ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2002) 1 ΑΑΔ 1957

12 Δεκεμβρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33/64,

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ (ΑΡ. 2), ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ14.9.2002 ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ

ΤΗΣ ΑΝΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ

ΟΔΟ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΥΛΙΔΗ 9Α, ΛΑΚΑΤΑΜΕΙΑ.

(Αίτηση Αρ. 111/2002)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ένταλμα έρευνας το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 183(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67 ― Ακυρώθηκε με Certiorari επειδή ο λόγος εκδόσεώς του δεν προβλέπετο από το Νόμο 82/67 ― Το Άρθρο 183 δίδει εξουσία έρευνας για την ανεύρεση πραγμάτων υποκείμενων σε δήμευση δυνάμει των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων και την κατάσχεσή τους κ.λ.π.

Ένταλμα έρευνας ― Δικαιοδοσία ― Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδώσει ένταλμα έρευνας δυνάμει του ΄Αρθρου 183 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου Ν. 82/67 αναφορικά με κατοικίες ― Η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς πράγματα, στην ανεύρεση των οποίων νοείται ότι στοχεύει το ένταλμα έρευνας, αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης.

Η αιτήτρια ζητά την έκδοση εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται ένταλμα έρευνας της οικίας της, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 14.9.02, δυνάμει του Άρθρου 183(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67).  Η αίτηση για έκδοση του εντάλματος έρευνας, αφού παρέπεμπε στην επισυναπτόμενη ένορκη δήλωση του αρμόδιου Τελωνειακού Λειτουργού Α. Γεωργίου, ανέφερε ότι το ένταλμα εζητείτο για να καταστεί δυνατή η διερεύνηση της υπόθεσης από το Τμήμα Τελωνείων.  Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση του εντάλματος έρευνας, όπως προκύπτει από την έκθεση που συνόδευε την αίτηση για άδεια, η οποία και επισυνάπτεται στην παρούσα αίτηση, είναι οι ακόλουθοι:

1) Η απουσία δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να εκδώσει το ένταλμα έρευνας, δεδομένου ότι από τη συνδυασμένη εφαρμογή των εδαφίων (1) και (2) του Άρθρου 183(2) του Ν. 82/67, επί του οποίου στηρίχθηκε, οι κατοικίες εξαιρούνται από τη δυνατότητα έρευνας.

2) Το ένταλμα εκδόθηκε για λόγο που δεν προβλέπεται από το νόμο, δηλαδή «για να καταστεί δυνατή η διερεύνηση της υπόθεσης από το Τμήμα Τελωνείων».

3) Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστή ήταν ανεπαρκής και δεν καθορίστηκαν τα αντικείμενα που υπόκεινται σε δήμευση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από την ερμηνεία της συνδυασμένης πρόνοιας των πιο πάνω εδαφίων του Άρθρου 183 οι κατοικίες δεν εξαιρούνται από τις πρόνοιες του υπό εξέταση νόμου.  Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος της ΄Εκθεσης απορρίπτεται.

2.  Ο λόγος για τον οποίο ζητήθηκε το ένταλμα είναι αναποτελεσματικός.  Η αναποτελεσματικότητά του δεν αναιρείται από την αναφορά στην ένορκο δήλωση στην οποία η αίτηση παραπέμπει, ότι εγείρεται εύλογη υποψία ότι στην κατοικία της αιτήτριας υπάρχουν έγγραφα και τεκμήρια που σχετίζονται .... και που χρησιμοποιήθηκαν για τη συναρμολόγηση αυτοκινήτων με πρόθεση την καταδολίευση της Δημοκρατίας από τους πληρωτέους δασμούς και φόρους κατά παράβαση της Τελωνειακής Νομοθεσίας. Το Άρθρο 183 δίδει εξουσία έρευνας για την ανεύρεση πραγμάτων υποκείμενων σε δήμευση δυνάμει των Περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων και την κατάσχεσή τους κ.λ.π.

3.  Η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας είναι εκ των εξ ων ουκ άνευ για έκδοση εντάλματος έρευνας και ο Δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για έκδοσή του οφείλει πρώτα να ικανοποιηθεί από την ενώπιόν του μαρτυρία ότι αποκαλύπτεται εύλογη υπόνοια και οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα, η δε γνώμη του ενόρκως δηλούντα δεν είναι αρκετή.  Ούτε το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Α. Γεωργίου αναφορικά με την ύπαρξη υποψίας, αλλά ούτε και η διαπίστωση του Δικαστή στο ένταλμα περί τούτου ικανοποιούν με την αναγκαία βεβαιότητα τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και την επ' αυτών νομολογία.

4.  Το ένταλμα που εξέδωσε το Δικαστήριο πάσχει και για τον πρόσθετο σοβαρό λόγο ότι σ' αυτό αναφέρεται ότι στην οικία της αιτήτριας, υπάρχει εύλογος υποψία ότι «υπάρχουν μέρη αυτοκινήτων, συνδυασμένα αμαξώματα αυτοκινήτων, μηχανές αυτοκινήτων και παράνομα συναρμολογημένα αυτοκίνητα με παραποιημένους αριθμούς πλαισίου και μηχανής....».  Στην ένορκη δήλωση όμως, πουθενά δεν γίνεται αναφορά για υποψία ύπαρξης αντικειμένων άλλων από έγγραφα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές.  Προφανώς ο Δικαστής δεν εξέτασε με την επιβαλλόμενη επιμέλεια το περιεχόμενο του επίδικου εντάλματος έρευνας.

Η αίτηση επιτράπηκε. Το ένταλμα έρευνας ακυρώθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014,

Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,

Σιακαλλής (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282.

Αίτηση.

Αίτηση από την αιτήτρια, κατόπιν άδειας η οποία δώθηκε από το Δικαστήριο, για έκδοση διατάγματος Certiorari για ακύρωση του εντάλματος έρευνας το οποίο εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 14/9/02 για έρευνα της κατοικίας της το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 183(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67).

Γ. Παπαϊωάννου, για την Αιτήτρια.

Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας με Η. Στεφάνου και Χρυσάνθου, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Μετά από άδεια του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά έκδοση Εντάλματος Certiorari για ακύρωση εντάλματος έρευνας, που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 14.9.02, για έρευνα της κατοικίας της.

Για καλύτερη κατανόηση των γεγονότων και της επιχειρηματολογίας στην υπόθεση αυτή θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω εκτεταμένα αποσπάσματα από την Αίτηση καθώς και από το υπό κρίση ένταλμα και τα έγγραφα που το συνόδευαν.

Πρώτα θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Ένταλμα είχε εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 183(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67).  Το άρθρο αυτό προνοεί τα ακόλουθα:

«183(1) Ανεξαρτήτως οιασδήποτε ετέρας εξουσίας παραχωρουμένης υπό του παρόντος Νόμου, εφ΄όσον υπάρχει εύλογος υποψία ότι οιονδήποτε πράγμα υποκείμενον εις δήμευσιν δυνάμει των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων φυλάττεται ή αποκρύπτεται εν οιαδήποτε οικοδομή ή τόπω, των κατοικιών εξαιρουμένων, οιοσδήποτε λειτουργός δύναται να εισέλθη εν τη οικοδομή ή τόπω τούτω καθ΄οιονδήποτε χρόνον, εν καιρώ ημέρας ή νυκτός, και να ερευνήση, κατάσχη, κατακρατήση ή μεταφέρη παν τοιούτον πράγμα, προσέτι, δε, καθ΄ην έκτασιν ήθελε παραστή εύλογος προς τούτο ανάγκη, να διαρρήξη οιανδήποτε θύραν, παράθυρον ή δοχείον και να παραβιάση και μεταφέρη παν έτερον κώλυμα ήθελε παρουσιασθή:

Νοείται ότι δεν επιτρέπεται είσοδος εν καιρώ νυκτός ειμή τη συνοδεία αστυνομικού.

(2)   άνευ επηρεασμού των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου ή οιασδήποτε ετέρας εξουσίας παραχωρουμένης δυνάμει του παρόντος Νόμου, εάν δικαστής επαρχιακού Δικαστηρίου πεισθή, επί τη ενόρκω καταγγελία λειτουργού τινος, ότι υφίσταται εύλογος υποψία ως εν τοις ανωτέρω, ούτος δύναται δι΄εντάλματος φέροντος την υπογραφήν αυτού, παρεχομένου καθ΄οιανδήποτε ημέραν να εξουσιοδοτήση τον εν λόγω λειτουργόν ή παν έτερον εν τω εντάλματι κατονομαζόμενον πρόσωπον, όπως εισέλθη και ερευνήση πάσαν ούτω κατονομαζομένην οικοδομήν ή τόπον.

(3) . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

(Η υπογράμμιση είναι δική μου).

Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση του εντάλματος, όπως προκύπτει από την έκθεση που συνόδευε την αίτηση για άδεια, η οποία και επισυνάπτεται στην παρούσα αίτηση, είναι κατά λέξη οι ακόλουθοι:

«(1)            Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδόσει το ένταλμα έρευνας της κατοικίας της αιτήτριας δεδομένου ότι το άρθρο 183(2) του Ν. 82/67, επί του οποίου στηρίχθηκε, παρέχει εξουσία, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, για έκδοση ενταλμάτων έρευνας εν οιαδήποτε οικοδομή ή τόπω, των κατοικιών εξαιρουμένων, όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των εδαφίων (1) και (2) της εν λόγω νομοθετικής διάταξης.

 (2) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδόσει το ένταλμα έρευνας της κατοικίας της αιτήτριας δεδομένου ότι εξέδωσε τούτο για λόγο που δεν προβλέπει ο νόμος, δηλ. «για να καταστεί δυνατή η διερεύνηση της υπόθεσης από το Τμήμα Τελωνείων» όπως φαίνεται από την αίτηση του Τελωνειακού Λειτουργού Ανδρέα Γεωργίου.

 (3) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδόσει το ένταλμα έρευνας της κατοικίας της αιτήτριας δεδομένου ότι τα στοιχεία της ένορκης δήλωσης που τέθηκαν ενώπιον του σεβαστού Δικαστηρίου δεν ήταν με κανένα τρόπο ικανά για να δημιουργηθεί «εύλογος υποψία» γι΄αυτό που απαιτεί ο νόμος ως προϋπόθεση της έκδοσης του αιτηθέντος εντάλματος.

Το άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπει ότι «η κατοικία εκάστου είναι απαραβίαστος» και ότι « . . . οιαδήποτε έρευνα εντός αυτής δεν επιτρέπεται, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου . . . .».

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(Η παράγραφος αυτή αποσύρθηκε κατά την ακρόαση της αίτησης για άδεια).

(4)   Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδόσει το ένταλμα έρευνας της κατοικίας της αιτήτριας δεδομένου ότι οι πληροφορίες που κατ΄ισχυρισμό λήφθηκαν από αξιόπιστη κατ΄ισχυρισμό πηγή δεν τέθηκαν ενώπιον του σεβαστού Δικαστηρίου για να είναι σε θέση να κρίνει και εξετάσει το ίδιο αν δημιουργείτο η απαιτούμενη από το Νόμο, άρθρο 183(2) του Ν. 82/67, «εύλογος υποψία».

(5)   Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδόσει το ένταλμα έρευνας της κατοικίας της αιτήτριας δεδομένου ότι δεν φαίνεται να προέβη το ίδιο σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του, προκειμένου να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα για το αν δημιουργείτο η απαιτούμενη από το Νόμο, άρθρο 183(2) του Ν. 82/67, «εύλογος υποψία ότι . . . .».

     Στο εκδοθέν ένταλμα έρευνας αναφέρεται ότι «Επειδή φαίνεται στην ένορκη δήλωση του Ανδρέα Γεωργίου, Τελωνειακού Λειτουργού από το Αρχιτελωνείο, ότι υπάρχει εύλογος υποψία να πιστεύεται ότι στην κατοικία της Άντρης Παναγιώτου . . . . .» 

     Από την πιο πάνω φρασεολογία φαίνεται το Δικαστήριο να βασίστηκε στην εύλογη υποψία του Τελωνειακού Λειτουργού προκειμένου να εκδόσει το αιτηθέν ένταλμα.

     Το άρθρο 183(2) του Ν. 82/67 αναφέρει, μεταξύ άλλων, «εάν Δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου πεισθεί, επί τη ενόρκου καταγγελία λειτουργού τινός, ότι υφίσταται εύλογος υποψία . . . . . .»

     Η αναφορά του Δικαστηρίου στο «εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι . . . . .» είναι εν πάση περιπτώσει αρκετή για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας, μια που το ρήμα πιστεύεται καλύπτει και τις περιπτώσεις να πιστεύεται από οποιοδήποτε τρίτο, πλην του προσώπου που προέβη στην ένορκη δήλωση, ή να πιστεύεται από τον ενόρκως δηλούντα.

(6)   Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδόσει το ένταλμα έρευνας της κατοικίας της αιτήτριας δεδομένου ότι εξέδωσε τούτο χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει ο Νόμος, και ειδικότερα το άρθρο 183(2) του Ν. 82/67, δηλ. χωρίς να υπάρχει εύλογος υποψία «ότι οιονδήποτε πράγμα υποκείμενον εις δήμευσιν δυνάμει των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων φυλάττεται ή αποκρύπτεται εν οιαδήποτε οικοδομή ή τόπω . . . .».

     Η αοριστία επί της οποίας στηρίχθηκε προκειμένου να εκδόσει το σεβαστό Δικαστήριο το αιτηθέν ένταλμα έρευνας είναι έκδηλη, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος θέτει ως προϋπόθεση για έρευνα κατοικίας δικαστικό ένταλμα δεόντως αιτιολογημένο· είναι άγνωστο για ποιο νόμο της Τελωνειακής Νομοθεσίας γίνεται λόγος στην ένορκη δήλωση, για ποιο ή ποια άρθρα του άγνωστου νόμου, και για ποιο ή ποια πράγματα από αυτά που υπόκειντο σε δήμευση, στη βάση της άγνωστης νομοθετικής διάταξης, υπήρχε εύλογος υποψία ότι φυλάττοντο ή αποκρύπτοντο στην κατοικία της αιτήτριας.»

Έχοντας παραθέσει τα πιο πάνω θα πρέπει τώρα να παρατεθεί το εκδοθέν ένταλμα καθώς και η ένορκη δήλωση επί της οποίας ο Δικαστής βασίστηκε για να το εκδώσει, για να μπορούν να συσχετισθούν οι λόγοι για τους οποίους ζητούνται οι θεραπείες και να τεθεί το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε η ενώπιόν μου επιχειρηματολογία.  H  ένορκη δήλωση με βάση την οποία εκδόθηκε το ένταλμα έγινε από τον Τελωνειακό Λειτουργό Ανδρέα Γεωργίου και ήταν η ακόλουθη:

«Το Τμήμα Τελωνείων διερευνά υποθέσεις καταδολίευσης της Δημοκρατίας από τους πληρωτέους δασμούς και φόρους κατά παράβαση της Τελωνειακής Νομοθεσίας.

Συγκεκριμένα υπάρχουν πληροφορίες ότι αυτοκίνητα τα οποία αποσυναρμολογούνται στο εξωτερικό εισάγονται και τελωνίζονται στη Δημοκρατία ως εξαρτήματα και στη συνέχεια αφού συναρμολογηθούν πωλούνται στη Δημοκρατία ως αυτοκίνητα, αποφεύγοντας την καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων.

Βάσει στοιχείων που τηρούνται στα αρχεία του Τμήματος Τελωνείων, η εταιρεία ANE CARS LTD, έχει προβεί σε εισαγωγές ή και αγορές αριθμού αμαξωμάτων, μηχανών και άλλων εξαρτημάτων αυτοκινήτων.  Διευθύντρια και Μέτοχος στην πιο πάνω εταιρεία είναι η Άντρη Παναγιώτου  η οποία υπογράφει και τις διασαφήσεις εισαγωγής των εν λόγων εμπορευμάτων.  Υπάρχουν πληροφορίες που λήφθηκαν από αξιόπιστη πηγή ότι η Άντρη Παναγιώτου ενέχεται στην επιτόπια συναρμολόγηση αυτοκινήτων και δημιουργείται εύλογος υποψία ότι στην κατοικία της, οδός Αντωνίου Παυλίδη 9Α, Λακατάμεια, υπάρχουν έγγραφα σε ηλεκτρονική ή άλλη μορφή, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με την εισαγωγή ή και εμπορία αμαξωμάτων, μηχανών και άλλων εξαρτημάτων αυτοκινήτων που χρησιμοποιήθηκαν για την συναρμολόγηση αυτοκινήτων, με πρόθεση την καταδολίευση της Δημοκρατίας από τους πληρωτέους δασμούς και φόρους κατά παράβαση της Τελωνειακής Νομοθεσίας.»

Το ένταλμα και η αιτιολογία για την έκδοσή του, που είναι δακτυλογραφημένα, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, είχε προσυντάξει ο ίδιος λειτουργός και υπεγράφη απλώς από το δικαστή.  Σε αυτό αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Επειδή φαίνεται στην ένορκο δήλωση του Ανδρέα Γεωργίου, Τελωνειακού Λειτουργού από Αρχιτελωνείο, ότι υπάρχει εύλογος υποψία να πιστεύεται ότι στην κατοικία της Άντρης Παναγιώτου που βρίσκεται στην οδό Αντωνίου Παυλίδη 9Α, Λακατάμεια, Λευκωσία, υπάρχουν μέρη αυτοκινήτων, συνδυασμένα αμαξώματα αυτοκινήτων, μηχανές αυτοκινήτων και παράνομα συναρμολογημένα αυτοκίνητα με παραποιημένους αριθμούς πλαισίου και μηχανής, έγγραφα σε ηλεκτρονική ή άλλη μορφή, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με αναληθείς δηλώσεις που έγιναν κατά την εισαγωγή τους και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με την εμπορία των πιο πάνω ειδών με πρόθεση την καταδολίευση της Δημοκρατίας από τους πληρωτέους δασμούς και φόρους κατά παράβαση της Τελωνειακής Νομοθεσίας.

Αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί όπως αμέσως με κατάλληλη βοήθεια, να μπείτε στα αναφερόμενα υποστατικά της Άντρης Παναγιώτου

μεταξύ των ωρών          π.μ.       και         μ.μ.              , και

εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών, ευρεθούν κατά την έρευναν, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι, (και ακόμα να συλλάβετε και να παρουσιάσετε την αναφερόμενη         )                                    ενώπιον

μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.

Βεβαιώνω ότι έχω ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για την έκδοση του παρόντος εντάλματος.»

(Τα υπογραμμισμένα ήταν διαγραμμένα από το ένταλμα).

Θα εξετάσω τώρα τον πρώτο λόγο, που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 183(2), με βάση το οποίο εκδόθηκε το επίδικο ένταλμα.

Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας ότι από τη συνδυασμένη εφαρμογή των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού  οι κατοικίες εξαιρούνται από τη δυνατότητα  έρευνας.

Αντίθετα, ήταν η θέση του ευπαίδευτου Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ότι η απαγόρευση έρευνας κατοικιών ισχύει μόνο όπου η έρευνα γίνεται δυνάμει του εδαφίου (1) χωρίς ένταλμα, ενώ τούτο δεν ισχύει σε περίπτωση που εκδίδεται δικαστικό ένταλμα με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (2). 

Επιχειρηματολόγησε ο συνήγορος της αιτήτριας ότι η φράση που συναντάται στο εδάφιο (2) «ότι υφίσταται εύλογος υποψία ως εν τοις ανωτέρω» αναφέρεται στην υποψία που περιγράφεται στο εδάφιο (1) περί ύπαρξης πραγμάτων που υπόκεινται σε δήμευση «εν οιαδήποτε οικοδομή ή τόπω, των κατοικιών εξαιρουμένων».  Επίσης ήταν η θέση του πως η φράση «πάσαν ούτω κατονομαζομένην οικοδομήν ή τόπον» του εδαφίου (2) και ιδιαίτερα η λέξη «ούτω» αναφέρεται στο εδάφιο (1) και ειδικά στη φράση «εν οιαδήποτε οικοδομή ή τόπω, των κατοικιών εξαιρουμένων».  Ως εκ τούτου, κατέληξε πως ούτε δυνάμει του εδαφίου (2) είναι δυνατή η έρευνα κατοικίας.

Όχι χωρίς αρκετό προβληματισμό, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η θέση αυτή δεν ευσταθεί.  Η εξαίρεση των κατοικιών που αναφέρεται στο εδάφιο (1), με βάση το οποίο μπορεί να διεξαχθεί έρευνα χωρίς ένταλμα, γίνεται με αποκλειστικό σκοπό η πρόνοια αυτή να συνάδει με το Σύνταγμα και ιδιαίτερα με το Άρθρο 16, όπου προνοείται πως έρευνα σε κατοικία επιτρέπεται μόνο «ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου . . .».  Η «εύλογος υποψία ως εν τοις ανωτέρω» του εδαφίου (2), κατά την κρίση μου, αναφέρεται στην υποψία την καθοριζόμενη στο εδάφιο (1) «ότι οιονδήποτε πράγμα υποκείμενον εις δήμευσιν . . . φυλάττεται ή αποκρύπτεται . . .» και δεν περιορίζει την έρευνα σε οικοδομές και τόπους, πλην κατοικιών.  Επιπρόσθετα, η λέξη «ούτω» στην τελευταία φράση του εδαφίου (2) («πάσαν ούτω κατονομαζομένην οικοδομήν ή τόπον») δεν αναφέρεται στο εδάφιο (1) αλλά το «ούτω» σημαίνει «εν τω εντάλματι», φράση που προηγείται αμέσως αυτής.  Η ερμηνεία δηλαδή του μέρους αυτού του εδαφίου (2) είναι η εξουσιοδότηση λειτουργού ή άλλου στο ένταλμα κατονομαζομένου προσώπου να εισέλθει και ερευνήσει πάσαν ούτω κατονομαζομένην οικοδομήν, δηλαδή εν τω εντάλματι κατονομαζομένην.  Θα ήταν παράδοξο να μην εξουσιοδοτείται αρμόδιο πρόσωπο να ερευνήσει κατοικία κάτω από τέτοιες συνθήκες για ανεύρεση αντικειμένων υποκείμενων σε δήμευση και να δίδεται έτσι τρόπον τινά «ασυλία» σε κατοικίες, αναφορικά με τις  πρόνοιες του υπό εξέταση νόμου.

Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος της Έκθεσης απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος αφορά τον ισχυρισμό ότι το ένταλμα εκδόθηκε για λόγο που δεν προβλέπει ο νόμος, δηλαδή «για να καταστεί δυνατή η διερεύνηση της υπόθεσης από το Τμήμα Τελωνείων». 

Η αίτηση που είχε τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή από τον Ανδρέα Γεωργίου, αφού παρέπεμπε στην επισυναπτόμενη ένορκη δήλωση, ανέφερε τα ακόλουθα:

«Ενόψει των πιο πάνω αιτούμαι, δυνάμει του άρθρου 183(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67, ένταλμα ερεύνης της κατοικίας της Άντρης Παναγιώτου που βρίσκεται στην οδό Αντωνίου Παυλίδη 9Α,  Λακατάμεια, για να καταστεί δυνατή η διερεύνηση της υπόθεσης από το Τμήμα Τελωνείων.»

Ακολούθως ο Δικαστής πιστοποίησε τα πιο κάτω:

«Έχω ικανοποιηθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.».

Εξέδωσε μετά το επίδικο ένταλμα, το οποίο παρέθεσα ανωτέρω.

Στην υπόθεση Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014, στη σελ. 1021 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Το ένταλμα έρευνας δεν ζητήθηκε και δεν εκδόθηκε με στόχο στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Το λέγει ρητά ο Υπαστυνόμος στην ένορκη δήλωσή του πως εκείνο που επεδίωκε ήταν η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.  Η ανεύρεση πραγμάτων που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται, κατά τον τρόπο που καθορίζει ο Νόμος, προς αδίκημα, που διεπράχθη ή που υπάρχει υποψία ότι διεπράχθη αναμφίβολα διευκολύνει τις αστυνομικές ανακρίσεις αλλά μόνο κατά ανεπίτρεπτη αντιστροφή του γράμματος και του πνεύματος του άρθρου 27 του Νόμου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει εξουσία έκδοσης εντάλματος έρευνας, όχι προς ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων, που είναι ο προσδιορισμένος λόγος έκδοσής του, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.»

Και ακολούθως στις σελ. 1022 - 1023:

           

«Αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης η ύπαρξης εύλογης αιτίας συναρτημένης προς πράγματα, στην ανεύρεση και παραλαβή των οποίων νοείται να στοχεύει το ένταλμα έρευνας. Στην παρούσα υπόθεση το ένταλμα δεν είχε στη βάση του τέτοια εύλογη αιτία αλλά την αντίληψη πως υπήρχε εύλογη αιτία ότι διεξαγόταν «παράνομα κυβεία». Και εκδόθηκε ένταλμα έρευνας όχι προς ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, που είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο.  Αυτά σημαίνουν, τελικά, πως το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία.»

Παρόλον ότι στην παρούσα περίπτωση το αίτημα για έκδοση του εντάλματος ήταν «για να καταστεί δυνατή η διερεύνηση της υπόθεσης . . .», που είναι λόγος άγνωστος με βάση τις υπό εξέταση νομοθετικές πρόνοιες, στην ένορκο δήλωση, στην οποία η αίτηση παραπέμπει, αναφέρεται ότι εγείρεται εύλογη υποψία ότι στην κατοικία της αιτήτριας υπάρχουν  «έγγραφα σε ηλεκτρονική ή άλλη μορφή, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, και άλλα τεκμήρια, που σχετίζονται . . . και που χρησιμοποιήθηκαν για την συναρμολόγηση αυτοκινήτων, με πρόθεση την καταδολίευση της Δημοκρατίας από τους πληρωτέους δασμούς και φόρους κατά παράβαση της Τελωνειακής Νομοθεσίας». Τούτο όμως, κατά την άποψή μου, δεν είναι αρκετό για να αναιρέσει την αναποτελεσματικότητα του λόγου για τον οποίο ζητήθηκε το ένταλμα. Το άρθρο 183 δίδει εξουσία έρευνας για την ανεύρεση πραγμάτων υποκείμενων σε δήμευση δυνάμει των Περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων και την κατάσχεση τους κ.λ.π.

Στην ένορκη δήλωση του Ανδρέα Γεωργίου δεν γίνεται καμία αναφορά στα αντικείμενα τα οποία υπόκεινται σε δήμευση, που σίγουρα δεν είναι τα έγγραφα και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που αναφέρονται σε αυτή, αλλά ούτε και ζητείται η κατάσχεση αντικειμένων που υπόκεινται σε δήμευση.  Επίσης, η κατάληξη του Δικαστή στην αίτηση που τέθηκε ενώπιόν του ότι είχε ικανοποιηθεί για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, έγινε σε συνάρτηση με το αίτημα να καταστεί δυνατή η διερεύνηση της υπόθεσης.

Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η έκδοση του εντάλματος πάσχει για τον πιο πάνω λόγο.  Επιπρόσθετα, όμως, κρίνω, όπως φαίνεται πιο κάτω, πως το ένταλμα πάσχει ανεπανόρθωτα και για τους υπόλοιπους λόγους που αναφέρονται στην Έκθεση που συνοδεύει την αίτηση.

Οι υπόλοιποι λόγοι, δηλαδή οι λόγοι 3 μέχρι και 6, αναφέρονται στην κατ΄ισχυρισμό ανεπάρκεια της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστή, καθώς και στην αποτυχία να καθοριστούν τα αντικείμενα που υπόκεινται σε δήμευση.

Σύμφωνα με την Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, με αναφορά σε ένταλμα σύλληψης, κρίθηκε ότι η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας είναι εκ των εξ ων ουκ άνευ για έκδοση εντάλματος και ο Δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για έκδοσή του οφείλει πρώτα να ικανοποιηθεί από την ενώπιον του μαρτυρία ότι αποκαλύπτεται εύλογη υπόνοια και οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα,  η δε γνώμη του ενόρκως δηλούντα, δεν είναι αρκετή.  Επίσης, αποφασίστηκε πως, όπου δεν διαπιστώνεται εύλογη υπόνοια, δεν χωρεί περαιτέρω έρευνα, ούτε και υπάρχει θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας.

Τα πιο πάνω ισχύουν, κατ΄αναλογία, και σε περίπτωση έκδοσης εντάλματος έρευνας.

Σχετική με το θέμα που εξετάζω είναι και η απόφαση του ΧατζηΧαμπή Δ., το σκεπτικό της οποίας και υιοθετώ, στην υπόθεση Σιακαλλής (Αρ. 1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 291:

«Εδώ το ίδιο το ένταλμα στην όψη του δεν αποκαλύπτει, . . . , δέουσα αιτιολογία ή ότι ο Δικαστής ικανοποιήθηκε ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύεται το ζητούμενο από το νόμο.

 . . . . .    . . . . . . . .  . . .     .   . . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . .ούτε και η αόριστη αναφορά στο τέλος του εντάλματος ότι «Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος» θεραπεύουν τη έλλειψη διαπίστωσης από τον ίδιο το Δικαστή της ύπαρξης εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται.  Το θέμα δεν είναι δε τυπικό. . . . . όταν ο ίδιος ο δικαστής απλώς παραπέμπει στην ύπαρξη εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται εκ μέρους της Αστυνομίας, δεν έχει ομολογουμένως επιτελέσει το καθήκον του που είναι να διαπιστώσει ο ίδιος το ζητούμενο, προβαίνοντας σε δικαστική πράξη όπως δείχνει η νομολογία.»

Περαιτέρω, στη σελ. 293 αναφέρεται ότι «ο σαφής προσδιορισμός του ποινικού αδικήματος το οποίο πιστεύεται ότι διεπράχθη . . .  πηγάζει άμεσα από τις νομοθετικές διατάξεις και αναγνωρίζεται στη νομολογία».

Στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση για ένταλμα, αφού αναφέρεται ο ενόρκως δηλών σε πληροφορίες ότι αυτοκίνητα που αποσυναρμολογούνται στο εξωτερικό εισάγονται και τελωνίζονται ως εξαρτήματα και αφού συναρμολογηθούν πωλούνται ως αυτοκίνητα, αποφεύγοντας έτσι την καταβολή των αναλογούντων δασμών και ότι η εταιρεία, της οποίας διευθύντρια και μέτοχος είναι η αιτήτρια, έχει προβεί σε εισαγωγή ή αγορά αμαξωμάτων, μηχανών και άλλων εξαρτημάτων αυτοκινήτων, αναφέρει πως υπάρχουν «πληροφορίες που λήφθηκαν από αξιόπιστη πηγή ότι η Άντρη Παναγιώτου ενέχεται στην επιτόπια συναρμολόγηση αυτοκινήτων και δημιουργείται εύλογος υποψία . . .».

Στο ένταλμα που εξέδωσε το Δικαστήριο ο Δικαστής αναφέρει «επειδή φαίνεται στην ένορκο δήλωση του Ανδρέα Γεωργίου, Τελωνειακού Λειτουργού από Αρχιτελωνείο, ότι υπάρχει εύλογος υποψία να πιστεύεται . . .».

Είναι προφανές, κατά την άποψή μου, από τα πιο πάνω, πως ούτε το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Ανδρέα Γεωργίου αναφορικά με την ύπαρξη υποψίας, αλλά ούτε και η διαπίστωση του Δικαστή στο ένταλμα περί τούτου ικανοποιούν με την αναγκαία βεβαιότητα τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και την επ΄αυτών νομολογία.  Το λιγότερο που μπορώ να πω αναφορικά με τη διαπίστωση του Δικαστή, είναι ότι δεν διαφαίνεται απ΄αυτή αν ικανοποιήθηκε ο ίδιος για την ύπαρξη εύλογης υποψίας.  Κάποιος θα μπορούσε επιπρόσθετα να παρατηρήσει πως τούτο δεν θα ήταν καν δυνατόν, εν όψει του γεγονότος ότι δεν τέθηκε συγκεκριμένη μαρτυρία ενώπιόν του για να μπορεί να κρίνει το θέμα ο ίδιος.

Εκτός των άλλων, πουθενά δεν καθορίζονται και δεν συγκεκριμενοποιούνται τα αδικήματα για τα οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχθηκαν. Ούτε ακόμη και, όπως τόνισα πιο πάνω, καθορίζονται τα αντικείμενα που υπόκεινται σε δήμευση, δυνάμει των προνοιών των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων. 

Επίσης, υπάρχει και ένας άλλος σοβαρός λόγος για τον οποίον πάσχει το ένταλμα.  Ενώ στην ένορκη δήλωση πουθενά δεν γίνεται αναφορά για υποψία ύπαρξης αντικειμένων άλλων από έγγραφα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στο ένταλμα που εξέδωσε το Δικαστήριο αναφέρεται ότι, στην οικία της αιτήτριας, υπάρχει εύλογος υποψία ότι «υπάρχουν μέρη αυτοκινήτων, συνδυασμένα αμαξώματα αυτοκινήτων, μηχανές αυτοκινήτων και παράνομα συναρμολογημένα αυτοκίνητα με παραποιημένους αριθμούς πλαισίου και μηχανής . . .».  Πού ο δικαστής διαπίστωσε την ύπαρξη τέτοιας υποψίας, αφού στην ένορκη δήλωση δεν περιέχεται οτιδήποτε επί του προκειμένου, είναι άξιον απορίας.  Εξηγείται ίσως μόνο με το γεγονός ότι, όπως τέθηκε ενώπιον μου, το περιεχόμενο του εντάλματος έρευνας συντάχθηκε και δακτυλογραφήθηκε από τον ίδιο τον αιτητή και ενόρκως δηλούντα Ανδρέα Γεωργίου και υπεγράφη από το Δικαστή, χωρίς προφανώς αυτός να εξετάσει με την επιβαλλόμενη επιμέλεια το περιεχόμενό του.

Για τους λόγους που εξέθεσα πιο πάνω, εγκρίνω την  αίτηση και εκδίδω ένταλμα Certiorari και ακυρώνω το επίδικο ένταλμα έρευνας.  Δεν εκδίδω διαταγή για έξοδα.

Η�αίτηση επιτρέπεται. Το ένταλμα έρευνας ακυρώνεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο