ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1381
13 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
Δ.Σ. ΑΡΤΟΚΟΥΛΟΥΡΟΠΟΙΕΙΟΝ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11016)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Σύμβαση εργοδότησης τακτής προθεσμίας ― Τερματισμός απασχολήσεως διαρκούσης της σύμβασης ― Αξίωση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αποζημιώσεις ― Κατά πόσο δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Διεύρυνση των δικαιοδοτικών ορίων του Δ.Ε.Δ. μετά την τροποποίηση του Άρθρου 12(ε) του Ν. 8/67 από τον περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 79(Ι)/96 ― Κατά πόσο ο τροποποιημένος νόμος ετύγχανε εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία, μετά από αυτεπάγγελτη εξέταση του θέματος της δικαιοδοσίας, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος-ενάγοντος για αποζημιώσεις για τερματισμό της απασχόλησής του από τους εργοδότες του, την εφεσίβλητη εταιρεία. Ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντος έγινε διαρκούσης της διετούς ισχύος της σύμβασης εργοδότησής του, η οποία άρχιζε την 1.7.95. Το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις υποθέσεις Sevegep Ltd ν. United Sea Transport κ.ά. (1989) 1(E) A.A.Δ. 729 και Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168 κατέληξε ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση ενόψη της αξίωσης του ενάγοντος «που αφορά το υπόλοιπο (6) έξι μηνών μισθών και αναλογία 13ου μισθού και δεν υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών που προβλέπει ο Α΄ πίνακας σε σχέση με το αρ. 3(1) του Ν. 24/67 με αναφορά, όπως και στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, στο ύψος της διεκδικηθείσας αποζημίωσης». ("Η πιο πάνω απόφαση του Εφετείου" είναι η απόφαση στην Interamerican Insurance Co Ltd v. Άντρης Μαρκίδου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1586).
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος προώθησε κατ' έφεση, όπως και πρωτοδίκως, το επιχείρημά του ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε δικαιοδοσία σε περίπτωση όπως η παρούσα, όπου η σύμβαση εργασίας είναι τακτής προθεσμίας. Μόνο σε περιπτώσεις συμβάσεων εργασίας απεριόριστης διάρκειας μπορεί τούτο να ασκήσει δικαιοδοσία. Η εισήγησή του εστηρίζετο στο Άρθρο 5(δ) του Ν. 24/67 και στην απόφαση Στυλιανίδης ν. British American Ins. Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 517. Υποστήριξε επίσης ότι το ποσό που θα επιδίκαζε το Δ.Ε.Δ. δε θα ξεπερνούσε τα ημερομίσθια δύο εβδομάδων σύμφωνα με το Μέρος IV του Τέταρτου Πίνακα του Ν. 24/67 όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 92/79. Γι' αυτό και καταχώρησε αγωγή στο επαρχιακό δικαστήριο με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 30(2) του Νόμου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι αρμοδιότητες των δύο δικαστηρίων, πρωτίστως του Δ.Ε.Δ., καθορίζονται από το Άρθρο 30. Στο τελευταίο υπάγονται οι εργατικές διαφορές, όπως ο όρος ερμηνεύεται στο Άρθρο 2, «οι οποίες αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων ....». Το εδ. (2) του ιδίου Άρθρου προβλέπει πότε το επαρχιακό δικαστήριο αποκτά δικαιοδοσία αναφορικά με τα δικαιώματα εργοδοτουμένου που απορρέουν από τον τερματισμό της απασχόλησής του. Οι περιπτώσεις που μπορεί να εκδικασθούν από επαρχιακό δικαστήριο περιορίζονται σ' εκείνες όπου «η αξίωσις ......... είναι δι' αποζημιώσεις υπερβαινούσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι». Ύψιστο όριο των διεκδικήσεων είναι οι μισθοί δύο ετών του εργοδοτουμένου.
2. Το Άρθρο 12(ε) του Ν. 8/67 μετά την τροποποίησή του από τον περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών (Τροπ.) Νόμο αρ. 79(Ι)/96, έχει διευρύνει τα δικαιοδοτικά όρια του Δ.Ε.Δ. για να συμπεριλαμβάνει:
«(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση.»
3. Η παραπάνω νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ από τις 18.10.96 ενώ ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντος έγινε προγενέστερα, στις 18.5.96. Έτσι ο τροποποιημένος νόμος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Πριν την τροποποίηση, η καθ' ύλην αρμοδιότητα του Δ.Ε.Δ. ήταν περιορισμένη στις διαφορές που σχετίζονται με τον τερματισμό απασχόλησης. Διαφορές χωρίς το συνδετικό αυτό στοιχείο, όπως λ.χ. οι δεδουλευμένοι μισθοί, έμεναν εκτός της εμβέλειας του Δ.Ε.Δ.
4. Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου συσχετίζεται άμεσα με το ύψος της αποζημίωσης. Για το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής ως έχει. Στην παρούσα υπόθεση προκύπτει ότι (α) ο εφεσείων εργοδοτήθηκε για τουλάχιστο 26 εβδομάδες (για την ακρίβεια δέκα μήνες και 18 ημέρες), (β) ότι η απαίτησή του εκπορεύεται από τον τερματισμό απασχόλησής του, και (γ) ότι η απαίτηση για ουσιαστικά το υπόλοιπο ποσό, που αντιπροσωπεύει τους 6 μήνες της προειδοποίησης, δεν υπερβαίνει το όριο του Πρώτου Πίνακα των ημερομισθίων 2 ετών.
5. Η απαίτηση έχει αχθεί ενώπιον αναρμόδιου Δικαστηρίου και ορθά απορρίφθηκε.
6. Δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ της παρούσας υπόθεσης και της υπόθεσης Στυλιανίδης v. British American Ins. Co. Ltd ανωτέρω, την οποία επικαλέσθηκε ο εφεσείων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Sevegep Ltd ν. United Sea Transport Ltd κ.ά. (1989) 1(E) A.A.Δ. 729,
Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 31/10/00 (Αρ. Αγωγής 10270/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή του εναντίον της εργοδότριάς του εναγόμενης εταιρείας για αποζημιώσεις λόγω άμεσου τερματισμού της συμφωνίας εργοδότησής του αφού έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας εκδίκασης της υπόθεσης για την οποία αρμόδιο ήταν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
Π. Πετρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Φλωρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικήτας, Δ..
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη εταιρεία προσέλαβε, τον Ιούνιο του 1995, τον εφεσείοντα, ως υπεύθυνο του εργαστηρίου ζαχαροπλαστικής που διατηρεί, αντί μηνιαίου μισθού £710 πλέον 13ο μισθό. Η διάρκεια της συμφωνίας, που έγινε γραπτώς (τεκμ. 1), ήταν διετής, με αφετηρία την 1.7.95. Περιείχε δε ρήτρα ανανέωσης για δύο ακόμη χρόνια αν δεν τερματιζόταν πριν από τη λήξη της, από οποιοδήποτε διάδικο, ύστερα από 6μηνη προειδοποίηση.
Ενδιαφέρει η παράγρ. 11. Παρείχε δικαίωμα στον κάθε συμβαλλόμενο να τερματίσει τη συμφωνία προτού λήξει, αφού προηγουμένως θα έδινε γραπτή προειδοποίηση έξι μηνών στον άλλο. Συμφωνήθηκε περαιτέρω (παράγρ. 11(α)) ότι ο εργοδότης θα μπορούσε να ζητήσει τον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα χωρίς προειδοποίηση, αφού όμως του καταβάλει ποσό ίσο με 6 μηνιαίους μισθούς.
Η εφεσίβλητη, στις 29.4.96, μετά δεκάμηνο περίπου από την υπογραφή της συμφωνίας, την τερμάτισε, παρέχοντας προς τούτο την προβλεπόμενη προειδοποίηση των 6 μηνών. Ο εφεσείων συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του. Όμως, στις 18.5.96, τερματίστηκαν άμεσα κατ' επίκληση των διατάξεων της παραγρ. 11(β) του τεκμ. 1, τις οποίες, όπως ισχυρίστηκε η εργοδότρια εταιρεία, ο εφεσείων παρέβη. Σύμφωνα με αυτές ο υπάλληλος όφειλε, κατά την περίοδο της ειδοποιήσεως, να εκτελεί τα καθήκοντά του «με επιμέλειαν και φροντίδα όπως και προ της περιόδου της προειδοποίησης». Ταυτοχρόνως η εφεσίβλητη του κατέβαλε τους δεδουλευμένους μισθούς του μέχρι την ημερομηνία απόλυσης πλέον 13ο μισθό (pro rata).
Ακολούθησε η αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας από την οποία εκπορεύεται η κρινόμενη έφεση. Όταν άρχισε η δίκη, συγκεκριμένα ενώ κατέθετε σ' αυτή ο εφεσείων, η πρωτόδικη δικαστής ήγειρε αυτεπάγγελτα, όπως είχε δικαίωμα με βάση τη νομολογία που επικαλέστηκε, θέμα δικαιοδοσίας, κατά πόσο αγωγή αυτής της φύσεως μπορούσε να εκδικαστεί από Επαρχιακό Δικαστήριο.
Ακούστηκαν και οι δύο πλευρές. Η δικαστής έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία. Αίτημα για θεραπεία μπορούσε να υποβληθεί μόνο στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (Δ.Ε.Δ.), που καθιδρύθηκε και λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67 όπως τροποποιήθηκε). Το είδος απαίτησης που προβλήθηκε και η αξία του αντικειμένου της ενέπιπτε αποκλειστικά, με βάση τις δικαιοδοτικές διατάξεις του άρθρ. 30 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67 όπως τροποποιήθηκε), στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου εκείνου.
Έναυσμα για την παρέμβαση του δικαστηρίου αποτέλεσε η επίκληση από το δικηγόρο του εφεσείοντα διάταξης (άρθρ. 6) του ν. 24/67 για να υποβάλει ότι ακολουθήθηκε λανθασμένη δικονομική πορεία, επαγόμενη την ακυρότητα της διαδικασίας. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι εφόσο ήταν παραδεκτός ο τερματισμός απασχόλησης από την εφεσίβλητη, όφειλε να είχε αρχίσει πρώτη αντί του ενάγοντα (εφεσείοντα). Για την ανίχνευση της φύσης και έκτασης της απαίτησης, η δικαστής στηρίχθηκε στο δικογραφικό πλαίσιο της υπόθεσης και επίσης σε όσα κατέθεσε ο εφεσείων μέχρι την έγερση του θέματος κατά την πρωτόδικη δίκη, όπως υπαγορεύει η νομολογία. Η δικαστής έκαμε εύστοχη αναφορά στις υποθέσεις Sevegep Ltd ν. United Sea Transport Ltd κ.ά. (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 729 και Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168, 174).
Ύστερα από ανάλυση του νομοθετικού πλαισίου που διείπε την υπόθεση, όπως ερμηνεύθηκε από σχετική νομολογία που η πρωτόδικη απόφαση σημειώνει και αφού αυτή επισημαίνει ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας καλύπτεται από τον όρο «εργοδοτούμενος», όπως τον ερμηνεύει το άρθρ. 2 του νόμου, που μας δίνει και ορισμό της φράσης «εργατική διαφορά», η πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την αγωγή με έξοδα. Αναφέρει σχετικά η απόφασή της ότι η αξίωση δεν παρείχε
«................... δικαίωμα για αποζημιώσεις ανεξάρτητα και έξω από το πλαίσιο του Ν. 24/67 αλλά απεναντίας δικαίωμα του που κατοχυρώνεται απ' ευθείας και άμεσα από το Ν. 24/67. Περαιτέρω, είναι σημαντικό επαναλαμβάνω, ότι η σύμβαση εργασίας, όπως και το Τεκμήριο 1 περιλαμβάνεται στον όρο «εργοδοτούμενος» στον Ν. 24/67 και καθορίζεται ως ένας από τους τρόπους με τον οποίο μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και κατ' επέκταση καθιστά τη διαφορά ως «εργατική διαφορά».
Καταληκτικά, συνοψίζει τα συμπεράσματά της ως εξής:
«Στην προκείμενη περίπτωση έχοντας υπόψη την αξίωση του ενάγοντος που αφορά το υπόλοιπο (6) έξι μηνών μισθών και αναλογία 13ου μισθού και δεν υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών που προβλέπει ο Α΄ πίνακας σε σχέση με το αρ. 3(1) του Ν. 24/67 με αναφορά, όπως και στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, στο ύψος της διεκδικηθείσας αποζημίωσης, θεωρώ ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση και αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.»
Το άρθρ. 3(1) του Ν. 24/67 (όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 92/79), ανωτέρω, προβλέπει ότι η αποζημίωση την οποία ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε περίπτωση απόλυσής του για λόγους άλλους από τους καθοριζόμενους στο άρθρ. 5 του ιδίου νόμου, εφόσο έχει απασχοληθεί από τον εργοδότη για τουλάχιστο 26 εβδομάδες, υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του νόμου. Το ποσό της αποζημίωσης, κατά την παράγρ. 3 του εν λόγω πίνακα «εν ουδεμία περιπτώσει ............. θα υπερβαίνει τα ημερομίσθια δύο ετών». Το δικαστικό προηγούμενο στο οποίο αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα της απόφασης είναι η υπόθεση Interamerican Insurance Co Ltd v. Άντρης Μαρκίδου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1586. Η υπόθεση αποφάσισε ότι μόνο κριτήριο για τον καθορισμό της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Δ.Ε.Δ. είναι «το ύψος της απαίτησης του εργοδοτουμένου».
