ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1492
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 11432)
23 Οκτωβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]
[ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείων
,ν.
ΧΡΙΣΤΑΚΗ Χ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
________________________
Α. Θουκυδίδης,
για τον Εφεσείοντα.Ν. Παπαμιλτιάδους, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Οι εφεσίβλητοι ενήγαγαν τον εφεσείοντα για ξυλουργικές εργασίες τις οποίες εκτέλεσαν στο κατάστημά του, αξιώνοντας το ισάξιο της συμφωνηθείσας αμοιβής τους, ανερχόμενης σε £2.424,60, την οποία ο εφεσείων παρέλειψε να καταβάλει.Στην ΄Εκθεση Απαιτήσεως γίνεται αναφορά και σε τιμολόγιο το οποίο εξέδωσαν οι ενάγοντες, στο οποίο καταγράφεται η εργασία που εκτελέστηκε.
Στην ΄Εκθεση Υπερασπίσεώς του, ο εφεσείων παραδέχεται ότι ήλθε σε συμφωνία με τους εφεσίβλητους για την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών στο κατάστημά του, αρνείται όμως ότι αυτές έγιναν, ή ότι οφείλει οποιοδήποτε ποσό σ' αυτούς.
Προς απόδειξη των εκατέρωθεν θέσεων, κατέθεσαν, αντίστοιχα, ο διευθυντής των εφεσιβλήτων και ο εφεσείων. Ο πρώτος αναφέρθηκε σε ξυλουργικές εργασίες που συμφωνήθηκε να γίνουν από τους εφεσίβλητους και, κατ' ακολουθίαν, έγιναν στο κατάστημα του εφεσείοντος και στο ποσό που συμφωνήθηκε για την αμοιβή τους, το οποίο παρέμεινε ανεξόφλητο. Στη μαρτυρία του καθόρισε την εργασία η οποία έγινε. Προσπάθεια των εφεσιβλήτων να προσαγάγουν ως μαρτυρία αντίγραφο του τεκμηρίου το οποίο εξέδωσαν προσέκρουσε στην ένσταση του αντιδίκου και, κατ' ακολουθίαν, στην απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε η μαρτυρία αυτή απαράδεκτη, στην απουσία των δικαιολογητικών για τη μη παρουσίαση του πρωτοτύπου. ΄Ελειπαν οι προϋποθέσεις για την προσαγωγή δευτερογενούς μαρτυρίας.
Ως ο ισχυρισμός του στην Υπεράσπιση, ο εφεσείων αναγνώρισε στη μαρτυρία του ότι ήλθε σε κάποια συμφωνία με το διευθυντή των εφεσιβλήτων για κατασκευή ξυλουργικών έργων στο κατάστημά του. Παραδέχτηκε, επίσης, παρά τον ισχυρισμό του περί του αντιθέτου στην Υπεράσπιση, ότι οι εφεσίβλητοι εκτέλεσαν ξυλουργικές εργασίες στο κατάστημά του, όχι όμως της αξίας που αυτοί υποστηρίζουν αλλά μικρότερης, την οποία μάλιστα οι διάδικοι συμφώνησαν σε £1.100,00. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού καταβλήθηκε στους εφεσίβλητους, όπως κατάθεσε, και παρέμεινε χρέος μόνο £100.00. Κατά τους ισχυρισμούς του, κατέβαλε το ποσό αυτό τοις μετρητοίς, χωρίς να πάρει απόδειξη. Οι εφεσίβλητοι, ως ισχυρίστηκε, άφησαν ημιτελή την εργασία που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν στο κατάστημά του, λόγω της ανάληψης άλλων εργασιών στην Πάφο. ΄Ετσι αναγκάστηκε να προσλάβει άλλο ξυλουργό προς συμπλήρωση της εργασίας, στον οποίο κατέβαλε ποσό £3.000,00. Το όνομα του προσώπου αυτού ο εφεσείων ταλαντεύτηκε να προσδιορίσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο μάρτυρα το διευθυντή των εφεσιβλήτων και αναξιόπιστο τον εφεσείοντα. Παρά ταύτα, θεώρησε σημαντική την παραδοχή του εφεσείοντος ότι οι εφεσίβλητοι εκτέλεσαν στο κατάστημα του εργασία ύψους £1.100,00, γεγονός που, σε συνδυασμό με το ανυπόστατο του ισχυρισμού του ότι κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι της οφειλής του, οδήγησε το Δικαστήριο στο εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι εκτέλεσαν ξυλουργική εργασία για τον εφεσείοντα αξίας £1.100,00, ποσό το οποίο ο τελευταίος παρέλειψε να καταβάλει. Στην κατάληξη αυτή προσμέτρησε και το γεγονός ότι, κατά την εξέταση του διευθυντή των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων του υπέβαλε ότι εκτελέστηκε εργασία αξίας £1.100,00, γεγονός το οποίο ο μάρτυρας αρνήθηκε, επιμένοντας στη δική του εκδοχή.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος για το ποσό των £1.100,00.
Με την έφεσή του, ο εφεσείων προσβάλλει, ως εσφαλμένα ή και αυθαίρετα, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε συσχετισμό με:-
(α) Τις θέσεις του στο δικόγραφο. και
(β) Την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Οι δύο λόγοι έφεσης συμπλέκονται. ΄Εχουν κοινό παρονομαστή το βάσιμο των ευρημάτων του Δικαστηρίου, κρινόμενο κάτω από το σκεπτικό του Δικαστηρίου για τη διαπίστωσή τους.
Η εξήγηση, την οποία δίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του αξιόπιστου, ως έκρινε, μάρτυρα των εφεσιβλήτων για το σύνολο της απαίτησής τους, εντοπίζεται σε ένα και μόνο σημείο - στη μη κατάθεση του τιμολογίου, γεγονός που, ως αναφέρει, καθιστά απαράδεκτη τη μαρτυρία του για την εκτελεσθείσα εργασία, ως εξ ακοής προερχόμενη. Λέγει το Δικαστήριο ότι η απαίτηση είναι βασισμένη στο τιμολόγιο. Αυτό είναι σφάλμα. Βάση της αγωγής τους αποτελεί η εκτέλεση εργασίας προς όφελος του εφεσείοντος και η παράλειψη εκ μέρους του καταβολής του συμφωνηθέντος ποσού. Το τιμολόγιο δε συνιστά μαρτυρία για την εργασία η οποία έγινε, αλλά σημείωση γι' αυτή, η οποία συναρτάται με τη γνώση του γράφοντος γι' αυτά που κατέγραψε. Ως φαίνεται, το Δικαστήριο εξίσωσε το τιμολόγιο με συμφωνία, από την οποία απορρέει η υποχρέωση για την οφειλή. ΄Αλλωστε, τα γραφόμενα στο τιμολόγιο αποτελούν αναπαραγωγή των όσων γνώριζε ο διευθυντής των εφεσιβλήτων για την εκτελεσθείσα εργασία. Η μαρτυρία του δεν αποτελεί αναπαραγωγή του περιεχομένου του τιμολογίου αλλά εξιστόρηση γεγονότων, τα οποία πηγάζουν από ιδία γνώση.
Το εύρημα, εξάλλου, του Δικαστηρίου - ότι η εκτελεσθείσα εργασία ανερχόταν, ως συνεφωνήθη, σε ποσό £1.100,00 - κατά πρώτο λόγο, είναι αντινομικό προς το εύρημά του για την αξιοπιστία του διευθυντή των εφεσιβλήτων, ο οποίος κατέθεσε ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή ανερχόταν σε £2.424,60, και, κατά δεύτερο λόγο, έρχεται σε αντίθεση με το επίσης πρωτογενές εύρημα ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος. Ελλείπει ολωσδιόλου η βάση για το δευτερογενές εύρημα ότι η εκτελεσθείσα εργασία ανερχόταν σε £1.100,00. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου δε θεμελιώνεται στα ευρήματά του για τα πρωτογενή γεγονότα. Ως προς τη διάκριση μεταξύ των δύο και τη λειτουργική τους σημασία, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.
Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για τα διαδραματισθέντα είναι, εν πολλοίς, αυθαίρετες. Εκτός από την αντινομία τους προς τα πρωτογενή ευρήματά του, αντίκεινται και προς την εκδοχή εκάτερου των διαδίκων. Κατά τον εφεσείοντα, το εναπομείναν χρέος του προς τους εφεσίβλητους περιοριζόταν στο ποσό των £100,00.
Οι εφεσίβλητοι δεν άσκησαν αντέφεση, προς ανατροπή της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με έρεισμα το εύρημα αξιοπιστίας του μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε προς θεμελίωση της υπόθεσής τους. Τα επίδικα θέματα της έφεσης περιορίζονται στα τιθέμενα από αυτή. Το ανυπόστατο των δευτερογενών ευρημάτων του Δικαστηρίου, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, σε συνδυασμό με την εσφαλμένη προσέγγισή του στην εξαγωγή τους, καθιστά την αποδοχή της έφεσης αναπόφευκτη και συν αυτή την έκδοση διαταγής για την αναδίκασή της υπόθεσης αναγκαία. Η αναδίκαση επιβάλλεται από την απουσία εγκύρων ευρημάτων για τα κρίσιμα γεγονότα της υπόθεσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητά της. Διατάσσεται αναδίκαση της υπόθεσης.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.
B>
Γ.Μ. Πικής, Π.Π. Καλλής, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
/ΜΠ