ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 808
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
(Αγωγή Αρ. 2/2001)
25 Ιουνίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
LORD JEANS LTD.,
Ενάγοντες,
ν.
ORBIT - KAZOULIS LTD.,
Εναγομένων.
Αίτηση αναστολής ημερομηνίας 16/4/2003
Πρ. Μιχαήλ, για την Αιτήτρια εταιρεία.
Ντ. Ερωτοκρίτου, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια εταιρεία ζητά την αναστολή οποιασδήποτε περαιτέρω διαδικασίας σε εκκρεμούσα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αγωγής ναυτοδικείου, μέχρις ότου εκδικασθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για αναθεώρηση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης που εκδόθηκε στην πιο πάνω αγωγή.(α) Τα γεγονότα.
Η ενάγουσα εταιρεία (Lord Jeans Ltd) καταχώρησε στις 10/1/2001 την υπ' αριθμό 2/2001 αγωγή ναυτοδικείου εναντίον της εναγομένης (Orbit-Kazoulis Ltd), απαιτώντας αποζημιώσεις για καθυστερημένη παράδοση ειδών ρουχισμού που έπρεπε να μεταφερθούν από την ενάγουσα από τη Γαλλία στην Κύπρο. Επειδή η εναγομένη είχε πληροφορίες ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στην Yang Ming Marine Transport Corporation (Τριτοδιάδικη), η οποία μετέφερε τα εμπορεύματα στο Μιάμι αντί στην Κύπρο, ζήτησε διάταγμα για την έκδοση άδειας ειδοποίησης και επίδοσης εναντίον της πιο πάνω εταιρείας. Το Δικαστήριο εξέδωσε το σχετικό διάταγμα και ακολούθως απέρριψε αίτημα της τριτοδιάδικης για την ακύρωση της άδειας έκδοσης ειδοποίησης και επίδοσης στην τριτοδιάδικη. Εναντίον της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης η τριτοδιάδικη καταχώρησε στις 3/3/2003 ειδοποίηση ότι θα υπέβαλλε αίτημα για αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης. Ακολούθως στις 16/4/2003 υπέβαλε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά,
"Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται όπως η περαιτέρω διαδικασία στην παρούσα αγωγή σταματήσει (be stayed) μέχρι την εκδίκαση της αίτησης για αναθεώρηση, η οποία καταχωρήθηκε εναντίον της απόφασης του Έντιμου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Τάκη Ηλιάδη, ημερομηνίας 24.2.03."
Η εναγόμενη εταιρεία ενίσταται στην έκδοση διατάγματος αναστολής ισχυριζόμενη ότι οι θεσμοί του Ναυτοδικείου και η σχετική νομολογία δεν μπορούν να στηρίξουν την παρούσα αίτηση και γιατί η αίτηση δεν συνοδεύεται με ένορκη δήλωση που αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ζητείται
η αναστολή.(β) Η νομική πλευρά
.(i) Ο Κανονισμός 237, η Αγγλική Διαταγή 58, θεσμός 12(1) και η Κυπριακή Διαταγή 35, θεσμός 18.
Η αίτηση βασίζεται στα άρθρα 203-212 και 237 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893 (The Cyprus Admiralty Jurisdiction Order 1893). Επειδή δεν υπάρχει ρητή διάταξη στον πιο πάνω Κανονισμό του 1893 που διέπει το θέμα της αναστολής της διαδικασίας σε αγωγή Ναυτοδικείου θα πρέπει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 237 να ακολουθείται η πρακτική του Τμήματος Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας ενόσω μπορεί να εφαρμοστεί.
Σύμφωνα με την Αγγλική Διαταγή 58, θεσμός 12(1),
"Except so far as the Court below or the Court of Appeal may otherwise direct,
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Εκτός αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ή το Εφετείο διατάξει διαφορετικά,
(α) Μια έφεση δεν θα επενεργεί ως αναστολή εκτέλεσης ή διαδικασίας στο πρωτόδικο δικαστήριο,
(β) Ουδεμία ενδιάμεση πράξη ή απόφαση θα κηρυχθεί άκυρη από μια έφεση."
Στην Αγγλία η έκδοση ενός διατάγματος αναστολής εκτέλεσης ή αναστολής της διαδικασίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη δύο σημαντικούς παράγοντες. Από τη μια το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αποστερεί από ένα διάδικο τα φρούτα της επιτυχίας του στη δικαστική διαδικασία που προηγήθηκε (βλ.
Monk v. Bartram [1891] 1 QB 346) και από την άλλη θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης δεν θα παραμείνει χωρίς αντίκρυσμα (βλ. Wilson v. Church No. 2 [1879] 12 Ch.D. 458). Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια έχει αποφασιστεί ότι ένα διάταγμα αναστολής εκτέλεσης μπορεί να εκδοθεί όταν ο επιτυχών διάδικος είναι κάτοικος εξωτερικού ή σκοπεύει να εγκαταλείψει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (βλ. Wootton v. Sievier [1913] 30 T.L.R. 165), ή όταν πρόκειται να διενεργηθεί μια διανομή χρημάτων από ένα ταμείο σε πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό (βλ. Polini v. Gray [1879] 12 Ch.D. 438).Επειδή η Αγγλική Διαταγή 58, θεσμός 12 έχει υιοθετηθεί στην Κύπρο και οι πρόνοιες της είναι πανομοιότυπες με τις πρόνοιες της Διαταγής 35, θεσμός 18 των δικών μας Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας, σημαντική βοήθεια μπορεί να αντληθεί από την Κυπριακή νομολογία όπως έχει διαμορφωθεί πάνω στο θέμα.
Η Διαταγή 35 θεσμός 18 προνοεί ότι,
"An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Η έφεση δεν θα ενεργεί ως αναστολή της εκτέλεσης της διαδικασίας ή της διαδικασίας σύμφωνα με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση εκτός στο βαθμό που θα διέτασσε τούτο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ή το Εφετείο, ή Δικαστής του ενός ή του άλλου Δικαστηρίου· και καμιά ενδιάμεση
ενέργεια ή διαδικασία θα ακυρώνεται, εκτός αν διέτασσε τούτο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο."
Οι προεκτάσεις της πιο πάνω Διαταγής εξετάστηκαν σε αριθμό υποθέσεων όπου τονίστηκε ότι το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και ότι η απόφαση παραμένει ισχυρή και διατηρεί τον τελεσίδικο χαρακτήρα της μέχρι την ακύρωση ή τροποποίηση της από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 ΑΑΔ 1147
,"Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35, θ. 18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατ' εξοχήν παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο
με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου."
Λίγο αργότερα τονίστηκε στην υπόθεση ABP Holdings Ltd και άλλοι ν. Ανδρέα Κιταλίδη και άλλων (Αρ.1) (1994) 1 ΑΑΔ 287, ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται έχοντας υπόψη ότι,
(α) Ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει δεν πρέπει να αποστερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, τους καρπούς της επιτυχίας του, και
(β) Το ένδικο μέσο της έφεσης, που ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να χάνει την αποτελεσματικότητα του.
Επειδή δεν υπάρχει ρητή πρόνοια για την αναστολή της διαδικασίας στους περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1893, ο Κανονισμός 237 παραπέμπει στην πρακτική του Τμήματος Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας και στην εφαρμογή των Κανόνων του Annual P
ractice 1956, O. 58, r. 16 (βλ. The Rotata [1897] P. 118) που προνοούν ρητά για αναστολή της διαδικασίας. Συνακόλουθα κρίνω ότι παρέχεται στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να επιληφθεί της παρούσας αίτησης.(ii) Η απουσία ένορκης δήλωσης.
Ο τρόπος με τον οποίο αποδεικνύεται μια αγωγή ή μια αίτηση που αποσκοπεί στην έκδοση ενός διατάγματος καθορίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 114 μέχρι 119 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 114 η μαρτυρία που θα παρουσιασθεί μπορεί να πάρει τη μορφή προφορικής κατάθεσης ή ένορκης δήλωσης ή εν μέρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το όλο φάσμα που διέπει τις ένορκες δηλώσεις (π.χ. περιεχόμενο, βεβαίωση, καταχώριση κ.τ.λ.) καθορίζονται με τον Κανονισμό 120. Στην περίπτωση καταχώρισης ένορκης δήλωσης το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να διατάξει το πρόσωπο που την υπέγραψε να παρουσιαστεί για αντεξέταση (Κανονισμός 117).
Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 48, θ. 1, 2 και 3 τα γεγονότα τα οποία στηρίζουν την αίτηση που δεν καταφαίνονται στο φάκελο της υπόθεσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε ένορκη ομολογία ή ένορκες ομολογίες που συνοδεύουν την αίτηση. Ο καταρτισμός της ένορκης δήλωσης πρέπει να συνάδει με τη Διαταγή 39, θ. 1. Όπως τονίσθηκε
από το Δικαστή Γ. Πική στην υπόθεση Louis Vuitton v. ΔΕΡΜΟΣΑΚ ΛΤΔ και άλλης (1992) 1 ΑΑΔ σ. 1453, 1463,"Το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης πρέπει να έχει ως πηγή την προσωπική γνώση των γεγονότων από τον ομνύοντα· σε ενδιάμεσες αιτήσεις η ένορκη δήλωση μπορεί να αναφέρεται και σε γεγονότα για τα οποία δεν έχει προσωπική γνώση ο μάρτυρας, νοουμένου ότι αποκαλύπτει την πηγή από την οποία αντλείται η πληροφόρησή του. Το θέμα ρυθμίζεται από τις διατάξεις της Δ.39 θ. 2, η οποία βασίζεται στους Αγγλικούς θεσμούς που ίσχυαν μέχρι το 1993. Η Αγγλική νομολογία, ερμηνευτική των παλαιών Αγγλικών Θεσμών, υποστηρίζει ότι, ένορκη δήλωση η οποία δε βασίζεται σε γεγονότα για τα οποία ο καταθέτων έχει προσωπική γνώση και δεν αποκαλύπτει την πηγή πληροφοριών, είναι αντικανονική [βλ.
In re J.L. Young Manufacturing Company Limited [1900] 2 Ch. 753, C.A. και Lumley v. Osborne [1901] 1 K.B. 532]· ενώ ένορκη δήλωση η οποία βασίζεται σε πληροφορίες που παρέχονται από το δικηγόρο του διαδίκου, δε συνιστά μαρτυρία [In re Palmes [1901] W. N. 146. Βλ. επίσης The Annual Practice 1960, σσ. 922 μέχρι 923]."
Μια αίτηση πρέπει να συνοδεύεται με ένορκη δήλωση ή δηλώσεις όταν τα απαραίτητα στοιχεία που θα δικαιολογήσουν την έκδοση ενός διατάγματος δεν περιέχονται στο φάκελο της υπόθεσης. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση
Atkins v. Great Western Railway [1886] 2 TLR 400,"As a general rule the only ground for a stay of execution is an affidavit showing that if the damages and costs were paid there is no reasonable probability of getting them back if the appeal succeeds."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Σαν γενικός κανόνας ο μόνος λόγος για μια αναστολή εκτέλεσης είναι μια ένορκη δήλωση που δείχνει ότι αν πληρωθούν οι αποζημιώσεις και τα έξοδα, δεν θα υπάρχει λογική πιθανότητα επανείσπραξης τους, αν πετύχει η έφεση."
Αναφορικά με την αναγκαιότητα καταχώρισης ένορκης δήλωσης μαζί με την αίτηση για την αναστολή της διαδικασίας οι Dicey and Morris αναφέρουν στο σύγγραμμα τους "
The Conflict of Laws", 10η Έκδοση, σ. 175 ότι,"On the other hand on an application to stay proceedings on other grounds or under the inherent jurisdiction of the court affidavit evidence may be, and frequently is, used. It is the practice to exhibit all relevant documents to the affidavit."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Εξ άλλου σε μια αίτηση για αναστολή τη διαδικασίας για άλλους λόγους ή σύμφωνα με τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, μπορεί να παρουσιασθεί, και πολύ συχνά παρουσιάζεται, μαρτυρία με ένορκες δηλώσεις. Είναι θέμα πρακτικής να επισυνάπτονται όλα τα σχετικά έγγραφα στην ένορκη δήλωση."
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εναγόμενης εταιρείας ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση με αναφορά στους ειδικούς λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να εκδώσει το διάταγμα αναστολής. Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας παραδέχθηκε ότι δεν καταχωρήθηκε προς τούτο ένορκη δήλωση αλλά όμως εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο μπορεί να ανατρέξει στη δικογραφία του φακέλου όπου θα εντοπίσει τους λόγους που δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος αναστολής. Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο. Η εξεύρεση των λόγων που δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας δεν αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου αλλά καθήκον του δικηγόρου ο οποίος επιζητεί την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος. Η ίδια η συνήγορος θα έπρεπε να προβεί στην κατάλληλη έρευνα και λόγω του πολύπλοκου χαρακτήρα των διαφορών μεταξύ των διαδίκων, ιδίως της τριτοδιάδικης που είναι εταιρεία του εξωτερικού, να παραθέσει τα γεγονότα που θα δικαιολογούσαν την αναστολή της διαδικασίας μέσα στα πλαίσια μιας ένορκης δήλωσης. Η ίδια η συνήγορος επέλεξε να μην επισυνάψει στην αίτηση την αναγκαία στην παρούσα περίπτωση ένορκη δήλωση.
Επιπρόσθετα από την πιο πάνω παράλειψη κανένας λόγος που θα συνηγορούσε υπέρ της αναστολής της διαδικασίας δεν προβλήθηκε στην ίδια την αίτηση που καταχωρήθηκε. Η αίτηση δεν αναφέρει κατά πόσο υπάρχουν καλές πιθανότητες επιτυχίας, αν η συνέχιση της διαδικασίας θα επιφέρει ανεπανόρθωτες ζημιές στην τριτοδιάδικη ή τουλάχιστον ποιές ζημιές μπορεί να υποστεί η τριτοδιάδικη.Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της τριτοδιάδικης.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.