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προώθησε με την έφεση τα ίδια επιχειρήματα που έχει προβάλει πρωτοδίκως, αλλά είτε άμεσα είτε έμμεσα απορρίφθηκαν. Στην ουσία αναφέρει στο περίγραμμα της αγόρευσής του, που δεν ανέπτυξε περαιτέρω κατά τη δικάσιμο, περιορισθείς στην υιοθέτησή του, ότι το Δ.Ε.Δ. δεν θα είχε δικαιοδοσία σε περίπτωση σαν την παρούσα, όπου η σύμβαση εργασίας είναι τακτής προθεσμίας. Μόνο σε περιπτώσεις τέτοιων συμβάσεων απεριόριστης διάρκειας μπορεί τούτο να ασκήσει δικαιοδοσία. Αυτό το στηρίζει στο άρθρ. 5(δ) του Ν. 24/67 και στην απόφαση Στυλιανίδης ν. British American Ins. Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 517. Ένα άλλο είναι ότι το ποσό που θα επιδίκαζε το Δ.Ε.Δ. δε θα ξεπερνούσε τα ημερομίσθια δύο εβδομάδων σύμφωνα με το Μέρος IV του Τέταρτου Πίνακα του Ν. 24/67 όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 92/79. Γι' αυτό και καταχώρησε αγωγή στο επαρχιακό δικαστήριο με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 30(2) του νόμου.
Όντως οι αρμοδιότητες των δύο δικαστηρίων, πρωτίστως του Δ.Ε.Δ., καθορίζονται από το άρθρ. 30. Στο τελευταίο υπάγονται οι εργατικές διαφορές, όπως ο όρος ερμηνεύεται στο άρθρ. 2, «οι οποίες αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων ....». Το εδ. (2) του ιδίου άρθρ. προβλέπει πότε το επαρχιακό δικαστήριο αποκτά δικαιοδοσία αναφορικά με τα δικαιώματα εργοδοτουμένου που απορρέουν από τον τερματισμό της απασχόλησής του. Οι περιπτώσεις που μπορεί να εκδικασθούν από επαρχιακό δικαστήριο περιορίζονται σ' εκείνες όπου «η αξίωσις ........... είναι δι' αποζημιώσεις υπερβαινούσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι». Οροφή των διεκδικήσεων είναι, όπως είδαμε, οι μισθοί δύο ετών του εργοδοτουμένου.
Το δικαιοδοτικό πεδίο στο οποίο εντάσσεται η κρινόμενη θα είναι πλήρες αν αναφερθούμε και στο άρθρ. 12(ε) του Ν. 8/67 μετά την τροποποίησή του από τον περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 79(1)/96, το οποίο έχει διευρύνει τα δικαιοδοτικά όρια του Δ.Ε.Δ. για να συμπεριλάβει:
«(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση.»
Όμως πρέπει να λεχθεί ότι η παραπάνω νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευσή της στις 18.10.96, ενώ ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα έγινε προγενέστερα στις 18.5.96. Έτσι ο τροποποιημένος νόμος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σ' αυτή την υπόθεση. Πριν από την τροποποίηση, η υλική αρμοδιότητα του Δ.Ε.Δ. ήταν περιορισμένη στις διαφορές που σχετίζονται με τον τερματισμό απασχόλησης. Αλλά διαφορές χωρίς το συνδετικό αυτό στοιχείο, όπως λ.χ. οι δεδουλευμένοι μισθοί, έμεναν εκτός της εμβέλειας του Δ.Ε.Δ. Όπως το έθεσε ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην Κυριάκου κ.ά. ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020, 1022:
«(β) Το κεντρικό χαρακτηριστικό των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων είναι ο καθορισμός των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συναρτώνται προς τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτούμενου, και όχι ζητήματα σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά την διάρκεια της εργοδότησης και είναι άσχετα προς τον τερματισμό της.»
Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου συσχετίζεται άμεσα με το ύψος της αποζημίωσης. Για το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής ως έχει. Όπως παρατηρεί ο Νικολάου, Δ. στην υπόθεση Interamerican Insurance, ανωτέρω, «Η διάταξη δεν συναρτά τη δικαιοδοσία με την επιτυχία της αξίωσης».
Από ένα βλέμμα στην οπισθογράφηση απαίτησης του κλητηρίου της αγωγής και στη συνέχεια στην έκθεση απαίτησης προκύπτει ότι (α) ο εφεσείων εργοδοτήθηκε για τουλάχιστο 26 εβδομάδες (για την ακρίβεια δέκα μήνες και 18 ημέρες)· (β) ότι η απαίτησή του εκπορεύεται από τον τερματισμό απασχόλησής του· και (γ) ότι η απαίτηση για ουσιαστικά το υπόλοιπο ποσό, που αντιπροσωπεύει τους 6 μήνες της προειδοποίησης, δεν υπερβαίνει το όριο του Πρώτου Πίνακα των ημερομισθίων 2 ετών.
Εκτός αν καταλήξουμε ότι ευσταθούν όσα πρόβαλε ο κ. Πετρίδης, η απαίτηση είχε αχθεί ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου και ορθά απορρίφθηκε. Θα εξετάσουμε τώρα τις εισηγήσεις του εφεσείοντα. Δε θα χρειαστεί να πούμε πολλά. Όπως έχει υποδείξει η πρωτόδικη δικαστής οι διατάξεις του Τέταρτου Πίνακα είναι άσχετες με την υπόθεση. Στον Πίνακα παραπέμπουν οι διατάξεις των άρθρ. 16 και 17 του Ν. 24/67 που αφορούν τις υποθέσεις τερματισμού απασχόλησης για λόγους πλεονασμού. Σαφώς όμως εδώ δεν είναι αυτή η περίπτωση.
Διαφωνούμε με την εισήγηση ότι επειδή η σύμβαση εργασίας είναι τακτής περιόδου δεν υφίσταται δικαιοδοσία από το Δ.Ε.Δ. και ότι έπρεπε απαραίτητα η διάρκειά της να είναι απροσδιόριστη για να μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία το δικαστήριο αυτό. Η υπόθεση Στυλιανίδη, ανωτέρω, δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Θα θυμίσουμε ότι το άρθρ. 5 του Ν. 24/67 (που πρέπει να διαβασθεί σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρ. 3(1) που συνοψίσαμε) απαριθμεί τις περιπτώσεις που ο τερματισμός υπηρεσιών δεν παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης. Η παράγρ. (δ) του άρθρ. 5, που ανέφερε ο συνήγορος, εξαιρεί τις περιπτώσεις που:
«(δ) ...... η απασχόλησις τερματίζηται κατά την λήξιν συμβάσεως τακτής περιόδου, ή λόγω της υπό του εργοδοτουμένου συμπληρώσεως της κανονικής ηλικίας αφυπηρετήσεως βάσει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως, κανόνων της εργασίας ή άλλως:»
Η υπόθεση Στυλιανίδη, ανωτέρω, ήταν αγωγή από απολυθέντα υπάλληλο για αποζημιώσεις, η οποία κατατέθηκε σε επαρχιακό δικαστήριο. Όμως η απόφαση δεν καθιέρωσε κανόνα ούτε προκύπτει από αυτή ότι για ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δ.Ε.Δ. πρέπει απαραίτητα η σύμβαση εργασίας να είναι αόριστης διάρκειας. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η εργοδότηση του ήταν καθορισμένης διάρκειας δηλαδή μέχρι το 60ό χρόνο της ηλικίας του. Και ότι, εφόσο απολύθηκε στα 45, η αποζημίωση έπρεπε να είχε ως βάση περίοδο 15 χρόνων. Το Εφετείο έκρινε, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η σύμβαση ήταν για αόριστο χρονικό διάστημα. Και υπέκειτο σε τερματισμό κατόπιν λογικής προειδοποίησης. Η οποία κυμαίνεται, ανάλογα με τις συνθήκες της υπόθεσης, από 1 μέχρι 12 μήνες. Το Εφετείο τελικά απέρριψε την έφεση εφόσο χορηγήθηκε στον εφεσείοντα αποζημίωση που ξεπερνούσε τους μισθούς ενός χρόνου. Δεν βλέπουμε να υπάρχει αναλογία μεταξύ των δύο περιπτώσεων.
Πρόσθετα επισημαίνεται ότι στην υπόθεση Στυλιανίδη η απαίτηση, όπως υποβλήθηκε, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, υπερέβαινε κατά πολύ το όριο του άρθρ. 30(2). Το άρθρ. 5(δ) ισχύει όταν η απασχόληση τερματίζεται φυσιολογικά με τη λήξη της σύμβασης εργασίας. Εδώ αυτό έγινε διαρκούσης της ισχύος της. Έτσι η εισήγηση του εφεσείοντα δεν έχει νομοθετικό ή νομολογιακό έρεισμα.
Για τους λόγους αυτούς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.