. κατά τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος και προέβη σε δήλωση σχετικά με την εμφάνιση τους και αργότερα άλλοι δικηγόροι απέστειλαν τη σημείωση της 17/9/99, εντούτοις, στην πραγματικότητα, έδειξαν αδιαφορία. Και επίσης ότι δεν πήραν οποιοδήποτε μέτρο για ακύρωση της επίδοσης του κλητήριου. Ο δικαστής σημείωσε και το επιχείρημα του εφεσίβλητου για καθυστέρηση στην ουσία των εφεσειουσών να αποταθούν για θεραπεία, δίνοντας έμφαση στην ευχέρεια της S.A. να αποταθεί για ακύρωση της απόφασης.
Πέραν τούτου, η απόφαση επισήμανε ότι παράλληλα με την αδράνεια που επέδειξε η S.A. «δεν μπορεί να παραγνωρισθεί και η μαρτυρία του ενάγοντος» αναφορικά με τη νομική σχέση των δύο εταιρειών. Και συνέχισε: «Ειδικότερα φαίνεται ότι ο ενάγων ήταν υπάλληλος της β΄αιτήτριας (Mai & Lee) που ενεργούσε στην Κύπρο ως αντιπρόσωπος της α΄αιτήτριας (S.A.)». Για να καταλήξει, απορρίπτοντας την αίτηση, ότι:
«Η παράλειψη της α΄ αιτήτριας να προβεί στη λήψη μέτρων στο κατάλληλο στάδιο για την ακύρωση της επίδοσης και η μαρτυρία που δόθηκε από τον ενάγοντα αναφορικά με τη νομική σχέση των δύο εταιρειών, σφραγίζει και το αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας.»
Προβλήθηκαν πολλοί - και κάπως εκτενείς - λόγοι έφεσης. Οι πλείστοι όμως είναι επάλληλοι και στρέφονται γύρω από ένα ή δύο κεντρικούς άξονες. Νομίζω πως η παρακάτω σύντομη ανάλυση απηχεί τις βασικές εισηγήσεις των εφεσειουσών, όπως εκτίθενται στο περίγραμμα της αγόρευσης, που οι δικηγόροι τους υιοθέτησαν χωρίς να προσθέσουν οτιδήποτε άλλο. Το ίδιο έπραξαν και οι δικηγόροι του εφεσίβλητου. Στηρίχθηκαν ουσιαστικά στις σκέψεις της εκκαλούμενης απόφασης, όπως τις εξέθεσαν. Επομένως δε θα χρειασθεί να επεκταθώ άλλο στα επιχειρήματα τους, που εκπορεύονται από αυτή.
Οι εφεσείουσες βασικά υπέβαλαν ότι το κλητήριο, ως είχε, δεν ήταν δυνατό να σφραγισθεί και να καταχωρηθεί η αγωγή κάτω από τις διατάξεις της Διαταγής 2, Θεσμός 2, χωρίς την προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου. και ότι η δυνατότητα να ενεργηθεί η επίδοση σε ξένη εταιρεία, όπως στην παρούσα περίπτωση, κρίνεται, όπως ακριβώς τέθηκε «κατά το χρόνο που παρουσιάζεται το κλητήριο για καταχώριση και σφράγιση από τον Πρωτοκολλητή». Αυτή η έρευνα, κατά την άποψη τους, δεν μπορούσε να γίνει, όπως συνέβη εδώ, πρωθύστερα, με το δικαστήριο να εξετάζει το ζήτημα «αναδρομικά», όπως ακριβώς είπαν.
Υποστηρίχθηκε ότι η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα και στην ίδια τη δικονομική διάταξη της Διαταγής 5, θεσμός 7, που το ουσιαστικό της μέρος στο οποίο μας παρέπεμψαν έχει ως εξής:
«...............the copy may be left at its place of business in Cyprus, or if there is no such place, with any person in Cyprus who appears to be authorized to transact business for the company in Cyprus, and such leaving of the copy shall be deemed good service unless the Court or a Judge otherwise orders."
Περαιτέρω έρεισμα, κατά την ίδια εισήγηση, παρέχει η Westcott & Lawrence Line, ανωτέρω. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τις εφεσείουσες στις παρακάτω σκέψεις της απόφασης:
"O. 5 r. 7 also places the power, to serve a local agent who appears to be authorized to transact business for his foreign principal, under judicial direction. The words "unless the Court or Judge otherwise orders" follow part of the rule under review. Service of a writ of summons or other legal process is bound up with the question of jurisdiction. ...........................
................................
Apart from all these, surely it cannot be argued that any person authorized to transact some business relating in some way or other to a foreign corporation could be served with writs and other process for the foreign or overseas corporation. If this is the case, all tourist agencies, ship brokers, without exception, will provide a place of service for their foreign principals and subject their principals to the jurisdiction of the Court in the country where such an agent or broker transacts such business. Such an interpretation would also defeat the object and operation of O. 5 r.8 and O.6 r.1 (e) (iii). Anybody unable to make a case for service within and out of jurisdiction under these rules, will have recourse to O. 5 r.7. Such a construction would be unreasonable and inconsistent with the letter and spirit of the other rules we touched upon. The fact that the exercise of this mode of service is controlled by Court's or Judge's direction shows that the phrase "any person in Cyprus who appears to be authorized to transact business for the company in Cyprus" should have its limitations and qualifications. The Judge or Court should for this reason have something to be guided by. ......"
Συνακόλουθα υπήρξε, κατά την εισήγηση και παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, αφού η επίδοση του κλητηρίου και ό,τι ακολούθησε, περιλαμβανομένης και της έκδοσης της απόφασης ήταν άκυρα.
Πρέπει να λεχθεί ότι όλα αυτά τα επιχειρήματα επιστρατεύθηκαν μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της εισήγησης ότι το Δικαστήριο Λάρνακας είχε ενεργήσει χωρίς δικαιοδοσία ή καθ΄υπέρβαση της. Και ότι το σφάλμα αυτό προκύπτει έκδηλα από το πρακτικό της διαδικασίας. Υπήρχαν επομένως ικανοποιητικά ερείσματα για την έκδοση certiorari. Το παράπονο σε τελική ανάλυση - και αυτό διατρέχει τους πλείστους λόγους έφεσης - είναι ότι αντί να εξετασθεί η βασιμότητα των παραπάνω επιχειρημάτων και να δοθεί θεραπεία, κρίθηκε ότι έπρεπε οι εφεσείουσες να είχαν υποβάλει αίτηση για ακύρωση της επίδοσης και εν πάση περιπτώσει να καταχωρούσαν σημείωμα εμφάνισης. Έργο όμως του δικαστηρίου δεν ήταν να εντοπίσει παραλείψεις ή σφάλματα των εφεσειουσών, αλλά να επικεντρωθεί στα σφάλματα του Δικαστηρίου Λάρνακας, όπως αυτοί τα επισήμαναν. Τυχόν αίτηση της S.A. για ακύρωση της απόφασης δε θα μετέβαλλε την κατάσταση, αφού η συναίνεση των διαδίκων δεν εξοπλίζει το δικαστήριο με δικαιοδοσία. Ούτε μπορεί να την αποκτήσει, στηριζόμενο σε παραλείψεις των διαδίκων ή ενεργώντας αυτεπάγγελτα.
Τέλος, έχει λεχθεί ότι παραγνωρίστηκε το παραπάνω έγγραφο ημερ. 17/9/99 των δικηγόρων χωρίς να «ειδοποιηθούν οι δικηγόροι της εναγόμενης ή η ιδία περί της τύχης του εγγράφου αυτού» και χωρίς άλλη διαδικασία. Με αποτέλεσμα να στερηθεί ή S.A. του βασικού δικαιώματος υπεράσπισης της αγωγής.
Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι δεν αναμένεται από τον Πρωτοκολλητή να εξετάζει και αποφασίζει θέματα, όπως το κρινόμενο, που μόνο η δικαστική κρίση είναι αρμόδια να επιλύσει. Στην P. Georghiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, 335, λέχθηκε ότι:
«Άκυρο ή ανυπόστατο δικονομικό μέτρο δεν εκπίπτει και δε διαγράφεται αυτοδικαίως εκτός εάν τούτο προβλέπεται από τους θεσμούς. Η απόρριψη ή διαγραφή του ανάγεται στο δικαστήριο.»
(βλ. προσφ. αρ. 1547/00 Σάββας Καρατσής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., ημερ. 15/3/01 και Άκης Παπασάββας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2003) 3 A.A.Δ. 115).
Η Διαταγή 5 Θεσμός 7 και η παραπάνω αυθεντία που την ερμηνεύει δεν υποστηρίζουν την πρόταση των εφεσειουσών ότι το Δικαστήριο έθιξε αναρμόδια το ζήτημα και ότι δεν είναι δυνατή η εκ των υστέρων, μετά την καταχώριση της αγωγής, ανακίνηση του. Από το λεκτικό της διάταξης, δεν προκύπτει τέτοια απαγόρευση ή τέτοιο κώλυμα. Αντίθετα είναι ενέργεια που δείχνει τη δικαστική προσοχή και δικαιοφροσύνη όταν η άλλη πλευρά επιλέγει να μην εμφανισθεί.
Δεν έχουμε εδώ την περίπτωση εμφανούς λάθους, που θα επέτρεπε διορθωτική ενέργεια με το διάταγμα certiorari. Ως προς την ειδοποίηση δικηγορικού γραφείου ημερ. 17/9/99, οι δικηγόροι των εφεσειουσών δεν έθεσαν θέμα ότι αυτή ισοδυναμούσε με σημείωμα εμφάνισης, αλλά επέμειναν ότι «και αν ήταν παράτυπο έδει να παραμερισθεί δεόντως και/ή να ειδοποιηθούν οι δικηγόροι της εναγομένης ή η ίδια περί της τύχης του εγγράφου αυτού». Η εισήγηση αυτή δεν έτυχε υποστήριξης είτε θεσμικά είτε νομολογιακά. Σαφώς όμως το Δικαστήριο Λάρνακας δεν μπορούσε να προβεί σε οποιοδήποτε από τα παραπάνω διαβήματα για να θεραπεύσει την παράλειψη της S.A. να καταχωρήσει εμφάνιση, που είναι θεσμοθετημένο μέτρο και αποτελεί προϋπόθεση για την υπεράσπιση μιας αγωγής.
Η κριτική για παρανόηση του ρόλου του από τον πρωτόδικο δικαστή δεν ευσταθεί. Εκείνο που είναι σαφές από την απόφαση, που δεν προδίνει έλλειψη νομικού προσανατολισμού για τη φύση και λειτουργία του certiorari ως διορθωτικού μέτρου, είναι ότι δεν αποδείχθηκαν οι προβληθέντες λόγοι για την έκδοση διατάγματος. Και ότι εν πάση περιπτώσει υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα με τα οποία μπορούσε να επιδιωχθεί θεραπεία, που οι εφεσείουσες δεν χρησιμοποίησαν. Δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην απόφαση, αλλά αυτό ήταν το νόημα και το πνεύμα της. Γιαυτό και θεωρούμε αβάσιμη την κριτική. Πέραν αυτού, ο δικαστής υπήρξε επιεικής με την καθυστέρηση που σημειώθηκε για την επιδίωξη θεραπείας, καθώς και με τις ασάφειες αναφορικά με το χρόνο που οι εφεσείουσες έλαβαν γνώση της απόφασης εναντίον της S.A.
Θα θυμίσουμε εδώ τον κανόνα, που επικρότησε η απόφαση στην Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, ότι η χορήγηση από το δικαστήριο προνομιακού εντάλματος χαρακτηρίζεται από φειδώ, όπου υπάρχει, όπως υπήρχε στην κρινόμενη περίπτωση, η ευχέρεια χρήσης άλλων ένδικων μέσων. Με εξαίρεση των περιπτώσεων όπου συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ισχυρισμός που δεν προβλήθηκε σε κανένα στάδιο. Σημειώνουμε ότι εδώ δόθηκε άδεια για καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης. Όμως αυτό δεν αποτελεί κώλυμα για την αντίθετη κατάληξη, όταν και η άλλη πλευρά αναφέρει την άποψη της. Ο Κωνσταντινίδης Δ, που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση της Ολομέλειας, αναφέρει:
«Η θεμελίωση συζητήσιμης υπόθεσης για ύπαρξη νομικού λάθους εμφανούς στο πρακτικό, που είναι η αιτία της αίτησης εν προκειμένω, αποτελεί την προϋπόθεση για την καθόλου ένταξη του ζητήματος στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση certiorari. Στο στάδιο της αίτησης για χορήγηση άδειας η κρίση για τέτοια θεμελίωση εξ ορισμού δεν είναι τελική. Το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει οριστικά στο αντίθετο, πως δεν υπάρχει δηλαδή συζητήσιμο θέμα [βλ. In Re Kakos (ανωτέρω)] αλλά ως προς τη δύναμη της υπόθεσης του αιτητή μπορεί να μιλήσει μόνο εκ πρώτης όψεως. Για να έχει και νόημα η άποψη της άλλης πλευράς όταν θα της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί. Χωρίς τέτοια θεμελίωση δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω συζήτηση. Συζητούμε την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ως περαιτέρω προαιτούμενο. Διαφορετικά, η όλη θεώρηση του θέματος θα ήταν αντινομική και όσα, με τόση έμφαση, λέχθηκαν για την ανάγκη θεμελίωσης εξαιρετικών περιστάσεων θα απέμεναν χωρίς νόημα.»
Για όλους τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.