ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1952
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11399)
23 Δεκεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΛΟΥΚΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ή ΛΟΥΚΑΣ Κ. ΜΗΤΑ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
Γ. & Κ. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Ε. Αντωνιάδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Κωνσταντίνου,
για τους Εφεσίβλητους.__________________________
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) είναι Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης. Ασχολούνται με εργοληπτικές εργασίες. Με αγωγή τους εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου (ο εφεσείων) αξίωσαν:
Α: Λ.Κ. 1.840 για ζημιές που είχε προκαλέσει ο εφεσείων σε υπό ανέγερση τοίχο οικοδομής.
Β: Γενικές και/ή παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.
Πρόβαλαν τους πιο κάτω ισχυρισμούς:
Δυνάμει συμφωνίας με τον ιδιοκτήτη ανέλαβαν να ανεγείρουν μια οικοδομή επί του τεμαχίου του τελευταίου με αρ. 2005 στον Άγιο Ιωάννη Αγρού. Το τεμάχιο αρ. 2005 γειτνιάζει με το τεμάχιο αρ. 2004 το οποίο ανήκει στον εφεσείοντα.
Στις 10.1.98 ο εφεσείων εντελώς παράνομα, αναίτια, απρόκλητα και κακόβουλα μετέφερε μεγάλη ποσότητα από χώμα από παρακείμενο ακίνητο με μπουλντόζα, το έριξε βίαια πάνω σε καλουπωμένο τοίχο που είχαν κατασκευάσει οι εφεσίβλητοι επί του πιο πάνω τεμαχίου αρ. 2005. Συνεπεία της πιο πάνω συμπεριφοράς του εφεσείοντος οι εφεσίβλητοι υπέστησαν σοβαρές ζημιές και απώλεια, αφού ο καλουπωμένος τοίχος καταστράφηκε ολοσχερώς. Κατά τις επόμενες ημέρες οι εφεσίβλητοι προέβηκαν εκ νέου στην επανακατασκευή του εν λόγω τοίχου. Στις 22.1.98 ο εφεσείων επανέλαβε τις ίδιες ενέργειες του όπως και κατά την 10.1.98. Αποτέλεσμα των πιο πάνω ενεργειών του ήταν η εκ νέου ολοσχερής καταστροφή του τοίχου στον οποίο είχε τοποθετηθεί στο μεταξύ και το μπετόν.
Ο εφεσείων με την έκθεση υπεράσπισης του πρόβαλε προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκε ότι οι εφεσίβλητοι «εμποδίζονται και/ή δεν νομιμοποιούνται να προχωρήσουν την εν λόγω αγωγή, λόγω συμφωνίας και/ή συμφωνητικού δέσμευσης το οποίο συνήφθει την 22.1.1998 μεταξύ εναγομένου και του Κυριάκου Σοφοκλέους ως εκπροσώπου των εναγόντων».
Σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης ο εφεσείων αρνήθηκε την αξίωση των εφεσιβλήτων. Ισχυρίσθηκε ότι στις 10.1.98 κάποιος Κυριάκος Σοφοκλέους, ο οποίος παρουσιαζόταν ως εργολάβος, εισήλθε σε ακίνητο του το οποίο γειτνιάζει με ακίνητο επί του οποίου ανήγειρε οικοδομή ο πιο πάνω εργολάβος, αφού προηγουμένως απέκοψε την «σιδηροκλειδωνιά» που βρισκόταν επί της καγκελόπορτας του κτήματος του. Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι ο εν λόγω εργολάβος τοποθέτησε στο πιο πάνω κτήμα του καλούπια και άλλα οικοδομικά υλικά και/ή ανόρυξε λάκκο με αποτέλεσμα ο εφεσείων να μην μπορεί να εισέλθει στο κτήμα του. Τέλος ισχυρίσθηκε ότι έσπρωξε με την μπουλντόζα όλα τα πιο πάνω αντικείμενα προς το κτήμα στο οποίο ανεγειρόταν η οικοδομή και έκλεισε το λάκκο, χωρίς να προξενήσει οποιαδήποτε ζημιά.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση του εφεσείοντος γιατί - όπως το έθεσε - οι συμβαλλόμενοι στη σχετική συμφωνία ήταν ο Μ.Ε.1 και ο εφεσείων. Κατά συνέπεια «η ενάγουσα εταιρεία δεν μπορεί να δεσμεύεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από την πιο πάνω συμφωνία, έτσι ώστε να εμποδίζεται από του να διεκδικεί τις αξιούμενες θεραπείες δυνάμει της παρούσας αγωγής». Δεν υπάρχει - κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - «ταύτιση των διαδίκων της παρούσας αγωγής με τους συμβαλλομένους της συμφωνίας (Τεκ. 3) για να εξεταστεί θέμα κωλύματος (estoppel)».
Σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων στις 10.1.98 και 22.1.98 κατέστρεψε ολοσχερώς τον «καλουπωμένο» τοίχο αντιστήριξης ο οποίος είχε κατασκευαστεί με δαπάνες των εφεσιβλήτων. Έκρινε επίσης ότι όλα τα υλικά «από τα οποία έχει κατασκευαστεί το καλούπι (ξυλότυπο) για την κατασκευή του τοίχου ήταν ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων και τελούσαν υπό την κατοχή τους». Τέλος έκρινε ότι οι ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσείων κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες συνιστούν το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε κινητή περιουσία, το οποίο προνοείται από το αρ. 44 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Ο μάρτυρας των εναγόντων δεν προέβηκε σε καμιά επιμέρους ανάλυση των αριθμών τους οποίους παρέθεσε στο Δικαστήριο ότι συνιστούν τα κονδύλια των ζημιών των εναγόντων, αφήνοντας ουσιαστικά τη μαρτυρία του αόριστη και ατεκμηρίωτη. Για παράδειγμα δεν έχει επεξηγήσει πως κατέληξε ότι η αξία κάθε τετραγωνικού μέτρου του ξυλότυπου είναι £5.00, ποσό με το οποίο πολλαπλασίασε το σύνολο των τετραγωνικών μέτρων του ξυλότυπου. Το ίδιο επιφανειακή ήταν και η αναφορά του στην αξία του καταστραφέντος οπλισμού καθώς και το κονδύλι για τη ξυλεία, τα σφυκτηράκια και το μπετόν. Δεν έχει τεκμηριώσει την μαρτυρία του με κανένα στοιχείο, όπως π.χ. αποδείξεις αγοράς (σφυκτηράκια) ή ακόμα και του μπετόν. Η παράλειψη του να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα λεπτομερή στοιχεία βάσει των οποίων κατέληξε στους αριθμούς που ανέφερε, αποστερεί τη μαρτυρία του από το αναγκαίο υπόβαθρο για να μπορέσει το Δικαστήριο να ελέγξει την ορθότητα των υπολογισμών του. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του ότι έχει προσωπική γνώση των ποσών που ανέφερε λόγω του ότι ήταν υπεύθυνος του εργοταξίου και πάλι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός αφού δεν επεξήγησε στο Δικαστήριο τις πηγές από τις οποίες άντλησε την γνώση του, έτσι ώστε να ελεγχθεί η αποδεκτότητά τους.»
Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στους εφεσίβλητους ποσό της τάξεως των £1.000.- υπό μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων. Έκρινε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντος ήταν ηθελημένη και «σκοπό είχε να προξενήσει ζημιά στους ενάγοντες». Τέτοιου είδους συμπεριφορά - κατέληξε - «είναι κατακριτέα και θα πρέπει να κατασταλεί με την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων».
Η έφεση
.Έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης τόσο σε σχέση με την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης όσο και σε σχέση με την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Σε σχέση με το πρώτο θέμα, ο κ. Αντωνιάδης, εκ μέρους του εφεσείοντος, υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «εξήγαγε αυθαίρετα συμπεράσματα επί του τεκμηρίου 3». Υποστήριξε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε «να κάμει υπόνοιες άλλες από εκείνες που υπάρχουν στα δικόγραφα για να δικαιολογήσει την απόρριψη του Τεκ. 3 και να το αγνοήσει».
Το Τεκ. 3 αποτελεί συμφωνία μεταξύ του Μ.Ε. 1 - Κυριάκου Σοφοκλέους - και του εφεσείοντα ημερ. 22.1.98, με την οποία ο εφεσείων συμφώνησε να επιτρέψει στον εν λόγω Κυριάκο Σοφοκλέους να χρησιμοποιήσει το κτήμα του, που συνορεύει με την οικοδομή που έχει αναλάβει να ανεγείρει, «για την αποπεράτωση της οικοδομής». Ταυτόχρονα ο εν λόγω Κυριάκος Σοφοκλέους συμφώνησε ότι εάν ο εφεσείων τηρήσει την πιο πάνω συμφωνία τότε «δεν θα έχει οποιαδήποτε απαίτηση εναντίον του εφεσείοντος» για το επεισόδιο που έλαβε χώραν στις 22.1.98.
Δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τον σχετικό με την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης λόγο της έφεσης. Οι λόγοι είναι οι εξής:
Ο εν λόγω Κυριάκος Σοφοκλέους κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν είχε τηρήσει την πιο πάνω συμφωνία γιατί την επομένη της υπογραφής της ο εφεσείων την παραβίασε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την μαρτυρία του.
Η ορθότητα της επιδίκασης των παραδειγματικών αποζημιώσεων έχει αμφισβητηθεί με τον επόμενο λόγο της έφεσης. Ο κ. Αντωνιάδης διερωτήθηκε πως «ήταν δυνατό να καταλήξει το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων στο ύψος των £1.000.- τη στιγμή που
το ίδιο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση των εναγόντων για ειδικές αποζημιώσεις επί της κινητής τώρα ιδιοκτησίας».Στην θεμελιακή απόφαση
Papakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) διατυπώθηκαν οι αρχές που επιτρέπουν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Αναφορικά με το ύψος των παραδειγματικών αποζημιώσεων λέχθηκε (βλ. σελ. 78-79) ότι οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του εναγομένου και η οικονομική του κατάσταση. Λέχθηκε, επίσης, ότι όπου επιδικάζονται παραδειγματικές αποζημιώσεις δικαιολογείται η επιδίκαση ενός μόνο ποσού και ότι είναι εσφαλμένος ο διαχωρισμός των παραδειγματικών αποζημιώσεων από τις συνήθεις αποζημιώσεις. Στο τέλος πρέπει να γίνεται μια επιδίκαση βασισμένη επί της συνολικής θεώρησης των γεγονότων της υπόθεσης.Στον
McGregor on Damages, 15th ed., παραγ. 428, με αναφορά κυρίως στην υπόθεση Rookes v. Barnard (1964) A.C. 1129, αναφέρονται τα εξής:"While the assessment of compensation can never be affected by the amount awarded by way of exemplary damages, the converse is not true. The size of an exemplary award may indeed be influenced by the size of the compensatory one. Thus Lord Devlin in Rookes v. Barnard (1964) A.C. 1129 indicated that, in a case where exemplary damages were appropriate, 'a jury should be directed that if, but only if, the sum which they have in mind to award as compensation (which may, of course, be a sum aggravated by the way in which the defendant has behaved to the plaintiff) is inadequate to punish him for his outrageous conduct, to mark their disapproval of such conduct and to deter him from repeating it, then it can award some larger sum'; and there is no reason why the same principle should not apply to awards made by judges sitting alone. This principle was fully endorsed by all seven of their lordships in
Broome v. Cassel & Co. (1972) Α.C. 1027, 1089, and its operation is well illustrated by Drane v. Evangelou (1978) 1 W.L.R. 455 (C.A.)."Σε μετάφραση
:«Ενώ ο καθορισμός των αποζημιώσεων δεν μπορεί ποτέ να επηρεασθεί από το ποσό που επιδικάζεται με τη μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων, το αντίστροφο δεν είναι αληθές. Το ύψος μιας επιδίκασης παραδειγματικών αποζημιώσεων μπορεί πράγματι να επηρεασθεί από το ύψος της συνήθους αποζημίωσης. Έτσι ο Lord Devlin στην
Rookes v. Barnard (1964) A.C. 1129 υπέδειξε ότι σε μια υπόθεση όπου οι παραδειγματικές αποζημιώσεις αποτελούσαν το ορθό μέτρο 'οι ένορκοι πρέπει να καθοδηγούνται ότι αν, και μόνο αν, το ποσό το οποίο έχουν υπόψη τους να επιδικάσουν ως αποζημίωση (το οποίο βεβαίως μπορεί να είναι ένα ποσό επαυξημένο λόγω του τρόπου με τον οποίο ο εναγόμενος έχει συμπεριφερθεί στον ενάγοντα) είναι ανεπαρκές να τον τιμωρήσει για την αποτρόπαια συμπεριφορά του, να σημειώσουν την απαρέσκεια τους για τη συμεπριφορά του και να τον αποτρέψουν από του να το επαναλάβει τότε μπορεί να επιδικάσουν κάποιο μεγαλύτερο ποσό'. και δεν υπάρχει λόγος γιατί η ίδια αρχή να μην εφαρμόζεται σε επιδικάσεις από Δικαστές που συνεδριάζουν χωρίς ενόρκους. Αυτή η αρχή έχει τύχει της πλήρους επιδοκιμασίας και των 7 Δικαστών στην Broome v. Cassel & Co. (1972) Α.C. 1027, 1089, και η εφαρμογή της επεξηγείται καλώς στην Drane v. Evangelou (1978) 1 W.L.R. 455 (C.A.).»Το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Lord Devlin και ειδικά η φράση «if, but only if,» επεξηγήθηκε από τον Lord Reid στην
Broome (πιο πάνω) στη σελ. 1089:"The next passage in Lord Devlin΄s speech which has caused some difficulty is what has been called the "if, but only if,", paragraph on p. 1228.
Σε μετάφραση
:«Το επόμενο απόσπασμα από την απόφαση του Lord Devlin, το οποίο έχει προκαλέσει κάποια δυσκολία, είναι εκείνο που έχει ονομασθεί η παραγ. "if but, only if," στη σελ. 1228. Δεν βλέπω οποιαδήποτε δυσκολία σ΄ αυτό αλλά και πάλι θα παραθέσω την ουσία με δικά μου λόγια: η διαφορά μεταξύ των συνήθων αποζημιώσεων και τον τιμωρητικών είναι ότι κατά τον καθορισμό των πρώτων οι ένορκοι ή το άλλο δικαστήριο πρέπει να εξετάσουν πόσα έπρεπε να λάβει ο ενάγων ενώ κατά τον καθορισμό των τελευταίων πρέπει να εξετάσουν πόσα θα έπρεπε να πληρώσει ο εναγόμενος. Δημιουργείται μόνο σύγχυση αν εξετάσουν και τα δύο ζητήματα ταυτοχρόνως. Ο μόνος πρακτικός τρόπος για να προχωρήσουν είναι πρώτα να εξετάσουν την υπόθεση από την άποψη της αποζημίωσης του ενάγοντα. Δεν πρέπει μόνο να αποζημιωθεί για την αποδειχθείσα πραγματική απώλεια αλλά επίσης
για οποιαδήποτε βλάβη στα αισθήματα του και επειδή έχει υποστεί ύβρεις, ταπεινώσεις και τα παρόμοια. Και όπου ο εναγόμενος έχει συμπεριφερθεί με τρόπο αποτρόπαιο μια πλήρης αποζημίωση θα είναι το ορθό μέτρο. Έτσι το δικαστήριο θα καθορίσει στο μυαλό του το ποσό που θα ήταν ορθό ως συνήθης αποζημίωση. Τότε, εάν έχει αποφασίσει ότι η υπόθεση είναι η πρέπουσα για τιμωρητικές αποζημιώσεις, το δικαστήριο πρέπει να στρέψει την προσοχή του στον εναγόμενο και να διερωτηθεί κατά πόσο το ποσό το οποίο έχει ήδη ορίσει ως συνήθεις αποζημιώσεις είναι ή δεν είναι επαρκές να εξυπηρετήσει το δεύτερο σκοπό της τιμωρίας ή αποτροπής. Αν νομίζουν ότι εκείνο το ποσό είναι επαρκές για το δεύτερο σκοπό καθώς και για τον πρώτο δεν πρέπει να προσθέσουν οτιδήποτε σ΄ αυτό. Είναι αρκετό τόσο ως συνήθεις όσο και ως τιμωρητικές αποζημιώσεις. Πλήν, όμως, αν νομίζουν ότι το ποσό είναι ανεπαρκές ως τιμωρία τότε πρέπει να προσθέσουν σ΄ αυτό αρκετά για να το καταστήσουν ως ποσό επαρκές για τιμωρία. Ένα πράγμα που δεν πρέπει να κάμουν είναι να καθορίσουν ένα ποσό ως συνήθεις και ως τιμωρητικές αποζημιώσεις και να τα προσθέσουν. Πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι οι συνήθεις αποζημιώσεις είναι πάντοτε μέρος της συνολικής τιμωρίας.»Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του στοιχεία για τον καθορισμό της πραγματικής απώλειας - της συνήθους ζημιάς. Δεν μπορούσε, επομένως, να εξετάσει κατά πόσο το ποσό που θα επεδίκαζε με τη μορφή των συνήθων αποζημιώσεων ήταν ανεπαρκές (
Rookes, πιο πάνω). Τούτων δοθέντων δεν υπήρχε περιθώριο για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Επομένως η επιδίκαση αποζημιώσεων παραμερίζεται. Πρόσθετα ένας από τους παράγοντες που λαμβάνεται υπόψη είναι η οικονομική κατάσταση του εναγομένου. Ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος ζεί με μια σύνταξη, και ενώ δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία για το ύψος της σύνταξης και τις ανάγκες διαβίωσης του, προχώρησε στην επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Έχει, επομένως, λειτουργήσει με τρόπο αντίθετο προς τις αρχές που διέπουν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Η επί του προκειμένου απόφαση του κρίνεται εσφαλμένη και γι΄ αυτό το λόγο.Για τους πιο πάνω λόγους η επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων παραμερίζεται. Εν όψει της κατάληξης του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου περί παράνομης επέμβασης του εφεσείοντος στην κινητή ιδιοκτησία του εφεσίβλητου και της αδυναμίας του τελευταίου ν΄ αποδείξει την ειδική ζημιά του, επιδικάζουμε στον εφεσίβλητο ονομαστικές αποζημιώσεις της τάξεως των £10.- με έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επί της ανάλογης κλίμακας των £10.- Ο εφεσίβλητος να πληρώσει τα έξοδα της έφεσης επί της κλίμακας των £1.000.-
Σημειώνουμε ότι έχει διατυπωθεί και λόγος έφεσης σχετικά με την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης που σχετίζεται με την παράνομη επέμβαση στην κινητή ιδιοκτησία. Υπέβαλαν ότι η αγωγή είχε ως βάση «την παράνομη επέμβαση επί ακινήτου περιουσίας».
Δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τον σχετικό λόγο της έφεσης για τους εξής λόγους:
Ο εφεσείων δεν έχει προσβάλει τη διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ολοσχερούς καταστροφής του «καλουπωμένου» τοίχου. Επομένως η κρίση περί του κατά πόσο η πράξη του εφεσείοντος συνιστά παράνομη επέμβαση σε κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία καθίσταται άνευ σημασίας. Και οι δύο επεμβάσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της αγωγής χωρίς την απόδειξη ζημίας στην ιδιοκτησία (
Clerk & Lindsell on Torts, 16th ed., παραγ. 22-02 και 23-07 και αρ. 43(1) και 44(1) (α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148).
Η έφεση επιτρέπεται ως ανωτέρω.
Π.
Δ.
Δ
.
/ΕΑΠ.