ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 246
25 Φεβρουαρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,
2. ΤΡΑΠΕΖΑ ΜΠΑΡΚΛΕΥΣ PLC,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
ν.
ΝΙΚΟΥ ΤΣΑΡΤΕΛΛΗ,
Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11119)
Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Παράλειψη καταβολής των προβλεπομένων από σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων ― Παρέχει, αφ' εαυτής, έρεισμα για την καταγγελία της, επαγόμενη τον τερματισμό της, εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιες της ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με το δικαίωμα του εκμισθωτή σε αποζημιώσεις ― Ποίο το μέτρο των αποζημιώσεων σε περίπτωση που ο μισθωτής παραλείπει να επιστρέψει τα εμπορεύματα, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, ή τα οικειοποιείται.
Τράπεζες ― Εξαγορά εγχωρίων εργασιών και επιχείρησης Τράπεζας από άλλη Τράπεζα σύμφωνα με μεταξύ τους επελθούσα συμφωνία ― Γνωστοποίηση της συμφωνίας βάσει του Άρθρου 3(1) του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου του 1997, (Ν. 64(1)/97), στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ― Η ανάληψη του συνόλου των εγχώριων εργασιών της μιας Τράπεζας από την άλλη τεκμαίρεται από τη εν λόγω Γνωστοποίηση.
Σύμφωνα με Γνωστοποίηση, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η εφεσείουσα 1 εξαγόρασε τις εγχώριες εργασίες και επιχείρηση της εφεσείουσας 2, σύμφωνα με μεταξύ τους επελθούσα συμφωνία ημερομηνίας 1ης Απριλίου 1996. Η Γνωστοποίηση έγινε βάσει των προνοιών του Άρθρου 3(1) του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου του 1997, (Ν. 64(1)/97).
Η εφεσείουσα 2, πριν την εξαγορά της, είχε χρηματοδοτήσει την ενοικιαγορά επίπλων από τον εφεσίβλητο. Το τίμημα της εκμίσθωσης και αγοράς καθορίστηκε στις £23.109,72, αποπληρωτέο σε δώδεκα ίσες μηνιαίες δόσεις εκ £1.925,81. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, παράλειψη καταβολής μιας ή περισσοτέρων δόσεων παρείχε στην εφεσείουσα 2 δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Ο εφεσίβλητος ουδεμία δόση κατέβαλε. Πλήρωσε μόνο £104,61 έναντι της οφειλής του. Η εφεσείουσα 2 τερμάτισε τη συμφωνία και καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου, με την οποία αξίωσε απόφαση για τις εν υπερημερία δόσεις και αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αξίας των επίπλων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στην οποία είχε συνενωθεί και η εφεσείουσα 1 ως ενάγουσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχτηκε ότι το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο διεκδικούσε η εφεσείουσα 2 με την αγωγή της περιλαμβανόταν στα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία εξαγόρασε η εφεσείουσα 1 από αυτή. Στην απουσία της μεταξύ των εφεσειουσών συμφωνίας της 1ης Απριλίου 1996, δεν μπορούσε να εξαχθούν βάσιμα συμπεράσματα για τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσείουσας 2 που εξαγόρασε η εφεσίβλητη 1.
Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση. Υποστήριξαν ότι η Γνωστοποίηση της συμφωνίας στην Επίσημη Εφημερίδα είναι συμπερασματική ως προς το αντικείμενο της μεταβίβασης και τα στοιχεία του ενεργητικού της εφεσείουσας 2, τα οποία περιήλθαν στην κυριότητα της εφεσείουσας 1.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην απόφαση του Εφετείου στην Μ.Α. Goodvalue Suppliers Ltd κ.ά. v. Barclays Bank P.L.C. αποφασίστηκε ότι τεκμαίρεται, από τη Γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα, η ανάληψη του συνόλου των εγχώριων εργασιών της Τράπεζας Μπάρκλεϋς PLC από την Ελληνική Τράπεζα Λίμιτεδ. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Και αντίθετη άποψη αν υιοθετείτο στο επίμαχο ζήτημα, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν διαφορετικό, ενόψει της παραδοχής του εφεσίβλητου στην υπεράσπιση ότι η μεταξύ των εφεσειουσών συμφωνία περιλάμβανε την απαίτηση της εφεσείουσας 2 εναντίον του.
2. Οι αρχές που διέπουν το θέμα των αποζημιώσεων τις οποίες δικαιούται ο εκμισθωτής λόγω παράλειψης καταβολής των προβλεπομένων από σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων, ποικίλλουν ανάλογα με την επιστροφή ή μη του αντικειμένου της ενοικιαγοράς. Όταν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς δεν επιστραφεί τότε τα αστικά αδικηματα της παράνομης κράτησης (detinue) και της παράνομης οικειοποίησης (conversion) διαγράφουν, ανάλογα με την περίπτωση, το πλαίσιο διεκδίκησης των αποζημιώσεων για τη ζημία που υφίσταται ο εκμισθωτής. Σε τέτοια περίπτωση το μέτρο των αποζημιώσεων είναι το συνολικό ποσό το οποίο είναι πληρωτέο βάσει της συμφωνίας ενοικιαγοράς, μείον το ποσό των δόσεων που έχουν καταβληθεί.
Στην παρούσα υπόθεση, το αντικείμενο της ενοικιαγοράς έχει κατακρατηθεί από το μισθωτή μετά τον τερματισμό της συμφωνίας. Η εφεσείουσα δικαιούται το ποσό των δόσεων που δεν πληρώθηκαν μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας με τόκο προς 9% επί παντός οφειλομένου ποσού, αποζημιώσεις ίσες προς το συνολικό ποσό των υπολοίπων δόσεων με νόμιμο τόκο 8% από 29 Νοεμβρίου 1996 και διάταγμα για την εκποίηση της υποθήκης, προς ικανοποίηση της απόφασης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα κατ' έφεση και πρωτοδίκως.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 11220, ημερ. 20/12/02,
M. A. Goodvalue Suppliers Ltd κ.ά. ν. Barclays Bank Plc (2001) 1 Α.Α.Δ. 1038,
Overstone Ltd v. Shipway [1962] 1 All E.R. 52,
Yeoman Credit Ltd v. Waragowski [1961] 3 All E.R. 145,
Wickham Holdings Ltd v. Brooke House Motors Ltd [1967] 1 W.L.R. 295,
Overstone Ltd v. Shipway [1962] 1 W.L.R. 117,
Yeoman Credit Ltd v. McLean [1962] 1 W.L.R. 131.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 17/5/01 (Αρ. Αγωγής 2080/94), με την οποία απέρριψε την αγωγή τους για χρέη του εναγόμενου δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς επίπλων από την ενάγουσα 2, παρά το ότι έκρινε έγκυρη τη συμφωνία για το λόγο ότι το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο διεκδικούσε η ενάγουσα 2 δεν αποδείχθηκε ότι περιλαμβάνετο στα στοιχεία ενεργητικού τα οποία εξαγόρασε η ενάγουσα 1 από αυτή δυνάμει της Γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 8/8/97, Αρ. 3318.
Γ. Κουκούνης, για τους Εφεσείοντες.
Π. Χ" Παναγιώτου για Α. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Σύμφωνα με Γνωστοποίηση, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8 Αυγούστου, 1997, (Αρ. 3318, σελ. 1438), η Ελληνική Τράπεζα Λτδ., η εφεσείουσα 1, εξαγόρασε τις εγχώριες εργασίες και επιχείρηση της Τράπεζας Μπάρκλεϋς PLC, της εφεσείουσας 2, σύμφωνα με μεταξύ τους επελθούσα συμφωνία της 1ης Απριλίου, 1996, (ημερομηνία μεταβίβασης 30ή Απριλίου, 1996). Η Γνωστοποίηση έγινε βάσει των προνοιών του Άρθρου 3(1) του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου του 1997, (Ν. 64(Ι)/97), (ο «Νόμος»).
Μεταξύ του κύκλου των εργασιών της εφεσείουσας 2, πριν την εξαγορά της, ήταν και η χρηματοδότηση συναλλαγών ενοικιαγοράς αγαθών. Σ' αυτό το πλαίσιο χρηματοδότησε και την ενοικιαγορά επίπλων από τον εφεσίβλητο. Η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε ως ακολούθως:-
Ο εφεσίβλητος εισήγαγε τον προμηθευτή των επίπλων στην εφεσείουσα 2, η οποία αγόρασε τα έπιπλα από αυτό, καταβάλλοντάς του το τίμημα της αξίας τους (£21.200,00). στη συνέχεια τα εκμίσθωσε στον εφεσίβλητο, με όρους ενοικιαγοράς, επαγόμενους την καταβολή δόσεων ενοικίου σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα και την καταβολή του συμβολικού ποσού των £10,00 για την κτήση τους. Το τίμημα εκμίσθωσης και αγοράς καθορίστηκε στις £23.109,72, αποπληρωτέο σε δώδεκα ίσες μηνιαίες δόσεις, εκ £1.925,81 έκαστη. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, παράλειψη καταβολής μιας ή περισσοτέρων δόσεων παρείχε στην εφεσείουσα 2 δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας.
Ο εφεσίβλητος ουδεμία δόση κατέβαλε. Πλήρωσε μόνο £104,61 έναντι της οφειλής του.
Μετά τη συνεχόμενη παράλειψη του εφεσίβλητου να καταβάλει τις πρώτες τρεις δόσεις, η εφεσείουσα 2, με επιστολή της προς αυτό, τερμάτισε τη μεταξύ τους συμφωνία και αξίωσε την επιστροφή του αντικειμένου της ενοικιαγοράς, απαίτηση προς την οποία δεν ανταποκρίθηκε ο εφεσίβλητος. Ακολούθησε η αγωγή της εφεσείουσας 2 εναντίον του εφεσίβλητου, με την οποία αξίωσε απόφαση για τις εν υπερημερία δόσεις και αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αξίας των επίπλων. Η παράλληλη απαίτηση προς επιστροφή των επίπλων και η διάθεσή τους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εφεσίβλητου προσέλαβε θεωρητικό χαρακτήρα, ενόψει της άρνησης του τελευταίου ότι το αντικείμενο της ενοικιαγοράς ήταν υπαρκτό. Προσθέτως, η εφεσείουσα 2 ζήτησε την εκποίηση της υποθήκης ακινήτου, η οποία έγινε προς εξασφάλιση του χρέους.
Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, στη δανειοδότησή του για την αποπληρωμή προγενέστερου χρέους, δόθηκε η χροιά ενοικιαγοράς ανύπαρκτων επίπλων. Κατά συνέπεια, η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική και, συνακόλουθα, άκυρη.
Σε πρόσφατη απόφαση είχαμε την ευκαιρία να πραγματευθούμε τις συνέπειες εικονικής συμφωνίας και τα παρεπόμενά της - Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 11220, 20/12/02. Δε θα επεκταθούμε σε ανάλυσή της, εφόσον η υπεράσπιση του εφεσίβλητου απορρίφθηκε ως ανυπόστατη, μετά από εξέταση της εκατέρωθεν προσαχθείσας μαρτυρίας.
Η συμφωνία κρίθηκε έγκυρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτή παραβιάστηκε από τον εφεσίβλητο, γεγονός που παρείχε στην εφεσείουσα 2 το δικαίωμα τερματισμού της, την οποία και εγκύρως κατήγγειλε, με επιστολή της ημερομηνίας 24ης Φεβρουαρίου, 1994. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Έκρινε ότι δεν αποδείχτηκε ότι το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο διεκδικούσε η εφεσείουσα 2 με την αγωγή της, περιλαμβανόταν στα στοιχεία ενεργητικού τα οποία εξαγόρασε η εφεσείουσα 1 από αυτή. Στην απουσία της μεταξύ των εφεσειουσών συμφωνίας της 1ης Απριλίου, 1996, δεν μπορούσε να εξαχθούν βάσιμα συμπεράσματα για τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσείουσας 2, που εξαγόρασε η εφεσείουσα 1. Εκκρεμούσης της δίκης, πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ο τίτλος της αγωγής τροποποιήθηκε, ώστε να συνενωθεί η εφεσείουσα 1 ως ενάγουσα 1, με έρεισμα τη μεταξύ των τραπεζών συμφωνία, επιμαρτυρούμενη από τη γνωστοποίησή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Αν δεν υπήρχε αυτό το κενό (απουσία της συμφωνίας), μόνο μερικώς θα μπορούσε να γίνει δεκτή η αξίωση των εφεσειουσών εναντίον του εφεσίβλητου, ως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. απόφαση μπορούσε να εκδοθεί μόνο σε σχέση με εκείνο το μέρος της απαίτησης, που αφορούσε την ανάκτηση των δόσεων που δεν καταβλήθηκαν πριν τον τερματισμό της συμφωνίας, ανερχόμενο σε ποσό £7.220,00.
Οι εφεσείουσες προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση. Ο εφεσίβλητος δεν πρόβαλε αντίλογο· δεν υπέβαλε περίγραμμα. Οι λόγοι, για τους οποίους ζητείται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, είναι, σε συντομία, οι ακόλουθοι:-
Η Γνωστοποίηση της συμφωνίας στην Επίσημη Εφημερίδα είναι συμπερασματική ως προς το αντικείμενο της μεταβίβασης και τα στοιχεία ενεργητικού της εφεσείουσας 2, τα οποία περιήλθαν στην κυριότητα της εφεσείουσας 1. Η απόφαση περί του αντιθέτου αντίκειται προς το νόμο αλλά και τη δικογραφία.
Και στα δυο θέματα οι εφεσείουσες έχουν δίκαιο. Το Άρθρο 3(2) του Νόμου ρητά προβλέπει ότι η δημοσίευση της γνωστοποίησης αποτελεί «... τελεσίδικη μαρτυρία της μεταβίβασης και του χρόνου μεταβίβασης ...». Αντικείμενο της μεταβίβασης ήταν, ως καθορίζεται στη Γνωστοποίηση, οι «... εγχώριες εργασίες και επιχείρηση της Τράπεζας Barclays Plc .». Τι περιλαμβάνουν «οι εργασίες που μεταβιβάζονται» προσδιορίζεται στο Άρθρο 5 του Νόμου. περιλαμβάνουν το σύνολο των εγχώριων εργασιών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εξαγορασθείσας τράπεζας. Το ίδιο ισχύει και για τα δικαιώματα που αποτελούν το αντικείμενο αγωγής, ως ορίζεται στο Άρθρο 6 του Νόμου. Η παρούσα αγωγή υφίστατο κατά το χρόνο της απόκτησης των εγχώριων εργασιών της εφεσείουσας 2 από την εφεσείουσα 1, στην οποία περιήλθε το αγώγιμο δικαίωμα που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Διαφωτιστική για την ερμηνεία του Νόμου, ως προς το αντικείμενο της μεταβίβασης, είναι η απόφαση του Εφετείου στην M. A. Goodvalue Suppliers Ltd κ.ά. ν. Barclays Bank Plc (2001) 1 A.A.Δ. 1038. Αποφασίστηκε, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στις συνέπειες της απόκτησης της εφεσείουσας 2 από την εφεσείουσα 1, ότι τεκμαίρεται, από τη Γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα, η ανάληψη του συνόλου των εγχώριων εργασιών της Τράπεζας Μπάρκλεϋς PLC από την Ελληνική Τράπεζα Λίμιτεδ. Κρίθηκε ότι «Δεν υπήρχε καν ανάγκη, πολύ δε περισσότερο υποχρέωση των εφεσιβλήτων να καταθέσουν περισσότερα για τη συμφωνία μεταξύ τους και της Ελληνικής Τράπεζας.» - (απόφαση Νικολαΐδη Δ.).
Τόσο ως θέμα ορθής ερμηνείας της Γνωστοποίησης, ορώμενης υπό το φως των διατάξεων του Νόμου, όσο και ως θέμα δικαστικού προηγούμενου, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επί του προκειμένου, κρίνεται εσφαλμένη. Και αντίθετη άποψη αν υιοθετείτο στο επίμαχο ζήτημα, το αποτέλεσμα δε θα ήταν διαφορετικό, ενόψει της παραδοχής του εφεσίβλητου στην υπεράσπιση ότι η μεταξύ των εφεσειουσών συμφωνία περιλάμβανε την απαίτηση της εφεσείουσας 2 εναντίον του - (βλ. παράγραφο 1 της Υπεράσπισης).
Μετά το αίτημα για τροποποίηση, έπρεπε να εγκριθεί η ύπαρξη μιας μόνο ενάγουσας, της εφεσείουσας 1, η οποία, με την εξαγορά των εγχώριων εργασιών και της επιχείρησης της εφεσείουσας 2, απορρόφησε κάθε συμφέρον της εφεσείουσας 2 στη διαδικασία. Εφόσον παρέμεινε η τελευταία ως διάδικος, θα ήταν, ως φαίνεται, δυνατή η έκδοση απόφασης υπέρ της, θέμα βέβαια με το οποίο δε θα ασχοληθούμε, ενόψει της κατάληξής μας.
Σύμφωνα με την απόφασή μας, το αγώγιμο δικαίωμα, που αποτελούσε το επίδικο θέμα της αγωγής, περιήλθε στην εφεσείουσα 1, με επακόλουθο τη δικαιωματική διεκδίκησή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προσπάθειά του να καθορίσει τη ζημία, στην οποία θα εδικαιούντο οι εφεσείουσες, αν ήθελε επικρατήσει αντίθετη άποψη ως προς τις επιπτώσεις της Γνωστοποίησης κατ' έφεση, διαπίστωσε ότι η μόνη θεραπεία, που θα μπορούσε να τους παρασχεθεί, ήταν εκείνη της ανάκτησης των τριών δόσεων, δικαίωμα που αποκρυσταλλώθηκε με τη μη καταβολή τους. Περαιτέρω ζημία δεν αποδείχθηκε. Επικαλούμενο τις αποφάσεις Overstone Ltd v. Shipway [1962] 1 All E.R. 52 και Yeoman Credit Ltd. v. Waragowski [1961] 3 All E.R. 145, διαπίστωσε ότι η διεκδίκηση του εκμισθωτή σε σύμβαση ενοικιαγοράς περιορίζεται στην ανάκτηση των μη καταβληθεισών δόσεων και ότι κάθε άλλη ζημία πρέπει να αποδειχθεί. Υπάρχει, ομολογουμένως, κάποια αβεβαιότητα ως προς τις θεραπείες που μπορεί να παρασχεθούν σε συνθήκες όμοιες με εκείνες της παρούσας υπόθεσης. Αίρεται, όμως, κάθε αβεβαιότητα, μετά από προσεκτική εξέταση της λογικής του πράγματος, όπως αναλύεται στην αγγλική νομολογία. Στη συνέχεια, θα διαγράψουμε τις παραμέτρους του θέματος, όπως διαφαίνονται από τη νομολογία.
Η παράλειψη καταβολής των προβλεπομένων από σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων παρέχει, αφ' εαυτής, έρεισμα για την καταγγελία της, επαγόμενη τον τερματισμό της, εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιές της. Επί τούτου, ο εκμισθωτής αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεων, ανάλογο προς τη ζημία που υφίσταται. Αυτή ποικίλλει, ανάλογα με τα επακόλουθα του τερματισμού. Εάν επιστραφεί το αντικείμενο της μίσθωσης, η ζημία περιορίζεται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, του ολικού τιμήματος της ενοικιαγοράς και, αφετέρου, της αξίας του αντικειμένου της μίσθωσης κατά το χρόνο της επιστροφής, που συνήθως παίρνει τη μορφή του τιμήματος της διάθεσής του. Στην περίπτωση μη επιστροφής του αντικειμένου της ενοικιαγοράς, ο εκμισθωτής δικαιούται σε αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς την αξία του αντικειμένου το οποίο κατακρατεί ή οικειοποιείται ο μισθωτής. Τα αστικά αδικήματα της παράνομης κατακράτησης (detinue) και της παράνομης οικειοποίησης (conversion) διαγράφουν, ανάλογα με την περίπτωση, το πλαίσιο διεκδίκησης αποζημιώσεων για τη ζημία που υφίσταται ο εκμισθωτής. Και στις δύο περιπτώσεις, η αξία των απωλεσθέντων αντικειμένων θεωρείται ίση προς τη συμφωνηθείσα στη σύμβαση ενοικιαγοράς αξία των αντικειμένων. Η ενοικιαγορά, όπως ο όρος υποδηλώνει, αποτελεί, κατ' ουσία, μορφή αγοράς του πράγματος, που αποτελεί το αντικείμενο της δικαιοπραξίας, με τμηματική αποπληρωμή της τιμής απόκτησής του. Τα θέματα που εξετάζουμε αναλύονται στα συγγράμματα "The Law of Hire Purchase", A.G. Guest, 1966, ΚΕΦ. ΙΙ, σελ. 219 και επόμενα, "Chitty on Contracts, Specific Contracts", Twenty-fifth Edition, Volume II, σελ. 554 και επόμενα, "Hire Purchase Law and Practice", Second Edition, σελ. 357 και επόμενα.
Στο σύγγραμμα McGregor on Damages, Fifteenth Edition, γίνεται η διαπίστωση (παράγραφος 868) ότι, όπου ο μισθωτής παραλείπει να επιστρέψει τα εμπορεύματα ή τα οικειοποιείται "., the measure of damages is the total amount payable under the hire-purchase agreement less the amount of hire instalments already paid.", (σελ. 554), («..., το μέτρο των αποζημιώσεων είναι το συνολικό ποσό το οποίο είναι πληρωτέο βάσει της συμφωνίας ενοικιαγοράς, μείον το ποσό των δόσεων που έχουν καταβληθεί.» - (ελληνική μετάφραση, ελεύθερη). Η θέση αυτή στηρίζεται στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου Wickham Holdings Ltd. v. Brooke House Motors Ltd. [1967] 1 W.L.R. 295. Η υπόθεση αφορούσε παράνομη οικειοποίηση αυτοκινήτου, εκμισθωθέντος με όρους ενοικιαγοράς. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Denning, M.R., προς την οποία εκδήλωσαν τη συμφωνία τους και τα άλλα δύο μέλη του Εφετείου, κατοπτρίζει τα ισχύοντα:- (σελ. 300-301)
"I base my decision on this: In a hire-purchase transaction there are two proprietary interests: the finance company's interest and the hirer's interest. If the hirer wrongfully sells the goods or the benefit of the agreement, in breach of the agreement, then the finance company are entitled to recover what they have lost by reason of his wrongful act. That is normally the balance outstanding on the hire-purchase price. But they are not entitled to more than they have lost."
(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.
«Βασίζω την απόφασή μου σε τούτο: Στη δικαιοπραξία ενοικιαγοράς υπεισέρχονται δύο ιδιοκτησιακά συμφέροντα: εκείνο της χρηματοδοτικής εταιρείας και εκείνο του μισθωτή. Εάν ο μισθωτής αδίκως διαθέτει τα εμπορεύματα ή το συμφέρον του στη συμφωνία, κατά παράβαση της συμφωνίας, τότε ο χρηματοδοτικός οργανισμός δικαιούται να ανακτήσει εκείνο το οποίο έχασε, ως αποτέλεσμα της άδικης πράξης. Αυτό είναι, κατά κανόνα, το υπόλοιπο των οφειλομένων δόσεων βάσει της τιμής ενοικιαγοράς. Αλλά, δε δικαιούται να ανακτήσει περισσότερα απ' ότι έχασε.»)
Στις Overstone Ltd. v. Shipway [1962] 1 W.L.R. 117 και Yeoman Credit Ltd. v. McLean [1962] 1 W.L.R. 131, διευκρινίζεται ότι, στον καθορισμό της ζημίας, λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η αξία των αντικειμένων καθορίζεται με αναφορά στο χρόνο που επέρχεται η ζημία, ως αποτέλεσμα της κατακράτησης ή της οικειοποίησης. Έτσι ο χρόνος καθορισμού των αποζημιώσεων επέρχεται πρότερα του χρόνου καταβολής των δόσεων ενοικιαγοράς, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό των αποζημιώσεων.
Στην παρούσα υπόθεση, τα έπιπλα, το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, κατακρατήθηκαν από το μισθωτή μετά τον τερματισμό της συμφωνίας. Η ζημία από την κατακράτηση προέκυψε ευθύς μετά την τρίτη δόση και τον τερματισμό της συμφωνίας στις 24 Φεβρουαρίου, 1994, και ενώ υπολειπόταν η καταβολή άλλων εννέα μηνιαίων δόσεων, η τελευταία των οποίων ήταν πληρωτέα στις 2 Νοεμβρίου, 1994. Βάσει του όρου 2(γ) της σύμβασης ενοικιαγοράς, ο μισθωτής υποχρεούται στην καταβολή τόκου προς 9% επί παντός οφειλομένου ποσού. Το ίδιο δεν ισχύει για τις αποζημιώσεις που αντιπροσωπεύουν ζημία, λόγω παράβασης σύμβασης, κατ' αντίθεση προς αποκρυσταλλωμένη οφειλή βάσει των προνοιών της.
Καταλήγουμε ότι η εφεσείουσα 1 δικαιούται στις ακόλουθες θεραπείες:-
(α) Σε £7.220,00, ποσό το οποίο περιλαμβάνει τις πρώτες τρεις δόσεις (της πρώτης μειωμένης κατά £104,61) και μέρος της τέταρτης δόσης, μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου, 1994. Περαιτέρω, θα καταβληθεί τόκος προς 9% επί του ποσού το οποίο αναλογεί σε κάθε δόση από την ημερομηνία μη καταβολής της. ως προς το μέρος της τέταρτης δόσης, που περιλαμβάνεται στο επιδικασθέν ποσό, από 2 Μαρτίου, 1994.
(β) Αποζημιώσεις ίσες προς το συνολικό ποσό των υπολοίπων δόσεων £15.889,00, με νόμιμο τόκο 8% από 29 Νοεμβρίου, 1996 - (βλ. Άρθρο 33(2) του Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 4(α) του Ν. 102(Ι)/96).
(γ) Διάταγμα για την εκποίηση της υποθήκης, προς ικανοποίηση της απόφασης.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτρέπεται με έξοδα κατ' έφεση και πρωτοδίκως. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και υποκαθίσταται με απόφαση ως ανωτέρω.
Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα κατ' έφεση και πρωτοδίκως.