ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1240

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 11090)

29 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

  1. ΤΣΟΛΑΚΗΣ ΤΟΥΤΖΙΚΙΑΝ,
  2. TSOLINE TOUNJIKIAN,
  3. HAGOP TOUNJIKIAN,
  4. ARAM KHATCHATRIAN,

Εφεσείοντες- Εναγόμενοι,

v.

ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

 

Χ. Λειβαδιώτου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Χάσικος για Μ. Κυπριανού, για τους Εφεσίβλητους.

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι είναι χρηματοδοτικός οργανισμός και η αξίωση τους εδράζεται σε σύμβαση ενοικιαγοράς αυτοκινήτου. Ο εφεσείων-εναγόμενος 1 ήταν ο ενοικιαστής και οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1-4 και ο εναγόμενος 5, που δεν υπεράσπισε την αγωγή εναντίον του, ήταν οι εγγυητές του. Ο εναγόμενος 5 ήταν και ο πωλητής (dealer) του αυτοκινήτου.

Η αγωγή είχε εγερθεί σε σχέση με το σύνολο των μη πληρωθεισών δόσεων. Ήταν η θέση των εφεσειόντων-εναγομένων 1-4 πως ο εναγόμενος 5, σε συμπαιγνία με τους ενάγοντες ή ως αντιπρόσωπός τους, ενεργώντας με δόλο και κάτω από το κάλυμμα της σύναψης σύμβασης ενοικιαγοράς για άλλο αυτοκίνητο, δηλαδή το ΕΝΚ 697, απόσπασε τις υπογραφές των εφεσειόντων 1-4 ως ενοικιαστή και εγγυητών σε έντυπο σύμβασης ενοικιαγοράς που ήταν ασυμπλήρωτο και το οποίο στη συνέχεια συμπλήρωσε, καταχωρώντας ως αντικείμενο της ενοικιαγοράς το αυτοκίνητο DAF 825, για το οποίο οι εφεσίβλητοι ουδέποτε συμβλήθηκαν.

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή επί των γεγονότων δεν αμφισβητούνται με την παρούσα έφεση. Εκείνο όμως που αμφισβητείται είναι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με βάση τα γεγονότα, όπως θα φανεί πιο κάτω.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε τα πραγματικά και ουσιώδη γεγονότα, στα οποία κατέληξε ως ακολούθως:

«Ο ενοικιαστής-εναγόμενος 1 και οι εγγυητές του - εναγόμενοι 2-4 υπέγραψαν εν λευκώ το έντυπο της σύμβασης ενοικιαγοράς δείχνοντας εμπιστοσύνη ο εναγόμενος 1 και δι΄αυτού και οι λοιποί εναγόμενοι 2-4 στον πωλητή-εναγόμενο 5 ότι αυτός θα συμπλήρωνε το έντυπο ως η συνεννόηση με τον εναγόμενο 1 ώστε να αφορά το αυτοκίνητο Honda σαλούν ΕΝΚ 697 το οποίον ο εναγόμενος 1 αφέθηκε ήδη να κατέχει και χρησιμοποιεί. Αντί ο εναγόμενος 5 να συμπληρώσει το έντυπο με τα στοιχεία αυτού του αυτοκινήτου το συμπλήρωσε με τα στοιχεία του διπλοκάμπινου Mitsubishi DAF 825 που ήταν καταστραμμένο και ακολούθως παρουσίασε το έντυπο στους ενάγοντες που αποδέχθησαν να χρηματοδοτήσουν την αγορά του αυτοκινήτου που εμφαίνετο στο έγγραφο. Να σημειωθεί πως στις 18.11.1997 όταν ολοκληρωνόταν η σύμβαση ενοικιαγοράς το φερόμενο αντικείμενο ενοικιαγοράς δεν ήταν ιδιοκτησία ούτε των εναγόντων αλλά ούτε και του εναγομένου 5. Οι σχετικές μεταβιβάσεις έγιναν εν σειρά την 25.11.1997.

Η ουσία της υπόθεσης συνοψίζεται στο ότι οι εναγόμενοι 1-4 υπόγραψαν εν λευκώ την σύμβαση εμπιστευόμενοι πως ο εναγόμενος 5 θα την συμπλήρωνε ως η συνεννόηση του με τον εναγόμενο 1. Ο εναγόμενος 5 τους εξαπάτησε ώστε να παρουσιάζονται ως μισθωτής και εγγυητής αντίστοιχα σε σύμβαση ενοικιαγοράς άλλου αυτοκινήτου αντί του συμφωνηθέντος. Ασφαλώς δεν ήταν η πρόθεση τους να συμβληθούν για την ενοικιαγορά του DAF 825 και δεν θα υπόγραφαν αν εγνώριζαν ή επίστευαν ή ακόμη υποψιάζονταν πως ο εναγόμενος 5 θα τους εξαπατούσε.»

Περαιτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες δεν εμπλέκονταν προσωπικά σε οποιοδήποτε δόλο ή απάτη, κατάληξη που και πάλι δεν αμφισβητείται με την έφεση.

Με τους λόγους έφεσής τους οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως η σύμβαση ήταν παράνομη, αφού ήταν αποτέλεσμα εξαπάτησης και δόλου και αφού ο εναγόμενος 5 ή οι ενάγοντες ουδέποτε ήταν ιδιοκτήτες του επίδικου οχήματος, το οποίο και ουδέποτε παραδόθηκε σ΄ αυτούς, και ως εκ τούτου η αγωγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί. Επιπρόσθετα, αμφισβητούν το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο πωλητής, εναγόμενος 5, δεν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, ώστε να δεσμεύονται από τις ενέργειες του.

Ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως, μεταξύ άλλων, με την υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες ήγειραν ουσιαστικά την υπεράσπιση του "non est factum".

Το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε λεπτομερώς τις αυθεντίες που σχετίζονται με το θέμα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η υπεράσπιση αυτή δεν μπορούσε να επιτύχει, αφού κατά την κρίση του, δεν αποδείχθηκε ότι εξασκήθηκε αθέμιτος επηρεασμός από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες ή από αντιπρόσωπό τους και αφού οι εφεσείοντες δεν είχαν ασκήσει εύλογη, υπό τις περιστάσεις, επιμέλεια για τη συναλλαγή. (The Cyprus Development Bank Ltd v. Krini Evangelou Kyriacou (1989) 1 C.L.R. 96, L΄ Estrange v. Graucob Ltd (1934) 2 K.B. 394, Blay v. Pollard & Morris (1930) 1 K.B. 628, Saunders v. Anglia (1970) 3 All E.R. 961, Avon Finance Co. Ltd v. Bridger and Another (1985) 2 All E.R. 281, Αναστασίου Μιχαηλούδη, Π.Ε. 9587, ημερ. 19.2.1998).

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις υποθέσεις Branwhite v. Worcester Works Finance Ltd (1968) 3 All E.R. 104 και Campbell Discount Co. Ltd v. Gall (1961) 2 All E.R., 104, όπου, κάτω από παρόμοια γεγονότα δόλου και απάτης, η αγωγή των Χρηματοδοτικών Οργανισμών απορρίφθηκε γιατί ποτέ δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού και του ενοικιαστή (consensus ad idem). Η πιο πάνω όμως νομική θέση, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανατράπηκε από την υπόθεση United Dominions Trust v. Western (1976) 2 W.L.R. 64. Στην απόφαση του το Δικαστήριο επικαλέστηκε και την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη Gallie v. Lee (1971) A.C. 1004 παραπέμποντας και στο πιο κάτω απόσπασμα απ΄αυτή:

«. . . a person who signs a document, and parts with it so that it may come into other hands, has a responsibility, that of the normal man of prudence, to take care what he signs, which, if neglected, prevents him from denying his liability under the document according to its tenor. I would add that the onus of proof in this matter rests upon him, i.e. to prove that he acted carefully, and not upon the third party to prove the contrary."

Σε μετάφραση:

«Πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, και το αποχωρίζεται με τρόπο που μπορεί να περιέλθει στα χέρια άλλων, έχει ευθύνη, εκείνη του συνηθισμένου σώφρονα ανθρώπου να προσέχει τι υπογράφει, ώστε, αν δεν το πράξει εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενο του. Θα προσέθετα ότι το βάρος απόδειξης ευρίσκεται στους ώμους του, δηλαδή να αποδείξει ότι ενήργησε επιμελώς, και όχι επί των ώμων του τρίτου προσώπου να αποδείξει το αντίθετο».

Καταλήγοντας στην απόφαση αναφέρεται ότι, κάποιος που υπογράφει έγγραφο εν λευκώ, καθιστά το έγγραφο δικό του και αναλαμβάνει την ευθύνη γι΄αυτό, διακινδυνεύοντας τη δόλια συμπλήρωση του, και η υπεράσπιση non est factum δεν μπορεί να επιτύχει και δεν μπορεί αυτός να ισχυρίζεται ότι κάτω απ΄αυτές τις συνθήκες δεν υπήρξε συμφωνία (consensus ad idem). (Δέστε και Ιωάννου ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Π.Ε. 10139, ημερ. 29.9.99).

Ως εκ τούτου, καταλήγουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το θέμα, συμπεραίνοντας πως δεν είχε εφαρμογή η υπεράσπιση non est factum.

Το τι παραμένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι ο πωλητής εναγόμενος 5, ενήργησε ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων.

Στην υπόθεση Financings Ltd v. Stimson (1962) 3 All E.R. 386 αναφέρθηκε πως ο πωλητής για πολλούς σκοπούς μπορεί να είναι ο αντιπρόσωπος του Χρηματοδοτικού Οργανισμού σε σύμβαση ενοικιαγοράς. Εάν τέτοια είναι η κατάσταση, όρος στη σύμβαση πως δεν είναι αντιπρόσωπος του Οργανισμού δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Σημειώνεται πως τέτοιος όρος υπήρχε στην επίδικη σύμβαση ενοικιαγοράς.

Στην υπόθεση Mercantile Credit Co. Ltd v. Hamblin (1965) 2 Q.B. 242 λέχθηκε ότι, αν το αντικείμενο παραδοθεί στον ενοικιαστή από τον πωλητή μετά την ολοκλήρωση της σύμβασης, η παράδοση γίνεται εκ μέρους του Χρηματοδοτικού Οργανισμού και ο πωλητής θεωρείται ότι το παραδίδει ως αντιπρόσωπος.

Στην παρούσα περίπτωση το αυτοκίνητο DAF 825 ουδέποτε παραδόθηκε στον εφεσείοντα 1 και όταν υπογραφόταν από τους εφεσίβλητους η σύμβαση, δεν απέμενε το αντικείμενο για παράδοση, αφού η σύμβαση, τεκμήριο 2, που παρουσιάστηκε στους εφεσίβλητους για υπογραφή, ήταν ήδη υπογραμμένη από τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1 και πιστοποιούσε πως ο τελευταίος είχε ήδη παραλάβει το αυτοκίνητο που αναφερόταν σ΄ αυτή. Έτσι, κρίνουμε πως το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι δηλαδή, κάτω από τις περιστάσεις, ο εναγόμενος 5, πωλητής, με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενήργησε ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων-εναγόντων για την παράδοση οποιουδήποτε αντικειμένου, ήταν ορθό.

Είναι πράγματι λυπηρό που οι εφεσείοντες έχουν ζημιωθεί από την απάτη και το δόλο του εναγομένου 5, που όπως διαφάνηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, βρίσκεται στις φυλακές, καθιστώντας ίσως έτσι κάθε προσδοκία να τους αποζημιώσει μάταιη. Όμως, επαναλαμβάνουμε την επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως για την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης, αφού με την απερισκεψία τους έδωσαν την ευκαιρία στον εναγόμενο 5 να τους εκμεταλλευτεί και να τους καταδολιεύσει.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

Δ. Δ. Δ.

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο