ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1275
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
29 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. Αντωνάκης Χρ. Σολομωνίδης Λτδ,
2. (α) Πωλίνα Αντωνάκη Σολομωνίδη,
(β) Ροδοθέα Καραβιώτη,
Εφεσείοντες-εναγόμενοι,
ν.
1. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
2. Υπουργου Εσωτερικών ως Κηδεμόνα
Τουρκοκυπριακών Περιουσιών,
Εφεσίβλητοι-ενάγοντες.
- - - - - - - - - -
Χ" Σέργης για κ. Ε. Ευσταθίου
, για ΕφεσείοντεςΠ. Αγγελίδης, για Εφεσίβλητους.
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αγωγή Αρ. 9429/94 κλήθηκε να αποφασίσει, πριν την εκδίκασή της, για τη συνταγματικότητα μέρους του άρθρου 2 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 139/91.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τις αρχές που διέπουν το θέμα συνταγματικότητας νόμου, κατέληξε πως οι επίδικες πρόνοιες ήταν αντίθετες με πρόνοιες του Συντάγματος και συγκεκριμένα το Άρθρο 23.10. Ακολούθως, παραθέτοντας σωρεία αυθεντιών, εξέτασε το κατά πόσο μπορούσαν οι πρόνοιες αυτές να δικαιολογηθούν με βάση το δίκαιο της ανάγκης, δίδοντας θετική απάντηση στο ερώτημα.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες αμφισβητούν την απόφαση του Δικαστηρίου ως εσφαλμένη, επικεντρώνοντας τη θέση τους αυτή στο επιχείρημα ότι, αφού οι πρόνοιες του Συντάγματος που έχουν παραβιασθεί είναι διατάξεις του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος, που περιέχει τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες, δεν ήταν δυνατή καθ΄οιονδήποτε τρόπο η παράβασή τους, αφού αυτά είναι αναπαλλοτρίωτα και απόλυτα, ως προς την άσκησή τους. Στην ουσία, οι πρόνοιες, των οποίων αμφισβητείται η συνταγματικότητα, είναι η συμπερίληψη της βακούφικης περιουσίας στον ορισμό της «τουρκοκυπριακής περιουσίας» και του Εβκάφ στον ορισμό του όρου «Τουρκοκύπριος».
Στο άρθρο 2 του Νόμου καθορίζονται ως ακολούθως οι πιο πάνω όροι:
«'τουρκοκυπριακή περιουσία' περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία
».«'Τουρκοκύπριος' σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο καθώς και το Εβκάφ
.»Κορυφαία απόφαση σε σχέση με το δίκαιο της ανάγκης είναι η Attorney-General of the Republic v. Ιbrahim (1964) C.L.R. 195. Στην υπόθεση εκείνη έγινε εκτενής ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα, όπως αναγνωρίζονται και σε άλλες χώρες, σε συνάρτηση και με τις ιδιάζουσες συνθήκες της Κύπρου. Η αρχή του δικαίου της ανάγκης έχει σκοπό τη διασφάλιση της ύπαρξης και της λειτουργίας του κράτους και τη διατήρηση τάξης στην κοινωνία, όπου δημιουργείται κενό, για να αποτραπεί η κυριαρχία του χάους και της κοινωνικής αταξίας.
Όπως αναφέρθηκε στην
Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, η τουρκική εισβολή του 1974 δημιούργησε άμεσους κινδύνους κατάρρευσης του κράτους και της κοινωνίας, που κατέστησαν αναγκαία την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης για τη διάσωση του κράτους και της κοινωνίας για όσο χρόνο τούτο είναι αναγκαίο.Με το Νόμο 139/91 η διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών δόθηκε στον 'Κηδεμόνα', αφού οι ιδιοκτήτες της γης την είχαν εγκαταλείψει, μετά από τη μετακίνηση πληθυσμών που ακολούθησε την τουρκική εισβολή. Τα μέτρα αυτά, όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία, ήταν μέτρα αναγκαία για να αντεπεξέλθει το κράτος στις ανάγκες που δημιουργήθηκαν από την τουρκική εισβολή και δεν στόχευαν στο να παρακάμψουν τη συνταγματική τάξη, αλλά να την υπηρετήσουν και έπρεπε να κριθούν με αναφορά στην αναγκαιότητα που κατέστησε την εισαγωγή τους αναπόφευκτη για το συμφέρον της κοινωνικής τάξης.
Αναφορικά με τη δυναμική της θεωρίας του δικαίου της ανάγκης λέχθηκαν τα ακόλουθα στην
Aloupas v. National Bank (1983) 1(A) C.L.R. 55 στη σελ. 78:"The doctrine of necessity has its own legal dynamics. Like every legislative measure, it must have a legitimate origin and must emanate from the House of Representatives, while its content must be directly related to the emergency it aims to tidy over and be commensurate to it. The rule of law does not abate in an emergency, subject to the qualification that necessity creates a valid juridical basis for legal action. Legislative measures are subject to juridical control. The Judiciary is charged to ensure that the measures taken are a genuine response to a necessity and, further, that they go no further than the necessity warrants. Judicial control is a hedge against arbitrary invocation of necessity as a justification for legal measures, as well as a hedge against abuse of necessity by taking measures uncalled for by the necessity. But so long as the measures taken are a genuine response to necessity and designed to cope with it, there will be no interference with legislative action. The legislators are the arbiters of the measures necessary to ease the emergency."
Σε μετάφραση:
«Το δόγμα της ανάγκης έχει τη δική του νομική δυναμική. Όπως κάθε άλλο νομοθετικό μέτρο, πρέπει να έχει νόμιμη προέλευση και να προέρχεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ το περιεχόμενό του πρέπει να σχετίζεται αμέσως με την έκτακτη κατάσταση την οποία σκοπεύει να διορθώσει και να είναι ανάλογο με αυτή. Το κράτος δικαίου δεν ατονεί στην περίπτωση έκτακτης ανάγκης, υπό την αίρεση ότι η ανάγκη δημιουργεί έγκυρη νομική βάση για νομοθετική ενέργεια. Τα νομοθετικά μέτρα υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Η Δικαστική Εξουσία επωμίζεται το καθήκον να βεβαιωθεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται είναι γνήσια ανταπόκριση στην ανάγκη και, περαιτέρω, δεν προχωρούν πέραν του ότι δικαιολογεί η ανάγκη. Ο δικαστικός έλεγχος είναι φραγμός εναντίον αυθαίρετης επίκλησης της ανάγκης ως αιτιολογούσας τη λήψη νομικών μέτρων καθώς και φραγμός εναντίον κατάχρησης της ανάγκης με τη λήψη μέτρων που δεν δικαιολογούνται από την ανάγκη. Αλλά, εφόσον τα ληφθέντα μέτρα αποτελούν γνήσια ανταπόκριση στην ανάγκη και σκοπεύουν να την
αντιμετωπίσουν, δεν χωρεί επέμβαση στη νομοθετική ενέργεια. Οι νομοθέτες είναι οι κριτές των αναγκαίων μέτρων για να απαλύνουν την κρίση.»Στην παρούσα περίπτωση, επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ληφθέντα νομοθετικά μέτρα ήταν απολύτως αναγκαία για τη διαχείριση της εγκαταλειφθείσας τουρκοκυπριακής περιουσίας μετά την τουρκική εισβολή, για να εμποδισθεί, μεταξύ άλλων, και η φθορά της και να εξασφαλισθεί η προστασία της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι μέρος της εγκαταλειφθείσας τουρκοκυπριακής περιουσίας ήταν και η βακούφικη περιουσία, αφού με τον υποχρεωτικό διαχωρισμό των πληθυσμών που επιβλήθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις ούτε σε αυτές μπορούσε η τουρκοκυπριακή κοινότητα να έχει πρόσβαση και να τις διαχειρίζεται. Κρίνουμε, ως εκ τούτου, ότι ήταν αναγκαία η συμπερίληψη της βακούφικης περιουσίας στον ορισμό της τουρκοκυπριακής περιουσίας.
Θα πρέπει, τέλος, να αποφασίσουμε τον πυρήνα των θέσεων των εφεσειόντων ενώπιον μας, αν δηλαδή το δίκαιο της ανάγκης μπορεί ή όχι να εφαρμοστεί, ώστε να αναστέλλονται τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες, που περιέχονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος και συγκεκριμένα το δικαίωμα περιουσίας, ιδιαίτερα βακούφικης, η οποία δεν υποβάλλεται σε οποιοδήποτε περιορισμό, σύμφωνα με το Άρθρο 23.10 που διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«10. Ουδεμία εν τούτοις επιβάλλεται αποστέρησις ή όρος, περιορισμός ή δέσμευσις οιουδήποτε δικαιώματος προβλεπομένου εις την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου επί οιασδήποτε κινητής ή ακινήτου βακουφικής ιδιοκτησίας, περιλαμβανούσης τα αντικείμενα και τα υποκείμενα των βακουφίων και των ιδιοκτησιών των ανηκουσών εις τα τεμένη ή εις οιαδήποτε άλλα μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα ή οιουδήποτε δικαιώματος ή συμφέροντος επ αυτών, ειμή τη εγκρίσει της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και συμφώνως προς τους νόμους και τας αρχάς των βακουφίων, η δε παρούσα διάταξις ισχύει και επί των περιπτώσεων περί ων αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου, πλην των όρων, περιορισμών ή δεσμεύσεων προς το συμφέρον πολεοδομίας, και της τετάρτης, εβδόμης και ογδόης παραγράφου του παρόντος άρθρου.»
Το ερώτημα αυτό απαντάται άμεσα στην
Aloupas v. National Bank (ανωτέρω), όπου στη σελ. 64 λέχθηκαν τα ακόλουθα:«
Ιn Chimonides v. Manglis, (1967) 1 C.L.R. 125, there was division of judicial opinion as to whether the fundamental rights and principles, which are safeguarded by Articles (such as 6, 23, 24, 25, 26, 28 and 30) which are to be found in Part II of the Constitution, can be subjected to any limitations or restrictions other than those provided in the said Part II, by resorting to the "reserve powers" or "police powers" of the State.Having given to the matter further consideration, especially in the light of the able arguments advanced by counsel who have appeared before us in these proceedings, I am still inclined to the view that there can be no question of subjecting, during a period of normality, the fundamental rights and liberties guaranteed in Part II of the Constitution to any limitations or restrictions other than those provided in such Part, in a manner contrary to Article 33 of the Constitution.
I am, however, of the view that, when the State is faced with a calamity which has surpassed the remedial scope of a Proclamation of Emergency under Article 183 of the constitution, the State can resort to measures entailing the limitation or restriction or even deprivation of the fundamental rights and liberties guaranteed by Part II of the constitution, even in a manner contrary to the aforesaid Article 33, and that it can do so by virtue of the "law of necessity"; and, in such a case, whether one speaks of the "law of necessity" or of "reserve powers" it makes no material difference because both notions are two sides of one and the same juridical coin.
Of course, resort to any legislative measures, as aforesaid, is and should, always, be subject to judicial control so as to ensure that such measures are justified by the calamity in relation to which they have been enacted."
Σε μετάφραση:
«Στη
Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125 υπήρξε δικαστική διαφωνία στο κατά πόσο τα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές, που διασφαλίζονται με τα Άρθρα (όπως τα 6, 23, 24, 25, 26, 28 και 30) που περιέχονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, μπορεί να γίνουν αντικείμενο οποιουδήποτε περιορισμού ή δέσμευσης, εκτός εκείνων που προβλέπονται στο ρηθέν Μέρος ΙΙ, με την καταφυγή στα «κατάλοιπα εξουσίας» ('reserve powers' ή 'police powers') του κράτους.Έχοντας εξετάσει περαιτέρω το θέμα, ειδικά υπό το φως των επιχειρημάτων που προτάθηκαν από τους συνήγορους που εμφανίστηκαν ενώπιόν μας σε αυτή τη διαδικασία, εξακολουθώ να αποκλίνω προς την άποψη ότι δεν τίθεται θέμα να υποβάλλονται, σε περίοδο ομαλότητας, τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, που διασφαλίζονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, σε οποιουσδήποτε περιορισμούς ή δεσμεύσεις, εκτός εκείνους που προνοούνται σε αυτό το Μέρος, με τρόπο αντίθετο με το Άρθρο 33 του Συντάγματος.
Έχω εντούτοις την άποψη ότι, όταν η Πολιτεία αντιμετωπίζει μια συμφορά που έχει ξεπεράσει τη θεραπευτική εμβέλεια Κήρυξης Κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης, κάτω από το Άρθρο 183 του Συντάγματος, η Πολιτεία μπορεί να προσφύγει σε μέτρα που συνεπάγονται τον περιορισμό ή τη δέσμευση ή, ακόμη, και τη στέρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που διασφαλίζονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, ακόμη και σε αντίθεση με το ρηθέν άρθρο
33, και ότι μπορεί να πράξει τούτο με βάση το «δίκαιο της ανάγκης». και, σε τέτοια περίπτωση, είτε κάποιος ομιλεί για το «δίκαιο της ανάγκης», ή «τα κατάλοιπα εξουσίας» δεν υπάρχει καμμιά ουσιώδης διαφορά, γιατί και οι δύο αυτές έννοιες είναι δύο πλευρές ενός και του ιδίου δικαιϊκού νομίσματος.Βεβαίως προσφυγή σε νομοθετικά μέτρα, ως ανωτέρω, υπόκειται και πρέπει πάντοτε να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, για να διασφαλίζεται ότι αυτά τα μέτρα δικαιολογούνται από τη συμφορά σε σχέση με την οποία έχουν θεσπισθεί.»
Με βάση τις πιο πάνω αρχές, κρίνουμε ότι ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως οι επίδικες νομοθετικές πρόνοιες, σε σχέση ειδικά με τις βακούφικες περιουσίες, εδικαιολογούντο με βάση την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Η Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείρισή της περιουσίας. Τα δε μέτρα που λήφθηκαν ήταν, κατά την άποψη μας, τα απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.
Η Έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.