ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1125

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση αρ. 69/03)

[19 Αυγούστου, 2003]

(ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής)

 

Αναφορικά με το Άρθρο 155(4) του Συντάγματος και τα

Άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης

(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964

- και -

Αναφορικά με την αίτηση του Γεώργιου Κουττούκη, από

τη Λευκωσία, για άδεια να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση

ενταλμάτων της φύσεως certiorari και prohibition

- και -

Αναφορικά με τα διατάγματα ημερ. 2/7/03 και 31/7/03 του

Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή με

Αρ. 6364/03

Μεταξύ:

Α & G. PROPERTY WISE DEVELOPMENT LTD.

(Eναγόντων)

- ν. -

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΤΤΟΥΚΗ,

(Εναγομένου)

-----------------------------

Στ. Αμερικάνος, για τον αιτητή-εναγόμενο

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ: Στην πολιτική αγωγή αρ. 6364/03 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε μετά από μονομερή αίτηση των εναγόντων στις 2.7.03 προσωρινό παρεμπίπτον διάταγμα σύμφωνα με το οποίο διατάσσετο ο αιτητής στην παρούσα διαδικασία (εναγόμενος στην αγωγή) όπως μη μεταβιβάσει και/ή επιβαρύνει και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει την οικία την ευρισκομένη εις την οδό Ολύμπου αρ. 15 στην Έγκωμη, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής. Το ως άνω εκδοθέν διάταγμα είναι συνημμένο στην αίτηση ως τεκμ. Γ. Το Δικαστήριο όρισε το διάταγμα ως επιστρεπτέο σε επτά ημέρες δηλαδή στις 9/7/03.

Ένα περίπου μήνα αργότερα στις 31/7/03, στα πλαίσια της ίδιας αγωγής, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε και δεύτερο διάταγμα, μετά πάλιν από μονομερή αίτηση των εναγόντων, με το οποίο απαγόρευε στον αιτητή να εισέρχεται και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο επεμβαίνει επί του ιδίου ακινήτου ως και το πρώτο πιο πάνω διάταγμα. Το διάταγμα αυτό είναι επίσης επισυνημμένο στην αίτηση ως τεκμ. Στ. Το δικαστήριο όρισε το δεύτερο διάταγμα ως επιστρεπτέο σε 20 μέρες, δηλαδή, στις 20/8/03.

Με την παρούσα αίτηση του ο αιτητής ζητά άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων της φύσεως certiorari και prohibition.

O ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή κατά την ακροαματική διαδικασία απέσυρε την αίτηση όσον αφορά το πρώτο παρεμπίπτον διάταγμα της 2/7/03. Επέμενε όμως να συνεχίσει την αίτηση του όσον αφορά το δεύτερο διάταγμα της 31/7/03. Απέσυρε όμως όλους τους λόγους που αναφέρονται στην αίτηση του εκτός από δύο τους εξής:

«(α) Το Δικαστήριο λανθασμένα και/ή καθ' υπέρβαση της εξουσίας του και/ή ενεργώντας ελλείψει δικαιοδοσίας εξέδωσε μονομερώς το εν λόγω διάταγμα στην απουσία οιασδήποτε αποδεκτής και σαφούς μαρτυρίας για το κατ' επείγον της αιτήσεως για την παροχή αυτής της θεραπείας κατά παράβαση του άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

.................................. .................................................. ...........................

(στ) Το Δικαστήριο καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας παρέλειψε να λάβει υπόψιν του το άρθρο 9 (3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ορίζοντας το εκδοθέν ημερ. 31/7/03 προσωρινό διάταγμα επιστρεπτέο και/ή για επίδοση 20 (είκοσι) ημέρες μετά την έκδοση του.»

Είναι η θέση του αιτητή ότι με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση των εναγόντων δεν υπάρχει κανένα στοιχείο του κατεπείγοντος για την έκδοση, στην απουσία του αιτητή, του σχετικού διατάγματος της 31/7/03 και ως εκ τούτου το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του παραχωρώντας με μονομερή αίτηση και στην απουσία του αιτητή το διάταγμα. Το επιχείρημα του αιτητή δεν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου αλλά στη θέση ότι το διάταγμα εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία και κατά πρόδηλη πλάνη ως προς το νόμο εφόσον δεν αποδείχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου το στοιχείο του επείγοντος ή οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη περίσταση όπως απαιτεί το άρθρο 9 του Κεφ. 6.

Αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία, δικαιοδοτικό όρο, το επείγον του πράγματος, για παροχή θεραπείας σε μονομερή αίτηση. Στην απόφαση του Εφετείου Resola (Cyprus) Ltd. ν. Χρίστου, Π.Ε. 9610, ημερ. 31/3/98 έχει τονισθεί ότι:

«Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.»

Κατ' αρχή πρέπει να ανατρέξουμε στα γεγονότα της υπόθεσης. Οι ενάγοντες είναι εργοληπτική εταιρεία. Δυνάμει συμφωνητικού εγγράφου το οποίο υπέγραψε ο εναγόμενος-αιτητής στην παρούσα διαδικασία ανέλαβαν την ανέγερση οικίας του εναγομένου στην οδό Ολύμπου αρ. 15 στην Έγκωμη έναντι του ποσού των £670.000. Οι ενάγοντες σύμφωνα με το συμβόλαιο, άρχισαν την ανέγερση της οικίας η οποία βρίσκεται σήμερα στο τελικό στάδιο αποπεράτωσης της. Παρά τις συνεχείς οχλήσεις των εναγόντων, ο εναγόμενος αρνήθηκε να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό. Ένεκα τούτου οι ενάγοντες σταμάτησαν τις εργασίες για την αποπεράτωση της οικοδομής και καταχώρησαν αγωγή εναντίον του εναγομένου για το ποσό των £672.000. Οι ενάγοντες εξακολουθούσαν να έχουν στην κατοχή τους το εργοτάξιο το οποίο ουδέποτε εγκατέλειψαν η παραχώρησαν τούτο στον εναγόμενο. Ο τελευταίος με αφορμή τον τερματισμό των εργασιών από τους ενάγοντες, επεμβαίνει στο εργοτάξιο, την κατοχή του οποίου έχουν οι ενάγοντες, και με άλλους εργολάβους ή εργάτες, συνεχίζει ο ίδιος τις εργασίες για την πλήρη αποπεράτωση της οικίας με σκοπό τελικά να εγκατασταθεί σ' αυτή με την οικογένεια του.

Σχετικά με την προϋπόθεση του επείγοντος αναφέρονται τα εξής στην ένορκη δήλωση των εναγόντων:

«8. Είναι πιστεύω επάναγκες όπως το υφιστάμενο status quo διατηρηθεί. Το θέμα είναι επείγον και το ισοζύγιο των δυσμενών επιπτώσεων (balance of hardship) είναι εμφανέστατα εις βάρος των αιτητών εάν δε δοθεί το διάταγμα διά τους λόγους που αναφέρω ανωτέρω ενώ εάν δοθεί ο καθού η αίτηση ουδεμία ζημίαν θα υποστεί καθ' ότι η οικία θα παραμείνει εις την κατάσταση που ευρίσκεται σήμερα για την ανέγερση της οποίας μέχρι σήμερα δεν έχει πληρώσει οτιδήποτε.

9. Εντίμως πιστεύω ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι αιτητές να πετύχουν εις την αγωγή τους και εις περίπτωση που δε δοθεί το Διάταγμα, να μην δύνανται οι αιτηταί να αποζημιωθούν πλήρως ή και καθόλου.

10. Δεδομένου ότι ο Καθ' ου η Αίτηση δεν πλήρωσε κανένα ποσό μέχρι σήμερα δια την ανέγερση της οικίας, συμπλήρωση της και μετακόμιση εντός αυτής θα ισοδυναμεί με λήψη κατοχής περιουσίας των Αιτητών.»

Οι ενάγοντες με την ένορκη δήλωση τους δεν ισχυρίζονται μόνο φραστικά το κατεπείγον στην έκδοση του διατάγματος αλλά με τα γεγονότα που παραθέτουν το επιβεβαιώνουν. Ο αιτητής-εναγόμενος επεμβαίνει στην οικοδομή, την κατοχή της οποίας έχουν, δυνάμει του συμβολαίου, οι ενάγοντες. Οι συνέπειες από την τυχόν μη έκδοση του διατάγματος θα ήσαν αναλογικά δυσμενέστερες για τους ενάγοντες παρά για τον εναγόμενο. Οι ενάγοντες επιζητούν τη διατήρηση της κατάστασης όπως ήταν πριν την έγερση της αγωγής (status quo) και την κατοχή του εργοταξίου και της οικοδομής απ' αυτούς.

Έχω καταλήξει ότι οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης καταδεικνύουν το επείγον για την έκδοση του διατάγματος και κατά συνέπεια το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε την εξουσία για την έκδοση του, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κεφ. 6.

Ο αιτητής με τον δεύτερο λόγο που ανέπτυξε ο δικηγόρος του για την παροχή της σχετικής άδειας προβάλλει ότι το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέον σε χρόνο μακρύτερο απ' όσον απαιτείται κατά παράβαση των προϋποθέσεων του άρθρ. 9 του Κεφ. 6. Ισχυρίζεται ότι η διεύθυνση του εναγομένου ήταν γνωστή αφού είχαν επιδοθεί σ' αυτό τόσο το προηγούμενο προσωρινό διάταγμα όσον και η αγωγή. Εφ' όσον, όπως ισχυρίζεται, το διάταγμα επιδόθηκε εντός τεσσάρων ημερών, ο ορισμός του είκοσι μέρες μετά την έκδοση του δεν δικαιολογείται, σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία με παρέπεμψε. (βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, B.P. Cyprus Ltd., αίτηση αρ. 143/96 ημερ. 14/8/96 και Τράπεζα Κύπρου Λτδ., Π.Ε. 10129 και 10131 ημερ. 25/6/99).

Είναι γεγονός ότι, σύμφωνα με το εδ. 3 του άρθρ. 9 του Κεφ. 6:

«κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γιαυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σ' αυτό.»

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ. (ανωτέρω) ανέφερε τα εξής:

«Το έργο του δικαστηρίου αναφορικά με τον καθορισμό του χρόνου που είναι «αναγκαίος» ώστε να δοθεί ο λόγος και στην άλλη πλευρά, είναι, όπως σαφώς προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 9(3), διαπιστωτικό. Το διάταγμα διατηρεί την ισχύ του μόνο εφόσον δεν εκτείνεται χρονικά πέραν του διαπιστωθέντος ως αναγκαίου χρόνου. Η διαπίστωση γίνεται στη βάση των στοιχείων της κάθε περίπτωσης με αναφορά στο πόσο σύντομα μπορεί να γίνει η επίδοση και πόσο σύντομα μπορεί η άλλη πλευρά να εμφανιστεί και να ενστεί. Μια τέτοια διαπίστωση είναι βέβαια το αποτέλεσμα κρίσης. Η οποία ωστόσο εντάσσεται σε στενά όρια αφού έχει ως μόνο κριτήριο το «αναγκαίο». Η διάταξη δεν επιτρέπει τον ορισμό του διατάγματος επιστρεπτέου σε ό,τι το δικαστήριο θα θεωρούσε ως εύλογο χρόνο οπότε θα επιτρεπόταν να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως το ενδεχομένως βαρύ δικαστικό πρόγραμμα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διατάγματος.

Στην προκείμενη περίπτωση η ταυτότητα της Τράπεζας ως εναγομένης με έδρα τη Λευκωσία καθιστούσε αυτόδηλη τη δυνατότητα επίδοσης αμέσως. Για την ετοιμασία του διατάγματος θα χρειαζόταν βέβαια χρόνος. Ενόψει όμως της φύσης του διατάγματος και των δραστικών του επιπτώσεων θα πρέπει να εκληφθεί πως το δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να μεριμνήσει ώστε να ετοιμαστεί το διάταγμα αμέσως. Το ότι εν τέλει επιδόθηκε σε δύο ημέρες δεν ήταν τυχαίο. Αντικατόπτριζε αυτή την πραγματικότητα.»

Από τη μελέτη του πιο πάνω αποσπάσματος της απόφασης προκύπτει ότι ο «αναγκαίος» χρόνος εξαρτάται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της κάθε περίπτωσης συμπεριλαμβανομένου της φύσης του διατάγματος και των δραστικών επιπτώσεων του στον εναγόμενο. Δεν θέτει, ούτε μπορούσαν να τεθούν, στεγανά χρονικά όρια για όλες τις περιπτώσεις. Είναι, όμως εμφανής η αυστηρότητα με την οποία αντικρύζεται το θέμα.

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο όρισε ως επιστρεπτέο το διάταγμα σε διάστημα 20 ημερών. Επιδόθηκε πράγματι, στον αιτητή τέσσερις μέρες μετά την έκδοση του. Ο αιτητής αδιαφόρησε για διάστημα σχεδόν δέκα ημερών και καταχώρησε την παρούσα αίτηση μόλις στις 13/8/03 ενώ το διάταγμα είναι ορισμένο στις 20/8/03. Η δραστικότητα και οι συνέπειες του διατάγματος για τον εναγόμενο δεν είναι τέτοιες που να επιβάλλουν την αυστηρή εφαρμογή του κανόνα. Οι ενάγοντες, με το διάταγμα, επιζητούν τη διατήρηση του status quo που ίσχυε πριν την έγερση της αγωγής.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία έκρινε ότι απαιτείτο χρονικό διάστημα 20 ημερών για την έκδοση και επίδοση του διατάγματος καθώς και για να δοθεί χρόνος στον εναγόμενο να εμφανιστεί και να ενστεί στο διάταγμα. Η κρίση του αυτή ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με τη νομολογία.

Τα γεγονότα, οι περιστάσεις και τα στοιχεία της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν, όπως ανέφερα προηγουμένως, από αυτά που ίσχυαν στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ. και BP Cyprus Ltd (πιο πάνω). Ενδεικτικό προς τούτο είναι και η καθυστερημένη καταχώρηση της παρούσας αίτησης, δέκα μέρες μετά την επίδοση του διατάγματος και μετά την καταχώρηση, στις 6/8/03 νέας αίτησης των εναγόντων εναντίον του εναγομένου-αιτητή για παράβαση του διατάγματος.

Έχω καταλήξει ότι ο χρόνος των 20 ημερών που έθεσε το Δικαστήριο, με τα γεγονότα, τις περιστάσεις και τα στοιχεία της παρούσας υπόθεσης, δεν είναι τέτοιος που να καθιστά το διάταγμα άκυρο. Το Δικαστήριο ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του, ο δε χρόνος των 20 ημερών ήταν εύλογος κάτω από τις περιστάσεις. Το Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το νόμο ούτε έχω διαπιστώσει έκδηλη παρανομία στην όψη του πρακτικού.

Με την κατάρρευση των λόγων για τους οποίους ζητείται η άδεια για την καταχώρηση αίτησης για certiorari το αίτημα για prohibition καθίσταται άνευ αντικειμένου. Εξάλλου δεν αναπτύχθηκαν ενώπιον μου κατά την ακρόαση λόγοι για την παραχώρηση άδειας.

 

 

Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίπτεται.

Μ. Κρονίδης,

Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο