ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 351

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10960

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ/στών.

ΜΕΤΑΞΥ:

ΚΩΣΤΑ ΝΕΑΡΧΟΥ, από τη Λεμεσό,

Εφεσείοντα,

και

ΣΑΒΒΑ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ, από τη Λευκωσία και ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ, από τη Λευκωσία, ως διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντα Φρίξου Στεφάνου, τέως από τη Λευκωσία και τα πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν τους νόμιμους κληρονόμους και τους εξαρτώμενους,

Εφ εσίβλητων

― ― ― ― ―

26 Μαρτίου, 2003.

Για τον εφεσείοντα: κ. Δ. Αριστείδου.

Για τον εφεσίβλητο: κα Πρ. Μιχαήλ για κ. Γ. Σαββίδη.

― ― ― ― ―

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

― ― ― ― ―

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, εξαιτίας τροχαίου δυστυχήματος που συνέβηκε στις 18.3.92, υπέστη κάταγμα του δεξιού βραχίονα, μικροεκδορές, απώλεια δύο δοντιών και κινητικότητα των υπολοίπων καθώς και σπάσιμο των κορώνων τριών μπροστινών δοντιών. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε έπαθε ζημιές οι οποίες συμφωνήθηκαν στο ποσό των £4200. Στο στάδιο της δίκης οι εφεσίβλητοι αποδέχθηκαν πλήρη ευθύνη για το ατύχημα. H αμφισβήτηση τους επικεντρώθηκε στον προσδιορισμό του βαθμού σοβαρότητας των σωματικών βλαβών του εφεσείοντα, στο χρόνο ίασης του τραύματος στο βραχίονα καθώς και στο θέμα των γενικών/ειδικών αποζημιώσεων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντα γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ύψους £7000 και £14322 αντίστοιχα πλέον τόκους και έξοδα.

Οι λόγοι έφεσης αναφέρονται στην αξιολόγηση της ιατρικής μαρτυρίας, στις γενικές αποζημιώσεις που ο εφεσείων θεωρεί υπερβολικά χαμηλές, στη δεκτότητα μαρτυρίας ιατρού που κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης, στην παράλειψη επιδίκασης ειδικών αποζημιώσεων που αφορούσαν μέρος των απωλειών/ζημιών καθώς και στην κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη και/ή λάθος του Δικαστηρίου αναφορικά με την επιδίκαση τόκου για ορισμένη χρονική περίοδο για ποσά των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.

Η θεραπεία για την επούλωση των τραυμάτων του στόματος και την αποκατάσταση των βλαβών στα δόντια κράτησε ενάμισυ περίπου μήνα. Καθ΄ όλο το χρονικό αυτό διάστημα, ο εφεσείων είχε πόνους και υφίστατο ταλαιπωρία λόγω δυσκολίας στη μάσηση. Για το θέμα των κακώσεων του στόματος δεν προσκομίστηκε μαρτυρία αντίθετη εκείνης του οδοντίατρου του εφεσείοντα η οποία, έγινε στο σύνολό της αποδεχτή από το Δικαστήριο. Η αμοιβή του οδοντίατρου περιορίστηκε από το δικηγόρο του εφεσείοντα στις £650 και ενσωματώθηκε στο ποσό των £2839 που επιδικάστηκε στον εφεσείοντα για τα ιατρικά έξοδα. Οι εκδορές και οι μικροτραυματισμοί στα διάφορα μέρη του σώματος του εφεσείοντα αποθεραπεύθηκαν χωρίς περιπλοκές ή κατάλοιπα.

Ο εφεσείων, μετά το δυστύχημα, μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου παρέμεινε τρεις ημέρες. Στη συνέχεια, επισκέφθηκε τον χειρούργο ορθοπεδικό Κ. Ανδρέου ο οποίος τον εξέτασε στις 29.3.92. Ο γιατρός διαπίστωσε συντριπτικό κάταγμα του δεξιού βραχίονα. Υπέβαλε τον τραυματία σε εγχείρηση και συνέχισε να παρακολουθεί την πρόοδο της αποκατάστασης του τραύματος. Επειδή η πόρωση ήταν βραδεία, θεώρησε πως έπρεπε να παρασχεθεί περισσότερος χρόνος για την πόρωση του κατάγματος προτού διενεργηθεί δεύτερη εγχείρηση. Το κάταγμα δεν πορώθηκε και η διενέργεια δεύτερης εγχείρησης, κατέστη αναπόφευκτη. Η δεύτερη εγχείρηση, που περιλάμβανε μεταμόσχευση κοκκάλου από τη λεκάνη, έγινε στις 26.10.93 με καλό αποτέλεσμα. Το τραύμα αποκαταστάθηκε πλήρως και η πόρωση του κατάγματος ήταν απόλυτα επιτυχής. Με την αποκατάσταση του τραύματος ο εφεσείων ήταν πλέον σε θέση να εκτελεί οποιαδήποτε εργασία. Η κούραση, προκαλούσε παροδικό πόνο ο οποίος έφευγε μετά από ανάπαυση. Οι κινήσεις του χεριού προς την πλάτη και την κεφαλή επηρεάστηκαν ελάχιστα. Ο πόνος στο χέρι ήταν έντονος για ένα περίπου μήνα μετά από κάθε εγχείρηση.

Ο χειρούργος ορθοπεδικός Η. Γεωργίου κατέθεσε εκ μέρους της υπεράσπισης. Ο εν λόγω μάρτυρας, εξέτασε τον εφεσείοντα στις 2.5.97 δηλαδή, πέντε και πλέον χρόνια μετά το δυστύχημα. Με βάση την κλινική εξέταση και τις ακτινογραφίες, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε οποιαδήποτε λειτουργική ανικανότητα του χεριού. Επρόκειτο, όπως ανέφερε, για ένα συνηθισμένο κάταγμα, όχι συντριπτικό, και χωρίς ιδιαίτερη σοβαρότητα εφόσον δεν υπήρξε τραυματισμός άλλων ζωτικών οργάνων όπως νεύρα και αγγεία. Η βασική διαφωνία του με τον γιατρό του εφεσείοντα εντοπίζεται στην άποψη πως η δεύτερη εγχείρηση έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Από τη στιγμή που υπήρχαν ενδείξεις μη πόρωσης μέσα στο διάστημα των πρώτων πέντε μηνών από το ατύχημα, η δεύτερη εγχείρηση ήταν πλέον εκ των πραγμάτων αναπόφευκτη και συνεπώς άσκοπα αφέθηκε να παρέλθει ο χρόνος μέχρι τη διενέργεια της δεύτερης εγχείρησης. Το συγκεκριμένο τραύμα, αν αντιμετωπιζόταν σωστά, θα μπορούσε να είχε πορωθεί και να επέλθει πλήρης αποκατάσταση το αργότερο μέσα σε ένα χρόνο εκτός αν υπήρχε απρόβλεπτη επιπλοκή. Ο γιατρός Η. Γεωργίου κατέθεσε ότι ο εφεσείων σε διάστημα τεσσάρων μέχρι πέντε μηνών μετά τη δεύτερη εγχείρηση ήταν απόλυτα ικανός για εργασία.

Ο πρωτόδικος δικαστής διέκρινε ότι η αντίθεση στη μαρτυρία των γιατρών εντοπιζόταν βασικά στη φύση του τραύματος και στο κατά πόσο ήταν ορθή η θεραπεία που ακολούθησε ο γιατρός του εφεσείοντα και ειδικά η προσέγγιση του να καθυστερήσει τη διενέργεια της δεύτερης εγχείρησης με αποτέλεσμα να προκληθεί περαιτέρω ταλαιπωρία στον εφεσείοντα και συνάμα να παραταθεί η περίοδος της ανικανότητας του για εργασία. Ο δικαστής αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των δύο γιατρών προέβη στην πιο κάτω διαπίστωση:

«Προκύπτει σαν κοινή συνισταμένη της μαρτυρίας των γιατρών των δύο πλευρών που εξέτασαν το τραύμα στο δεξί χέρι του ενάγοντα ότι οι δυο εγχειρήσεις ήταν απαραίτητες. Είναι επίσης κοινό το έδαφος ότι ο ενάγοντας από αυτές τις εγχειρήσεις ταλαιπωρήθηκε και για κάποιο διάστημα υφίστατο έντονο πόνο. Είναι ακόμη κοινή θέση των δύο αυτών γιατρών ότι μετά από 4 με 5 μήνες από τη δεύτερη εγχείρηση το τραύμα αποκαταστάθηκε πλήρως και ο ενάγοντας μπορούσε να εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία με μόνο επακόλουθο να αισθάνεται κάποτε κάποιους πόνους. Συμφώνησαν επίσης ότι οι κινήσεις πλέον δεν επηρεάζονται εκτός από δυο, τις οποίες ανέφερα ανωτέρω. Τα πιο πάνω γίνονται και ευρήματα του Δικαστηρίου.»

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, ασχολήθηκε με τα σημεία της μαρτυρίας των γιατρών που συνιστούσαν την απόκλιση. Ο τρόπος προσέγγισης του θέματος και οι σχετικές διαπιστώσεις, περιέχονται στο πιο κάτω απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης:

«Δεν έχω κανένα ενδοιασμό να αποφασίσω ότι το τραύμα ήταν ακριβώς όπως το περιέγραψε ο μάρτυρας της υπεράσπισης, γιατρός. Εύκολα μπορεί να εντοπιστεί τόσο από τις σχετικές ακτινογραφίες που κατατέθηκαν σαν τεκμήρια όσο και από την κοινή θέση των δύο γιατρών ότι το τραύμα δεν ήταν συντρηπτικό. Με γυμνό οφθαλμό φαίνεται στις ακτινογραφίες αυτό που και οι δύο γιατροί κατέθεσαν, ότι δηλαδή το κόκκαλο έσπασε χωρίς πολλά τεμάχια με μόνο ένα μικρό τεμάχιο να ξεχωρίζει. Ο χαρακτηρισμός λοιπόν που έδωσε ο μάρτυρας της υπεράσπισης ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: «πλήρες κάταγμα με μετατόπιση, συνοδευόμενο από απόσπαση μικρού οστικού τεμαχίου μεγέθους ελιάς». Απομένει να απαντηθεί το κατά πόσο η δεύτερη εγχείρηση θα μπορούσε να γίνει νωρίτερα. Και στο ζήτημα αυτό ο γιατρός μάρτυρας της υπεράσπισης δέχομαι ότι ικανοποίησε το Δικαστήριο με τη μαρτυρία του. Εξήγησε με λεπτομέρεια τη φύση του τραύματος και την πορεία επούλωσης του. Εδωσε πλήρεις εξηγήσεις για ποιο λόγο το τόσο μεγάλο διάστημα μέχρι τη δεύτερη εγχείρηση ήταν αδικαιολόγητο. Προμήθευσε το Δικαστήριο με την αναγκαία επιστημονική μαρτυρία για να αξιολογηθεί η ορθότητα των συμπερασμάτων του. Η θέση του γιατρού του ενάγοντα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στηρίζεται ουσιαστικά στον ισχυρισμό του ότι παρακολουθώντας συνέχεια την πορεία θεραπείας του τραύματος μετά την πρώτη εγχείρηση εντόπιζε σημεία επούλωσης και προόδου τέτοια που τον οδηγούσαν στην απόφαση να καθυστερεί τη δεύτερη εγχείρηση για διάστημα πέραν του έτους, με την ελπίδα ότι τελικά θα αποφεύγετο. Δεν μπορώ να εντοπίσω βάση στήριξης αυτής της θέσης. Θα ανέμενε κάποιος ότι αν υπήρχαν ενθαρρυντικά σημεία τα οποία συνέχιζαν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα θα είχε αποφευχθεί και η δεύτερη εγχείρηση. Η πάροδος τόσου χρόνου για ένα τραύμα της φύσης που έχω αναφέρει πιο πάνω αφήνει έκθετη σε απόρριψη τη θέση του μάρτυρα.

