ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1228

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 10780)

29 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

  1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΣΙΕΛΛΗΣ
  2. ΤΑΝΙΑ ΜΙΣΙΕΛΛΗ,

Εφεσείοντες- Εναγόμενοι,

v.

ΖΗΝΩΝΟΣ ΣΙΕΡΕΠΕΚΛΗ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.

 

 

Ξ. Ξενόπουλος, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Κολοκασίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-ενάγων είναι αρχιτέκτονας και οι εφεσείοντες- εναγόμενοι είναι σύζυγοι, που είχαν κτήμα στο Κόρνο, πάνω στο οποίο επιθυμούσαν να ανεγείρουν κατοικία. Για το λόγο αυτό προσέγγισαν τον εφεσίβλητο μέσω της εφεσείουσας-εναγομένης 2 αρχικά, για να του αναθέσουν την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων. Οι εφεσείοντες, σύμφωνα με την εκδοχή τους, ζήτησαν όπως ο αρχιτέκτονας προετοιμάσει σχέδια για κατοικία 'παραδοσιακής' μορφής, όπως οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν τον όρο. Κατά την εκδοχή του αρχιτέκτονα, αυτός τους εξήγησε πως διαφορετικές ήταν οι αντιλήψεις του επί του προκειμένου και τελικά δέχθηκαν τις απόψεις του για να ετοιμάσει σχέδιο, όπως ο ίδιος το αντιλαμβανόταν.

Ο αρχιτέκτονας, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, τους εξήγησε ότι αμείβεται με 7% επί της αξίας της οικοδομής και απ΄αυτά ποσοστό 1.25% είναι για τα προσχέδια.

Ήταν η θέση των εφεσειόντων πως, σύμφωνα με την επιθυμία τους, η αξία της κατοικίας δεν έπρεπε να υπερβαίνει τις £60.000, ενώ ο αρχιτέκτονας είπε ότι είχαν συμφωνήσει, με βάση τις απαιτήσεις που είχαν για την οικοδομή, πως η αξία της θα έφθανε μέχρι £100.000. Σε κάποιο στάδιο της προετοιμασίας των σχεδίων φαίνεται πως υπήρξαν πρακτικές δυσκολίες για την εξασφάλιση άδειας και πιθανόν και οι εφεσείοντες να άλλαξαν γνώμη αναφορικά με την κατοικία και ζήτησαν τον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσίβλητου. Συνεπεία τούτου ο εφεσίβλητος ζήτησε από αυτούς συμπεφωνημένη και/ή εύλογη αμοιβή £1.250, υπολογιζόμενη προς 1.25% επί της αξίας της κατοικίας, υπολογιζομένης σε £100.000. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να πληρώσουν, θεωρούντες ότι το ποσό που εζητείτο δεν ήταν λογικό υπό τις περιστάσεις και προβάλλοντας ισχυρισμούς ότι αυθαίρετα ο αρχιτέκτονας ετοίμασε σχέδια για τύπο κατοικίας εντελώς διαφορετικό από εκείνη που του ζήτησαν, χωρίς τη σύμφωνή τους γνώμη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:

«Είναι εύρημα μου πως οι εναγομένοι συμφώνησαν όπως ο ενάγοντας εκπονήσει αρχιτεκτονικά σχέδια για την κατοικία τους σύμφωνα με την δική του προσέγγιση όσον αφορά την μορφή που θα έπαιρνε η κατοικία αυτή. Συνεφώνησαν επίσης ότι το ύψος της αξίας της κατοικίας θα ήταν £100.000 και τον τρόπο καθορισμού της αμοιβής του ενάγοντα. Έγινε η εργασία από τον ενάγοντα που καλύπτει το μέρος της προετοιμασίας προσχεδίων για τα οποία δικαιούται την συμπεφωνημένη αμοιβή του 1.25% επί της αξίας. Δεν υπάρχει μαρτυρία πως συνεφωνήθηκε η πληρωμή Φ.Π.Α. ή ότι ο ενάγοντας είναι εγγεγραμμένος και χρεώνει Φ.Π.Α. Οι εναγόμενοι είχαν άλλα προβλήματα για να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση της επιθυμίας τους. Προφανώς να μετάνιωσαν κι΄όλας για την επιλογή τους και να στράφησαν στις αρχικές τους προτιμήσεις, όμως ο ενάγοντας δικαιούται στα συμπεφωνημένα.»

Συνεπεία της κατάληξής του αυτής εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για το ποσό των £1.250.

Όπως φαίνεται από τους λόγους έφεσης, η απόφαση του Δικαστηρίου προσβάλλεται εν γένει με ισχυρισμούς για εσφαλμένη αξιολόγηση της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας και κατάληξη, ως εκ τούτου, σε εσφαλμένα συμπεράσματα.

Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε συμπεράσματα επί των γεγονότων και αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ευρέως νομολογημένες. Μία λεπτομερής ανάλυση του θέματος έγινε και στη Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 253, όπου στις σελ. 257 και 258 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Αναφορικά με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στην αξιοπιστία μαρτύρων, είναι καθιερωμένη αρχή ότι η αξιολόγηση ενός μάρτυρα αν είναι αξιόπιστος ή όχι, είναι καθαρά θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Στην υπόθεση 7204 Μόδεστος Πίτσιλος ν. Δημητράκη Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 691, σελ. το Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:

"Οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης στρέφονται ουσιαστικά εναντίον των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο δικαϊκό μας σύστημα η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ΄εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Mόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Fournides v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Psaras & Another v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 132).

Σχετικές επί του θέματος είναι, μεταξύ άλλων, και οι υποθέσεις Σταυρινίδης ν. Χ" Πιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, και Demosthenous v. Katsourides (1988) 1 C.L.R. 665.

Έχοντας εξετάσει με προσοχή την ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματα του, τόσο λαμβάνοντας υπόψη την εντύπωση που έκαμαν ενώπιον του οι μάρτυρες, ως μάρτυρες της αλήθειας, που ήταν εξαιρετική όσον αφορούσε τον εφεσίβλητο και άσχημη όσον αφορούσε τους εφεσείοντες, όσο και με βάση τις αντιφάσεις στη μαρτυρία των εφεσειόντων σε διάφορα στάδια της μαρτυρίας αυτής, καθώς και μεταξύ τους.

Παραπονούνται, μεταξύ άλλων, οι εφεσείοντες ότι κακώς και εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής προχωρεί και αναφέρεται στην εξαιρετική εντύπωση που του έκαμε ο εφεσίβλητος και αποδέχεται τη μαρτυρία του ως ορθή, χωρίς να έχει ήδη εξετάσει τη μαρτυρία των εφεσειόντων-εναγομένων και να αξιολογήσει έτσι στο σύνολο της την όλη ενώπιον του μαρτυρία. Απορρίπτουμε την εγκυρότητα του ισχυρισμού αυτού. Όπως επισημαίνει και στη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος του εφεσίβλητου, το θέμα αυτό αφορά τη δομή και τη σύνταξη της απόφασης. Ο πρωτόδικος Δικαστής προχωρεί ακολούθως και αναφέρεται στη μαρτυρία των εφεσειόντων και εξηγεί με λεπτομέρεια γιατί αυτή είναι αναξιόπιστη και δεν την αποδέχεται. Είναι προφανές ότι, για να καταλήξει στο συμπέρασμά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία στο σύνολο της. Ο τρόπος σύνταξης της απόφασης αναφορικά με τα συμπεράσματά του και το ποια μαρτυρία δέχεται ως αληθή, δεν περιέχει οτιδήποτε το μεμπτό.

Περαιτέρω, παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως η όλη προσπάθεια τους ήταν να αποφύγουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, είναι λανθασμένο, γιατί ουδέποτε αρνήθηκαν να πληρώσουν 'λογικό ποσό' και εκείνο που αρνήθηκαν ήταν να πληρώσουν το ποσό που ζητούσε ο εφεσίβλητος. Δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το επιχείρημα αυτό. Αφ΄ης στιγμής κρίνεται ότι όφειλαν να πληρώσουν, με βάση το 1.25%, επί £100.000, η προσπάθεια τους να αποφύγουν την πληρωμή του ποσού αυτού και έστω να πληρώσουν μικρότερο, είναι στην ουσία προσπάθεια αποφυγής των οικονομικών τους υποχρεώσεων.

Το Δικαστήριο, όπως αναφέραμε προηγουμένως, δέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου πως ο προϋπολογισμός της κατοικίας είχε τεθεί σε £100.000 και όχι £60.000, όπως ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες. Οι τελευταίοι πρόσβαλαν και αυτό το συμπέρασμα ως εσφαλμένο. Κρίνουμε πως ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, εν όψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του και παρατηρούμε πως, ενώ ο ισχυρισμός στην έκθεση υπεράσπισης ήταν ότι είχε γραπτώς τεθεί ως προϋπολογισμός το ποσό των £60.000, η θέση αυτή ουδέποτε τεκμηριώθηκε με μαρτυρία, αφού δεν παρουσιάστηκε καμμιά γραπτή οδηγία επί του προκειμένου.

Επαναλαμβάνοντας και πάλι πως ο πρωτόδικος Δικαστής ανέλυσε με λεπτομέρεια και αιτιολόγησε πλήρως τα συμπεράσματά του για την αξιοπιστία των μαρτύρων και για τα γεγονότα, με βάση τις νομικές αρχές που εκθέσαμε πιο πάνω, καταλήγουμε πως η έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Δ. Δ. Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο