ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 121
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11401
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.
SPIDERTRADE.COM FINANCE LIMITED, από τη Λευκωσία,
Εφεσείουσα
- και -
Κώστα Χατζηγαβριήλ, από τη Λευκωσία,
Εφεσίβλητου
---------------------------
10 Φεβρουαρίου 2003
Για την εφεσείουσα: Ν. Γεωργιάδης.
Για τον εφεσίβλητο: Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με αγωγή σε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα η εφεσείουσα, Spidertrade.com Finance Ltd, διατύπωσε αξίωση εναντίον του εφεσίβλητου για διάρρηξη σύμβασης από την οποία, κατά τον ισχυρισμό της, προέκυψε οφειλόμενο προς αυτήν ποσό ύψους £930.583, (πλέον τόκος), που ο εφεσίβλητος παρέλειψε να καταβάλει.
Η εφεσείουσα διεξήγαγε εργασίες χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και συνδεόταν με τη χρηματιστηριακή εταιρεία Spidertrade.com Ltd. Ο εφεσίβλητος, ο οποίος είχε ως δραστηριότητα τις χρηματιστηριακές επενδύσεις, συνεβλήθη με τις εν λόγω εταιρείες, η πρώτη να του παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις στη βάση Λογαριασμού στο όνομά του και η δεύτερη να έχει την αποκλειστική χρήση του Λογαριασμού για την αγοραπωλησία Αξιών. Οι σχέσεις τους ρυθμίζονταν από τριμερή γραπτή σύμβαση, ημερ. 18 Ιουνίου 2001,
η οποία αντικατέστησε άλλη παρόμοια προηγούμενη. Η σύμβαση περιείχε λεπτομερείς πρόνοιες οι οποίες κυρίως απέβλεπαν στην κατοχύρωση των οικονομικών συμφερόντων της εφεσείουσας με διάφορους τρόπους που περιλάμβαναν τον καθορισμό περιθωρίου ασφάλειας με σκοπό την εξασφάλιση της εφεσείουσας σε περίπτωση χρέους του εφεσίβλητου.Η σύμβαση τέθηκε σε λειτουργία αλλά σύντομα προέκυψαν προβλήματα εξαιτίας της, κατά την εφεσείουσα, οικονομικής αδυναμίας του εφεσίβλητου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, αφού ήδη από τον Αύγουστο του 2001 επιταγή την οποία εξέδωσε για ποσό £500.000 επεστράφη απλήρωτη, όπως το ίδιο συνέβηκε αργότερα και με άλλες. Εν τέλει, μέσα στο γενικότερο κλίμα της καθοδικής πορείας του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου οδηγήθηκε και αυτή η περίπτωση από το κακό στο χειρότερο.
Σε επιμέρους στοιχεία της σχέσης και των διαφορών τους δεν χρειάζεται να αναφερθούμε. Σημειώνουμε μόνο ότι τον Μάρτιο του 2002, κατόπιν που οι μεταξύ τους εκκρεμότητες παρέμεναν χωρίς ένδειξη για επίλυση, η εφεσείουσα με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 14 Μαρτίου 2002, προειδοποίησε τον εφεσίβλητο πως αν μέχρι 19 Μαρτίου 2002 δεν προέβαινε σε ικανοποιητικές διευθετήσεις, θα προχωρούσε σε διαβήματα τα οποία περιλάμβαναν τερματισμό της σύμβασης και λήψη δικαστικών μέτρων. Επειδή ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε ό,τι η εφεσείουσα απαιτούσε, η εφεσείουσα στις 8 Απριλίου 2002, τερμάτισε τη σύμβαση και στις 12 Απριλίου 2002 κίνησε την αγωγή στο πλαίσιο της οποίας, με μονομερή αίτηση της ίδιας ημερομηνίας, ζήτησε την έκδοση προσωρινού διατάγματος:«....... εμποδίζον και/ή απαγορεύον στον Εναγόμενο προσωπικά ή δια μέσου αντιπροσώπου ή άλλως πως από του να πωλήσει, να δωρίσει, εκχωρήσει, επιβαρύνει, μεταβιβάσει ή άλλως πως αποξενώσει οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία του, συμπεριλαμβανομένων χωρίς περιορισμό μετοχών ή την πραγματική ιδιοκτησία μετοχών (beneficial ownership) που κατέχει σε δημόσιες Κυπριακές εταιρείες και από του να αποξενώσει, δεσμεύσει, μεταφέρει ή άλλως πως διαθέσει οιαδήποτε χρηματικά ποσά μέχρι του ποσού των £950.000, τα οποία ευρίσκονται κατατεθειμένα επ΄ ονόματι του ή προς όφελος του σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Κύπρο, μέχρι της ακροάσεως και τελικής αποπεράτωσης της ως άνω αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»
Η αίτηση εξετάστηκε αυθημερόν και ύστερα από δήλωση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι περιοριζόταν σε μόνο τις μετοχές και τους τραπεζικούς λογαριασμούς του εφεσίβλητου, εκδόθηκε διάταγμα ανάλογα. Ορίστηκε επιτρεπτέον στις 17 Απριλίου 2002 και, κατόπιν υποβολής ένστασης, διεξήχθη ακρόαση στις 8 Μαίου 2002. Η ένσταση στηρίχθηκε σε διάφορα σημεία. Ο εφεσίβλητος προέβαλε μεταξύ άλλων ότι η εφεσείουσα είχε αποκρύψει ουσιώδη στοιχεία
. ότι δεν θα έπρεπε να δεσμεύονταν μετοχές αφού δεν γινόταν αναφορά στον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο του 1992 (Ν. 31(Ι)/92). και ότι δεν παρεχόταν δυνατότητα έκδοσης διατάγματος τύπου Mareva «εναντίον Κύπριου, μόνιμου κάτοικου Κύπρου, σχετικά με χρήματα που ενδεχομένως έχει κατατεθειμένα σε Κυπριακό νόμισμα στην Κύπρο χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις που να στοιχειοθετούν οποιαδήποτε ευχέρεια του εναγομένου να μεταφέρει οποιοδήποτε ποσό στο εξωτερικό.»
Σε σχέση ειδικά με το πρώτο, ας σημειωθεί ότι στην ένορκη δήλωσή του που συνόδευε την ένσταση, ο εφεσίβλητος εξέθεσε ως τις πτυχές τις οποίες η εφεσείουσα δεν είχε αποκαλύψει, διάφορες οφειλές πελατών για τις οποίες ο ίδιος δεν ήταν παρά μόνο συνεγγυητής ενώ η εφεσείουσα τις συμπεριέλαβε στο υπόλοιπο του δικού του λογαριασμού. Ευρύτερα δε ο εφεσίβλητος παρουσίασε με την ένορκη δήλωσή του θέσεις προς αντίκρουση ή διαφοροποίηση των όσων η εφεσείουσα είχε επικαλεστεί ότι συνέθεταν τις μεταξύ τους δοσοληψίες.
Το Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 21 Μαίου 2002, ακύρωσε το διάταγμα. Ασχολήθηκε εν πρώτοις με το κατά πόσο, υπό το φως του συνόλου πια του υλικού, συνέτρεχαν περιστάσεις που να καθιστούσαν εξαρχής επείγουσα την εξέταση του ζητήματος ώστε να δικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος στη βάση μονομερούς αίτησης. Έδωσε στο ερώτημα αρνητική απάντηση αφού, καθώς παρατήρησε, η εφεσείουσα «για οκτώ μήνες δεν ανησυχούσε ότι ο εναγόμενος θ΄ αποξένωνε την περιουσία του» ούτε και εξηγήθηκε «Τι ήταν αυτό που τον Απρίλιο κατέστησε το πράγμα πλέον επείγον». Το Δικαστήριο, για αυτό το λόγο, κατέληξε σε ακύρωση του διατάγματος. Στο ίδιο κατέληξε και για το λόγο ότι, καθώς έκρινε, η εφεσείουσα δεν είχε προβεί σε πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων. Στα άλλα τεθέντα ζητήματα θεώρησε πως δεν χρειαζόταν να επεκταθεί.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα των πρωτόδικων καταλήξεων ενώ η αντέφεση προσβάλλει την πρωτόδικη άποψη ότι εν προκειμένω καθίστατο αχρείαστη η εξέταση άλλων τεθέντων ζητημάτων.
Το ακυρωθέν διάταγμα ήταν τύπου Mareva. Η δυνατότητα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων εισήχθη στην Αγγλία το 1975 με νομολογιακή μεταβολή της ως τότε επικρατήσασας πρακτικής που δεν αναγνώριζε την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εναγομένου, όταν αυτά δεν αποτελούσαν το αντικείμενο της αγωγής, προς ικανοποίηση της τελικής απόφασης. Κρίθηκε πως η δικαστική επέμβαση ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκαία και πως το άρθρο 45 του Supreme Court o
f Judicature (Consolidation) Act 1925 παρείχε σχετική εξουσία: βλ. Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulkcarriers S.A. (1975) 2 Lloyd΄s Rep. 509 και Nippon Yusen Kaisha v. Karageorgis (1975) 1 W.L.R. 1093. Η Κυπριακή νομολογία υιοθέτησε τη νέα γραμμή δεδομένου ότι η προηγούμενη περιοριστική ερμηνεία του δικού μας αντίστοιχου άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 (όπως τροποποιήθηκε) στηριζόταν στην παλαιότερη Αγγλική αντίληψη και πρακτική: βλ. Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co. Ltd (1987) 1 C.L.R. 583. Οι πρώτες περιπτώσεις διαταγμάτων Mareva αφορούσαν εναγομένους εκτός δικαιοδοσίας οι οποίοι διατηρούσαν χρήματα σε τράπεζες εντός της δικαιοδοσίας με άμεσο κίνδυνο μεταβίβασης των χρημάτων εκτός δικαιοδοσίας, ιδιαίτερα ενόψει της μεγάλης πιθανότητας επιτυχίας στην αγωγή. Μεταγενέστερα, τέτοια διατάγματα κάλυψαν και την περίπτωση εναγομένων που διέμεναν εντός δικαιοδοσίας υπό ύποπτες όμως περιστάσεις που δημιουργούσαν ιδιαίτερο φόβο για το ενδεχόμενο μεταβίβασης των χρημάτων τους εκτός δικαιοδοσίας - Rahman (Prince Abdul) v. Abu-Taha and another (1980) W.L.R. 1268 - όπως και την περίπτωση, καθώς λέχθηκε στην Rasu Maritime S.A. v. Perusahaon (1978) Q.B., 664, εμπορευμάτων αντί χρημάτων.Παρότι όμως το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 παρέχει, εντός των εκεί ρητώς προσδιορισθέντων ορίων, ευρεία διακριτική εξουσία για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, και παρότι η άσκηση αυτής της εξουσίας πρέπει να διατηρείται ελαστική, ελεύθερη από τυπικούς κανόνες, υπόκειται εντούτοις σε αρχές που αποβλέπουν σε διατήρηση της ισορροπίας στα δικαιώματα των διαδίκων. Η στέρηση, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης την οποία ο εναγόμενος θα υποστεί με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής, δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ήτοι σε εκείνες όπου καταδεικνύεται ότι ισχυρή αιτία αγωγής θα παρέμενε χωρίς αντίκρυσμα λόγω άμεσου, απτού κινδύνου απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό προς παρεμπόδιση ικανοποίησης της αναμενόμενης απόφασης στην αγωγή. Είναι κατά την άποψή μας προφανές ότι η παρούσα δεν ήταν μια τέτοια εξαιρετική περίτπωση.
Όπως υποδείξαμε πρόσφατα στην Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου, Πολ. Έφ. 11261, ημερ. 13 Νοεμβρίου 2002, η εν λόγω εξουσία «πρέπει να ασκείται με φειδώ, όχι ως μέτρο γενικής εξασφάλισης» για το ενδεχόμενο είσπραξης εξ αποφάσεως χρέους. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ο συμβαλλόμενος μπορεί για την εξασφάλισή του να μεριμνήσει εκ των προτέρων. Αυτό εν προκειμένω έπραξε και η εφεσείουσα. Και δεν θα πρέπει να αναμένει από το Δικαστήριο ενίσχυση της εξασφάλισης σε βάρος του εναγομένου, ώστε να καλυφθεί το ενδεχόμενο ικανοποίησης τελικής απόφασης. Επομένως δεν εδικαιολογείτο ούτως ή άλλως η έκδοση του ζητηθέντος διατάγματος. Δεν χρειάζεται λοιπόν να επεκταθούμε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