Το γεγονός ότι ο μάρτυρας της υπεράσπισης δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί την πορεία του τραύματος δεν αποδυναμώνει το κύρος της επιστημονικής του μαρτυρίας. Αυτό διότι είχε τη δυνατότητα να εξετάσει τον ενάγοντα γνωρίζοντας το ιατρικό ιστορικό του και έχοντας σχετικές ακτινογραφίες. Τα πιο πάνω σε συνάρτηση με το είδος του τραύματος - συνηθισμένης μορφής - και την ιατρική προσέγγιση, όπως την έθεσε ο μάρτυρας καθιστούν πρόδηλο ότι αυτός βρισκόταν σε εξίσου καλή θέση με τον γιατρό που παρακολουθούσε τον ενάγοντα, να εκτιμήσει και να εξάξει τα συμπεράσματά του.

Με βάση τα πιο πάνω τα συμπεράσματα του γιατρού της υπεράσπισης γίνονται και ευρήματα του Δικαστηρίου.»

 

O πρώτος λόγος έφεσης έχει δύο σκέλη. Το πρώτο, αναφέρεται στη διαπίστωση του δικαστηρίου ότι το κάταγμα στο βραχίονα ήταν όπως το περιέγραψε ο ιατρός Η. Γεωργίου. Το δεύτερο σκέλος, αφορά στο συμπέρασμα του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ πρώτης και δεύτερης εγχείρησης «....... άφηνε έκθετη σε απόρριψη τη μαρτυρία του μάρτυρα του ενάγοντα Κυριάκου Ανδρέου γιατί αυτό το συμπέρασμα δεν υποστηρίζεται και/ή δεν δικαιολογείται και/ή είναι αντίθετο και δεν συνάδει με την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή η αξιολόγηση της ιατρικής μαρτυρίας και των σχετικών τεκμηρίων έγινε λανθασμένα και αδικαιολόγητα ......».

Κατόπιν εξέτασης της μαρτυρίας των ιατρών διαπιστώνουμε πως υπάρχει διαφορά στη φραστική διατύπωση/περιγραφή του κατάγματος η οποία ωστόσο, δεν συνιστά ουσιώδη απόκλιση. Οι γιατροί, προσπάθησαν να περιγράψουν, ο καθένας με τα δικά του λόγια, τη φύση του τραύματος. Εχουμε τη γνώμη ότι οι περιγραφές συγκλίνουν στα ουσιώδη σημεία και η διαπίστωση του δικαστηρίου επί του θέματος συνάδει με τη σχεδόν ταυτόσημη μαρτυρία των ιατρών. Ο ακριβής χαρακτηρισμός του κατάγματος δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία. Η ουσία του πράγματος, ανάγεται στη διάγνωση και τη θεραπεία καθώς και στις επιπτώσεις που το τραύμα προκάλεσε στον εφεσείοντα. Η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων συγκλίνει στο ότι η θεραπεία του συγκεκριμένου κατάγματος μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με εγχείρηση η οποία και έγινε. Σύγκλιση υπάρχει και στο ότι μικρό ποσοστό παρόμοιων καταγμάτων εμφανίζουν αδυναμία πόρωσης μετά την πρώτη εγχείρηση οπότε καθίσταται απαραίτητη η διενέργεια δεύτερης επέμβασης.

Στην προκείμενη περίπτωση, η διαφορά εντοπίζεται στην εκτίμηση των ιατρών αναφορικά με τον καθορισμό του εύλογου χρόνου αναμονής για την πόρωση του κατάγματος προτού κριθεί ότι καθίσταται αναγκαία η διενέργεια δεύτερης εγχείρησης. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολόγησε τη μαρτυρία των ιατρών και για τους λόγους που επαρκώς εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση, προτίμησε να στηριχθεί στη μαρτυρία του ιατρού Η. Γεωργίου. Σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία, η μη πόρωση του κατάγματος μέσα στους πρώτους πέντε μήνες έπρεπε να είχε αποτελέσει ισχυρή ένδειξη αδυναμίας πόρωσης του κατάγματος και να αποφασιζόταν αμέσως, χωρίς άλλη χρονοτριβή, η διενέργεια δεύτερης επέμβασης. Ο χρόνος που αφέθηκε να περάσει μετά τους πρώτους πέντε μήνες μέχρι τη διενέργεια της δεύτερης εγχείρησης ουσιαστικά ήταν μια «άγονη» χρονική περίοδος εφόσον δεν υπήρχε με βάση την επιστήμη, σοβαρή προσδοκία πόρωσης. Ο χρόνος που πέρασε, συνέτεινε στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης με όλα τα επακόλουθα για τα οποία ο εφεσείων αξίωσε αποζημιώσεις.

Είναι γνωστό πως ο δικαστής δεν είναι επιτρεπτό να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας. Εξειδικευμένα επίδικα θέματα, χρήζουν μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων την οποία, δέχεται το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει, ύστερα από αξιολόγηση, στο δικό του συμπέρασμα. Συχνά, η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων που καταθέτουν για το ίδιο θέμα, παρουσιάζει αντιθέσεις, μικρές μέχρι και μεγάλες αποκλίσεις. Αυτό συμβαίνει και σε υποθέσεις όπως η παρούσα όπου οι μάρτυρες είναι ιατροί και κατά κανόνα η ιατρική μαρτυρία, όπως και κάθε άλλη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων θεωρείται ως μαρτυρία ανεξάρτητη (βλ. Andreas Anastassiades v. The Republic (1977) 2 CLR 97, Kyriacos Nicola Kouppis v. The Republic (1977) 2 CLR 361). Ακολουθεί πως το καθήκον των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά/ειδικά κριτήρια και στοιχεία τα οποία, αφού εκτιμηθούν, να αποβούν χρήσιμα και βοηθητικά για το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και διαπιστώσεις.

Επανερχόμενοι στην ουσία του θέματος, καταλήγουμε ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του ιατρού Η. Γεωργίου βρίσκεται στα πλαίσια της ορθής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Επρόκειτο για μαρτυρία σχετική με το επίδικο θέμα του χρόνου που διάρκεσε η ανικανότητα του εφεσείοντα για εργασία και τα συναφή με αυτό θέματα του πόνου και της ταλαιπωρίας που ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι υπέστη. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα για το θέμα του χρόνου της αποθεραπείας κλπ, αντιμετωπίστηκε από τους εφεσίβλητους με γενική άρνηση στο δικόγραφο της υπεράσπισης. Εχουμε τη γνώμη πως ενόψει της φύσης του θέματος δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση της άρνησης. Ηταν πλέον καθαρά θέμα ιατρικής μαρτυρίας που οι διάδικοι είχαν καθήκον να προσκομίσουν ενώπιον του δικαστηρίου για να αποδείξουν τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους όπως και έπραξαν. Εδώ όμως θεωρούμε σκόπιμο να ανοίξουμε μια παρένθεση για να επισημάνουμε πως οι εφεσίβλητοι δεν ήγειραν στην υπεράσπισή τους θέμα αμέλειας του ιατρού Κ. Ανδρέου στη θεραπεία του εφεσείοντα αλλά ούτε είχε εξειδικευθεί από πλευράς εφεσιβλήτων ότι ο σκοπός της μαρτυρίας του ιατρού Η. Γεωργίου ήταν και προς απόδειξη ιατρικής αμέλειας του ιατρού του εφεσείοντα. Γι΄ αυτό όμως το θέμα θα επανέλθουμε κατά την εξέταση του τρίτου και τέταρτου λόγου έφεσης.

Ο ισχυρισμός ότι η μαρτυρία του ιατρού Η. Γεωργίου ήταν πρόχειρος αυτοσχεδιασμός γιατί δεν είχε ως υπόβαθρο τις ακτινογραφίες και το ιατρικό ιστορικό του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Από τα πρακτικά της υπόθεσης προκύπτει το αντίθετο. Ο ιατρός σαφώς είχε γνώση του ιατρικού ιστορικού του εφεσείοντα αφού αναφέρθηκε στο περιεχόμενο των εκθέσεων που ετοίμασαν οι θεράποντες ιατροί του εφεσείοντα και είχε επίσης υπόψη του ακτινογραφίες που ο ίδιος ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων έθεσε ενώπιόν του και τον αντεξέτασε.

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου που αναφέρονται στην ιατρική μαρτυρία για το θέμα του χρόνου που διέρρευσε από την πρώτη εγχείρηση του εφεσείοντα μέχρι τη δεύτερη και στα συναφή με αυτό θέματα, συνάδουν με την ιατρική μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και θεωρούμε πως δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή των εν λόγω διαπιστώσεων. Ακολουθεί πως ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο ποσό των £7000 που το δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα ως γενικές αποζημιώσεις. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το ποσό είναι υπερβολικά χαμηλό ενόψει της φύσης των τραυμάτων, του πόνου και της ταλαιπωρίας που υπέστη, της απώλειας των ανέσεων και του περιορισμού μελλοντικών εισοδημάτων του. Ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τις επιπτώσεις από τα τραύματα ότι δηλαδή, θα έχει και στο μέλλον περιοδικές ενοχλήσεις στο δεξί χέρι κυρίως μετά από παρατεταμένη βαριά εργασία και όταν ο καιρός θα είναι ψυχρός. Λέγει ακόμα ότι το Δικαστήριο δεν άντλησε σωστή καθοδήγηση από τη νομολογία και ότι προσέγγισε λανθασμένα τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα του καθορισμού των αποζημιώσεων.

Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων έλαβε συνολικά υπόψη τη φύση, την έκταση και την πορεία των τραυμάτων καθώς και τις επιπτώσεις από πιθανή μελλοντική εγχείρηση για την αφαίρεση των πλατίνων. Ορθά δεν έχουν επιδικασθεί αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων εφόσον σύμφωνα με τη συγκλίνουσα ιατρική μαρτυρία, η ικανότητα του για εργασία είχε πλήρως αποκατασταθεί τέσσερις περίπου μήνες μετά από τη δεύτερη εγχείρηση.

Στην εκκαλούμενη απόφαση γίνεται αναφορά στη νομολογία* η οποία διέπει το θέμα των αποζημιώσεων και καθώς φαίνεται η καθοδήγηση ήταν σωστή. Θεωρούμε και εμείς ότι το ποσό των £7000.- που το δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα είναι δίκαιο και ικανοποιητικό. Δεν διαπιστώνουμε λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση μας για αύξηση του ποσού.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στη δεχτότητα της μαρτυρίας του ιατρού Η. Γεωργίου αναφορικά με το χρόνο που διέρρευσε από την πρώτη εγχείρηση του εφεσείοντα μέχρι τη δεύτερη. Ο εφεσείων, ισχυρίζεται πως η μαρτυρία δεν καλυπτόταν από τη δικογραφία, ήταν απρόβλεπτη και αιφνιδιαστική. Πέραν των όσων έχουμε ήδη αναφέρει επί του θέματος κατά τη συζήτηση του πρώτου λόγου έφεσης θα προχωρήσουμε στην εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης σε συνάρτηση προς τον επόμενο επειδή τα θέματα των δύο λόγων συμπλέκονται. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αναφέρεται στις ειδικές αποζημιώσεις που έχουν επιδικαστεί αναφορικά με τις ζημιές για τις οποίες υπήρξε αμφισβήτηση.

Χάριν της ευχερέστερης κατανόησης των θεμάτων που θα μας απασχολήσουν μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο θα αναφερθούμε με συντομία στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το θέμα (των ειδικών αποζημιώσεων) το πρωτόδικο δικαστήριο. Δοθέντος ότι η φύση των εργασιών του εφεσείοντα ήταν τέτοια που προϋπόθετε τη χρησιμοποίηση και του τραυματισμένου δεξιού χεριού του, ο πρωτόδικος δικαστής θεώρησε σκόπιμο να ασχοληθεί πρώτα με τον καθορισμό του χρονικού διαστήματος που ο εφεσείων «αποστερήθηκε της δυνατότητας εργασίας» έτσι ώστε να υπάρχει η σταθερή βάση για τον υπολογισμό των ειδικών αποζημιώσεων. Είναι προφανές ότι η ανάγκη ειδικής ενασχόλησης του πρωτόδικου δικαστηρίου με το συγκεκριμένο αυτό θέμα προέκυψε ένεκα της ταυτόχρονης ύπαρξης αφ΄ ενός της ουσιαστικά αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ότι ο χρόνος που πραγματικά χρειάστηκε για την πόρωση του κατάγματος και ανάκτηση της ικανότητας για εργασία ήταν 23 περίπου μήνες δηλαδή, το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την ημερομηνία του ατυχήματος μέχρι και την πάροδο τεσσάρων έως πέντε μηνών μετά τη δεύτερη εγχείρηση και αφ΄ ετέρου, εξαιτίας της διαπίστωσης ότι μετά από διάστημα πέντε περίπου μηνών από τον τραυματισμό, ο εφεσείων θα έπρεπε, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, να υποστεί τη δεύτερη εγχείρηση ενώ θα χρειαζόταν επιπρόσθετο χρονικό διάστημα το πολύ πέντε ακόμα μηνών από τη δεύτερη εγχείρηση για να είναι έτοιμος για εργασία.

Ο πρωτόδικος δικαστής στην προσπάθεια να απαντήσει στο ερώτημα σε ποιο βαθμό η ιατρική αμέλεια μπορεί να στερήσει τον τραυματισθέντα του δικαιώματος καταβολής αποζημίωσης αναφέρθηκε στην Rothwell v. Caverswall Stone Co Ltd (1944) 2 All E.R. 350 από την οποία παρέθεσε το πιο κάτω απόσπασμα με δική του μετάφραση:

«.......... negligent or inefficient treatment by a doctor or other person may amount to a new cause and the circumstances may justify a finding of fact that the existing incapacity results from the new cause, and does not result from the original injury. This is so even if the negligence or inefficient treatment consists of an error of omission whereby the original incapacity is prolonged."

 

 

Σε μετάφραση,

 

 

«........ αμελής ή ακατάλληλη θεραπεία από γιατρό ή άλλο πρόσωπο δυνατό να συνιστά νέο αίτιο και οι περιστάσεις να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η υφιστάμενη ανικανότητα είναι αποτέλεσμα του νέου αιτίου και όχι αποτέλεσμα του αρχικού τραυματισμού. Αυτό ισχύει ακόμα και αν η αμέλεια ή η ακατάλληλη θεραπεία συνίσταται σε λάθος ή παράλειψη λόγω της οποίας η αρχική ανικανότητα παρατείνεται.»

 

 

Ακολούθησε στη συνέχεια το σκεπτικό στη βάση του οποίου, ο πρωτόδικος δικαστής καθόρισε το χρονικό διάστημα των δέκα μηνών ως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εφεσείων δεν μπορούσε να εκτελέσει εργασία. Νομίζουμε ότι αξίζει να παραθέσουμε περικοπή της εκκαλούμενης απόφασης με το σκεπτικό του δικαστηρίου για το θέμα που μας απασχολεί:

«Η παρούσα περίπτωση, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου και τη φύση του τραύματος, όπως τη δέχτηκα μέσα από την μαρτυρία του γιατρού Γεωργίου, εμπίπτει στο πιο πάνω πλαίσιο. Ηταν ένα κάταγμα από τα πλέον συνήθη και χωρίς ιδιαίτερη σοβαρότητα. Ιατρικά δεν υπήρχε περιθώριο επιλογής άλλης θεραπείας και φροντίδας από τη διενέργεια δεύτερης εγχείρησης το αργότερο πέντε μήνες μετά την πρώτη. Κατά συνέπεια δεν ήταν απλό λάθος κρίσης του γιατρού του ενάγοντα αλλά προσέγγιση που βρίσκεται στα πλαίσια της παράλειψης παροχής εύλογης φροντίδας. Η παράταση της αρχικής ανικανότητας ήταν αποτέλεσμα ακατάλληλης θεραπείας και ως εκ τούτου δεν θα ήταν ορθό να θεωρηθεί ότι το χρονικό διάστημα της ανικανότητας θα ήταν δικαιολογημένο στην έκταση που η πλευρά του ενάγοντα το έθετε. Δέχομαι, όπως έχω ήδη αναφέρει, περίοδο 10 μηνών ανικανότητας του ενάγοντα συνεπεία του τραυματισμού.»

 

 

Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η περίοδος ανικανότητας για εργασία του εφεσείοντα για σκοπούς υπολογισμού των ειδικών αποζημιώσεων ήταν 10 μήνες αντί 23 περίπου μήνες, που όντως ήταν η πραγματική διάρκεια ανικανότητας του εφεσείοντα, εφάρμοσε τη νομική αρχή novus actus interveniens. Δέχθηκε δηλαδή ότι η χρονική περίοδος των 13 μηνών ανικανότητας για εργασία που ακολούθησε τους πρώτους 10 μήνες ανικανότητας, οφειλόταν σε αμέλεια του θεράποντος ιατρού του εφεσείοντα. Διαπίστωσε ότι υπήρξε παρεμβολή εντελώς νέας αιτίας η οποία, αποφασιστικά διέκοψε την αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αίτιου και αιτιατού. Με άλλα λόγια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δέχθηκε ότι για την παράταση του χρόνου ανικανότητας για εργασία του εφεσείοντα παρενεβλήθη μια νέα αιτία, η αμέλεια του θεράποντα ιατρού του εφεσείοντα η οποία, ήταν άσχετη ή και εντελώς απομακρυσμένη από την αρχική αιτία και η οποία νέα αιτία, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην παράταση του χρόνου ανικανότητας του εφεσείοντα για εργασία και συνακόλουθα συνέβαλε στη ζημιά που αυτός υπέστη.

Η νομική αρχή του novus actus interveniens συζητήθηκε στην Νικηφόρου Σπύρου (ανηλίκου) διά των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του Αγάπιου Σπύρου και Παναγιώτας Σπύρου ν. Παντελίτσας Ανδρέου - Λανίτου και άλλων, ΠΕ 10501 και ΠΕ 10507, ημερ. 16.10.2001 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.) όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Δεν θα σπεύσουμε να συνυπογράψουμε πως το άρθρο 56(1) του κεφ. 148 ενσωματώνει στο σύνολό της την αρχή novus actus interveniens. Αναφέρεται σε αμέλεια τρίτου ως την ενδεχόμενη αποφασιστική αιτία ενώ, κατά την πιο πάνω αρχή, το ερώτημα δεν συνίσταται στο κατά πόσο παρενεβλήθη νέα αμέλεια αλλά νέα αιτία. (S.S. Singleton Abbey v. S.S. Paludina [1927] A.C. 16). To θέμα αφορά στην αιτιώδη συνάφεια της αμέλειας του εναγομένου και της ζημιάς και αυτό επιλύεται με αναφορά στο κατά πόσο αυτή η συνάφεια, στο πλαίσιο των γεγονότων, διακόπηκε, όπως εξηγήθηκε στην The Oropesa [1943] 1 All ER 211. (βλέπε επίσης Clerk and Lindsell (ανωτέρω) σελ. 83 § 1-120) από κάτι το αυτόβουλο, παράλογο ή εξωγενές που διαταράσσει τη σειρά των γεγονότων. Παραθέτουμε ολόκληρο το απόσπασμα από τη σελ. 215:

"The question is not whether there was new negligence, but whether there was a new cause. I think that is what Lord Summer is emphasising in one of the passages in a case to which I shall refer in a moment, S.S. Singleton Abbey v. S.S. Paludina. It must always be shown that there is something which I will call ultroneous, something unwarrantable, a new cause coming in disturbing the sequence of events, something that can be described as either unreasonable or extraneous or extrinsic. I doubt very much whether the law can be stated more precisely than that."

Και, όπως λέχθηκε στην Impress (Worcester) Ltd v. Rees [1971] 2 All ER 357 με βάση τις γενικές αρχές της αιτιώδους συνάφειας, το ερώτημα είναι κατά πόσο η παρεμβληθείσα αιτία ήταν τόσο δυνατής φύσης ώστε η συμπεριφορά των εφεσειόντων σε εκείνη την περίπτωση, δεν ήταν καθόλου αιτία αλλά απλώς μέρος των περιβαλλουσών περιστάσεων (σελ. 358):

"On general principles of causation, the question which the justices ought to have asked themselves was whether that intervening cause was of so powerful a nature that the conduct of the appellants was not a cause at all but was merely part of the surrounding circumstances."

 

 

Το άρθρο 56(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 στο οποίο γίνεται αναφορά στην Νικηφόρου Σπύρου (ανηλίκου) (ανωτέρω) προνοεί ότι:

 

«Σε αγωγή που εγείρεται για αμέλεια συνιστά υπεράσπιση, ανεξάρτητα από το ότι ο εναγόμενος επέδειξε αμέλεια, το ότι κάποιος τρίτος επέδειξε αμέλεια και η αμέλεια που επιδείχθηκε από τον τρίτο ήταν η αποφασιστική αιτία της ζημιάς.»

 

 

Τόσο από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης αλλά και από τα λεχθέντα στην Νικηφόρου Σπύρου (ανηλίκου) (ανωτέρω), συνάγεται ότι η επίκληση της πιο πάνω αρχής για σκοπούς υπεράσπισης προϋποθέτει προβολή του σχετικού ισχυρισμού στα δικόγραφα με την ίδια λεπτομέρεια που απαιτείται σε κάθε περίπτωση περιγραφής αμέλειας. Ανάλογη ήταν και η διαπίστωση στην Θεοφάνη Γ. Καζάκου ν. Δωρέττας Αβρααμίδου κα, ΠΕ 10316, ημερ. 29.9.2000.

Η παράλειψη των εφεσιβλήτων να συμπεριλάβουν στη δικογραφία την υπεράσπιση του novus actus interveniens και τις παρεμφερείς λεπτομέρειες, συνιστά ουσιώδες δικονομικό σφάλμα αναγόμενο σε παράβαση βασικής αρχής του δικονομικού δικαίου ότι τα επίδικα θέματα είναι μόνο εκείνα που προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι η δίκη δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία. Βλ. Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 ΑΑΔ 24. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο ανεπίτρεπτα στηρίχθηκε στη μαρτυρία του ιατρού Γεωργίου που καθώς έχουμε προαναφέρει ήταν μεν σχετική προς το επίδικο ζήτημα του χρόνου πόρωσης του τραύματος ήταν όμως άσχετη για ό,τι αφορούσε στην αμέλεια του θεράποντα ιατρού του εφεσείοντα εφόσον το συγκεκριμένο ζήτημα δεν ήταν επίδικο. Το μέρος αυτό της μαρτυρίας αντί να είχε αγνοηθεί από το Δικαστήριο, μια και η μαρτυρία δόθηκε κάτω από τις περιστάσεις που αναφέραμε, ανεπίτρεπτα λήφθηκε υπόψη και αποτέλεσε το έρεισμα καθοριστικής διαπίστωσης του Δικαστηρίου που αφορούσε στο θέμα του χρόνου ανικανότητας του εφεσείοντα σε συνάρτηση προς το θέμα των ειδικών αποζημιώσεων.

Το πιο πάνω σφάλμα, που καθώς έχουμε αναφέρει, σχετίζεται άμεσα με το θέμα των ειδικών αποζημιώσεων θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει την υπόθεση πίσω στο Επαρχιακό Δικαστήριο για επανεκδίκαση. Είναι αυτονόητο πως η υπεράσπιση του novus actus interveniens αφού δεν μπορούσε να εξεταστεί πρωτόδικα για τους λόγους που εξηγήσαμε, σίγουρα δεν μπορεί να εξεταστεί ούτε κατ΄ έφεση. Θεωρούμε ωστόσο, πως οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου (με εξαίρεση εκείνη που αναφέρεται στο θέμα της ιατρικής αμέλειας του θεράποντα ιατρού του εφεσείοντα), μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την αναπροσαρμογή των ειδικών αποζημιώσεων με δεδομένο πλέον το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ανικανότητα του εφεσείοντα για εργασία εξαιτίας του δυστυχήματος είχε διάρκεια 23 μηνών.

Ο εφεσείων σύμφωνα με τα ευρήματα του δικάσαντος Δικαστηρίου ήταν βοσκός, αμπελουργός και είχε επίσης δικό του κρεοπωλείο. Πώλησε το κοπάδι του λίγες ημέρες μετά το δυστύχημα στην τιμή των £6000 επειδή αδυνατούσε να το φροντίζει. Στο κρεοπωλείο, εργοδότησε τον αδελφό του για περίοδο δύο περίπου χρόνων μετά το δυστύχημα και του πλήρωνε £500 μηνιαίως περιλαμβανομένων των κοινωνικών ασφαλίσεων. Για να κρατηθεί η δουλειά του κρεοπωλείου, ο εφεσείων πλήρωσε συνολικά £800 στο πρόσωπο που για δύο σχεδόν χρόνια μετέφερε ζώα στο σφαγείο. Η φροντίδα του αμπελιού έκτασης έξι σκαλών ανατέθηκε στον κουνιάδο του εφεσείοντα με πληρωμή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα £5000 για τα ποσά που ο εφεσείων πλήρωσε στον αδελφό του, £333 για τη μεταφορά των ζώων και £500 για τις πληρωμές που ο εφεσείων έκαμε στον κουνιάδο του για την φροντίδα κλπ του αμπελιού.

Το ποσό των £5000 εκ των πραγμάτων πρέπει να αυξηθεί κατά £6500 έτσι ώστε, τηρουμένων των αναλογιών η αποζημίωση να καλύψει ολόκληρη τη χρονική περίοδο των 23 μηνών που ο εφεσείων ήταν ανίκανος για εργασία. Κατά £467 πρέπει να αυξηθεί και το ποσό των £333 που έχει επιδικαστεί για τη μεταφορά των ζώων ώστε η αποζημίωση να καλύψει πλήρως την πραγματική ζημιά των £800 που το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι υπέστη ο εφεσείων. Το ποσό των £500 που έχει επιδικαστεί για τη ζημιά της φροντίδας του αμπελιού θα παραμείνει αμετάβλητο γιατί, καθώς έχουμε διαπιστώσει, το εν λόγω ποσό αφορά την αντίστοιχη ζημιά που έχει υποστεί ο εφεσείων για ολόκληρη τη χρονική περίοδο που ήταν ανίκανος για εργασία.

Αναφορικά με την πώληση του κοπαδιού στην τιμή των £6000 δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα ότι το κοπάδι πωλήθηκε «όσα-όσα» και το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι από την πώληση προέκυψε ζημιά. Σχετικά με την τελευταία διαπίστωση, θεωρούμε πως δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης γιατί αυτή συνάδει πλήρως με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και η οποία μάλιστα, προέρχεται από μάρτυρα του εφεσείοντα.

Τα υπόλοιπα κονδύλια των ειδικών αποζημιώσεων παραμένουν αμετάβλητα. Κατόπιν των ανωτέρω το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων αυξάνεται κατά £6967 και συνεπώς οι ειδικές αποζημιώσεις στις οποίες δικαιούται ο εφεσείων ανέρχονται συνολικά στις £21289.

 

Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την επιδίκαση τόκου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία* που διέπει το θέμα και με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, επιδίκασε επί του ½ του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων εξαιρουμένου του ποσού των £800 που αφορούσε τα έξοδα μελλοντικής εγχείρησης, τόκο 6% από 18.3.1992 δηλαδή, την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι 10.3.1994, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και ακολούθως, τόκο 8% από 29.11.1996 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Επιδικάστηκε επίσης τόκος 6% επί των γενικών αποζημιώσεων από 18.3.1992 μέχρι 10.3.1994 και ακολούθως, τόκος 8% από 29.11.1996 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Επί ολόκληρου του ποσού υπολογίζεται νόμιμος τόκος από της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε εσφαλμένα και κατ΄ αντίθεση προς τις αρχές της νομολογίας οι οποίες διέπουν το θέμα. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι «οι ειδικές αποζημιώσεις που επιδίκασε ήταν ξεκαθαρισμένες από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και συνεπώς τα περιστατικά της υπόθεσης δικαιολογούσαν την παραχώρηση τόκου επί ολόκληρου του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων για την περίοδο μετά την 29.11.96».

Ο ευπαύδετος συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε ενώπιόν μας πως δεν έγινε εισήγηση πρωτοδίκως ότι υπάρχουν ιδιαίτερα περιστατικά που δικαιολογούσαν τη διαφοροποίηση του τόκου που έχει επιδικαστεί. Ενόψει της πιο πάνω δήλωσης δεν διακρίνουμε λόγο ο οποίος να δικαιολογεί τη δική μας παρέμβαση προς διαφοροποίηση της απόφασης κατά το μέρος που αυτή αφορά την επιδίκαση τόκου. Είναι όμως αυτονόητο ότι η εκκαλούμενη απόφαση κατά την έκταση που πραγματεύεται το θέμα του τόκου θα ισχύσει κατ΄ αναλογία επί του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων όπως αυτό έχει τώρα επανακαθοριστεί.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Επιδικάζεται υπέρ του εφεσείοντα το ½ των εξόδων της έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ανάλογα.

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

Π. Καλλής, Δ.

Α. Κραμβής, Δ.

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναφορικά με το μισθό που ο εφεσείων πλήρωνε στον αδελφό του για την εργασία που ο τελευταίος πρόσφερε στο κρεοπωλείο περιλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων που, καθώς έχουμε αναφέρει, καθορίστηκε στις £500 μηνιαίως το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα £5000 για το χρονικό διάστημα των δέκα μηνών. Τηρουμένων των αναλογιών το ποσό αυτό θα πρέπει να αυξηθεί κατά £7000 έτσι ώστε να καλυφθεί ολόκληρη η χρονική περίοδος ανικανότητας για εργασία του εφεσείοντα κατά την οποία σύμφωνα με διαπίστωση του Δικαστηρίου ο αδελφός του εφεσείοντα εργάστηκε στο κρεοπωλείο. Τηρουμένων επίσης των αναλογιών το ποσό των £333 που πληρώθηκε για τα μεταφορικά των ζώων θα πρέπει να αυξηθεί κατά £467 ποσό που αντιπροσωπεύει την πραγματική ζημιά του εφεσείοντα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η αντιπαραβολή της μαρτυρίας των δυο ιατρών επί του θέματος θα διευκολύνει τον έλεγχο προς διαπίστωση του κατά πόσο ο ισχυρισμός του εφεσείοντα είναι βάσιμος. Θα παραθέσουμε πρώτα τη μαρτυρία του ιατρού Κ. Ανδρέου (βλ. σελ. 1203-104 των πρακτικών):

«Ε. Θέλω να περιγράψετε επί τη βάσει των ακτινογραφιών τί διαπιστώσετε ότι παρουσίαζε ο ασθενής.

Α. Οι ακτινογραφίες έδειξαν ένα συντριπτικό κάταγμα. Οταν λέμε συντριπτικό σημαίνει ότι δεν είναι δύο κατάγματα, έχει και ένα κομμάτι ξαπόλυτο. Εδειξε ότι το κάταγμα τούτο είναι ασταθές, δεν είναι από τα κατάγματα τα οποία μπορούν να σταθεροποιηθούν και η θέση τους να μην είναι ικανοποιητική αλλά παρουσιάζει μιαν απόσταση σχεδόν μισό με δύο εκατοστά απόσταση το ένα κόκκαλο από το άλλο και θεωρείται αυτή η θέση μη ικανοποιητική.»

Ακολουθεί η μαρτυρία του ιατρού Η. Γεωργίου για το ίδιο θέμα (βλ. σελ. 126 και 127):

«Ε. Μπορείτε να μας το περιγράψετε αφού σχηματίσατε καλή γνώμη, πώς ήταν όταν ήταν ανοικτό, δηλαδή την ώρα που συνέβηκε;

Α. Μπορώ να το περιγράψω στηριζόμενος στη γνωμάτευση συναδέλφων μου οι οποίοι το χαρακτήρισαν με τον ίδιο τρόπο που το χαρακτήρισα και εγώ στην ιατρική μου έκθεση ως μετατοπισμένο κάταγμα της μεσότητας του δεξιού βραχιονίου οστού.

Ε. Αυτό τί υποδηλεί;

Α. Υποδηλεί κάταγμα της μεσότητας του βραχίονα με μετατόπιση των οστών, έφυγαν από τη θέση τους κοινώς.

Ε. Εσύ πώς τα είδες, πώς τα φαντάστηκες αυτά τα κατάγματα, αυτό το κάταγμα του κοκάλου όταν λέεις μετατοπισμένο. Πώς το φαντάστηκες και έκαμες όλες αυτές τις σκέψεις και έβγαλες και μια γνωμάτευση, πώς το κατάλαβες;

Α. Δεν το κατάλαβα, δέχθηκα επ΄ ακριβώς τη γνώμη των δύο συναδέλφων μου θεραπόντων ιατρών οι οποίοι εξέδωσαν και σχετικές ιατρικές εκθέσεις και οι οποίες εδόθησαν σε μένα για μελέτη. Δέχθηκα επ΄ ακριβώς το κάταγμα όπως το περιγράφουν οι δύο μου συναδέλφοι.

Ε. Οτι ήταν μετατοπισμένο;

Α. Μάλιστα.

Ε. Μόνο;

Α. Μάλιστα.

Ε. Οτι ήταν συντριπτικό;

Α. Με συγχωρείτε Κύριε Πρόεδρε, πρέπει να φρεσκάρω λίγο τη μνήμη μου.

Σημ. Ο μάρτυρας συμβουλεύεται κάποια έγγραφα τα οποία έχει μπροστά του.

Α. Ο πρώτος θεράπων ιατρός του νοσοκομείου Λεμεσού Δρ. Κετόνης στην ιατρική του έκθεση ημερομηνίας 25/5/94 αναφέρεται επ΄ ακριβώς σε μετατοπισμένο κάταγμα της μεσότητας του δεξιού βραχιονίου οστού. Ο δεύτερος θεράπων συνάδελφός μου, ο ιατρός Κυριάκος Ανδρέου, στην ιατρική του έκθεση ημερομηνίας 13/1/94 χαρακτηρίζει το κάταγμα ως συντριπτικό, δεν αναφέρεται σε μετατόπιση.

Ε. Το ότι αναφέρεται σε συντριπτικό κάταγμα εσάς σας απασχόλησε καθόλου;

Α. Από πρακτικής πλευράς όχι διότι προσωπικά εγώ μετά από τη χρονική περίοδο που παρήλθε με απασχόλησε η κατάσταση του κατά την περίοδο εκείνη και το τελικό αποτέλεσμα της θεραπείας.

Ε. Ηταν κατά τη γνώμη σας, δηλαδή το είδετε πάνω στη βάση ότι ήταν σύνηθες κάταγμα;

Α. Είναι ένα από τα πλέον συνήθη κατάγματα του βραχιονίου.

Ε. Να σας δείξω μια ακτινογραφία.

Σημ. Επιδεικνύεται στο μάρτυρα το τεκμήριο 2(1).

Ε. Αυτή είναι η ακτινογραφία που παραλάβαμε από το γιατρό κ. Ανδρέου. Μπορείτε να μας πείτε αν το φανταστήκατε ποτέ έτσι αυτό το τραύμα;

Α. Η απάντηση μου είναι μάλιστα. Το είχα φανταστεί και θα έλεγα ότι δεν θα το ονόμαζα προσωπικά συντριπτικό δια τον εξής λόγο: Ο όρος συντριπτικό προέρχεται και χαρακτηρίζει πολλαπλά τεμάχια, συντρίμια. Στην περίπτωση αυτή και μάτι μη ιατρού είναι αρκετό να διαπιστώσει όχι την ύπαρξη πολλών τεμαχίων αλλά το κάταγμα με την ύπαρξη ενός μικρού τεμαχίου και μόνο. Δεν υπάρχουν πολλά τέτοια τεμάχια αλλά ένα μόνο. Το ονομάζω πλήρες κάταγμα της διάφυσης με μετατόπιση συνοδευόμενη από απόσπαση μικρού οστικού τεμαχίου μεγέθους ελιάς.

Ε. Και εξακολουθείτε να λέτε ότι δεν το θεωρείτε ότι είναι συντριπτικό και ούτε σοβαρό κάταγμα;

Α. Ανέφερα ότι συντριπτικό προϋποθέτει την ύπαρξη πολλών τεμαχίων, συντρίμια. Η ύπαρξη ενός και μόνο οστικού τεμαχίου δεν δικαιολογεί τον όρο του συντριπτικού.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο