ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1729
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 122/2003.
5 Δεκεμβρίου, 2003.
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 26.9.2003 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 13787/02
__________________________
Λ. Παπαφιλίππου,
για τους Αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 23.12.2002 οι Ευθύμιος Χ΄΄ Ευθυμίου και Γαβριέλλα Σταυρίδου (οι ενάγοντες) καταχώρισαν την αγωγή με αρ. 13787/2002 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) εναντίον της Εταιρείας «Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΤΔ» και 4 άλλων προσώπων (οι εναγομένοι). Αξίωσαν διάφορες θεραπείες μεταξύ των οποίων διατάγματα δι΄ ακύρωση ψηφίσματος της εναγομένης 1, του καταστατικού της που καταχωρήθηκε εις αντικατάσταση παλαιότερου του 1985, επαναφορά του καταστατικού του 1985, επαναφορά της εναγομένης 1 εις την προτέρα δομή και/ή κατάσταση ως ιδιωτική εταιρεία.
Οι εναγόμενοι καταχώρισαν εμφάνιση την 9.1.2003. Στις 6.2.2003 οι ενάγοντες καταχώρησαν μονομερή αίτηση (η μονομερής αίτηση) με την οποία ζήτησαν τις πιο κάτω θεραπείες:
«(Α) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να εμποδίζει και/ή απαγορεύει στους εναγομένους-καθ΄ ων η αίτηση από του να εκτελέσουν την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 18.11.02 για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, και/ή από του να συνεχίσουν την διαδικασία αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, της εναγομένης 1 εταιρείας Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΤΔ, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, και/ή
(Β) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να εμποδίζει τους εναγομένους από του να προβαίνει εις έκδοση και/ή παραχώρηση νέου κεφαλαίου (μετοχές) εις τους μετόχους το οποίον να είναι πληρωτέο εις χρήμα και/ή
(Γ) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να εμποδίζει τους εναγομένους από του να εμποδίζουν τους ενάγοντες-αιτητές υπό την ιδιότητα των ως διευθυντές της εναγομένης 1 εταιρείας και/ή τους αντικαταστάτες διευθυντές αυτών, από του να έχουν ελευθέρα πρόσβαση στην εταιρεία εναγομένης 1 και/ή να έχουν πάντοτε στη διάθεση των τα λογιστικά βιβλία και/ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα της εταιρείας εναγομένης 1 όπως προνοείται από το άρθρο 141 του ΚΕΦ. 113 με δικαίωμα λήψης αντιγράφων των εν λόγω εγγράφων, και/ή
(Δ) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να εμποδίζει τους εναγομένους από του να εμποδίζουν τους ενάγοντες-αιτητές υπό την ιδιότητα των ως διευθυντές της εναγομένης 1 εταιρείας και/ή τους αντικαταστάτες διευθυντές αυτών, από του να χρησιμοποιούν τον μηχανογραφικό εξοπλισμό της εταιρείας εναγομένης 1 για τη λήψη αντιγράφων για σκοπούς ελέγχου και επαλήθεψης των οικονομικών συναλλαγών και/ή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εταιρείας.»
Με οδηγίες του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στους εναγομένους. Οι τελευταίοι καταχώρησαν ένσταση στις 4.3.2003. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία εξέδωσε την απόφαση του (η πρωτόδικη απόφαση) επί της μονομερούς αίτησης στις 26.9.2003. Κατέληξε ως εξής:
«Αφού δε σταθμίζω κάθε σχετικό παράγοντα υπό τις περιστάσεις και προκειμένου περαιτέρω να διατηρηθεί η κατάσταση κατά την οποία προέκυψε η διαφορά κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα διατάγματα υπό στοιχεία (Α) και (Γ) όχι όμως τα υπό στοιχεία (Β) και (Δ) λόγω της γενικότητας των, αλλά διά λόγους που καλύπτονται από τα διατάγματα (Α) και (Γ).
Δια όλους τους πιο πάνω λόγους εκδίδονται διατάγματα ως η αίτηση ημερ. 6.2.03 παρ. (Α) και (Γ). Οι αιτούμενες θεραπείες (Β) και (Δ) απορρίπτονται.
Τα έξοδα ν΄ ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και να είναι εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και πληρωθούν εις το τέλος της αγωγής.»
Το συντεταγμένο διάταγμα, το οποίο ετοιμάσθηκε από τον Πρωτοκολλητή, έχει ως εξής:
«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ και απαγορεύει στους εναγομένους-καθ΄ ων η αίτηση από του να εκτελέσουν την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 18.11.2002 για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, και/ή από του να συνεχίσουν την διαδικασία αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, της εναγομένης 1 εταιρείας Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΤΔ, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ τους εναγομένους από του να εμποδίζουν τους ενάγοντες-αιτητές υπό την ιδιότητα των ως διευθυντές της εναγομένης 1 εταιρείας και/ή τους αντικαταστάτες διευθυντές αυτών, από του να έχουν ελευθέρα πρόσβαση στην εταιρεία εναγομένης 1 και/ή να έχουν πάντοτε στην διάθεση των τα λογιστικά βιβλία και/ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα της εταιρείας εναγομένης 1 όπως προνοείται από το άρθρο 141 του ΚΕΦ. 113 με δικαίωμα λήψης αντιγράφων των εν λόγω εγγράφων.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΈΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως οι θεραπείες (Β) και (Δ) απορριφθούν και δη δια του παρόντος απορρίπτονται.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ και επιδικάζει έξοδα εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και πληρωθούν εις το τέλος της αγωγής.
Εδόθη την 26.9.2003
Συνετάχθη την 3.10.2003
Οπισθογράφηση: Αν εσείς οι πιο πάνω αναφερόμενοι εναγόμενοι παραλείψετε να συμμορφωθείτε με το παρόν διάταγμα, εσείς μεν οι κατά νόμον υπεύθυνοι υπόκεισθε σε σύλληψη, η δε περιουσία σας σε κατάσχεση.»
Οι εναγόμενοι άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ισχυρίσθηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αν δεν εκδίδετο το υπό έφεση διάταγμα θα ήτο αδύνατος ή δύσκολος ο υπολογισμός της ζημιάς των εναγόντων-αιτητών και κατά συνέπεια ότι συνέτρεχε η τρίτη προϋπόθεση του αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60). Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ισχυρίσθηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι είναι υπό τις περιστάσεις ορθό και δίκαιο να εκδώσει το επίδικο διάταγμα.
Την 2.12.2003 οι εναγόμενοι καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζήτησαν «άδεια του Δικαστηρίου που να τους επιτρέπει να καταχωρήσουν αίτηση για την έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari και Prohibition για την εξάλειψη και απαγόρευση εφαρμογής του δεύτερου διατακτικού του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 26.9.2003 στην αγωγή 13787/2002».
Οι νομικοί λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση έχουν ως εξής:
«(α) Το Δικαστήριο που εξέδωσε το δεύτερο διατακτικό του διατάγματος ημ. 26.9.2003 στην αγωγή αρ. 13787/02 εστερείτο δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας και/ή ενήργησε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση της δικαιοδοσίας και εξουσίας του διότι εξέδωσε σε ενδιάμεση αίτηση διάταγμα που ισχύει στο διηνεκές και/ή χωρίς να περιορίσει τον χρόνο ισχύος του χωρίς μάλιστα να προηγηθεί η ακρόαση της αγωγής σε κανονική ακροαματική διαδικασία.
(β) Το δεύτερο διατακτικό του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημ. 26.9.2003 στην αγωγή 13787/02 αποτελεί προφανές νομικό σφάλμα αναγνωρίσιμο στην όψη της διαδικασίας διότι:
(ι) το άρθρο 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 περιορίζει την εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα που να ισχύει μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης στην αγωγή ή στην διάρκεια που εκκρεμεί η εκτέλεση δικαστικής απόφασης.
(ιι) το άρθρο 4(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει το εκεί προβλεπόμενο διάταγμα για την περίοδο που προσδιορίζει το ίδιο το διάταγμα ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
(ιιι) τα άρθρα 5 και 7 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 δεν παρέχουν στο Δικαστήριο εξουσία να εκδώσει διάταγμα ως το δεύτερο διατακτικό του διατάγματος ημ. 26.9.2003 στην αγωγή αρ. 13787/02.
(ιν) το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, αρ. 14/60 δεν παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία να εκδώσει διάταγμα που να ισχύει στο διηνεκές χωρίς να προηγηθεί ακρόαση της αγωγής. Το ενδιάμεσο διάταγμα που προβλέπει το άρθρο αυτό δεν μπορεί να είναι διηνεκές αλλά στο ενδιάμεσο από της καταχώρησης της αγωγής μέχρι την λήξη της (βλ.
Εν όψει των πιο πάνω νομικών λόγων θεωρώ ότι το ζητούμενο είναι κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα που ισχύει στο διηνεκές ή διάταγμα που ισχύει μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Η απάντηση στο τεθέν ζήτημα εξαρτάται από το περιεχόμενο του πρακτικού της πρωτόδικης απόφασης και όχι από το περιεχόμενο του συντεταγμένου διατάγματος. Τούτο γιατί η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι το συντεταγμένο διάταγμα (drawn up order) αλλά η πλήρης απόφαση περιλαμβανομένου και του σκεπτικού της. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί στην Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 761, 771
:«Σύμφωνα με τη Δ.34 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, η απόφαση καταχωρείται σε Βιβλίο το οποίο κρατείται για το σκοπό αυτό. Το συντεταγμένο διάταγμα, που καταχωρείται όπως αναφέρεται στον Κανονισμό 3 της Δ.34, "it shall state as concisely as possible the judgment of the Court, and, where it shall seem to the Court necessary or advisable, the grounds of the judgment". Συνήθως όμως περιέχει μόνο το διατακτικό της απόφασης, κυρίως για σκοπούς
εκτέλεσης.Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι το συντεταγμένο διάταγμα - ("drawn up order"), αλλά η πλήρης απόφαση, περιλαμβανομένου και του σκεπτικού της. Η συντεταγμένη, ή/και καταχωρημένη - ("drawn up" ή "entered") - απόφαση δεν αποτελεί το πλήρες πρακτικό - ("record"). Δεν υπάρχει ορισμός του όρου 'απόφαση', αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να περιορίζεται στην καταχωρημένη και/ή συντεταγμένη - ("drawn up") - διαταγή του Δικαστηρίου.»
(Βλ. και
Katarina Shipping Inc. v. The Cargo now on Board The Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 486).Έχω αναγνώσει προσεκτικά το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης. Κρίνω ότι τα διατάγματα τα οποία εκδόθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση ισχύουν μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Η κατάληξη μου αυτή προκύπτει από τα εξής:
(α) Από την ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 12-13 της απόφασης) με το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει τα της χορήγησης παρεμπίπτοντος διατάγματος.
(β) Από την ενασχόληση του Δικαστηρίου (βλ. σελ. 13-15 της απόφασης) με τις προϋποθέσεις-κριτήρια που πρέπει να συντρέχουν για την χορήγηση παρεμπίπτοντος διατάγματος.
(γ) Από το καταληκτικό μέρος της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 24 της απόφασης) με το οποίο κρίθηκε ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του αρ. 32 του Νόμου 14/60, και οι οποίες σαφώς αναφέρονται στη χορήγηση παρεμπίπτοντος διατάγματος.
Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση:
«Η αίτηση βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 άρθρα 4, 5, 7 και 9 στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, άρθρο 32, στο Κεφ. 113, άρθρο 141, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θθ.1-9, στο άρθρο 31 του Συντάγματος, τη Νομολογία και στις Γενικές και Συμφυείς Εξουσίες του Δικαστηρίου.
Στην απόφαση ABP Holdings Ltd v. Ανδρέα Κιταλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 γίνεται ανάλυση του άρθρου 4 του Κεφ. 6. Ως αναφέρεται στη σελ. 699 όπου επιβεβαιούται η υπόθεση Cyprus
Όσο αφορά το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 και αυτό έτυχε κατ΄ επανάληψη εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Τα κριτήρια τα οποία τίθενται στο άρθρο 32 του Νόμου 14/60 όπως έχουν αναλυθεί μεταξύ άλλων στις υποθέσεις
Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557 και Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 είναι τα ακόλουθα:(α) Ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι εγείρεται κάποιο σοβαρό θέμα προς εκδίκαση κατά τη δίκη.
(β) Υπάρχει πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία.
(γ) Θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Τελικά αν ικανοποιούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα.
Σε σχέση με τις προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 πρέπει να λεχθεί ότι αναφορικά με την (α) προϋπόθεση έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν της κατάδειξης μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τα δικόγραφα και με τη (β) προϋπόθεση ότι η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγων σε θεραπεία αναφέρεται σε κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά ταυτόχρονα, κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, που είναι το επίπεδο απόδειξης αστικής υπόθεσης. Αναμένεται από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει μια ορατή δυνατότητα επιτυχίας.
Το τρίτο κριτήριο - προϋπόθεση - όπως φαίνεται κι από την επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 και όπως εξηγήθηκε στις πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι το κατά πόσο 'θα είναι δύσκολο ή αδύνατο ν΄ απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο' αν δεν δοθεί το αιτούμενο διάταγμα και ο αιτητής επιτύχει τελικά στην αγωγή του. Μια περίπτωση που μπορεί να εμπίπτει σ΄ αυτή την προϋπόθεση είναι εκείνη κατά την οποία ο ενάγων δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι΄ αυτό δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη. Άλλη περίπτωση είναι όταν αν δεν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα θα είναι αδύνατη η ικανοποίηση, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του εναγομένου, τυχόν απόφασης που θα εκδοθεί υπέρ του ενάγοντα.
'Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Όπως υποδεικνύεται στην
Odysseos, στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα. (Βλ. επίσης την υπόθεση Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ΄΄ Βασίλη, Πολ. Εφ. 7755, ημερ. 13.4.1989). Πρέπει να τονίσουμε πως τα δικαστήρια εκδίδουν τέτοια διαταγμάτα με φειδώ.'Αυτά λέχθηκαν εις την υπόθεση Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 255
.Επίσης πρέπει ν΄ αναφερθεί ότι εις το παρόν στάδιο και στο πλαίσιο της παρούσης διαδικασίας πρέπει το Δικαστήριο να αποφεύγει τη διεξοδική διερεύνηση και εξέταση επίδικων θεμάτων της αγωγής. (Ίδε
Adidas v. Jonitexo (1984) 1 C.L.R. 263)................................... ....
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και χωρίς ν΄ αποφασίζω οτιδήποτε επί των επιδίκων θεμάτων της αγωγής και πάντοτε έχοντας υπ΄ όψη τις αιτούμενες με την αγωγή θεραπείες υπό στοιχεία (Α) και (Β) και τα αιτούμενα διατάγματα είμαι της γνώμης ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Ν 14/60 ικανοποιούνται.
Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση εις την μελέτη του κ. Γ. Κωνσταντίνιδη, Ανώτερου Δικαστού, όπως ήτο τότε, 'Η εξουσία των Δικαστηρίων για την έκδοση Παρεμπίπτοντων Διαταγμάτων στην Κύπρο' που δημοσιεύτηκε στο CORPUS DE JURE CYPRII του Συμβουλίου Νομικών Σπουδών, Τεύχος 1, 1987 σελ. 212 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα:
'Βασικός παράγοντας για την απόφαση αναφορικά με το αν η έκδοση του διατάγματος είναι απαραίτητη για να καταστεί δυνατή ή για να διευκολυνθεί η απονομή δικαιοσύνης, είναι το κατά πόσο, στην περίπτωση που θα επιτύγχανε τελικά ο ενάγοντας, θα ήταν αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του η επιδίκαση αποζημιώσεων. Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος για την παρεμπόδιση της ισχυριζόμενης ζημιογόνας συμπεριφοράς του εναγομένου, κάτω από κανονικές συνθήκες, δεν θα είναι απαραίτητη. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων θα μπορεί να κριθεί ότι αποτελεί επαρκή θεραπεία στις περιπτώσεις που η φύση της υπόθεσης επιτρέπει δίκαιο υπολογισμό της ζημιάς που θα ήταν ενδεχόμενο να υποστεί ο ενάγοντας αν δεν εκδιδόταν το διάταγμα. Αν αυτός ο υπολογισμός είναι δύσκολος ή αδύνατος, στον ίδιο βαθμό θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.'
(Βλ.
Karydas Taxi Co v. Andreas Komodikis (1975) 1 CLR 321, M & M Transport Eteria Leoforion (1978) 1 CLR 606, Tafco (No. 1) v. Lambros L (1977) 1 CLR 144).Εις την υπό εξέταση υπόθεση δεν τίθεται θέμα δικαίου υπολογισμού της ζημιάς που θα ήτο ενδεχόμενο να υποστούν οι αιτητές σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Ο υπολογισμός είναι αδύνατος καθότι οι καθ΄ ων η αίτηση προχωρούν εις την αύξηση του κεφαλαίου ως απεφασίσθη στις 18.11.02 με προσπάθειες ν΄ αντληθεί το κεφάλαιο αυτό από τρίτους (βλ. παρ. 25 της ενστάσεως). Αυτό συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων των αιτητών όσο αφορά την ποσοστιαία αναλογία
τους εις την εναγόμενη 1 όσο και του δικαιώματος τους εκπροσώπησης εις το διοικητικό συμβούλιο. Συνεπώς θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η απονομή της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.Εις την παρ. 15(δ) της ένστασης γίνεται λόγος δι΄ αποδοχή των αιτητών εις την αύξηση του κεφαλαίου λόγω της συμπεριφοράς τους και συγκεκριμένα λόγω του ότι στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 10.12.02, βλ. Τεκμ. 41, εγκρίθηκε ομόφωνα η παράταση χρόνου για εκδήλωση ενδιαφέροντος συμμετοχής εις την αύξηση του κεφαλαίου μέχρι 31.1.03. Όπως όμως φαίνεται από το τεκμήριο 40 αυτό έγινε στα πλαίσια διαβουλεύσεων και προσπαθειών εξεύρεσης συμβιβασμού. Εν συνεχεία στην επιστολή ημερ. 19.12.02 του δικηγόρου των αιτητών, μέρος του τεκμ. 41, παρ. 10 αναφέρεται διατί έγινε η συμφωνία δια παράταση του χρόνου ως ανωτέρω.
Συνεπώς φαίνεται ότι η κατάσταση των πραγμάτων δεν είναι όπως την παρουσιάζουν οι καθ΄ ων η αίτηση στην παρ. 15(δ) της ένστασης.
Εις την Χριστοφή Κούνουνας ν. C & A SIMONOS LTD, Πολ. Εφ. 11077/13.9.02 ο κ. Νικολαϊδης, Δ. εις τη σελ. 9 αναφέρει:
'Ο σκοπός ενός συντηρητικού διατάγματος που εκδίδεται βάσει του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 είναι κυρίως η διατήρηση της κατάστασης κατά την οποία προέκυψε η υπό εκδίκαση διαφορά και η διατήρηση της επίδικης περιουσίας, εκκρεμούσης της ακρόασης και της εκδίκασης της αγωγής (
Michael v. Brevinos Limited (1969) 1 CLR 578).'Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω είναι η απόφαση μου ότι ικανοποιούνται και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν 14/60.
Αφού δε σταθμίζω κάθε σχετικό παράγοντα υπό τις περιστάσεις και προκειμένου περαιτέρω να διατηρηθεί η κατάσταση κατά την οποία προέκυψε η διαφορά κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα διατάγματα υπό στοιχεία (Α) και (Γ) όχι όμως τα υπό στοιχεία (Β) και (Δ) λόγω της γενικότητας των, αλλά διά λόγους που καλύπτονται απο τα διατάγματα (Α) και (Γ).
Δια όλους τους πιο πάνω λόγους εκδίδονται διατάγματα ως η αίτηση ημερ. 6.2.03 παρ. (Α) και (Γ). Οι αιτούμενες θεραπείες (Β) και (Δ) απορρίπτονται.
Τα έξοδα ν΄ ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και να είναι εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και πληρωθούν εις το τέλος της αγωγής.»
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι το εκδοθέν διάταγμα ήταν παρεμπίπτον - με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Ακολουθεί πως η αίτηση η οποία είχε σαν μοναδικό έρεισμα τον ισχυρισμό ότι το διάταγμα ισχύει στο διηνεκές δεν μπορεί να πετύχει. Εναπόκειται στους αιτητές-εναγομένους να ζητήσουν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο τη διόρθωση του συντεταγμένου διατάγματος με τρόπο που να συνάδει με την απόφαση (βλ.
Katarina Shipping Inc. (πιο πάνω)).Τέλος θα πρέπει να προσθέσω ότι η χορήγηση προνομιακού εντάλματος εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Εν όψει της καταχώρησης έφεσης στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας δεν θα χορηγούσα την αιτούμενη άδεια γιατί η πορεία που έχουν υιοθετήσει οι εναγόμενοι συνιστά προώθηση δύο παράλληλων ένδικων μέσων για ακύρωση μιας και μόνο απόφασης, πορεία που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.