ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 198

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11446)

24 Φεβρουαρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΤΡΗ ΙΩΑΚΕΙΜ,

2. ΕΛΣΑ ΙΩΑΚΕΙΜ,

Εφεσείουσες,

v.

ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ

Εφεσίβλητης.

------------------------

Α. Μαθηκολώνης, για τις Eφεσείουσες-καθών η αίτηση

Α. Ζαχαρίου, για την Eφεσίβλητη-αιτήτρια.

--------------------------

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Η εφεσίβλητη-αιτήτρια Τράπεζα (η Τράπεζα) έθεσε προδικαστικό θέμα, που ήταν αντικείμενο συζήτησης όταν η υπόθεση ορίστηκε για προδικασία, προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της έφεσης. Χρειάζεται να διαπιστώσουμε όμως τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εγείρεται. Στις 2/2/01 εκδόθηκε στην παραπάνω αγωγή, που καταχωρήθηκε στις 14/12/00, απόφαση υπέρ της Τράπεζας και εναντίον, μεταξύ άλλων, και της 2ης εναγόμενης Άντρης Ιωακείμ για ποσό πέραν των £40.000. Η τελευταία ήταν ιδιοκτήτρια «ισογενoυ δωματίου και αυλής» στο χωριό Φοινί της επαρχίας Λεμεσού. Όπως φάνηκε από πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας του Κτηματολογίου, η εφεσείουσα αρ. 1 (Άντρη Ιωακείμ) είχε μεταβιβάσει στις 25/7/00 το ακίνητο, δυνάμει δωρεάς, στη θυγατέρα της Έλσα Ιωακείμ.

Στη συνέχεια, στις 16/5/02, η Τράπεζα, στην ίδια αγωγή, όπως προβλέπει το Άρθρο 4 του περί Παρεμποδίσεως Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, καταχώρησε αίτηση για ακύρωση της μεταβίβασης του παραπάνω κτήματος και επανεγγραφή του στο όνομα της εξ αποφάσεως οφειλέτιδας. Ας σημειωθεί ότι στον υφιστάμενο τίτλο της αγωγής προστέθηκε και ο ακόλουθος τίτλος που σηματοδοτεί τη νέα διαδικασία:

Επί τοις αφορώσει τον περί Παρεμποδίσεως Δολίων

Μεταβιβάσεων Νόμον Κεφ. 62

- και -

Επί τοις αφορώσι την αίτηση της Λαϊκής Κυπριακής Τραπέζης Λτδ

Αιτητές

- και -

1. Αντρη Ιωακείμ, εκ Λάρνακας

2. Έλσα Ιωακείμ εκ Λάρνακας

Καθ' ών η αίτηση

Η εφεσείουσα 1 και η κόρη της δεν εμφανίστηκαν κατά τη δικάσιμο, παρόλο που η αίτηση τούς είχε επιδοθεί, όπως μας πληροφόρησε ο κ. Ζαχαρίου. Έτσι, στις 17/6/02, εκδόθηκε ερήμην τους απόφαση με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο παρέσχε στην Τράπεζα τις θεραπείες που ζήτησε, δηλαδή, ακύρωση της μεταβίβασης και επανεγγραφή του κτήματος. Η παρούσα έφεση κατατέθηκε στις 29/7/02, δηλαδή, μετά από 41 ημέρες. Με μοναδικό λόγο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδικάσει την αίτηση, αφού το αντικείμενο της υπερέβαινε το ποσό των 25 χιλιάδων λιρών και συνάμα το όριο της δικαιοδοσίας του.

Ο δικηγόρος της Τράπεζας υποστήριξε ότι η έφεση είναι εκπρόθεσμη και εφόσο δεν παρατάθηκε η προθεσμία για την καταχώριση της θα πρέπει να απορριφθεί. Επικαλούμενος τη Διαταγή 35, Θεσμός 2 υπέβαλε ότι η έφεση από την απόφαση ή διάταγμα της 17/6/02 έπρεπε να ασκηθεί σε 14 ημέρες. Δεν ισχύει η προθεσμία των έξι εβδομάδων που προβλέπεται για αγωγές ή άλλες ανεξάρτητες διαδικασίες. Εδώ με τη ρητή διάταξη του Άρθρου 4 του Κεφ. 62, που θεσμοθετεί τη διαδικασία ακύρωσης μεταβίβασης, τέτοια αίτηση υποβάλλεται στο πλαίσιο υφιστάμενης αγωγής.

Αντίθετη ήταν η εισήγηση του κ. Μαθηκολώνη, που επέμεινε ότι η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα γιατί η προθεσμία είναι, όπως και στην περίπτωση αγωγής ή εναρκτήριας κλήσης, έξι εβδομάδες. Εξήγησε ότι το ζήτημα ακύρωσης της μεταβίβασης δεν είχε προκύψει από την αγωγή, αλλά είχε την αυτοτέλεια του. Υπό την έννοια ότι ακολουθείται διάβημα εναρκτήριου χαρακτήρα για να μπορεί να δώσει λύση το δικαστήριο. Για να ενισχύσει τη θέση του, ο συνήγορος μας παρέθεσε τις εξής δύο υποθέσεις: Π.Ε. 10179 Μιχαλάκης Κιταλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ., ημερ. 2/11/00 και Π.Ε. 11123 και 11154 Κωνσταντίνος Σπηταλιώτης κ.α. ν. Liberty Life Insurance Ltd., ημερ. 24/7/02.

Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης διέπεται από τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού 35, Θεσμός. 2. Σε μετάφραση έχει ως εξής:

«Τηρουμένης και χωρίς βλάβη της εξουσίας του Εφετείου σύμφωνα με τη Διαταγή 57, Κανονισμός 2, καμιά έφεση εναντίον οποιουδήποτε ενδιάμεσου διατάγματος, είτε εναντίον διατάγματος, είτε τελικού είτε ενδιάμεσου, σε οποιονδήποτε θέμα που δεν αποτελεί αγωγή, θα ασκείται μετά την πάροδο δεκατεσσάρων ημερών, και καμιά άλλη έφεση θα ασκείται μετά την πάροδο έξι εβδομάδων, εκτός εάν το Δικαστήριο ή ο Δικαστής, κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος η καθ' οιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, ή το Εφετείο επεκτείνει την προθεσμία.»

Στην υπόθεση Κωνσταντίνος Σπηταλιώτης, ανωτέρω, κρίθηκε ότι απόφαση που λήφθηκε σε αγωγή κατ' επίκληση και εφαρμογή των διατάξεων της Διαταγής 18 είναι ενδιάμεση. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι η σχετική αίτηση «μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα είτε τη διεκπεραίωση της αγωγής είτε τη συνέχιση της». Επομένως ο χρόνος υποβολής έφεσης περιορίζεται στις 14 ημέρες.

Προτού καταλήξει, το Εφετείο αναφέρθηκε στην υπόθεση White ν. Brunton [1984] 2 All E.R. 606. Tο οριστικό κριτήριο που έθεσε η απόφαση, μετά από μια αντιφατική νομολογία, για τη διάκριση μεταξύ ενδιάμεσης απόφασης (ή διατάγματος) και τελικής είναι το αποκληθέν application approach και όχι το order approach, που ίσχυε μέχρι τότε. Δηλαδή το επίκεντρο είναι η φύση της αίτησης και όχι η φύση αυτού τούτου του διατάγματος.

Αναλύοντας την White ν. Brunton στην Π.Ε. 10171 Wilfrid Wortham κ.α. ν. Ντίνας Κώστα Τσίμον κ.α. ημερ. 26/9/01, ο Κωνσταντινίδης, Δ. τονίζει ότι:

«Με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ΄εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.»

Στην Σπηταλιώτης, ανωτέρω, λοιπόν η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης σε πρωτογενή αίτηση των εφεσειόντων καταχωρήθηκε σε 36 ημέρες. Γεννήθηκε το ερώτημα αν αυτή ήταν ενδιάμεση ή τελική απόφαση. Εφαρμόζοντας την προσέγγιση που δίνει το βάρος στη φύση της αίτησης (application approach), το Δικαστήριο θεώρησε την απόφαση τελικής μορφής και την έφεση εμπρόθεσμη. Με την ίδια ευκαιρία υπογράμμισε - και αναφέρθηκε σε προηγούμενο - ότι η πρωτογενής αίτηση, για τους σκοπούς της Διαταγής 35, θεσμός 2, «ταξινομείται ως αγωγή με την έννοια των θεσμών». Ας λεχθεί εδώ ότι ο όρος «αγωγή» δεν περιορίζεται στη διαδικασία που ξεκινά με κλητήριο ένταλμα. Η έννοια έχει ευρύτερο νοηματικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις της Διαταγής 1, Θεσμός 2:

«αγωγή» σημαίνει πολιτική διαδικασία που αρχίζει με ένταλμα ή οποιοδήποτε άλλο τρόπο, όπως μπορεί να καθορίζεται από οποιοδήποτε νόμο ή διαδικαστικούς κανονισμούς.»

Η υπόθεση Μιχαλάκης Κιταλίδης, είναι ακόμη πιο κοντά στην κρινόμενη. Από τη σκοπιά που θα εξηγήσουμε. Επρόκειτο για αίτηση σε αγωγή από εξ αποφάσεως δανειστή. Ζήτησε διάταγμα κατάσχεσης χρημάτων κατατεθειμένων στην εφεσίβλητη Τράπεζα. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η αίτηση ήταν ενδιάμεση και για τους λόγους που έδωσε την απέρριψε. Το ερώτημα, όπως το έθεσε ο Γαβριηλίδης Δ, που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου, ήταν:

«Υπό το φως των πιο πάνω διατάξεων (σημ. των δικαιοδοτικών διατάξεων του άρθρ. 22 του ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε) είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο, ότι το κατά πόσο η επίδικη αίτηση είναι ενδιάμεση ή αυτοτελής, εξαρτάται από το κατά πόσο το συνεπακόλουθο διάταγμα μπορεί να θεωρηθεί διάταγμα «που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής» ή όχι [(άρθρ. 22 (4)(β)]. Με ευρεία και κατ΄ αναλογία έννοια βέβαια.»

Το δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση για κατάσχεση, όπως και κάθε άλλη αίτηση με βάση τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, «είναι αυτοτελής και όχι ενδιάμεση». Τη γνώμη του βάσισε στις αποφάσεις Pilavachi & Co., Ltd. ν. International Chemical Co. Ltd. (1965) 1 C.L.R. 97 και Central Co-operative Bank v. C.Y.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435. Tελικά, επειδή το ζήτημα συσχετιζόταν με τη δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστή, το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε επανεκδίκαση από δικαστήριο που είχε δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται υποθέσεων, η αξία του αντικειμένου των οποίων, υπερέβαινε τις £25.000.

Κατά τη γνώμη μας η αίτηση κάτω από τις διατάξεις του Κεφ. 62 ανήκει στην κατηγορία αιτήσεων που έχουν πρωτογενή χαρακτήρα. Και για την οποία ισχύει η προθεσμία καταχώρησης έφεσης των έξι εβδομάδων. Παρόλο που δικονομικά τέτοια αίτηση είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της αγωγής, εντούτοις ο ομφάλιος λώρος με αυτή έχει αποκοπεί. Πρόκειται για αυτόνομη διαδικασία, που στοχεύει σε άλλης μορφής θεραπεία και που κατατάσσεται, όπως προελέχθη, για το σκοπό που συζητούμε, στην ευρύτερη κατηγορία των αγωγών.

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται. Με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης. Οδηγίες ως εξής: Να καταχωρηθούν τα περιγράμματα αγορεύσεων μέσα στο χρονοδιάγραμμα που προβλέπει ο σχετικός διαδικαστικός κανονισμός. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, η έφεση θα ορισθεί από τον Πρωτοκολλητή.

&# 9;Π.

&# 9;Δ.

&# 9;Δ.

/ΚΑς

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο