ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1228
6 Σεπτεμβρίου, 2002
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
(ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ 11(ΙΙΙ)/91,
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΑΒΒΑ) (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτου-Καθ΄ου η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 152)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Παραβίαση δικαιωμάτων της μητέρας για τη φύλαξη των ανηλίκων παιδιών της με την μετακίνησή τους από τον πατέρα χωρίς τη συγκατάθεσή της από τη χώρα της συνήθους διαμονής τους ― Ποία η έννοια του όρου «συγκατάθεση» στη σχετική νομολογία ― Έκδοση διατάγματος για άμεση επιστροφή των παιδιών υπό την συνοδεία της μητέρας τους στη χώρα της συνήθους διαμονής τους ― Σύμβαση για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τον σκοπό της Σύμβασης και τους τρόπους επίτευξής του ― Ποία η ακολουθητέα διαδικασία για προώθηση αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα αξιοπιστίας πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Έξοδα ― Αποτέλεσμα της δίκης ― Έξοδα, ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν συντρέχουν γεγονότα που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Κατά πόσο δικηγόρος ο οποίος χειρίζεται υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας στην ίδια υπόθεση.
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία διατάχθηκε η άμεση επιστροφή των ανηλίκων Αλεξάνδρου και Λεωνίδα Σάββα στην Ιρλανδία υπό τη συνοδεία της μητέρας τους Χριστίνας. Το Δικαστήριο είχε διατάξει επίσης τον πατέρα των ανηλίκων να τα παραδώσει αμέσως στη μητέρα τους για σκοπούς υλοποίησης του διατάγματος. Η μητέρα των ανηλίκων είναι Ιρλανδή και ο πατέρας τους Κύπριος. Τα παιδιά πήγαν στην Ιρλανδία τον Αύγουστο του 2000 για μόνιμη εγκατάσταση με τους γονείς τους. Στις 8.7.2001 ο πατέρας επέστρεψε στην Κύπρο για διακοπές με τα παιδιά και δεν επέστρεψε πίσω στην Ιρλανδία. Δεν λήφθηκε η συγκατάθεση της μητέρας για την κάθοδο των παιδιών στην Κύπρο.
Ο εφεσείων πρόβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη το συμφέρον των ανηλίκων κατά την έκδοση της απόφασής του.
2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το Τεκμήριο 20 στο οποίο η μητέρα εδήλωνε ότι αποδέχεται την παραμονή των ανηλίκων στην Κύπρο δεν συνιστά συγκατάθεση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Νόμος 11/94).
3) Το Δικαστήριο εσφαλμένα απεδέχθη απαράδεκτο έγγραφο αποδεικτικό υλικό της μητέρας κατά παράβαση των κανόνων του Δικαίου Αποδείξεως και επιπλέον κατά παράβαση της ισότητας των όπλων δεν απεδέχθη μαρτυρία την οποία επιχείρησε να παρουσιάσει ο εφεσείων η οποία μαρτυρία ανταποκρίνετο στα δεδομένα επί τη βάσει των οποίων το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία της μητέρας.
4) Το Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα την ενώπιόν του μαρτυρία.
5) Το Δικαστήριο εσφαλμένα απεδέχθη την έναρξη και προώθηση της διαδικασίας όχι με εναρκτήρια αίτηση αλλά με αίτηση συνάδουσα με ενδιάμεση ή παρεμπίπτουσα διαδικασία.
6) Το Δικαστήριο εσφαλμένα επεδίκασε έξοδα υπέρ του αιτητή-εφεσίβλητου Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στο Άρθρο 13(β) της Σύμβασης επί του οποίου βασίζεται η υπεράσπιση, το θέμα της ευημερίας των παιδιών είναι μεν σημαντικό όμως δεν είναι το κυρίαρχο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις το Δικαστήριο οφείλει να σταθμίσει το βάρος του κινδύνου της ψυχολογικής ζημίας που θα φέρει η επιστροφή έναντι των ψυχολογικών συνεπειών που θα έχει η άρνηση της επιστροφής. Το Δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια πρέπει να δίδει βαρύτητα στο σημαντικό πρωταρχικό σκοπό της Σύμβασης που είναι η διασφάλιση της άμεσης επιστροφής των απαχθέντων παιδιών. Στην παρούσα υπόθεση, η μαρτυρία αξιολογήθηκε ενδελεχώς και το Δικαστήριο, κατέληξε στο εύλογο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα που αφορούν στην υπόθεση ήταν τέτοια που δεν ικανοποιούσαν το υψηλό μέτρο απόδειξης της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου εντός της εννοίας του Άρθρου 13(β). Ορθή επίσης είναι η επισήμανση του Δικαστηρίου ότι σε αιτήσεις, ως η υπό εξέταση, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της ουσίας των δικαιωμάτων φύλαξης των ανηλίκων.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντλώντας καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία, δεν περιορίστηκε μόνο στο τεκμήριο 20, για να εξακριβώσει κατά πόσο η μητέρα έδωσε ή όχι τη συγκατάθεσή της αλλά, πολύ ορθά, αναζήτησε και τις πραγματικές προθέσεις της μητέρας, μέσα από τη μαρτυρία, διερευνώντας παράλληλα και τον υποκειμενικό παράγοντα.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε σωστά το θέμα και ορθά απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντος.
4. Οι διαπιστώσεις του δικάσαντος Δικαστηρίου στηρίζονται επαρκώς στη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του. Δεν έχουν εντοπισθεί λάθη ή παραλείψεις που να δίδουν περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή των εν λόγω διαπιστώσεων.
5. Το Άρθρο 5 του Κυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/94 προβλέπει ότι οποιαδήποτε διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης αρχίζει με την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως που υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, τηρουμένων των αναλογιών.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αίτηση διά κλήσεως έγινε με βάση τη Διαταγή 48 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Και εν όψει της υπεροχής της Σύμβασης (Άρθρο 169 Συντάγματος) έναντι του ημεδαπού νόμου, ακολουθεί πως οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικοί Κανονισμοί υποχωρούν. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την παρούσα υπόθεση από τις υποθέσεις HjiChambis v. Attorney General (1986) 1 C.L.R. 386 όπου εκεί ο νόμος προνοούσε για «αίτηση» και Χλ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195.
6. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, δεν ήταν παράλογη. Τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης και προς αυτή την αρχή, συνάδει και η απόφαση του Δικαστηρίου επί του θέματος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
N. v. N. [1995] 1 FLR 107,
E. v. E. [1998] 2 FLR 980,
In re A. (Minors) [1992] Fam. 106,
Re C. (A minor) (Abduction) [1989] 1 FLR 403,
In re H. [1998] A.C. 72 (House of Lords),
Re S (Minors) [1994] 1 FLR 819,
In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329,
In re I.A. an Advocate (1987) 1 C.L.R. 319,
Περέλλα (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356,
Λούτση ν. Kemtaxi Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 704,
HjiChambis v. Attorney General (1986) 1 C.L.R. 386,
Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 29/1/02 (Αίτηση Αρ. 64/01) με την οποία εκδόθηκε διαταγή για την άμεση επιστροφή των δύο ανηλίκων τέκνων του στην Ιρλανδία συνοδευόμενων από τη μητέρα τους, Ιρλανδικής καταγωγής, κατόπιν έγκρισης αίτησης της Κεντρικής Αρχής της Κύπρου η οποία καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Π. Κλεοβούλου με Χρ. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα-Aιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου, για τον Εφεσίβλητο-Kαθ' ου η αίτηση.
Α. Τσιρίδης και Α. Αριστείδου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος Χρ. Σάββα.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού (Δικαιοδοσία Θεμάτων Οικογενειακών Σχέσεων) ενέκρινε κατόπιν ακρόασης, αίτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (ως Κεντρικής Αρχής με βάση το νόμο αρ. 11(ΙΙΙ)/94, ύστερα από εξουσιοδότηση της Χριστίνας Σάββα από την Ιρλανδία) για άμεση επιστροφή των ανηλίκων Αλέξανδρου και Λεωνίδα Σάββα στην Ιρλανδία υπό τη συνοδεία της μητέρας τους Χριστίνας και εξέδωσε ανάλογο διάταγμα. Το Δικαστήριο, διέταξε ωσαύτως τον πατέρα των ανηλίκων Ιωάννη Σάββα να παραδώσει αμέσως τα παιδιά στη μητέρα τους για σκοπούς υλοποίησης του διατάγματος.
Ο πατέρας των παιδιών είναι Κύπριος υπήκοος και η μητέρα είναι Ιρλανδή. Ο γάμος τους έγινε στη Λεμεσό τον Ιούλιο του 1995. Τα παιδιά, Αλέξανδρος και Λεωνίδας, γεννήθηκαν στις 13.9.97 και 15.9.99 αντίστοιχα. Μέχρι τον Αύγουστο 2000 το ανδρόγυνο ζούσε στη Λεμεσό. Αρχές Αυγούστου του ιδίου χρόνου, η οικογένεια πήγε στην Ιρλανδία για μόνιμη εγκατάσταση. Υστερα από παραμονή περίπου έντεκα μηνών, ο πατέρας των παιδιών έφυγε στις 8.7.2001 από την Ιρλανδία και ήρθε στην Κύπρο μαζί με τα δύο παιδιά για διακοπές. Ενώ αναμενόταν να επιστρέψει μαζί με τα δυο παιδιά στην Ιρλανδία στις 22.7.2001 είπε στη γυναίκα του σε τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε μαζί της ότι αποφάσισε να μείνει στην Κύπρο με τα παιδιά και ότι θα αναζητούσε εργασία. Της είπε επίσης ότι δεν επιθυμούσε να στείλει τα παιδιά πίσω στην Ιρλανδία και ούτε επρόκειτο να πράξει κάτι τέτοιο στο μέλλον. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα παιδιά ήλθαν στην Κύπρο με τον πατέρα τους χωρίς να ληφθεί προηγουμένως η συγκατάθεση της μητέρας.
Στις 23.7.2001 η μητέρα των παιδιών εξουσιοδότησε την Κεντρική Αρχή της Ιρλανδίας να ενεργήσει για την επιστροφή των ανηλίκων στην Ιρλανδία. Κατόπιν σχετικών διαβημάτων, η Κεντρική Αρχή της Κύπρου καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για επιστροφή των παιδιών στην Ιρλανδία, κατ' επίκληση των προνοιών της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (στο εξής "η Σύμβαση").
Η προαναφερθείσα απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 29.1.2002. Την επομένη, (30.1.2002) ο πατέρας των παιδιών, καταχώρησε έφεση στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και μονομερή αίτηση στο Πρωτοβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο με την οποία ζητούσε αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 29.1.2002 μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και/ή μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.
Παρόμοιο αίτημα (για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 29.1.2002) υπέβαλε ο εφεσείων στα πλαίσια της έφεσης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η αίτηση απορρίφθηκε με απόφασή μας που δόθηκε στις 15.2.2002.
Με την έφεση που έχουμε τώρα προς εξέταση, ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ημερομηνίας 29.1.2002 με την οποία, καθώς έχουμε προαναφέρει, διατάχθηκε η άμεση επιστροφή των δύο ανηλίκων Αλέξανδρου και Λεωνίδα Σάββα στην Ιρλανδία συνοδευόμενων από τη μητέρα τους Χριστίνα Σάββα. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι τα δυο παιδιά σήμερα βρίσκονται με τη μητέρα τους στην Ιρλανδία.
Ο πατέρας των παιδιών (εφεσείων) έφερε ένσταση στο αίτημα. Παραθέτουμε αυτούσιους τους λόγους ένστασης όπως αυτοί είναι διατυπωμένοι στο σχετικό δικόγραφο.
«1. Προδικαστικώς:
Ότι η προωθούμενη αίτηση δεν συνάδει με τον προβλεπόμενο υπό του σχετικού κανονισμού τύπο.
2. Ουσίας (άνευ βλάβης της προδικαστικής ενστάσεως)
(α) Δεν υφίσταται παράνομη μετακίνηση αφού η κατοικία των τέκνων ή χώρα συνήθους διαμονής είναι η Κύπρος.
(β) Ότι η Αιτήτρια χρησιμοποίησε, απατηλά μέσα για να οδηγήσει τον Καθ' ου η Αίτηση και τα Ανήλικα στην Ιρλανδία.
(γ) Ότι η Αιτήτρια χρησιμοποίησε απατηλά μέσα για να κρατήσει τον Καθ' ου η αίτηση και τα ανήλικα στην Ιρλανδία.
(δ) Ότι η Αιτήτρια χρησιμοποίησε απατηλά μέσα για να δημιουργήσει καθεστώς κατοικίας στην Ιρλανδία.
(ε) Ότι οι εν λόγω μεθοδεύσεις της Αιτήτριας αφ' εαυτές ως μεθοδεύσεις και συνακόλουθα ως παράνομες δεν δημιούργησαν δικαιώματα της Αιτήτριας και/ή συνιστούν κώλυμα (estoppel) για την Αιτήτρια να προσδοκά δημιουργία δικαιώματος σε τέτοια συμπεριφορά.
(στ) Ότι οι εν λόγω μεθοδεύσεις της Αιτήτριας δεν εξέφεραν κανένα νομικό αποτέλεσμα εφ' όσον δεν συνέτρεξαν ουσιώδεις νομικές προϋποθέσεις.
(ζ) Ότι η Αιτήτρια συναίνεσε στην μετακίνηση των Ανηλίκων πριν την μετακίνηση, κατά την μετακίνηση μετά την μετακίνηση πριν και μετά την καταχώριση της Αιτήσεως με τον ως άνω αριθμό και τίτλο.
(η) Ότι η προωθούμενη Αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας διά της οποίας η Αιτήτρια αποβλέπει να τιμωρήσει τον Καθ' ου η Αίτηση και δεν αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των σκοπών του Νόμου.
(θ) Εάν διαταχθεί η επιστροφή των Ανηλίκων υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή να εκθέσει αυτά σε φυσική και ψυχική δοκιμασία ή διαφορετικά θα θέσει αυτά σε αφόρητη κατάσταση.
(ι) Η ευημερία των Ανηλίκων επιβάλλει την παραμονή των στην Κύπρο.
(ια) Η σωματική ακεραιότητα, η ζωή και η υγεία των Ανηλίκων θα τεθούν σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής τους στην Ιρλανδία.
(ιβ) Η Αιτήτρια δεν είναι ο καταλληλότερος εκ των γονέων και/ή καθόλου ικανή να έχει υπό την φύλαξη και/ή την φροντίδα της και έκδοση διατάγματος επιστροφής των Ανηλίκων θα θέσει τη ζωή και/ή την υγεία των Ανηλίκων σε κίνδυνο.»
Το προδικαστικό θέμα λύθηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ημερ. 11.10.01. Κρίθηκε ότι ο τύπος με την οποίο καταχωρήθηκε η αίτηση ήταν ο ορθός τύπος και έτσι η προδικαστική ένσταση απορρίφθηκε. Το ζήτημα, εγείρεται στην έφεση και έτσι θα μας απασχολήσει αργότερα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στη μαρτυρία της κας Άννης Σιακαλλή, Διοικητικής Λειτουργού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και αρμόδιας για το χειρισμό υποθέσεων που βασίζονται στη Σύμβαση, στη μαρτυρία της μητέρας των παιδιών και στα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν και αφού απέρριψε όλες τις υπερασπίσεις και ενστάσεις του πατέρα, αποφάσισε ότι τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής τα άρθρα 1(α), 3(α), 4 και 55(β) της Σύμβασης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κράτηση των παιδιών στην Κύπρο από τον πατέρα ήταν παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης. H μεταφορά των παιδιών στην Κύπρο από την Ιρλανδία (χώρα συνήθους διαμονής) και η κράτησή τους στην Κύπρο χωρίς την προηγούμενη συναίνεση της μητέρας ή τη μεταγενέστερη συγκατάθεσή της, κρίθηκε ότι συνιστούσε υπό τις περιστάσεις παραβίαση των δικαιωμάτων της μητέρας για φύλαξη των παιδιών.
Πρώτος Λόγος Εφεσης:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατά την έκδοση της απόφασης του δεν έλαβε υπόψη το συμφέρον των Ανηλίκων και/ή κατά πόσον με την μετακίνηση των Ανηλίκων στην Κύπρο προέκυψαν επιβλαβείς συνέπειες για τα Ανήλικα και/ή δεν εκάλεσε και/ή δεν αναζήτησε μαρτυρία και/ή δεν διερεύνησε ως όφειλε ώστε να διαπιστώσει κατά πόσον το διάταγμα επιστροφής θα υποβάλει τα Ανήλικα σε ψυχική ή σωματική δοκιμασία ή διαφορετικά θα θέσει αυτά σε αφόρητη κατάσταση.»
Ο εφεσείων υπέβαλε συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν ερεύνησε αυτεπάγγελτα ως όφειλε, προς διάγνωση και ορθή διαπίστωση του πραγματικού συμφέροντος και της ευημερίας των παιδιών αλλά ούτε επέτρεψε από ένα σημείο και μετά την υποβολή ερωτήσεων κατά την αντεξέταση της μητέρας που στόχευαν στο να καταδείξουν ότι στην Ιρλανδία υπάρχει ανασφάλεια και ότι οι συνθήκες είναι ακατάλληλες για την ανατροφή και/ή το μεγάλωμα των παιδιών, ζητήματα σχετιζόμενα άμεσα προς το συμφέρον και την ευημερία τους. Ο εφεσείων, ισχυρίζεται ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν έγιναν ευρήματα αναφορικά με τα πιο πάνω θέματα. Τουναντίον, λέγει, το Δικαστήριο θεωρεί πως δεν είχε καθήκον να εξετάσει τα εν λόγω θέματα γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 16 της Σύμβασης το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της ουσίας των δικαιωμάτων της φύλαξης. Και οσάκις επιχείρησε (ο εφεσείων) να δώσει μαρτυρία για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση του ζεύγους στην Ιρλανδία, σε σύγκριση με την Κύπρο, το Δικαστήριο δεν το επέτρεψε.
Σε υποθέσεις (όπως η παρούσα) όπου η υπεράσπιση βασίζεται στο άρθρο 13(β)* της Σύμβασης, το θέμα της ευημερίας των παιδιών είναι μεν σημαντικό όμως δεν είναι το κυρίαρχο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις το Δικαστήριο οφείλει να σταθμίσει το βάρος του κινδύνου της ψυχολογικής ζημιάς που θα φέρει η επιστροφή έναντι των ψυχολογικών συνεπειών που θα έχει η άρνηση της επιστροφής. Το Δικαστήριο, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια πρέπει να δίδει βαρύτητα (due weight) στο σημαντικό πρωταρχικό σκοπό της Σύμβασης που είναι η διασφάλιση της άμεσης επιστροφής των απαχθέντων παιδιών. Βλ. N. v. N. [1995] 1 FLR 107. Στην εν λόγω υπόθεση Ν. v. Ν. (ανωτέρω), παρά το γεγονός ότι υπήρχαν υπόνοιες σεξουαλικής κακοποίησης του ενός παιδιού από τον πατέρα (left behind parent) διατάχθηκε η επιστροφή των παιδιών.
Στην ίδια υπόθεση N. v. N. (ανωτέρω), γίνεται αναφορά στην Re C. (Α minor) (Abduction) [1989] 1 FLR 403 από την οποία παρατίθεται το πιο κάτω απόσπασμα:
"The grave risk of harm arises not from the return of the child, but the refusal of the mother to accompany him. The Convention does not require the court in this country to consider the welfare of the child as paramount, but only to be satisfied as to the grace risk of harm. I am not satisfied that the child would be placed in an intolerable situation if the mother refused to go back. In weighing up the various factors I must place in the balance and as of the greatest importance the effect of the court refusing the application under the Convention because of the refusal of the mother to return for her own reasons , not for the sake of the child. Is a parent to create the psychological situation and then rely on it? If the grave risk of psychological harm to a child is to be inflicted by the conduct of the parent who abducted him, then it would be relied upon by every mother of a young child who removed him out of the jurisdiction and refused to return. It would drive a coach and four through the Convention, at least in respect of applications relating to young children. I, for my part, cannot believe that this is in the interests of international relations. Nor should the mother, by her own actions, succeed in preventing the return of a child who should be living in his own country and deny him contact with his other parent."
Στην Ε. v. Ε. [1998] 2 FLR 980 τα παιδιά είχαν μετακινηθεί στην Αγγλία από τη Νότιο Αφρική. Η μητέρα που μετακίνησε τα παιδιά, επικαλέστηκε στην υπεράσπισή της, που βασιζόταν στο άρθρο 13(β), μεταξύ άλλων, τη συμπεριφορά του πατέρα και την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη Νότιο Αφρική. Αυτό, δεν θεωρήθηκε αρκετό προς ικανοποίηση των κριτηρίων του άρθρου 13(β). Τονίστηκε ότι η διαταγή για επιστροφή των παιδιών δεν είναι διαταγή για επιστροφή στο γονέα που έμεινε πίσω αλλά διαταγή για επιστροφή στη χώρα της συνήθους διαμονής από την οποία παράνομα μετακινήθηκαν.
«The test is whether the children will be placed in an intolerable situation if they are returned to the place from which they should not have been removed."
Επίσης στη σελίδα 986:
«The whole purpose of the convention is to prevent a parent from avoiding debate before the proper Court of the home country by taking the children away."
Και στη σελίδα 988 λέχθηκαν τα εξής:
"What I have had to ask myself is whether, taken together, those various factors can add up to a finding tha a return to South Africa would create for these chilrdren an intolerable situation. I remind myself, as the Master of the Rolls, Lord Donaldson, observe in Re C (A Minor)(Abduction)[1989] 1 FLR 403, 413E:
"I would only add that in a situation in which it is necessary to consider operating the machinery of the Convention, some psychological harm to the child is inherent, whether the child is or is not returned. This is, I think, recognised by the words "or otherwise place the child in an intolerable situation" which cast considerable light on the severe degree of psychological harm which the Convention has in mind. It will be the concern of the court of the State to which the child is to be returned to minimise or eliminate this harm and, in the absence of compelling evidence to the contrary or evidence that it is beyond the power of those courts in the circumstances of the case, the courts of this country should assume that this will be done. Save in an exception case, our concern , ie the concern of those courts, should be limited to giving the child the maximum possible protection until the courts of the other country ..... can resume their normal role in relation to the child."
Εξετάσαμε τα θέματα που εγείρονται με τον πρώτο λόγο έφεσης. Έχουμε τη γνώμη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε εκτεταμένη μαρτυρία καθ' όσον αφορά το θέμα της ισχυριζόμενης ψυχολογικής βλάβης που θα μπορούσε να προκληθεί στα παιδιά σε περίπτωση έκδοσης διαταγής για επιστροφή τους στην Ιρλανδία. Η μαρτυρία αξιολογήθηκε ενδελεχώς και το Δικαστήριο, κατέληξε στο εύλογο κατά τη γνώμη μας συμπέρασμα ότι τα γεγονότα που αφορούν στην υπόθεση ήταν τέτοια που δεν ικανοποιούσαν το υψηλό μέτρο απόδειξης της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου εντός της εννοίας του άρθρου 13(β). Ορθή επίσης είναι η επισήμανση του Δικαστηρίου ότι σε αιτήσεις, ως η υπό εξέταση, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της ουσίας των δικαιωμάτων φύλαξης των ανηλίκων.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το συνταχθέν και υπογραφέν από την Μητέρα έγγραφο Τεκμήριο 20, στο οποίο εδήλωνε ότι αποδέχεται την παραμονή των Ανηλίκων στην Κύπρο δεν συνιστά συγκατάθεση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13 της Σύμβασης (Νόμος 11/94).»
Το άρθρο 13 της Σύμβασης αναφέρεται στις υπερασπίσεις που μπορούν να εγερθούν σε αίτημα για επιστροφή παιδιού με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης. Το άρθρο 13(α) προβλέπει:
«13.Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του προηγούμενου άρθρου, η δικαστική ή διοικητική αρχή του Κράτους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού αν το φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή άλλη οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του, αποδείξει ότι:
(α) Το φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή άλλη οργάνωση που είχε την επιμέλεια του παιδιού δεν ασκούσε στην πραγματικότητα τα δικαιώματα φύλαξης κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει ή μεταγενέστερα συγκατατεθεί στη μετακίνηση ή κατακράτηση.»
Το περιεχόμενο του εγγράφου (τεκμ. 20) ημερ. 15.9.01 που υπέγραψε η μητέρα των ανηλίκων παρατίθεται:
«Ι, Christina Savva, have decided for the best of my children, to stay in Cyprus but to live separately from my husband, Ioannis Savva of 2 Dionisiou Kikkoti, Yermasoyeia, Limassol, Cyprus.
[Signature of Christina Savva]
[Signature of Ioannis Savva]"
O εφεσείων εισηγείται ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι το έγγραφο (τεκμ. 20 ανωτέρω) δεν αποτελεί συγκατάθεση εντός της εννοίας του άρθρου 13(β) (ανωτέρω), είναι εσφαλμένη.
Από τη λεκτική διατύπωση του άρθρου 13(α), προκύπτει πως όταν η αποδοχή για τη μετακίνηση ανηλίκου γίνει προτού πραγματοποιηθεί η μετακίνηση, η αποδοχή αυτή ονομάζεται συναίνεση (consent). Όταν όμως η αποδοχή δοθεί μετά την πραγματοποίηση της μετακίνησης αυτή, ονομάζεται συγκατάθεση (acquiescense).
Στην περίπτωση που τώρα εξετάζουμε, το έγγραφο (τεκμ. 20) υπογράφτηκε στις 15.9.01 δηλαδή, μετά τη μετακίνηση των παιδιών από την Ιρλανδία στις 2.7.01 και την εγκατάσταση τους στην Κύπρο οπότε τούτο (το έγγραφο) αναμφίβολα δεν αποτελεί συναίνεση στην έννοια του νόμου. Επομένως, αυτό που ακολουθεί είναι κατά πόσο το περιεχόμενο του τεκμηρίου 20 συνιστά συγκατάθεση στην έννοια του νόμου. Και η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Για να επιτύχει η υπεράσπιση της συγκατάθεσης αυτή πρέπει να αναφέρεται και να αφορά άμεσα τα ανήλικα και όχι το πρόσωπο αυτού που δίδει τη συγκατάθεση. Το έγγραφο (τεκμ. 20) ομιλεί για απόφαση της μητέρας να παραμείνει η ίδια στην Κύπρο για το καλό των παιδιών της κλπ. Και εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η ημερομηνία του εγγράφου (15.9.01) είναι μεταγενέστερη της αίτησης (22.8.01) γεγονός που έτυχε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, διατύπωσε το πιο κάτω εύλογο σχόλιο:
«Εφόσον η έννοια της συγκατάθεσης έχει ως βάση τις αρχές της επιείκειας δεν είναι τυχαίο που εκτός από την υπό εκδίκαση αίτηση σε καμία άλλη υπόθεση φαίνεται να έχει εγερθεί η υπεράσπιση της μεταγενέστερης συγκατάθεσης που εδόθη μετά την καταχώρηση της αίτησης με βάση τη Σύμβαση και ενώ εκκρεμούσε η αίτηση. Είναι λογικό ότι σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να εγείρεται μόνο θέμα απόσυρσης της αίτησης, λόγω συμβιβασμού και όχι θέμα απόρριψης της με βάση το άρθρο 13(α).»
Χαρακτηριστικό είναι ακόμα ένα σχόλιο του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής του εγγράφου (τεκμ. 20). Είναι πρόδηλο κατά τη γνώμη μας ότι το εν λόγω σχόλιο γίνεται προς επίρρωση της διαπίστωσης ότι η απόφαση της μητέρας να παραμείνει στην Κύπρο για το καλό των παιδιών, ήταν το προϊόν των επιρροών που δέχθηκε από το σύζυγό της και την ΜΥ4.
«Δεν είναι απόλυτα ορθό ότι η μητέρα από μόνη της συνέταξε το περιεχόμενο του τεκμηρίου 20 στο γραφείο του συνηγόρου του πατέρα. Συζήτηση του περιεχομένου του εγγράφου που θα υπογραφόταν έγινε στο γραφείο της ΜΥ4 και η μητέρα γνώριζε τί περίπου θα έγραφε για να ικανοποιόταν ο πατέρας που την πίεζε με τη στάση του. Γι' αυτό εξάλλου και το τεκμήριο 20 το οποίο αναφέρεται μόνο για την απόφαση της μητέρας να μείνει στην Κύπρο, το υπογράφουν τελικά και οι δυο γονείς.»
Αναφορικά δε με το ρόλο που διαδραμάτισε η ΜΥ4 στην υπογραφή του τεκμηρίου 20 το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις οι οποίες συνοψίζονται στις σελίδες 6 και 7 της εκκαλούμενης απόφασης.
«........... το τί δε έγινε στο γραφείο του δικηγόρου του πατέρα ήταν απλά η τυπική διατύπωση του περιεχομένου ενός εγγράφου για το οποίο υπήρξε συζήτηση στο γραφείο της ΜΥ4 στις 15.9.01. Το υπό συζήτηση θέμα καθίσταται ακόμα ουσιαστικότερο εφόσον η ΜΥ4 με δική της παραδοχή, δέχεται ότι υποστήριξε τη θέση του πατέρα συμβουλεύοντας το ανδρόγυνο ότι θα ήταν προς το καλύτερο συμφέρον των παιδιών τους αν τα παιδιά έμεναν στην Κύπρο. Όχι μόνο η ΜΥ4, με δική της παραδοχή υποστήριξε τη θέση του πατέρα αλλά και υπέβαλε στη μητέρα ότι αν αυτή έμενε στην Κύπρο, αυτό θα ήταν καλύτερο για τα παιδιά της και αν ήθελε το καλό των παιδιών της θα έπρεπε να πράξει τούτο. Η υποβολή αυτή ήταν καταλυτική για την υπογραφή του τεκμηρίου 20 και αυτό φαίνεται από το περιεχόμενο του τεκμηρίου όπου αναφέρει ότι η μητέρα αποφάσισε να μείνει στην Κύπρο για το καλό των παιδιών της.»
Στην In re A. (Minors) [1992] Fam. 106 ο πατέρας έγραψε ένα γράμμα στη μητέρα όπου σε κάποιο σημείο αναφέρει:
«I think you know that what you have done is illegal but I' m not going to fight it. I am going to sacrifice myself rather than them ............"
δίδοντας έτσι στη μητέρα την εντύπωση ότι δεν θα επιδίωκε την επιστροφή των παιδιών ενώ παράλληλα άρχισε τις διαδικασίες επιστροφής τους όπως προβλέπεται στη Σύμβαση. Η μητέρα πρόβαλε ως υπεράσπιση τη συγκατάθεση (acquiescence). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρχε συγκατάθεση και διέταξε την άμεση επιστροφή των ανηλίκων σχολιάζοντας:
«His words must be judged in the round. His words must be judged together with his actions."
Ωστόσο, τo Εφετείο (Court of Appeal), με απόφαση πλειοψηφίας, διαφώνησε με την προσέγγιση αυτή του Πρωτόδικου Δικαστή και διαχώρισε, για πρώτη φορά, μεταξύ "active" και "passive" acquiescence, κρίνοντας ότι στην περίπτωση που η συγκατάθεση δίνεται με μια θετική ενέργεια, όπως την αποστολή κάποιου γράμματος στο οποίο περιέχονται οι προθέσεις του γονέα, το Δικαστήριο εμποδίζεται να διερευνήσει τις συνθήκες που περιέβαλλαν την συγκατάθεση αυτή ή τις σκέψεις του γονέα που την έδωσε, αλλά πρέπει να προσεγγίσει το θέμα αντικειμενικά και μόνο.
Μετά την In re A, ακολούθησαν την πιο πάνω διάκριση όλες οι αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων, εμποδίζοντας την διερεύνηση της υποκειμενικής πρόθεσης και των συνθηκών κάτω από τις οποίες δόθηκε η συγκατάθεση, σε όλες τις περιπτώσεις που υπήρχε κάποια μορφή θετικής ή ενεργούς πράξης, που συνιστούσε συγκατάθεση.
Οι πιο πάνω αποφάσεις, όπως και η διάκριση της συγκατάθεσης σε ενεργητική και παθητική, σχολιάστηκαν και ανατράπηκαν από την In re H. [1998] A.C. 72 (House of Lords) η οποία, έδωσε τέλος στη διάκριση και στη συσταλτική ερμηνεία του όρου συγκατάθεση. Το Δικαστήριο, σχολιάζει στην απόφασή του (σελ. 84 κ.επ.) αυτή τη διάκριση κάνοντας σύντομη αναφορά τόσο στην In re A. (ανωτέρω), όσο και στις υπόλοιπες αποφάσεις του Court of Appeal που την ακολούθησαν, για να καταλήξει (σελ. 86):
«...... The fact that there has been some active conduct indicating possible acquiescence, does not on any view justify ignoring the subjective intentions of the wronged parent...... The test applied by the Court of Appeal in the present case, and the conclusions reached by it, suggest that evidence of the wronged parent's actual intentions are irrelevant or seldom of any weight where there has been positive action of any kind by the wronged parent. The authorities do not support that proposition."
Στη συνέχεια, απασχολούν το Δικαστήριο, (σελ. 87), τρία ερωτήματα τα οποία, απαντά στις επόμενες σελίδες της απόφασής του:
«1. Does acquiescence in article 13 connote the actual state of mind of the wronged parent or the state of his mind, as it is perceived to be by the other parent having regard only to the outward behaviour of the wronged parent?
2. Is acquiescence a question of fact or of law?
3. If acquiescence is a subjective question of fact, are there circumstances in which the wronged parent is precluded from demonstrating his true intentions?"
Εξετάζοντας το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο κάνει αναφορά στον όρο acquiescence, όπως αυτός απαντάται στο αγγλικό δίκαιο και αναφέρει στη σελίδα 87:
".....what constitutes acquiescence under English law varies according to the context under which it is found..... In my view these English law concepts have no direct application to the proper construction of article 13 of the Convention. An international Convention, expressed in different languages, and intended to apply to a wide range of differing legal systems, cannot be construed differently in different jurisdictions. The Convention must have the same meaning and effect under the laws of all contracting states."
Με βάση το πιο πάνω απόσπασμα, θεωρούμε κι εμείς ότι η προσπάθεια του Εφεσείοντα να εισάξει κανόνες από το αγγλικό και κυπριακό δίκαιο των Συμβάσεων ώστε να ερμηνεύσει την έννοια του όρου πίεση και να επιχειρηματολογήσει τελικά ότι η μητέρα δεν βρισκόταν υπό πίεση όταν υπέγραψε το Τεκμήριο 20 αντιβαίνει προς το σκοπό της Σύμβασης και προς τη διεθνή της φύση.
Το Δικαστήριο, απέρριψε με το πιο πάνω σκεπτικό την προσπάθεια εισαγωγής στη Σύμβαση, κανόνων που εφαρμόζονται στο αγγλικό σύστημα δικαίου, όπως ο διαχωρισμός του όρου συγκατάθεση σε ενεργητική και παθητική, για να καταλήξει:
"In my view, article 13 is looking to the subjective state of mind of the wronged parent. Has he in fact consented to the continued presence of the children in the jurisdiction to which they have been abducted? In ordinary litigation between two parties it is the facts known to both parties, which are relevant. But in ordinary speech a person would not be said to have consented or acquiesced if that was not in fact his state of mind whether communicated or not...... Acquiescence is a question of the actual intention of the wronged parent not of the outside world's perception of this intentions."
Απαντώντας το δεύτερο ερώτημα, το Δικαστήριο σχολιάζει στη σελίδα 88 της απόφασής του:
"..... it is clear that the question is a pure question of fact to be determined by the trial judge ............ He can infer the actual subjective intention from the outward and visible acts of the wronged parents. That is quite a different matter from imputing to the wronged parent an intention which he did not, in fact, possess."
Και τέλος, σε σχέση με το τρίτο ερώτημα, το Δικαστήριο προβλέπει μια εξαίρεση κατά την οποία η συμπεριφορά του γονέα που ζητά την επιστροφή των ανηλίκων, ήταν τέτοια, που να εμποδίζει το Δικαστήριο να διατάξει την άμεση επιστροφή τους, για να σχολιάσει (σελ. 89):
"However, in my judgment these will be strictly exceptional cases....... Such clear and unequivocal conduct is not normally to be found in passing remarks or letters written by a parent who has recently suffered the trauma of the removal of his children."
Στη σελίδα 88 της υπόθεσης In re H. (ανωτέρω), το Δικαστήριο κάνει το ακόλουθο σχόλιο, υπό μορφή καθοδήγησης προς τα Δικαστήρια:
"I would suggest judges should be slow to infer an intention to Acquiescence from attempts of the wronged parent to effect a reconciliation or to reach an agreed voluntary return of the abducted children."
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από τις αποφάσεις αυτές, δεν περιορίστηκε μόνο στο τεκμήριο 20, για να εξακριβώσει κατά πόσο η μητέρα έδωσε ή όχι τη συγκατάθεσή της αλλά, πολύ ορθά, αναζήτησε και τις πραγματικές προθέσεις της μητέρας, μέσα από τη μαρτυρία, διερευνώντας παράλληλα και τον υποκειμενικό παράγοντα.
Το γεγονός ότι η μητέρα και ο Εφεσείοντας είχαν διάφορες συναντήσεις με τη ΜΥ4, στην προσπάθειά τους, όπως πίστευε η μητέρα, να βρουν λύση στο θέμα της διαμονής των παιδιών, αλλά και οι συζητήσεις που έγιναν μεταξύ των δικηγόρων των δύο γονέων ή στην παρουσία των δικηγόρων σχετικά με την επικοινωνία των γονέων με τα δύο ανήλικα, κάθε άλλο υποδηλώνει συγκατάθεση εκ μέρους της μητέρας. Σε αριθμό υποθέσεων που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη, αναφέρεται ότι οι προσπάθειες συμβιβασμού δεν αποδεικνύουν συγκατάθεση. In re H [1998] A.C. 72 (ανωτέρω), Re S (Minors) [1994] 1 FLR 819.
Στην εκκαλούμενη απόφαση παρατίθενται σε μεγάλη σειρά και λεπτομερώς όλοι οι παράγοντες και τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μητέρα ουδέποτε έδωσε τη συγκατάθεση της, στην έννοια του νόμου, για τη μετακίνηση των παιδιών. Νομίζουμε πως δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε σ' αυτές τις λεπτομέρειες. Η διαπίστωση μας είναι ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου αναφορικά με το συγκεκριμένο αυτό θέμα προέκυψε ύστερα από σωστή αξιολόγηση της μαρτυρίας, λογική αντίκριση του θέματος και ορθή εφαρμογή του νόμου.
Τρίτος Λόγος Εφεσης:
«Το Δικαστήριο εσφαλμένα απεδέχθη απαράδεκτο έγγραφο αποδεικτικό υλικό της Μητέρας κατά παράβαση των κανόνων του Δικαίου Αποδείξεως και επιπλέον κατά παράβαση της ισότητας των όπλων δεν απεδέχθη μαρτυρία την οποία επιχείρησε να παρουσιάσει ο Εφεσείων η οποία μαρτυρία ανταποκρίνετο στα δεδομένα επί τη βάσει των οποίων το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία της μητέρας.
Το Δικαστήριο έδωσε στα εν λόγω έγγραφα τα οποία κατέθεσε η πλευρά της Μητέρας αδικαιολόγητη βαρύτητα και εσφαλμένη ερμηνεία και αντιμετώπισε με αρνητική προσέγγιση τα έγγραφα του Αιτητή.
Επιπλέον το Δικαστήριο δεν επέτρεψε να καταθέσει μάρτυρας για τον Εφεσείοντα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση εγγράφων που παρουσίασε η κα Άννη Σιακαλλή εκπρόσωπος της Κεντρικής Αρχής κατ' επίκληση των προνοιών των άρθρων 7, 8 και 30 και το σκοπό της Σύμβασης. Το Δικαστήριο βασίσθηκε επίσης στα άρθρα 14 και 15 της Σύμβασης.
Ο σκοπός της Σύμβασης είναι η διασφάλιση της άμεσης επιστροφής των παιδιών στη χώρα της συνήθους διαμονής τους. Για την επίτευξη του σκοπού χρησιμοποιούνται σύντομες και απλές διαδικασίες. Τα κράτη που υπέγραψαν τη Σύμβαση ανέλαβαν ταυτόχρονα και την υποχρέωση να αποφασίζουν εντός έξι εβδομάδων για κάθε αίτηση που υποβάλλεται. Το αυστηρό σύστημα απόδειξης υποχωρεί χάριν της γρήγορης εκδίκασης. Εδώ, η ακροαματική διαδικασία δεν διεξάγεται με ένορκες δηλώσεις γι' αυτό δεν ήταν απαραίτητο να επισυναφθούν όλα τα έγγραφα στην αίτηση όπως εισηγείται ο εφεσείων. Από τη στιγμή που η Κεντρική Αρχή μπορεί να λαμβάνει διάφορες πληροφορίες και έγγραφα και να τα επισυνάπτει στην αίτηση της χωρίς πρόβλημα με τους κανόνες της εξ ακοής μαρτυρίας είναι αυτονόητο ότι ο εκπρόσωπος μπορεί να καταθέτει τα εν λόγω έγγραφα ως τεκμήρια. Θα ήταν παράλογο να αναμένεται από τον γονέα να συλλέξει μαρτυρία, πληροφορίες και έγγραφα μέσα στο στενό χρονικό διάστημα των έξι εβδομάδων για να τα επισυνάψει στην αίτηση για επιστροφή των παιδιών γιατί αργότερα δεν θα μπορεί να τα παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε και την αυξημένη ισχύ της Σύμβασης έναντι των ημεδαπών νόμων - άρθρο 169.3 του Συντάγματος. Βλ. επίσης "Convention and Recommendation adopted by the Forteenth Session and Explanatory Report by Eliza Perez-Vera - Article 30 - Admissibility of Documents - σελ. 57.
Ο εφεσείων, ανεπιτυχώς επιχείρησε να καταθέσει ως τεκμήριο έγγραφο που κατάρτισαν γείτονες του στην Ιρλανδία. Στο έγγραφο, διατυπώνονται οι δικές τους απόψεις για το θέμα της μόνιμης διαμονής των διαδίκων. Το έγγραφο εξασφαλίστηκε από τον εφεσείοντα όταν αυτός πήγε στην Ιρλανδία μετά την έναρξη της ακρόασης με σκοπό τη συλλογή εγγράφων που θα βοηθούσαν την υπόθεσή του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι «.......... το έγγραφο του οποίου ζητείται η κατάθεση αφορά απόψεις ατόμων που εν πάση περιπτώσει δεν είναι μάρτυρες στο Δικαστήριο». Προδήλως, ό,τι έχει προαναφερθεί για έγγραφα που προέρχονται από την Κεντρική Αρχή δεν καλύπτουν την περίπτωση του εν λόγω εγγράφου που προσπάθησε να εισάξει ο εφεσείοντας. Οι απόψεις των γειτόνων του εφεσείοντα για ό,τι αφορούσε τις προθέσεις του ζεύγους στο θέμα της μόνιμης εγκατάστασής τους μπορεί να είχαν σχηματιστεί από εντυπώσεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προκάλεσε ο εφεσείων. Αυτές λοιπόν οι απόψεις δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αποδεκτό στοιχείο μαρτυρίας. Κατά μείζονα λόγο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο μαρτυρίας το συγκεκριμένο έγγραφο που συντάχθηκε στο εξωτερικό το οποίο περιέχει άποψη (γνώμη) αυτού που το συνέταξε χωρίς ο ίδιος να είναι παρών στο Δικαστήριο να καταθέσει διά ζώσης ό,τι γνώριζε σχετικά με την υπόθεση.
Καθ' όσον αφορά το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε στο δικηγόρο του να καταθέσει ως μάρτυρας προς υποστήριξη της υπόθεσης του διαπιστώνουμε από τα πρακτικά ότι αυτή η προοπτική, διεφάνη από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας. Σε μεταγενέστερα στάδια της δίκης, εκφράστηκε ξανά πρόθεση για να καταθέσει από το εδώλιο του μάρτυρα ο δικηγόρος του εφεσείοντα. Ωστόσο, ο δικηγόρος συνέχισε να ενεργεί ως δικηγόρος να εξετάζει και να αντεξετάζει μάρτυρες κλπ. Μετά την πάροδο αρκετού χρόνου και όταν η διαδικασία προχώρησε προς το τελικό της στάδιο, υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα για να καταθέσει ο δικηγόρος ως μάρτυρας της υπόθεσης το οποίο, δικαίως απορρίφθηκε. Στην In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329 αποφασίστηκε ότι δεν μπορεί ένας συνήγορος που υπήρξε μάρτυρας σε μια διαδικασία να λειτουργήσει και ως λειτουργός της δικαιοσύνης στη διαδικασία αυτή υπό την ιδιότητά του ως συνηγόρου. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή από τις σελίδες 334-335 της απόφασης:
«In my judgment an advocate who is a witness in the case cannot at the same time be an officer of justice. He does not fulfill the necessary attributes of an officer of justice, an aid in the elicitation of the truth sufficiently distant from the facts to raise pertinent submissions relevant to the objective implications of the evidence. A witness is himself subject to the judgment of the Court. It would be an antinomy if he had the freedom to raise submissions about the judgment to be passed on him, as an officer of justice."
Σχετικές επί του θέματος είναι και οι In re I.A. an Advocate (1987) 1 C.L.R. 319 και Τζενάρο Περέλλα (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356.
Η διαπίστωσή μας είναι ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προσέγγισε σωστά το θέμα και ότι ορθά απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την ενδιάμεση απόφαση χωρίς νομίζουμε να χρειάζεται να πούμε οτιδήποτε άλλο:
«Κρίνω ότι εφόσον είναι ασυμβίβαστο ένας συνήγορος να είναι ταυτόχρονα μάρτυρας και λειτουργός της δικαιοσύνης σε μια υπόθεση, δεν έχει σημασία αν το πρώτο προηγείται του δευτέρου ή το δεύτερο προηγείται του πρώτου. Σημασία έχει το ασυμβίβαστο των δύο ιδιοτήτων, δηλαδή η αντιφατική φύση των δύο ιδιοτήτων και όχι η σειρά με την οποία οι δύο ιδιότητες ασκούνται. Όπως έχει υπογραμμιστεί στην υπόθεση In re Efthymiou, σελ. 345:
«Το δικαίωμα να έχει ένας διάδικος το συνήγορο της επιλογής του και το δικαίωμα να καλεί μάρτυρες της επιλογής του είναι συνταγματικά δικαιώματά του με βάση το άρθρο 30 § 3 του Συντάγματος, θεμελιακά και τα δύο. Κι εφόσον τα δύο δικαιώματα όταν εγείρεται θέμα άσκησής τους σε σχέση με το πρόσωπο του ίδιου ατόμου είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστα, θα πρέπει ο διάδικος να επιλέξει ποιο από τα δύο προτιμά να ασκήσει και η επιλογή θα πρέπει να γίνεται ευθύς εξαρχής μόλις το θέμα προκύψει. Εφόσον και τα δύο δικαιώματα είναι θεμελιακά το ποιο θεωρείται σημαντικότερο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση είναι θέμα επιλογής του ατόμου που αντιμετωπίζει αυτό το δίλημμα, σε βασικό σκοπό και κριτήριο για την άσκηση της επιλογής την καλύτερη προάσπιση των συμφερόντων του και αν υπάρχει θέμα ηθικής τάξης ενός συνηγόρου που πρέπει ν' αποκατασταθεί, την αποκατάσταση της τάξης αυτής.»
Τέταρτος Λόγος Εφεσης:
«Το Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα την ενώπιόν του μαρτυρία και ειδικότερα έκρινε ότι ήτο δεσμευμένο να απορρίψει στην ολότητά της, τη μαρτυρία του Εφεσείοντα διότι κατά τη θεώρηση του, η μαρτυρία του Εφεσείοντα ως προς ένα συγκεκριμένο γεγονός ήτο αναληθής ενώ ταυτόχρονα δεν εφαρμόζει τα ίδια κριτήρια κατά την αξιολόγηση της Μητέρας.»
Ο εφεσείων ισχυρίζεται συναφώς ότι το Δικαστήριο στη σελίδα 7 της απόφασης του εφαρμόζοντας τον κανόνα «Falsus in uno, falsus in ominbus..........», απέρριψε τη μαρτυρία του αιτητή στην ολότητά της, διότι, κατά την εσφαλμένη θεώρηση του Δικαστηρίου, ο εφεσείων δεν είπε την αλήθεια σε σχέση με το Τεκμήριο 20 και κατά συνέπεια το Δικαστήριο ήτο δεσμευμένο να την απορρίψει στην ολότητά της ενώ είχε την ευχέρεια και καθήκον να εξετάσει την μαρτυρία σε όλες τις πτυχές της. Είναι επίσης θέση του Εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν έκρινε τη μητέρα κάτω από την ίδια λογική αφού η μητέρα εν πολλοίς καθοδηγήθηκε και επιπλέον περιέπεσε σε πολλές μείζονος σημασίας για τη μαρτυρία της αντιφάσεις τις οποίες όμως το Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Από το σχετικό μέρος της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος για περισσότερους του ενός λόγους και όχι για ένα μόνο λόγο όπως αυτός ισχυρίζεται. Στις σελίδες 5-11 το Δικαστήριο, αναλύει σχολαστικά τη μαρτυρία του εφεσείοντα και αναφέρεται σε στοιχεία και περιστατικά τα οποία, κατόπιν της σωστής αξιολόγησης που έγινε, δικαιολογούν τις διαπιστώσεις που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ειδικά του εφεσείοντα. Στη σελίδα 11 της απόφασης αναφέρονται τα εξής:
«Τα τρία πιο πάνω εξεταζόμενα θέματα που άπτονται της αξιοπιστίας του πατέρα δεν ήταν τα μοναδικά που επηρέασαν το Δικαστήριο στην κρίση του επί της αξιοπιστίας του. Η γενική εικόνα που μου έδωσε ο πατέρας στο εδώλιο του μάρτυρα δεν μου αφήνεται καμιά αμφιβολία ως προς το ποιος από τους δύο έλεγε την αλήθεια σε όλα τα ουσιώδη αμφισβητούμενα θέματα, επί των οποίων και γίνονται κατωτέρω ευρήματα από το Δικαστήριο. Όπως είναι γνωστό, η συμπεριφορά του μάρτυρα όταν δίνει μαρτυρία κατά την κυρίως εξέταση του και την αντεξέταση του, είναι συχνά όχι λιγότερο ουσιαστική από την ίδια τη μαρτυρία (βλ. W. M. Best, The principles of the Law of Evidence, 12 edn., London , 1952 p. 13) ............."
Το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο ή είναι ασυμβίβαστα με αυτή. Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος αφού το Δικαστήριο εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε σ' αυτό το συμπέρασμα. Βλ. Λούτση v. Kemtaxi Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 704. Οι διαπιστώσεις του δικάσαντος Δικαστηρίου στηρίζονται επαρκώς στη μαρτυρία που το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του. Δεν έχουμε εντοπίσει λάθη ή παραλείψεις και συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή των εν λόγω διαπιστώσεων.
Πέμπτος Λόγος Έφεσης:
«Το Δικαστήριο εσφαλμένα απεδέχθη την έναρξη και προώθηση της διαδικασίας όχι με την προβλεπόμενη από τους Δικονομικούς Κανονισμούς εναρκτήρια αίτηση αλλά με αίτηση συνάδουσα με ενδιάμεση ή παρεμπίπτουσα διαδικασία.»
Έχει προαναφερθεί ότι κατά την έναρξη της διαδικασίας, ηγέρθη από πλευράς εφεσείοντα, προδικαστικό θέμα ότι η Αίτηση δεν ήταν προβλεπόμενη από τον Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό. Το Δικαστήριο στην απόφασή του ημερομηνίας 11.10.01 απέρριψε την προδικαστική ένσταση αφού έκρινε ότι η καταχωρισθείσα Αίτηση ήταν η ενδεδειγμένη.
Το άρθρο 5 του Κυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/94 προβλέπει:
«Άρθρο 5
Οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης αρχίζει με την καταχώριση αίτησης διά κλήσεως που υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, τηρουμένων των αναλογιών.»
Στην προκείμενη περίπτωση, η αίτηση διά κλήσεως έγινε με βάση τη Διαταγή 48 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Και εν όψει της υπεροχής της Σύμβασης (άρθρο 169 Συντάγματος) έναντι του ημεδαπού νόμου, ακολουθεί πως οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικοί Κανονισμοί υποχωρούν. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την παρούσα υπόθεση από τις υποθέσεις HjiChambis v. Attorney General (1986) 1 C.L.R. 386 όπου εκεί ο νόμος προνοούσε για «αίτηση» και Χλ. Χριστοδούλου v. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195.
Έκτος Λόγος Έφεσης:
«Το Δικαστήριο εσφαλμένα επεδίκασε έξοδα υπέρ του Αιτητή.»
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αφ' ενός, γιατί ο εφεσίβλητος δεν ζήτησε με την αίτηση έξοδα και αφ' ετέρου γιατί δεν είναι ορθό και δίκαιο, ως θέμα αρχής, να επιδικάζονται υπό τις περιστάσεις, έξοδα στον Υπουργό.
Η επιδίκαση των εξόδων είναι ζήτημα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση η γενεσιουργός αιτία της έναρξης της διαδικασίας και η συνέχισή της στο Πρωτοβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και ενώπιον του Εφετείου ήταν η έκνομη ενέργεια του εφεσείοντα να μεταφέρει στην Κύπρο τα ανήλικα τέκνα του χωρίς τη συναίνεση της μητέρας τους από τον τόπο όπου μονίμως διέμεναν και η άρνηση του να τα μεταφέρει πίσω στην Ιρλανδία, τη χώρα της μόνιμης διαμονής τους. Το άρθρο 26 της Σύμβασης προβλέπει τη δυνατότητα επιδίκασης εξόδων εναντίον προσώπου που μετακίνησε ή κατακράτησε ανήλικο. Το γεγονός ότι στην αίτηση δεν ζητούνται έξοδα δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία και δεν αναιρεί τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων. Εξαιτίας της στάσης που τήρησε ο εφεσείων σπαταλήθηκε δημόσιο χρήμα και πολύς χρόνος. Θεωρούμε πως δεν ήταν παράλογη υπό τις περιστάσεις η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και σε βάρος του εφεσείοντα. Τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης και προς αυτή την αρχή, συνάδει και η απόφαση του Δικαστηρίου επί του θέματος.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.