ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1263

13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΟΥΛΟΥΠΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10714)

 

Αποζημιώσεις ― Αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας για αποζημιώσεις λόγω ισχυριζόμενης παράνομης σύλληψης και παράνομης κράτησης για σκοπούς διερεύνησης υπόθεσης ― Κατά πόσο η διάρκεια και η αναγκαιότητα της κράτησης ήταν δεόντως αιτιολογημένες.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν υπεισέρχεται ο κανόνας ως προς το βάρος αποδείξεως.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορίζουν τα επίδικα θέματα ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα.

Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος μπυραρίας, συνελήφθη κατά την εκτέλεση δικαστικού εντάλματος έρευνας της μπυραρίας και σύλληψης του υπευθύνου της για διερεύνηση υπόθεσης πώλησης οινοπνευματωδών ποτών χωρίς άδεια.

Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας ζητώντας αποζημιώσεις για παράνομη σύλληψη και παράνομη κράτηση.  Ισχυρίσθηκε ότι η σύλληψή του ήταν παράνομη καθ' όσον έγινε χωρίς έγκυρο δικαστικό ένταλμα, χωρίς βάσιμο λόγο και χωρίς να του εξηγηθούν οι λόγοι της σύλληψής του.  Ισχυρίσθηκε επίσης ότι η κράτησή του στη συνέχεια απέβλεπε στην τιμωρία του και ήταν παράνομη, χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση και ως αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας της Αστυνομίας, χωρίς κατά τη διάρκεια αυτής να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση αναφορικά με την αναγκαιότητα της κράτησης του εφεσείοντος για τη διερεύνηση της υπόθεσης.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η συνάρτηση κράτησής του προς το σκοπό λήψης των καταθέσεων των αστυνομικών που είχαν διενεργήσει την έρευνα και τη σύλληψή του δεν δικαιολογούσε την επτάωρη στέρηση της ελευθερίας του εφ' όσον η απασχόληση των αστυνομικών σε άλλα καθήκοντα δεν αφορούσε τον ίδιο αλλά την Αστυνομία ως εσωτερικό θέμα οργάνωσης και λειτουργίας της. Υποστήριξε επίσης ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφασισθεί ποία πλευρά είχε το βάρος αποδείξεως, ήταν εσφαλμένη.

Σε στήριξη των εισηγήσεών του ο συνήγορος του εφεσείοντος επικαλέσθηκε τις πρόνοιες του Άρθρου 11 του Συντάγματος και του Άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η έκθεση απαιτήσεως δεν εκάλυπτε το θέμα που εγείρεται με την έφεση, ότι δηλαδή η διάρκεια κράτησης του εφεσείοντος δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς διεκπεραίωσης του ανακριτικού έργου.  Η όλη υπόθεση στηρίχθηκε στο καθ' όλα παράνομο και καταχρηστικό της σύλληψης και της κράτησης.

2.  Το ότι η υπόθεση εξελίχθηκε σε έκταση που να περιλάμβανε και το ενώπιον του Εφετείου θέμα δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.  Η ακρόαση πρέπει να περιορίζεται στα επίδικα θέματα και δεν πρέπει να αφήνεται να επεκτείνεται σε οτιδήποτε προκύπτει κατ' επέκταση.

3.  Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν υπεισέρχεται ο κανόνας ως προς το βάρος απόδειξης.  Υπεισέρχεται μόνο ως προς την επόμενη κρίση επί του κατά πόσο, στη βάση των ευρημάτων του, το δικαστήριο ικανοποιείται ότι εκείνος που οφείλει να αποδείξει κάτι το έχει κάνει.

4.  Εν πάση περιπτώσει όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πρωτόδικος δικαστής εχειρίσθη την υπόθεση στη βάση ότι το βάρος αποδείξεως το έφερε η Δημοκρατία και όχι ο εφεσείων.

5.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστή ως προς την υποχρέωση να καταδειχθεί ότι και η κράτηση ήταν αναγκαία και η χρονική της διάρκεια δεν ήταν πέραν της απαραίτητης συνάδει προς τις γενικές συνταγματικές και νομικές αρχές.

6.  Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθιστούσε αναγκαία την κράτηση του εφεσείοντα για σκοπούς συμπλήρωσης του ανακριτικού έργου.  Το ότι τελικά δεν ελήφθησαν άλλες καταθέσεις πλην εκείνων των αστυνομικών δεν διαφοροποιεί το πράγμα εφ' όσον η αναγκαιότητα της κράτησης, ανκαι διαπιστώνεται εκ των υστέρων από το δικαστήριο, κρίνεται με αναφορά στα δεδομένα τα οποία ήσαν ενώπιον της Αστυνομίας κατά τον κρίσιμο χρόνο.

7.  Η μόλις επτάωρη κράτηση του εφεσείοντος δεν ήταν υπερβολική σε συνάρτηση με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης. Το αν η διάρκεια κράτησης ήταν πέραν της απαραίτητης δεν μπορεί να κριθεί in abstracto αλλά σε συνάρτηση με τις πραγματικότητες συνθηκών, χώρου και χρόνου, εφ' όσον το κρινόμενο είναι το αντικειμενικά εύλογο υπό τις περιστάσεις.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 18/6/01 (Αρ. Αγωγής 12822/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή του για αποζημιώσεις εναντίον της Δημοκρατίας για παράνομη σύλληψη και παράνομη κράτησή του κρίνοντας ότι η σύλληψή του έγινε δυνάμει έγκυρου δικαστικού εντάλματος και ότι ο ενάγων πληροφορήθηκε τους σχετικούς λόγους σύλληψής του.

Μ. Πικής, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚHΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Στις 10 μ.μ. της 10.10.1997 η Αστυνομία προέβη στην εκτέλεση δικαστικού εντάλματος το οποίο εξουσιοδοτούσε την έρευνα μπυραρίας σε σχέση με τη διερεύνηση υπόθεσης πώλησης οινοπνευματωδών ποτών χωρίς άδεια και τη σύλληψη του προσώπου που θα ήταν υπεύθυνο της μπυραρίας.  Κατά την εκτέλεση του Εντάλματος κατασχέθησαν οινοπνευματώδη ποτά ως τεκμήρια και συνελήφθη ο Εφεσείων, ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος της μπυραρίας.  Μετεφέρθη αρχικά σε αστυνομικό σταθμό και μετά στα κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών όπου εκρατήθη μέχρι τις 6 π.μ. της επομένης 11.10.1997, οπότε, μεταφερθείς και πάλι στον αστυνομικό σταθμό όπου και έδωσε κατάθεση στις 6.35 π.μ. και κατηγορήθηκε γραπτώς, αφέθη ελεύθερος στις 6.45 π.μ.  Εν τω μεταξύ στις 5 π.μ. είχαν ληφθεί καταθέσεις από τους αστυνομικούς οι οποίοι τον είχαν συλλάβει.

Ο Εφεσείων ήγειρε τότε αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας ζητώντας αποζημιώσεις για παράνομη σύλληψη και παράνομη κράτηση.  Ισχυρίσθηκε ότι η σύλληψη του ήταν παράνομη καθ΄όσον έγινε χωρίς έγκυρο δικαστικό ένταλμα, χωρίς βάσιμο λόγο και χωρίς να του εξηγηθούν οι λόγοι της σύλληψής του.  Ισχυρίσθηκε επίσης ότι η κράτησή του στη συνέχεια απέβλεπε στην τιμωρία του και ήταν παράνομη, χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση και ως αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας της Αστυνομίας, χωρίς κατά τη διάρκεια αυτής να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου.

Ο ευπαίδευτος δικαστής ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση προτίμησε τη μαρτυρία της Αστυνομίας έναντι εκείνης του Εφεσείοντα ως προς τα γεγονότα. Σε αυτή τη βάση, διαπίστωσε στα ευρήματά του ότι η σύλληψη του Εφεσείοντα έγινε δυνάμει έγκυρου δικαστικού εντάλματος, την ύπαρξη του οποίου και τους λόγους της σύλληψής του βάσει του οποίου πληροφορήθηκε ο Εφεσείων κατά τη σύλληψή του. Και έκρινε ότι η σύλληψη του Εφεσείοντα ήταν νόμιμη.

Ο ευπαίδευτος δικαστής προχώρησε να εξετάσει και την άλλη πτυχή που ο Εφεσείων έθεσε στην παρουσίαση της υπόθεσής του, ότι, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα της σύλληψής του, η κράτηση που ακολούθησε τη σύλληψή του ήταν παράνομη για τρεις λόγους:

1.  Διότι ο Εφεσείων δεν παρουσιάσθηκε ενώπιον δικαστηρίου.

2.  Διότι η περίοδος της κράτησης του Εφεσείοντα δεν ήταν αναγκαία για τη διερεύνηση της υπόθεσης.

3.  Διότι ο Εφεσείων δεν κρατήθηκε σε Αστυνομικό σταθμό αλλά στις Κεντρικές Φυλακές.

Και οι τρεις αυτές εισηγήσεις απερρίφθησαν.

Η έφεση δεν προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων από τον ευπαίδευτο δικαστή.  Ακόμα, οι λόγοι έφεσης 5, 6, 7, 8, 9 και 10, που αφορούν τη νομιμότητα της σύλληψης του Εφεσείοντα, και ο λόγος έφεσης 11, που αφορά μια πτυχή της νομιμότητας της κράτησης του Εφεσείοντα, εγκαταλείφθησαν.  Παρέμειναν έτσι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 12, που αφορούν τη νομιμότητα της κράτησης του Εφεσείοντα.  Με αυτούς δε, δεν προσβάλλεται η απόφαση όσον αφορά τη μη παρουσίαση του Εφεσείοντα ενώπιον δικαστηρίου και την κράτηση του στις Κεντρικές Φυλακές αντί σε Αστυνομικό σταθμό.  Προσβάλλεται μόνο η απόφαση όσον αφορά την αναγκαιότητα της κράτησης του Εφεσείοντα για τη διερεύνηση της υπόθεσης.  Επίκεντρο των λόγων έφεσης 2, 3, 4 και 12 είναι το σκεπτικό του δικαστηρίου στη σ. 17 της απόφασης:

"Έχω ικανοποιηθεί ότι η κράτηση του Ενάγοντα για περίοδο 7 ωρών περίπου ήταν δικαιολογημένη.  Για να μπορεί να διαμορφωθεί ολοκληρωμένη άποψη ως προς τα αδικήματα για τα οποία πιθανόν να εκατηγορείτο, έπρεπε να ληφθούν οι καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων που είχαν εκτελέσει το ένταλμα έρευνας και σύλληψης.  Αν και θα ήταν επιθυμητό, εκ των πραγμάτων αυτό δεν μπορούσε να γίνει αμέσως λόγω άλλων υπηρεσιακών τους υποχρεώσεων.  Μέχρι να ληφθούν οι εν λόγω καταθέσεις η κράτηση του Ενάγοντα για το χρονικό διάστημα που κρατήθηκε ήταν δικαιολογημένη. Τυχόν απόλυση του ενδιάμεσα θα μπορούσε να δυσχεράνει δυσανάλογα το έργο της διερεύνησης της υπόθεσης.  Στο στάδιο που προηγήθηκε της λήψεως και αξιολογήσεως των καταθέσεων από τους αστυνομικούς που εκτέλεσαν το ένταλμα ήταν πιθανή η ανάγκη λήψης καταθέσεως και από άλλα πρόσωπα (όπως για παράδειγμα από θαμώνες ή εργοδοτούμενους στην μπυραρία).  Σε περίπτωση απόλυσης του Ενάγοντα υπήρχε ορατός κίνδυνος επηρεασμού τους."

Η θέση που διατυπώνεται στους λόγους έφεσης 2, 3, 4 και 12 είναι ότι δεν κατεδείχθη η αναγκαιότητα της κράτησης του Εφεσείοντα. Συναφώς, λέγεται ότι η συνάρτηση της κράτησης του Εφεσείοντα προς το σκοπό λήψης των καταθέσεων των αστυνομικών που είχαν διενεργήσει την έρευνα και τη σύλληψή του δεν δικαιολογούσε την επτάωρη στέρηση της ελευθερίας του εφ΄όσον η απασχόληση των αστυνομικών σε άλλα καθήκοντα δεν αφορούσε τον ίδιο αλλά την Αστυνομία ως εσωτερικό θέμα οργάνωσης και λειτουργίας της και έτσι δεν ήταν απαραίτητη για τη διεκπεραίωση  του ανακριτικού έργου που μόνη μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση,  ενώ δεν κατεδείχθη ότι απόλυση του Εφεσείοντα θα δυσχέραινε το ανακριτικό έργο.  Ότι ούτε η πιθανή ανάγκη λήψης καταθέσεων από άλλα πρόσωπα ή ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων ή καταστροφής τεκμηρίων αν ο Εφεσείων απολύετο δικαιολογούσε την κράτησή του αφού κάτι τέτοιο δεν ανεφέρθη στη μαρτυρία και στην πραγματικότητα δεν ελήφθησαν τέτοιες καταθέσεις.  Και ότι η κράτηση του Εφεσείοντα για σκοπούς λήψης απόφασης ως προς τις κατηγορίες που ενδεχομένως να του είχαν προσαφθεί δεν ήταν νόμιμος λόγος για την κράτησή του.

Επικουρικά, με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται η κατάληξη του ευπαίδευτου δικαστή ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφασισθεί ποία πλευρά είχε το βάρος απόδειξης καθ΄ότι, όπως το έθεσε στη σ. 11 της απόφασης:

"Σε αυτό το στάδιο το ερώτημα του ποιός έχει το βάρος απόδειξης θα είχε πρακτική σημασία μόνο στην περίπτωση που η μαρτυρία στο σύνολο της, ανεξαρτήτως του ποια πλευρά την έχει προσαγάγει, δεν οδηγούσε σε τεκμηρίωση της μίας ή της άλλης εκδοχής.  Σε τέτοια περίπτωση η πλευρά που είχε το βάρος απόδειξης αποτυγχάνει. (Βλ. Phipson, πιο πάνω, σελ. 52-53). Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι δυνατή η διατύπωση σαφών ευρημάτων σχετικά με τη νομιμότητα ή μη της σύλληψης και κράτησης του Ενάγοντα με αποτέλεσμα η έκβαση της υπόθεσης να μην εξαρτάται από το ποιος έχει το βάρος της απόδειξης."

Σε στήριξη των εισηγήσεών του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα απευθύνεται άμεσα στις πρόνοιες του Άρθρου 11 του Συντάγματος και του Άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο άρθρο 11.5 του Συντάγματος το οποίο προνοεί:

"5.  Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του δικαστού ως οιόν τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, εφ΄όσον δεν αφεθή πρότερον ελεύθερος."

Σχετικό βέβαια είναι και το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος το οποίο προνοεί:

"11.2.  Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις:

.......................................................................................................

(γ)   συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς το σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,

............................................................................................................"

Ο κ. Πικής κάνει εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία μας όπως και σε εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως προς την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται κάθε υπόθεση στέρησης της ελευθερίας του ατόμου στις περιπτώσεις που αυτό επιτρέπεται από το Σύνταγμα και τη Σύμβαση.

Πρέπει να πούμε ότι αμφιβάλλουμε αν το θέμα που τίθεται ενώπιον μας με την έφεση καλύπτεται και εγείρεται στη δικογραφία.  Η βασική θέση στην Έκθεση Απαίτησης ήταν το παράνομο της σύλληψης του Εφεσείοντα, ο δε ισχυρισμός ως προς το παράνομο της κράτησής του ήταν ακόλουθος εκείνου.  Στην παράγραφο 1 αναφέρονται οι ισχυρισμοί για το παράνομο της σύλληψης που παραθέσαμε πιο πάνω.  Στην παράγραφο 2 αναφέρεται ότι:

"Οι αστυνομικές αρχές επακόλουθα της σύλληψης, έθεσαν τον Ενάγοντα παράνομα και κατά παράβαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών, υπό κράτηση..."

Εις την παράγραφο 3 μάλιστα αναφέρεται:

"Η κράτηση του Ενάγοντα από τα αστυνομικά όργανα υπήρξε ηθελημένη και απέβλεπε στην τιμωρία του, η οποία του επεβλήθη κατά αστυνομική βούληση χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη εξουσιοδότηση ή ακόμη και πρόσχημα νόμιμης εξουσιοδότησης."

Είναι έτσι καθαρός ο συσχετισμός του παράνομου της κράτησης του Εφεσείοντα όχι μόνο προς το βασικό παράπονο του για το παράνομο της σύλληψής του αλλά και ιδιαίτερα προς την κατ' ισχυρισμό εσκεμμένη ενέργεια και πρόθεση των αστυνομικών να τον τιμωρήσουν με αυτό τον τρόπο, όπως επαναλαμβάνεται στην παράγραφο 5:

"Η παράνομη και αντισυνταγματική κράτηση και φυλάκιση του Ενάγοντα είχε αποκλειστικό σκοπό την επιβολή τιμωρίας από τις αστυνομικές αρχές"

Ο ευπαίδευτος δικαστής, όμως, ως θέμα αξιολόγησης και αποδοχής μαρτυρίας, δεν απεδέχθη την εκδοχή του Εφεσείοντα και απεδέχθη εκείνη των αστυνομικών.  Η κατάληξη του αυτή δεν εφεσιβάλλεται, και έτσι κάθε ισχυρισμός ότι η σύλληψη και κράτηση του Εφεσείοντα αποσκοπούσε στην τιμωρία του και μόνο, προς τον οποίο και συσχετίσθηκε δικογραφικά ο ισχυρισμός για το παράνομο της σύλληψης και κράτησης του Εφεσείοντα, κατέρρευσε.  Πέραν τούτου δε, με την εγκατάλειψη των λόγων έφεσης που αφορούν τη νομιμότητα της σύλληψης του Εφεσείοντα, η θέση ότι η κράτηση του ήταν παράνομη παρέμεινε ουσιαστικά μετέωρη, εφ΄όσον με τη δικογραφία είχε συνδεθεί με το κατ' ισχυρισμό παράνομο της σύλληψης του και την προώθηση του ισχυρισμού ότι η κράτηση του Εφεσείοντα είχε αποκλειστικό σκοπό την τιμωρία του από τις αστυνομικές αρχές.  Η όλη υπόθεση του Εφεσείοντα βασιζόταν αφ΄ενός μεν στο αλληλένδετο του κατ' ισχυρισμό παράνομου της σύλληψης και κράτησης του και αφ' ετέρου στον κατ' ισχυρισμό κοινό σκοπό των δύο, την επιβολή τιμωρίας στον Εφεσείοντα από τους αστυνομικούς. Ουδείς ισχυρισμός γίνεται στην Έκθεση Απαίτησης ως προς το μόνο θέμα που παρέμεινε ενώπιόν μας, ότι δηλαδή η διάρκεια κράτησης του Εφεσείοντα δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς διεκπεραίωσης του ανακριτικού έργου, ούτε θα αναμέναμε βέβαια να εγίνετο εφ΄όσον η όλη υπόθεση στηρίχθηκε στο καθ΄όλα παράνομο και καταχρηστικό της σύλληψης και κράτησης. Σε τούτο εξ άλλου εδόθη και το βάρος της ακρόασης.

Το ότι η υπόθεση εξελίχθηκε σε έκταση που να περιλάμβανε και το ενώπιον μας εναπομείναν θέμα δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.  Η ακρόαση πρέπει να περιορίζεται στα επίδικα θέματα και δεν πρέπει να αφήνεται να επεκτείνεται σε οτιδήποτε προκύπτει κατ' επέκταση.

Εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνουμε έρεισμα στους λόγους έφεσης ως προς την ουσία τους. Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο δικαστή ότι το βάρος απόδειξης δεν επηρέαζε καθόλου την έκβαση της υπόθεσης.  Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 1 που αφορά αυτό το θέμα λέγεται ότι:

"Η διατύπωση ευρημάτων εκτός του πλαισίου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων αποτελεί καίριο σφάλμα του δικαστηρίου που διαπνέει το σύνολο της απόφασης καθιστώντας ανυπόστατα τα ευρήματα ως του δικαστηρίου προς τα πρωτογενή γεγονότα.  Η απόφαση αποκαλύπτει σύγχυση ανατρεπτική του κύρους της ως προς την σημασία του βάρους της απόδειξης, τον συσχετισμό των ευρημάτων του δικαστηρίου προς το βάρος αυτό, και γενικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο κρίνεται η απόδειξη αστικής υπόθεσης."

Η θέση αυτή φαίνεται να συγχύζει το θέμα της κρίσης επί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας με το θέμα της αποτελεσματικότητας της.  Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν υπεισέρχεται ο κανόνας ως προς το βάρος απόδειξης.  Υπεισέρχεται μόνο ως προς την επόμενη κρίση επί του κατά πόσο, στη βάση των ευρημάτων του, το δικαστήριο ικανοποιείται ότι εκείνος που οφείλει να αποδείξει κάτι το έχει κάνει.

Εν πάση περιπτώσει όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ευπαίδευτος δικαστής εχειρίσθη την υπόθεση στη βάση ότι το βάρος απόδειξης το έφερε η Δημοκρατία και όχι ο Εφεσείων.  Στη σ. 17 της απόφασης, αμέσως πριν από το σκεπτικό του που παραθέσαμε, είπε:

"Η ύπαρξη της διακριτικής αυτής ευχέρειας συνοδεύεται, κατά την άποψή μου, με την υποχρέωση απόδειξης, όπου αυτό αμφισβητείται, ότι η συνέχιση της κράτησης από την στιγμή της σύλληψης μέχρι την παρουσίαση ενώπιον Δικαστού ή την απελευθέρωση του συλληφθέντα, είναι δικαιολογημένη.

Για να μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ήταν αναγκαία και ότι η χρονική της διάρκεια δεν ήταν μεγαλύτερη απ΄ότι ήταν απαραίτητο."

Οι λόγοι έφεσης 2, 3, 4 και 12 αμφισβητούν βέβαια την κατάληξη ότι κατεδείχθη το αναγκαίο της κράτησης και της διάρκειας της για σκοπούς του ανακριτικού έργου.  Φρονούμε, όμως, ότι ο ευπαίδευτος δικαστής δεν έσφαλε ούτε ως προς την αντίληψη των ισχυουσών αρχών ούτε ως προς την εφαρμογή τους.  Η προσέγγιση του ως προς την υποχρέωση να καταδειχθεί ότι και η κράτηση ήταν αναγκαία και η χρονική της διάρκεια δεν ήταν πέραν της απαραίτητης συνάδει προς τις γενικές συνταγματικές και νομικές αρχές οι οποίες αποτελούν και το αντικείμενο της νομολογίας στην οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα και τις οποίες συνυπογράφουμε με έμφαση.  Τονίζουμε ότι, δεδομένης της ύψιστης σημασίας του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου, οποιοσδήποτε περιορισμός του πρέπει όχι μόνο να καταδεικνύεται ότι εμπίπτει με αυστηρότητα στους ρητά και περιοριστικά προνοούμενους αλλά και να τεκμηριώνεται ως προς τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.

Η προκειμένη υπόθεση όμως δεν αποκαλύπτει υπέρβαση των ορίων αυτών.  Εδώ κατ' αρχή η κράτηση έγινε ακόλουθα σύλληψης δυνάμει έγκυρου δικαστικού εντάλματος και σχετιζόταν με υπόθεση η διερεύνηση της οποίας άρχισε ταυτόχρονα με τη σύλληψη του Εφεσείοντα.  Ο ευπαίδευτος δικαστής ορθά εθεώρησε ότι για να διαμορφωθεί ολοκληρωμένη άποψη ως προς τα διερευνούμενα αδικήματα δεν αρκούσε η έρευνα στη μπυραρία, η λήψη των τεκμηρίων και η σύλληψη του Εφεσείοντα αλλά ήταν αναγκαίο να ληφθούν και οι καταθέσεις των αστυνομικών που διενήργησαν την έρευνα και σύλληψη.  Σε συνάρτηση με τις ενδεχόμενες δυσχέρειες που η απόλυση του Εφεσείοντα πριν τη λήψη και αξιολόγηση των καταθέσεων αυτών ενδεχομένως να προκαλούσε στο ανακριτικό έργο, εφ΄ όσον ήταν πιθανή η ανάγκη, ανάλογα, λήψης καταθέσεων από άλλα πρόσωπα και περαιτέρω διερεύνησης της υπόθεσης, η κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι τη λήψη των καταθέσεων αυτών καθίστατο έτσι αναγκαία.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγείται βέβαια ότι η μαρτυρία δεν καταδείκνυε ότι υπήρχε πρόθεση λήψης καταθέσεων από άλλους εκτός από τους αστυνομικούς, και μάλιστα δεν ελήφθησαν τέτοιες άλλες καταθέσεις, ή ότι η απόλυση του Εφεσείοντα θα δυσχέραινε το ανακριτικό έργο ως προς τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων ή καταστροφής τεκμηρίων.  Δεν συμφωνούμε όμως.  Κατ' αρχή, ο Λοχίας Κυριάκου, ο οποίος συνέλαβε τον Εφεσείοντα, ανέφερε στη μαρτυρία του ότι, άνκαι η διερεύνηση της υπόθεσης ήταν θέμα του εξεταστή, ο ίδιος θεωρούσε ότι έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης έχοντας υπ΄όψη τη φύση του αδικήματος και την κατάταξη του από την Αστυνομία στα αδικήματα των οποίων η διερεύνηση πέραν των καταθέσεων των αστυνομικών θεωρείται αναγκαία.  Αλλά και ο ίδιος ο εξεταστής της υπόθεσης αστυφύλακας Σοφοκλέους κατέθεσε ότι η διερεύνηση της υπόθεσης χρειαζόταν χρόνο και εξυπάκουε έλεγχο και καταγραφή των τεκμηρίων, λήψη καταθέσεων από τους αστυνομικούς που διενήργησαν την έρευνα και τη σύλληψη, αξιολόγηση τους στα πλαίσια της νομοθεσίας, και λήψη απόφασης κατά πόσο άλλες ενέργειες ήσαν αναγκαίες.  Η μαρτυρία αυτή καθιστούσε όντως αναγκαία την κράτηση του Εφεσείοντα για σκοπούς συμπλήρωσης του ανακριτικού έργου.  Το ότι τελικά δεν ελήφθησαν άλλες καταθέσεις πλην εκείνων των αστυνομικών δεν διαφοροποιεί το πράγμα εφ΄όσον η αναγκαιότητα της κράτησης, άνκαι διαπιστώνεται εκ των υστέρων από το δικαστήριο, κρίνεται με αναφορά στα δεδομένα τα οποία ήσαν ενώπιον της Αστυνομίας κατά τον κρίσιμο χρόνο.  Ομοίως και ο κίνδυνος του επηρεασμού του ανακριτικού έργου από ενδεχόμενη απόλυση του συλληφθέντος, ώστε να μην συναρτάται αναγκαστικά προς συγκεκριμένη μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι όντως ο συλληφθείς προτίθεται να προβεί σε τέτοιες ενέργειες, που εξ άλλου δεν θα αναμένετο να υπάρχει στη συνήθη περίπτωση, αλλά προς το τι μπορεί να αναμένεται εξ αντικειμένου με βάση όλα τα τότε διαθέσιμα δεδομένα που περιλαμβάνουν τη φύση και τις συνθήκες του αδικήματος, το ότι το ανακριτικό έργο βρίσκεται στο αρχικό του στάδιο, και την κοινή λογική.

Απομένει βέβαια το θέμα της χρονικής διάρκειας της κράτησης.  Και ως προς τούτο όμως δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του ευπαίδευτου δικαστή.  Ιδανικά βέβαια θα ήταν επιθυμητό η διεξαγωγή του ανακριτικού έργου, εφ' όσον αυτή γίνεται διαρκούσης της κράτησης, να άρχιζε άμεσα και να συνέχιζε απρόσκοπτα με ολοκληρωτική και αποκλειστική προσήλωση σε αυτό.  Το αν η διάρκεια της κράτησης όμως ήταν πέραν της απαραίτητης δεν μπορεί να κριθεί in abstracto αλλά σε συνάρτηση με τις πραγματικότητες συνθηκών, χώρου και χρόνου, εφ΄όσον το κρινόμενο είναι το αντικειμενικά εύλογο υπό τις περιστάσεις.  Εδώ ο λόγος για τον οποίο καθυστέρησε η λήψη καταθέσεων από τους αστυνομικούς ήταν, σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου τα οποία δεν εφεσιβάλλονται, η απασχόλησή τους σε άλλα καθήκοντα και μάλιστα εν καιρώ νυκτός και όχι η οποιαδήποτε αδράνεια ή αδιαφορία της Αστυνομίας ή η οποιαδήποτε πρόθεση της να τιμωρήσει τον Εφεσείοντα όπως αυτός ισχυρίζετο στην Έκθεση Απαίτησής του.  Η Αστυνομία ενήργησε έτσι καλή τη πίστη και εύλογα.  Ούτε ήταν υπερβολική, σε συνάρτηση με τα δεδομένα, η μόλις επτάωρη διάρκεια της κράτησης, εφ' όσον οι καταθέσεις των αστυνομικών ελήφθησαν ευθύς ως τους το επέτρεψαν τα άλλα καθήκοντα τους και το ανακριτικό έργο συμπληρώθηκε τάχιστα μετά από αυτό, με κατάληξη την ίδια την απόλυση του Εφεσείοντα. Λαμβανομένου υπ΄όψη και του άλλου ευρήματος του δικαστηρίου, το οποίο επίσης δεν εφεσιβάλλεται, ότι εν πάση περιπτώσει δεν ήταν δυνατή η προσαγωγή του Εφεσείοντα ενώπιον δικαστηρίου εν καιρώ νυκτός, όπως και του ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης, διευθετήθηκε η κράτηση του Εφεσείοντα να γίνει αντί στον αστυνομικό σταθμό στις Κεντρικές Φυλακές όπου υπήρχαν περισσότερες ανέσεις ώστε να ταλαιπωρείτο κατά το δυνατό λιγότερο, δεν βλέπουμε πως θα μπορούσε να ήταν λανθασμένη η κατάληξη του ευπαίδευτου δικαστή ότι η διάρκεια της κράτησης, όπως και η αναγκαιότητα της, κατεδείχθη να ήταν αιτιολογημένη.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον του Εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο