ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
A.Θ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 51/2022, 18/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:B396
Γ.Κ. v. Ε.Ζ., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/21, 13/5/2021, ECLI:CY:DOD:2021:10
ΝΕΟΦΥΤΟΥ v. ΒΛΑΜΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 31/2019, 17/12/2020, ECLI:CY:DOD:2020:39
ΚΟΚΚΙΝΟΥ ν. DISCOVERY ADVERTISING LIMITED, ΄Εφεση Αρ. 23/2015, 26/9/2018, ECLI:CY:DOD:2018:8
(2003) 1 ΑΑΔ 269
27 Φεβρουαρίου, 2003
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΕΛΕΝΗΣ ΚΩΣΤΑ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 153)
Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Η αίτηση για καταδίκη για καταφρόνηση Δικαστηρίου προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Η έφεση προσβάλλει απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του εφεσείοντος για τιμωρία της εφεσίβλητης λόγω ισχυριζόμενης παρακοής διατάγματος καθορίζοντος την επικοινωνία του εφεσείοντος με την ανήλικη θυγατέρα τους. Το διάταγμα είχε εκδοθεί στις 12.10.2000 και καθόριζε τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχαν μόνο οι ένορκες δηλώσεις των διαδίκων επί των οποίων αυτοί δεν αντεξετάσθηκαν ούτε καταχώρησαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.
Η εφεσίβλητη στη δική της ένορκη δήλωση ανέφερε ότι ήταν η θυγατέρα τους που δεν ήθελε να μένει με τον πατέρα της, όπως προνοούσε το διάταγμα, παρά τις συνεχείς προτροπές και προσπάθειες της ιδίας. Ανεφέρθη μάλιστα και σε διαβεβαιώσεις του εφεσείοντος ότι δεν υπήρχε θέμα παρακοής του διατάγματος εκ μέρους της εφ' όσον διεφάνη ότι η ίδια δεν ευθύνετο για την έλλειψη επικοινωνίας σύμφωνα με το διάταγμα. Απέδωσε δε τη στάση της θυγατέρας της στο ότι αυτή φοβόταν τον πατέρα της, σε συνάρτηση και με αρνητικές πτυχές της συμπεριφοράς του κατόπιν τραυματισμού του σε δυστύχημα.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εφόσον η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία δεν ήταν επαρκής προς τούτο.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ορθά βασίσθηκε πρωταρχικά στην ίδια την ανεπάρκεια των ισχυρισμών του εφεσείοντος ως προς την ένοχη συμπεριφορά της εφεσίβλητης, σε συνάρτηση, όχι βέβαια κατά κύριο λόγο, και με την όντως ασάφεια του ιδίου του διατάγματος. Ο εφεσείων απέτυχε εντελώς να αποσείσει το βάρος αποδείξεως στοιχειοθέτησης της υπόθεσης του.
2. Ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης της ευθύνης της εφεσίβλητης μέσω ηθελημένης ανυπακοής ώστε να άρμοζε να τιμωρηθεί, συναρτάτο ευθέως προς την ίδια τη φύση της διαδικασίας ως οιωνοί ποινικής, στην οποία απαιτείται η απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 29/10/01 (Αγωγή Αρ. 265/00) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για τιμωρία της καθ' ης η αίτηση για παρακοή διατάγματος του Δικαστηρίου με την οποία καθορίζετο η επικοινωνία του αιτητή με την ανήλικη θυγατέρα τους.
Κ. Μελάς, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Θωμά, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠHΣ, Δ.: Η έφεση προσβάλλει απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου απορρίπτουσα αίτηση του Εφεσείοντα με την οποία εζητείτο η τιμωρία της Εφεσίβλητης για παρακοή διατάγματος καθορίζοντος την επικοινωνία του Εφεσείοντα με την ανήλικη θυγατέρα των.
Το διάταγμα είχε εκδοθεί στις 12.10.2000 και καθόριζε τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας. Ήταν η θέση του Εφεσείοντα στην ένορκη δήλωση του προς υποστήριξη της αίτησής του ότι η Εφεσίβλητη
«4. . εκούσια κατά παράβαση του διατάγματος . εμποδίζει την επικοινωνία μου με την ανήλικη κόρη μου, στρέφοντας με την συμπεριφορά της την ανήλικη εναντίον του πατέρα της. Ειδικότερα παραβίασε το διάταγμα στις 19.1.2001 και 24.1.2001 ημερομηνίες που έπρεπε να παραδώσει την ανήλικη στον πατέρα της.
4. Η Καθ΄ης η αίτηση επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ανήλικη κόρη μας, που διαμένει μαζί της και της έχει εμφυτεύσει αδικαιολόγητη φοβία προς το πρόσωπο μου, με αποτέλεσμα να δηλώνει η μικρή ότι δεν θέλει να με συναντά, κατάσταση η οποία βολεύει μόνο την Καθ΄ης η αίτηση, είναι όμως ενάντια στο συμφέρο της κόρης μας, η οποία πολλές φορές στις κατ΄ιδίαν συναντήσεις μας έδειξε ότι αγαπά τον πατέρα της.»
Η εφεσίβλητη στη δική της ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης της ανέφερε ότι εξ αρχής μετά από την επίδοση του διατάγματος σε αυτήν είχε εξηγήσει στη θυγατέρα της ότι θα έπρεπε να μένει με τον πατέρα της σύμφωνα με τους όρους του διατάγματος. Πλην όμως, η θυγατέρα της αντέδρασε αρνητικά και αρνείτο να συνεργάζεται παρά τις συνεχείς προτροπές και προσπάθειες της Εφεσίβλητης. Ανεφέρθη δε με λεπτομέρεια στις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος που ακολούθησαν, με ιδιαίτερη έμφαση στη δική της πρωτοβουλία και επιμονή, σε συνεργασία και με το Γραφείο Ευημερίας, να μεταπεισθεί η θυγατέρα της στην αρνητική στάση της και να έρχεται σε επαφή με τον Εφεσείοντα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μάλιστα ανεφέρθη και σε διαβεβαιώσεις του Εφεσείοντα ότι δεν υπήρχε θέμα παρακοής του διατάγματος εκ μέρους της εφόσον διεφάνη ότι η ίδια δεν ευθύνετο για την έλλειψη επικοινωνίας σύμφωνα με το διάταγμα. Απέδωσε δε τη στάση της θυγατέρας της στο ότι αυτή φοβάται τον πατέρα της, σε συνάρτηση και με αρνητικές πτυχές της συμπεριφοράς του κατόπιν τραυματισμού του σε δυστύχημα.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, υποδεικνύοντας ότι ενώπιον του υφίσταντο μόνο οι ένορκες δηλώσεις των διαδίκων επί των οποίων αυτοί δεν αντεξετάσθησαν ούτε καταχωρήθησαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, και ότι ο Εφεσείων έφερε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εφόσον επρόκειτο για οιωνεί ποινική υπόθεση, κατέληξε ότι η ενώπιον του μαρτυρία δεν ήταν επαρκής προς τούτο. Παρατηρώντας ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα για παράβαση του διατάγματος από την Εφεσίβλητη στις 19.1.2001 και 24.1.2001 ήσαν αόριστοι καθ'όσον δεν εξειδίκευαν τη συμπεριφορά της Εφεσίβλητης που κατ'ισχυρισμό συνιστούσε τέτοια παράβαση, όπως και ότι ο Εφεσείων δεν ανέφερε ούτε ποίες ενέργειες έκανε ο ίδιος κατά τις εν λόγω ημερομηνίες για να έχει επικοινωνία με τη θυγατέρα του ούτε πώς αντέδρασε η θυγατέρα του, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος τόνισε την πληθώρα των ερωτηματικών και αμφιβολιών που προέκυπταν ως εκ τούτου ως προς την επάρκεια των ίδιων των ισχυρισμών του Εφεσείοντα για εσκεμμένη παρακοή του διατάγματος από την Εφεσίβλητη και μάλιστα σε συνάρτηση με την ασάφεια του ίδιου του διατάγματος ως προς τις διευθετήσεις τρόπου και χώρου διασφάλισης της επικοινωνίας. Λαμβανομένης υπ΄όψη και της παράλειψης του Εφεσείοντα να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης επί των αμφισβητούμενων γεγονότων με αντεξέταση της ή συμπληρωματική ένορκη δήλωση, η αδυναμία στοιχειοθέτησης της αίτησης καθίστατο, κατέληξε, βεβαία.
Με την έφεση δεν ετέθη ενώπιον μας οτιδήποτε που να μην καλύπτεται από το σκεπτικό της απόφασης το οποίο και δεν παρέχει έρεισμα για ανατροπή του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα έθεσε έμφαση στην εισήγηση ότι η Εφεσίβλητη δεν προέβη σε ειδική άρνηση και αναφορά των ισχυρισμών του Εφεσείοντα ως προς τις δύο συγκεκριμένες ημερομηνίες. Και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν παρέλειψε να επισημάνει τούτο, η απόφαση του όμως ορθά βασίσθηκε πρωταρχικά στην ίδια την ανεπάρκεια των ισχυρισμών του Εφεσείοντα ως προς την ένοχη συμπεριφορά της Εφεσίβλητης, σε συνάρτηση, όχι βέβαια κατά κύριο λόγο, και με την όντως ασάφεια του ιδίου του διατάγματος. Αλλά πέραν τούτου, η ένορκη δήλωση της Εφεσίβλητης όχι μόνο εκάλυπτε και τις εν λόγω συγκεκριμένες ημερομηνίες αλλά και, θετικά αντιστρατευόμενη τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, καθιστούσε έτι πιο βεβαρημένη την υποχρέωση του να στοιχειοθετήσει την υπόθεση του. Τούτο ο Εφεσείων απέτυχε εντελώς να κάνει εφ' όσον ούτε αντεξέτασε την Εφεσίβλητη για να υποσκάψει ενδεχομένως τους δικούς της ισχυρισμούς ούτε επεδίωξε να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση για να τους αντικρούσει και να θέσει τη δική του εκδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου. Και ασφαλώς, εν όψει τούτων, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση του Εφεσίβλητου ότι η απλή παραδοχή της Εφεσίβλητης ότι κατά τις εν λόγω δύο ημερομηνίες δεν υπήρξε η προνοούμενη στο διάταγμα επικοινωνία ήταν επαρκής για να αποδειχθεί η παρακοή. Το κρινόμενο δεν ήταν μόνο τούτο, που ήταν όντως δεδομένο μεταξύ των μερών, αλλά η ευθύνη της Εφεσίβλητης μέσω ηθελημένης ανυπακοής ώστε να άρμοζε να τιμωρηθεί. Και, ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης του κρινομένου συναρτάτο ευθέως προς την ίδια τη φύση της διαδικασίας ως οιωνοί ποινικής, ώστε να ήταν τονισμένη η ανάγκη αυστηρής απόδειξης των καταλογιζομένων. Όπως ελέχθη από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), δίδοντας την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, υπόθεση με έντονες αναλογίες προς την προκειμένη, στη σ. 314:
«Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και τον μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη. Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»
Δεν διαφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε εμπλακεί σε μακροσκελείς πιθανολογήσεις ως προς τα διαμειφθέντα κατά τις εν λόγω δύο ημερομηνίες. Εκλαμβάνουμε όμως την ενασχόληση του ευπαιδεύτου Προέδρου με το θέμα όχι βέβαια ως προσπάθεια διερεύνησης του τι είχε συμβεί αλλά ως υπόδειξη με μείζονα έμφαση των κενών και ανεπαρκειών των ισχυρισμών του Εφεσείοντα. Και έτσι όμως, οι υποδείξεις του ήσαν αχρείαστες και εκ του περισσού, όπως ήσαν και οι καταληκτικές παρατηρήσεις του ως προς τη μελλοντική πορεία των πραγμάτων.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.