ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 670

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10999)

23 Μαϊου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

LATIFUNDIA PROPERTIΕS LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

      1. ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ ΨΑΚΗ,
      2. ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΙΧΑΗΛ ΨΑΚΗ,
      3. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΨΑΚΗ,
      4. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΨΑΚΗ
      5. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΤΣΙΟΠΑΝΗ,
      6. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΤΖΩΝ ΛΟΥΗΣ,

Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες.

__________

Κ. Κνώφος, για εφεσείοντες.

Γ. Κουκούνης, για εφεσίβλητους.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την αγωγή τους οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ζητούσαν δηλωτικές αποφάσεις ότι νόμιμα τερμάτισαν συμφωνία ημερομηνίας 1.8.94, για την πώληση κτήματος στους εφεσείοντες-εναγομένους, καθώς και διάταγμα διαγραφής και εξάλειψης της κατατεθείσας στο Κτηματολόγιο Λάρνακος, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης συμφωνίας.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήταν ιδιοκτήτες του επίδικου κτήματος στην περιοχή Αγίου Θεοδώρου στη Λάρνακα κατά 1/6 μερίδιο έκαστος. Με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 1.8.94 το πώλησαν στην εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία έναντι του ποσού των £125.000, εκ των οποίων £4.600 καταβλήθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας, ενώ σύμφωνα με το συμβόλαιό τους το υπόλοιπο θα καταβάλλετο εντός 6 μηνών και κατά την ημέρα μεταβίβασης του κτήματος. Το έγγραφο κατατέθηκε και στο Κτηματολόγιο στις 31.8.94 για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.

Μέχρι και την πάροδο των 6 μηνών που προνοούσε το έγγραφο, η εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία ουδέν ποσό κατέβαλε με βάση τη συμφωνία ή άλλως πως. Ο εκ των εναγόντων και αντιπροσωπεύων και τους υπόλοιπους, Ελευθέριος Ψακή, έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του ως εκ τούτου να προβούν στα αναγκαία διαβήματα για τερματισμό της συμφωνίας.

Στις 6.2.95 απεστάλη επιστολή, με την οποία δόθηκε προθεσμία 10 ημερών για εξόφληση του υπόλοιπου του τιμήματος από τους εφεσείοντες. Καμμία ενέργεια για συμμόρφωση δεν φαίνεται να έγινε ακολούθως από τους εφεσείοντες και στάληκε νέα επιστολή από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες με ημερομηνία 27.2.95, με την οποία και τερματίστηκε η συμφωνία, αφού είχε ήδη παρέλθει η προθεσμία των 10 ημερών που είχε δοθεί με την επιστολή της 6.2.95.

Ήταν η θέση της εναγόμενης εταιρείας ότι ο χρόνος πληρωμής δεν ήταν ουσιώδης όρος και εν όψει των προνοιών της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων και του γεγονότος ότι, μεταξύ άλλων, προβλέπετο αυξημένος τόκος αν θα υπήρχε καθυστέρηση στην πληρωμή, δεν ήταν δυνατόν να καταστεί ο χρόνος πληρωμής ουσιώδης. Είχε προβληθεί επίσης ο ισχυρισμός ότι η επιστολή της 6.2.95, με την οποία διδόταν η προθεσμία των 10 ημερών, παρελήφθη μετά πάροδο 14 ημερών, δηλαδή στις 20.2.95, και παρόλο ότι δόθηκε αμέσως στο δικηγόρο, για άγνωστους λόγους αυτός φαίνεται δεν αντέδρασε σε αυτή αμέσως, αφού η επιστολή του που απεστάλη σε απάντηση, ημερομηνίας 24.2.95, ταχυδρομήθηκε στις 3.3.95 με αποτέλεσμα να ληφθεί από το δικηγόρο των εφεσίβλητων-εναγόντων στις 7.3.95. Ως εκ της καθυστέρησης παραλαβής της επιστολής ημερομηνίας 6.2.95 υπεβλήθη ότι δεν εδικαιούντο υπό τις συνθήκες και πάλι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι να τερματίσουν τη σύμβαση.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, σε μία πολύ εμπεριστατωμένη απόφαση, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο ισχυρισμός για καθυστέρηση στην παραλαβή της επιστολής, με την οποία ετίθετο η προθεσμία, ήταν αναληθής και εκ των υστέρων σκέψη και απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, κρίνοντας πως η επιστολή είχε ληφθεί κανονικά «in the ordinary course of post». Η φράση περιέχεται στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1.

Μετά από την προσεκτική ανάλυση της μαρτυρίας και αιτιολόγηση των συμπερασμάτων του, με τα οποία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του μάρτυρα των εφεσειόντων Χαρ. Κώστα, ότι η επιστολή είχε παραληφθεί στις 20.2.95, ο πρωτόδικος Δικαστής προέβη και σε μία ακόμη σημαντική διαπίστωση. Κατέληξε πως το θέμα καθυστερημένης λήψης της επιστολής, που δεν ήταν απλώς νομικό αλλά θέμα γεγονότων, δεν υπήρξε αντικείμενο των δικογράφων και δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να εξετασθεί και ως εκ τούτου θα έπρεπε και πάλι να απορριφθεί η θέση αυτή των εναγομένων. Περαιτέρω, ο πρωτόδικος Δικαστής, με εκτενή αναφορά στη νομολογία και με λεπτομερή εξέταση και ανάλυση των σχετικών προνοιών των όρων της σύμβασης μεταξύ των μερών 3, 8 και 2, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε οτιδήποτε που να εμπόδιζε τους εφεσίβλητους-ενάγοντες να καταστήσουν με ειδοποίησή τους το χρόνο πληρωμής ουσιώδη όρο της σύμβασης και έκρινε πως ο χρόνος των 10 ημερών, με αναφορά και σε άλλες υποθέσεις, ήταν εύλογος υπό τις περιστάσεις, Έτσι, η αποτυχία των εφεσειόντων-εναγομένων να συμμορφωθούν ή να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια πριν την εκπνοή της προθεσμίας των 10 ημερών, έδιδε το δικαίωμα στους εφεσίβλητους-ενάγοντες να τερματίσουν τη συμφωνία, όπως και έπραξαν. Κατά συνέπεια, ο πρωτόδικος Δικαστής αποδέχτηκε την αγωγή και εξέδωσε δηλωτικές αποφάσεις και κατ΄ακολουθία απέρριψε την ανταπαίτηση με την οποία εζητείτο ειδική εκτέλεση για τους ίδιους λόγους και, επιπρόσθετα, για το λόγο ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. (Δέστε Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 9807, ημερ. 24.6.99). Το Δικαστήριο, τέλος, διέταξε την επιστροφή του ποσού των £4.600 που είχαν αρχικά πληρωθεί από την εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία.

Με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, αμφισβητούν το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το χρόνο που παραλήφθηκε η επιστολή της 6.2.95 και επίσης υποβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το θέμα δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα, αφού στην παράγραφο 7 της υπεράσπισης αναφερόταν ότι «. . . . οι ενάγοντες δεν εδικαιούντο να τερματίσουν την ως άνω συμφωνία δια της επιστολής ημερομηνίας 27.2.1995 και/ή καθόλου».

Κατά την άποψη μας δεν παρίσταται ανάγκη να κρίνουμε το θέμα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, δηλαδή αν καλώς η κακώς το Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση για το χρόνο λήψης της επίδικης επιστολής, αφού, έχοντας εξετάσει με προσοχή το θέμα των δικογράφων, κρίνουμε ότι πολύ ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα πώς το ζήτημα δεν μπορούσε να είναι επίδικο, αφού σύμφωνα με την κρίση του η παράγραφος 7 της υπεράσπισης ουδόλως το εκάλυπτε.

Η παράγραφος 7 της υπεράσπισης διατυπώνεται με αόριστη γενικότητα και σύμφωνα με τη νομολογία η γενική άρνηση ισχυρισμών δεν εξυπακούει και την προβολή θετικών ισχυρισμών. (Δέστε Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24). Ο ισχυρισμός μη έγκαιρης παραλαβής της επιστολής ήταν ουσιωδέστατος και θα αναμέναμε να περιείχετο σαφώς στην έκθεση υπεράσπισης, ούτως ώστε να καθίσταται επίδικο θέμα.

Έτσι, είναι καταφανώς ορθή η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε το θέμα να εξετασθεί και να κριθεί από το Δικαστήριο. Η παράλειψη περίληψης του θέματος στο δικόγραφο υποστήριζε επίσης και την άποψη του πρωτόδικου Δικαστή πως η θέση των εφεσειόντων και η όλη επιχειρηματολογία επί του θέματος ήταν μεταγενέστερη σκέψη και αναληθής. Το ότι είναι ανεπίτρεπτη η επίλυση θεμάτων που δεν είναι επίδικα και πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίζει ζητήματα που δεν αποτέλεσαν μέρος της δικογραφίας, προκύπτει και από τις υποθέσεις Charalambous v. Metalco Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 636, Παπακοκκίνου ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 και Λυσιώτης ν. Αχιλλέως (1998) 1 Α.Α.Δ. 1567, στις οποίες κάμνει αναφορά στην απόφαση του ο πρωτόδικος Δικαστής.

Ακολούθως, οι εφεσείοντες προβάλλουν πως κακώς και αναιτιολόγητα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο χρόνος πληρωμής κατέστη ουσιώδης, προβάλλοντας πως τα μέρη συμφωνίας δεν έχουν δικαίωμα να τροποποιούν μονομερώς τους όρους της. Η δε ενέργεια στην προκείμενη περίπτωση να καταστήσουν τον όρο πληρωμής ουσιώδη όρο, ήταν τέτοια μονομερής ενέργεια.

Και αυτή η θέση των εφεσειόντων πρέπει να απορριφθεί. Είναι γεγονός, όπως διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι στην παρούσα περίπτωση η προθεσμία για πληρωμή του τιμήματος πωλήσεως δεν ήταν ουσιώδης όρος, αφού δεν είχε κηρυχθεί ως τέτοιος από τους συμβαλλόμενους. Όπως προκύπτει και από την υπόθεση Paraskeva & Others v. Lantas (1988) 1 C.L.R. 285, η ύπαρξη όρου περί τόκου σε περίπτωση καθυστέρησης της πληρωμής, όπως στην παρούσα περίπτωση, είναι ενδεικτική πως ο χρόνος δεν ήταν στη σκέψη των μερών ουσιώδης. Η νομολογία όμως αναγνωρίζει ότι το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να καταστήσει το χρόνο ουσιώδη αν υπάρξει παράβαση των όσων έχουν συμφωνηθεί. Σχετική είναι και η απόφαση Xenophontos ν. Tyrimou (1984) 1 C.L.R. 23, όπου μετά πάροδο 20 χρόνων δόθηκε ειδοποίηση για συμμόρφωση μέσα σε 15 ημέρες. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η πρόνοια για τόκο 8½% στο υπόλοιπο ποσό αν δεν εξοφλείτο εντός των 6 μηνών, εν όψει και του γεγονότος ότι υπήρχε πρόνοια και για τόκο 7% εν πάση περιπτώσει μέχρι την εξόφληση, δεν επηρεάζει τη νομική κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία. Επιπρόσθετα, ούτε η πρόνοια πως καθυστέρηση καταβολής του υπολοίπου παρέχει δικαίωμα στους πωλητές για είσπραξή του μέσω αγωγής στερεί αυτούς από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας λόγω παράβασης ή το περιορίζει καθ΄οιονδήποτε τρόπο (δέστε και Bower ν. Ηροδότου (1994) 1 Α.Α.Δ. 325 στη σελ. 335.)

Το κατά πόσο ο χρόνος των 10 ημερών που δόθηκε ήταν εύλογος υπό τις περιστάσεις είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από το σύνολο των περιστατικών. (Δημήτρη ν. Beven Π.Ε. 9689, ημερ. 29.4.99). Ο πρωτόδικος Δικαστής, κρίνοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δόθηκε η δεκαήμερη προθεσμία για καταβολή του υπολοίπου, κατέληξε πως ήταν εύλογος ο χρόνος που δόθηκε, αφού οι εφεσείοντες γνώριζαν από την 1.8.94 ότι θα έπρεπε να πλήρωναν το υπόλοιπο εντός 6 μηνών, κατά την ημέρα μεταβίβασης και σχολίασε πως, παρόλο ότι ο χρόνος είχε καταστεί ουσιώδης, εντούτοις οι εφεσείοντες δεν έπραξαν τίποτε για "αναχαίτιση του επερχόμενου τερματισμού με την προσφορά πληρωμής Rodoulli v. Papasavvas (1988) 1 C.L.R. 540)." To εύλογο του χρόνου ήταν θέμα που ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και κρίνουμε πως τη διακριτική αυτή ευχέρεια την άσκησε εντός θεμιτών πλαισίων ώστε να μην χωρεί επέμβαση μας στο συμπέρασμα του. Σχετική είναι και η παρατήρηση του Δικαστηρίου επί του προκειμένου πως το θέμα αυτό δεν αποτέλεσε ρητά μέρος της υπεράσπισης και πουθενά στην αλληλογραφία τους, όπως προκύπτει από τα τεκμήρια, δεν ηγέρθη τέτοιο θέμα από τους εφεσείοντες-εναγομένους.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του Δικαστηρίου ότι ο τόπος συνομολόγησης και υπογραφής της σύμβασης δεν έχει καμμία σημασία. Και αυτός ο λόγος, κατά την άποψη μας, πρέπει να απορριφθεί, αφού σωστή είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου πως δεν αμφισβητήθηκε το νόμιμο της συνομολόγησης, έστω και αν αυτή έγινε στην Αυστραλία, όπως ήταν η μαρτυρία, και όχι στην Κύπρο και αφού, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία (κάτι που δεν αμφισβητήθηκε στην υπεράσπιση) εν όψει των προνοιών του άρθρου 21(2) του Νόμου 14/60, με βάση τις πρόνοιες του οποίου υφίσταται δικαιοδοσία όταν η αγωγή αφορά, μεταξύ άλλων, την πώληση οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας που ευρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας.

Εν όψει των όσων αναφέραμε και αναλύσαμε πιο πάνω, κρίνουμε την έφεση αβάσιμη και την απορρίπτουμε με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 

 

Δ. Δ. Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο