ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1609

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                           

                                                (Πολιτική Εφεση Αρ. 11473)

 

7 Νοεμβρίου, 2003

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

                                               

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΖΑΒΑΛΛΗΣ,

 

                                                          Εφεσείοντες,

v.

 

ΝΕΣΤΟΡΑ Χ»ΗΡΟΔΟΤΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΝΕΣΤΟΡΑ ΚΙΤΑΛΙΔΗ,

 

                                                          Εφεσιβλήτου.

― ― ― ― ―

 

Μ. Παπαδοπούλου για Α.Σ. Αγγελίδη,  για τους Εφεσείοντες.

 

Ν. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.

 

― ― ― ― ―

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες Μιχαηλίδης & Ζαβαλλής είναι συνεραιρισμός δικηγόρων. Μέλη του συνεταιρισμού είναι οι δικηγόροι Γ. Μιχαηλίδης και Δ. Ζαβαλλής, εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Δικηγόρων Κύπρου.

 

Ο εφεσίβλητος, δυνάμει ειδικών συμφωνιών (special retainers) διόρισε τους εφεσείοντες ως δικηγόρους του στις αγωγές 1188/90 και 889/90 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Η συμφωνηθείσα αμοιβή των εφεσειόντων  για τις υπηρεσίες τους προς τον εφεσίβλητο ήταν πέραν της προβλεπόμενης στους Κανονισμούς για αγωγές αντίστοιχων κλιμάκων.

 

Ο εφεσίβλητος με επιστολή του ημερ. 13.12.94 τερμάτισε το διορισμό των εφεσειόντων ως δικηγόρων του στις πιο πάνω αγωγές και ζήτησε:

 

«............. όπως μου αποστείλετε μέσον πρωτοκολλητή τον τελικόν σας λογαριασμό για την εργασίαν που κάνετε μέχρι σήμερα προς εξόφλησιν.»

 

 

 

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με την οποία διεκδίκησαν τα ποσά των αμοιβών που αντιστοίχως συμφωνήθηκαν δυνάμει των ειδικών συμφωνιών. Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ένσταση και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, αγορεύοντας ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου, ήγειρε για πρώτη φορά θέμα παρανομίας των ειδικών συμφωνιών. Υποστήριξε ότι οι συμφωνίες ήταν παράνομες επειδή το ουσιαστικό αντικείμενο τους, συνίστατο στην άσκηση δικηγορίας υπό συνεταιρισμού κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Δικηγόρων Νόμου οι οποίες ρυθμίζουν το θέμα της άσκησης της δικηγορίας και των προσώπων που έχουν εκ του νόμου δικαίωμα να ασκούν δικηγορία, στην έννοια του όρου «ασκείν την δικηγορίαν» με βάση το άρθρο 2 του νόμου.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής αφού ασχολήθηκε με το εγερθέν ζήτημα, διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη παρανομία, προέκυπτε από τα γεγονότα  της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση των εφεσειόντων. Και επειδή, καθώς έκρινε, αυτή η παρανομία ήταν έκδηλη, κατ΄ επίκληση του σκεπτικού στην Ιωάννου κ.α. ν. Μουσκάλλη κ.α., ΠΕ 9746, ημερ. 3.12.1997, αποφάσισε ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για την ex proprio motu εξέταση του κατά πόσο οι συγκεκριμένες ειδικές συμφωνίες  ήταν πράγματι μολυσμένες από παρανομία.

 

Η προσοχή του Δικαστηρίου επικεντρώθηκε στο άρθρο 6(Α)* του περί Δικηγόρων Νόμου (νόμος αρ. 31(1)/2001 - τροποποιητικός). Κατόπιν ερμηνείας της διάταξης το δικαστήριο κατέληξε στο εξής συμπέρασμα:

 

«Ο συνεταιρισμός Δικηγόρων ρυθμίζει τις μεταξύ των συνεργαζόμενων δικηγόρων σχέσεις - οικονομικές και άλλες - αλλά καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με την άσκηση δικηγορίας. Το ασκείν δικηγορία είναι λειτούργημα και ο ασκών τη δικηγορία θεωρείται συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Θα ήταν παράξενο αλλά και παράλογο νομικές οντότητες να έχουν ή να μπορούν να αποκτούν τις πιο πάνω ιδιότητες.  ..........................................................................

.....................................................................................................................................................Είναι η κρίση μου ότι οι συνεταιρισμοί που συστήνουν μεταξύ τους οι δικηγόροι δεν ασκούν και ούτε δικαιούνται να ασκούν αυτοί καθ΄ εαυτοί δικηγορία αλλά δικηγορία ασκούν οι κατ΄ ιδίαν δικηγόροι που απαρτίζουν το συνεταιρισμό.»

 

 

 

 

Υπό το φως του πιο πάνω συμπεράσματος, ο πρωτόδικος δικαστής προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας των ειδικών συμφωνιών. Με αναφορά στο άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 και στη σχετική επί του θέματος νομολογία, κήρυξε παράνομες τις συμφωνίες ως αντιβαίνουσες τις πρόνοιες του άρθρου 6Α(1)(2)(3) του περί Δικηγόρων Νόμου και ως αντίθετες προς τη δημόσια πολιτική. Η καταλυτική επί του κύρους των συμφωνιών διαπίστωση, επέφερε την απόρριψη της αγωγής των εφεσειόντων.

 

Με την έφεση αυτή, οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται στη διαπίστωση της έκδηλης παρανομίας καθώς και στην εξ ιδίας πρωτοβουλίας εξέταση του θέματος.

 

Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι η εγγραφή συνεταιρισμού δικηγόρων δεν απαγορεύεται από το νόμο ή τους Κανονισμούς Δεοντολογίας. Η σύναψη των  συμφωνιών έγινε ελεύθερα και ο συνεταιρισμός ανέλαβε προς τον εφεσίβλητο την υποχρέωση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών από τους δικηγόρους μέλη του, οι οποίοι, ως  εγγεγραμμένοι δικηγόροι, ήταν οι μόνοι που είχαν δικαίωμα εμφάνισης ενώπιον δικαστηρίου.

 

Από το περιεχόμενο της δήλωσης/βεβαίωσης* που ο δικηγόρος υποβάλλει για την έκδοση της ετήσιας άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος καθώς και από τις πρόνοιες του άρθρου 22 των  Κανονισμών Δεοντολογίας Δικηγόρων, προκύπτει ότι κάθε δικηγόρος έχει δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμά του μέσω συνεταιρισμού. Εξάλλου, στα έγγραφα διορισμού τα οποία επιμαρτυρούν τη συμφωνία, αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος διόρισε ως δικηγόρους «τους Μιχαηλίδη και Ζαβαλλή».

 

Διάδικος ο οποίος θέλει να εγείρει θέμα παρανομίας ως υπεράσπιση, οφείλει να εκθέσει στις γραπτές προτάσεις του τα γεγονότα που συνιστούν την κατ΄ ισχυρισμό παρανομία. (Βλ. Διαταγή 19 θ.14 των Διαδικαστικών Κανονισμών.) Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο λαμβάνει γνώση ότι προκύπτει έκδηλη παρανομία είτε από την ίδια τη σύμβαση είτε από την προσκομισθείσα μαρτυρία σε συσχετισμό προς τη σύμβαση, διατηρεί δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης της συγκεκριμένης παρανομίας έστω και αν αυτή δεν ηγέρθη ως υπεράσπιση από κανένα διάδικο. Βλ. Ayia Napa Nissi Ltd και άλλων ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 ΑΑΔ 549, Αντιγόνη Χρίστου ν. S.D. Clinic Co Ltd, ΠΕ 10555, ημερ. 19.12.2000 και Γεώργιος Δημητρίου ν. Κλεόβουλου Συμεωνίδη, ΠΕ 10854, ημερ. 11.7.2002.

 

Συνεκτιμώντας τα επιχειρήματα των εφεσειόντων υπό το πρίσμα του νόμου και των γεγονότων της υπόθεσης, διαπιστώνουμε ότι δεν έχει προκύψει έκδηλη παρανομία η οποία θα δικαιολογούσε την αυτεπάγγελτη εξέτασή της από το Δικαστήριο. Η προσέγγιση του δικάσαντος Δικαστηρίου και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε επί του θέματος κρίνεται εσφαλμένο. Η περίπτωση διακρίνεται από την Platritis & Co v. Computer Patent (1988) 1 CLR 135. Στην Platritis το νομικό πρόσωπο (Platritis & Co) ανέλαβε, δυνάμει συμφωνίας, υποχρέωση παροχής νομικών υπηρεσιών προς τον πελάτη (Computer Patent). Προϋπόθεση εκ του νόμου για την παροχή των επίδικων υπηρεσιών ήταν η άσκηση δικηγορίας εντός της εννοίας του περί Δικηγόρων Νόμου. Το ένα από τα δύο μέλη του νομικού προσώπου δεν ήταν δικηγόρος και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα να ασκεί δικηγορία όπως ορίζει ο περί Δικηγόρων Νόμος. Κρίθηκε ότι ο σκοπός της συμφωνίας ήταν παράνομος. Το Εφετείο διακήρυξε ότι ένας από τους σκοπούς του άρθρου 2(1) του περί Δικηγόρων Νόμου είναι η προστασία του κοινού κατά τη διεκπεραίωση νομικών υποθέσεων που το αφορούν μέσω αντιπροσώπου.

 

Η διάκριση της  παρούσας υπόθεσης από την Platritis, οδηγεί στο λόγο έφεσης 3 που έχει ως αντικείμενο τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι οι επίδικες ειδικές συμβάσεις είναι παράνομες. Η διαπίστωση είναι λανθασμένη γιατί οι συγκεκριμένες συμβάσεις δεν είναι αντίθετες προς τις πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου ή προς οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη. Από την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία της Platritis (ανωτέρω), συνάγεται ότι η συμφωνία την οποία συνάπτει συνεταιρισμός δικηγόρων τα μέλη του οποίου είναι δικηγόροι και έχουν το δικαίωμα άσκησης δικηγορίας εντός της έννοιας του νόμου είναι έγκυρη. Η έννοια του όρου «συνεταιρισμός» παρέχεται στο άρθρο 5(1) του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου Κεφ. 116.

 

«5(1). Συνεταιρισμός είναι η σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ προσώπων που διεξάγουν εργασίες από κοινού με σκοπό το κέρδος.»

 

 

Συνεταιρισμός αποτελούμενος από δικηγόρους οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος διατηρεί δυνατότητα σύναψης συμφωνιών παροχής υπηρεσιών σε πελάτες εμπεριέχουσες το στοιχείο της άσκησης δικηγορίας καθώς και δικαίωμα καθορισμού της πληρωτέας αμοιβής. Και εφόσον οι συγκεκριμένες υπηρεσίες παρέχονται από δικηγόρο ή δικηγόρους μέλη του συνεταιρισμού, εξυπακούεται ότι η συμφωνία πελάτη και συνεταιρισμού είναι νόμιμη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι δικηγόροι μέλη του συνεταιρισμού, Γ. Μιχαηλίδης & Δ. Ζαβαλλής ήταν εγγεγραμμένοι δικηγόροι και συνεπώς διέθεταν τα εκ του νόμου απαιτούμενα προσόντα νόμιμης εκπροσώπησης του εφεσίβλητου στις υποθέσεις που αφορούσαν οι επίδικες ειδικές συμβάσεις.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για επανεκδίκαση της ουσίας  από άλλο δικαστή.

 

 

                                                                         Γ.Μ. Πικής, Π.,

 

                                                                         Π. Καλλής, Δ.,

 

                                                                         Α. Κραμβής, Δ.

 

 

ΣΦ.



*6Α.-(1) Κάθε δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα εγγράφεται σε βιβλίο που τηρείται από τον Αρχιπρωτοκολλητή, το οποίο καλείται 'Μητρώο των Δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα'.

    (2)  Ο Αρχιπρωτοκολλητής, με αίτηση κάθε προσώπου, του οποίου το όνομα φαίνεται στο Μητρώο των δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα, εκδίδει σε αυτό πιστοποιητικό εγγραφής με τη σφραγίδα του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

    (3) Ο δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα κατά την έκδοση της ετήσιας άδειάς του καταθέτει στον Αρχιπρωτοκολλητή βεβαίωση, σύμφωνα με το τύπο που επισυνάπτεται στο Παράρτημα, με σχετική επιβεβαίωση από τον οικείο τοπικό δικηγορικό σύλλογο, δηλώνοντας ότι έχει ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και ότι είναι έτοιμος να ασκήσει αυτό. Αντίγραφο της βεβαίωσης αποστέλλεται από τον Αρχιπρωτοκολλητή στο Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου:

    Νοείται ότι ο οικείος τοπικός δικηγορικός σύλλογος, προτού επιβεβαιώσει ότι ο δικηγόρος έχει ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και ότι είναι έτοιμος να ασκήσει αυτό, διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, μέσω του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι ο δικηγόρος είναι εγγεγραμμένος ως εισφορέας δικηγόρος στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

    (4) Το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και οι Επιτροπές των Τοπικών Δικηγορικών Συλλόγων νομιμοποιούνται να ζητούν τη διαγραφή δικηγόρου από το Μητρώο των Δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η σχετική εγγραφή έγινε με ψευδείς παραστάσεις, χωρίς να συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις:

     Νοείται ότι ο Αρχιπρωτοκολλητής εκδίδει την απόφασή του για την αίτηση, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη.

    (5)  Καμιά διάταξη που περιέχεται στο άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε-

    (α)  Οποιοδήποτε νομικό λειτουργό.

    (β) οποιοδήποτε κυβερνητικό λειτουργό εξουσιοδοτημένο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να εμφανίζεται, παρίσταται σε δικαστήριο (plead) και ενεργεί σε οποιαδήποτε διαδικασία στην οποία η Δημοκρατία, η κυβέρνηση ή οποιοσδήποτε από τους λειτουργούς της υπό την επίσημή του ιδιότητα είναι διάδικος.»

 

*«Το επάγγελμα του δικηγόρου το ασκώ συνεταιρικά στο συνεταιρισμό στη διεύθυνση .....

΄Η ως συνεργάτης του συναδέλφου ...............

΄Η του συνεταιρισμού δικηγόρων στην διεύθυνση ....................»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο