ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2002) 1 ΑΑΔ 1202

9 Αυγούστου, 2002

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ

ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ DOMEDCO HOLDINGS LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Α. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ, Ε.Δ.) ΠΟΥ

ΕΞΕΔΟΘΗ ΤΗΝ 1η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2002 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 8446/02

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΜΕΤΟΧΩΝ.

(Αίτηση Αρ. 74/2002)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση προσωρινού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε με μονομερή αίτηση και το οποίο απέβλεπε στη μη εκτέλεση ήδη εκδοθείσας δικαστικής απόφασης και συγκεκριμένα στη μη διάθεση ή επιβάρυνση μετοχών ― Άρνηση άδειας, δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και υπήρχε και εναλλακτικό ένδικο μέσο.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα παραχώρησης άδειας προς έκδοση ενταλμάτων Certiorari ― Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακά εντάλματα.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την Πέμπτη, 1 Αυγούστου 2002, προσωρινό διάταγμα στη βάση μονομερούς αίτησης στην Αγωγή Αρ. 8446/02 το οποίο ορίστηκε επιστρεπτέο τη Δευτέρα, 12 Αυγούστου.  Το διάταγμα απευθυνόταν σε τρεις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης στη Λευκωσία.  Η εν λόγω αγωγή στρεφόταν κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε άλλη αγωγή, ήτοι την Αγωγή αρ. 5285/02, το δε διάταγμα απέβλεπε στη μη εκτέλεση της ήδη εκδοθείσας απόφασης και πιο συγκεκριμένα στη μη διάθεση ή επιβάρυνση των μετοχών της μίας εκ των εταιρειών, τις οποίες κατείχαν οι άλλες δύο.

Η αιτήτρια ζητά την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του προσωρινού διατάγματος για τους πιο κάτω λόγους:

1) Το διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να είχε καταδειχθεί η απαιτούμενη προϋπόθεση του επείγοντος.

2) Στο υλικό που υποστήριζε την μονομερή αίτηση υπήρχαν λάθη και ανακρίβειες τις οποίες το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέλειψε να εντοπίσει.

3) Το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο σε χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο που προνοείται από το Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Παρεχόταν έρεισμα για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ορθότητα της οποίας δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα.

2.  Τα προβληθέντα λάθη αποτελούσαν μέρος του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε την περίπτωση και άσκησε τη διακριτική του εξουσία.  Ανεξαρτήτως όμως τούτου, δεν δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας λόγω της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου.

3.  Ο χρόνος που ορίστηκε το προσωρινό διάταγμα επιστρεπτέο δεν υπερέβαινε τον πρακτικώς αναγκαίο ώστε να καταστρατηγούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σμυρνιός (2000) 1 Α.Α.Δ. 43,

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010.

Αίτηση.

Αίτηση από την αιτήτρια εταιρεία για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 1/8/02 στην αγωγή 8446/02 για αναστολή της εκτέλεσης ήδη εκδοθείσας απόφασης και συγκεκριμένα του διατάγματος για μη διάθεση ή επιβάρυνση των μετοχών της αιτήτριας-εναγόμενης εταιρείας τις μετοχές της οποίας κατείχαν οι άλλες δυο από τις εναγόμενες εταιρείες.

Γ. Τριανταφυλλίδης με Χ. Σκορδή για Α. Σκορδή, για την Αιτήτρια.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια ζητά την παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari.  Τις αρχές που διέπουν το ζήτημα είχα την ευκαιρία να τις εκθέσω σε αριθμό αποφάσεων. Συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης στην Αίτηση Κώστα Σμυρνιού (2000) 1 Α.Α.Δ. 43:

"Aπαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.  Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση.  Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):

«Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να του δοθεί η αναγκαία άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια.

 

Στην υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 ALL  E.R. 257, στη σελ. 262 ειπώθηκε:

«But it is a cardinal principle that, save in the most exceptional circumstances, that jurisdiction will not be exercised where other remedies were available and have not been used."

To απόφθεγμα αυτό υιοθετήθηκε στην υπόθεση R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257.  Στην μεταγενέστερη υπόθεση R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, o Sir John Donaldson, MR., είπε στις σελ. 723-724:

"However, the matter does not stop there, because it is well established that, in giving or refusing leave to apply for judicial review, account must be taken of alternative remedies available to the applicant. This aspect was considered by this court very recently in R. v. Chief Constable of Merseyside Police, ex p Calveley [1986] 1 All E.R. 257, [1986] 2 WLR 144 and it was held that the jurisdiction would not be exercised where there was an alternative remedy by way of appeal, save in exceptional circumstances. By definition, exceptional circumstances defy definition, but, where Parliament provides an appeal procedure, judicial review will have no place unless the applicant can distinguish his case from the type of case for which the appeal procedure was provided."

Η  πρόσφατη  απόφαση της Ολομέλειας στην Αίτηση Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, τις επαναβεβαίωσε, η δε απόφαση στην Αίτηση Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, του Κωνσταντινίδη, Δ., ο οποίος είχε εκδόσει και την απόφαση της Ολομέλειας, πρόσθεσε χρήσιμη επεξήγηση.

Το ζήτημα στην προκείμενη περίπτωση αφορά στην έκδοση την Πέμπτη, 1 Αυγούστου 2002, προσωρινού διατάγματος στη βάση μονομερούς αίτησης στην Αγωγή αρ. 8446/02  του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο ορίστηκε επιστρεπτέο τη Δευτέρα, 12 Αυγούστου. Μεσολαβούσαν δηλαδή από την έκδοση του διατάγματος μέχρι την ορισθείσα ημερομηνία, δέκα ημέρες, περιλαμβανομένου και του Σαββατοκυρίακου.  Το διάταγμα απευθυνόταν σε τρεις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης στη Λευκωσία, με ίδια την διεύθυνση για τις δύο και διαφορετική για την άλλη.  Η εν λόγω αγωγή  στρεφόταν κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε άλλη αγωγή, ήτοι την Αγωγή αρ. 5285/02,  το δε διάταγμα απέβλεπε στη μη εκτέλεση της ήδη εκδοθείσας απόφασης και πιο συγκεκριμένα στη μη διάθεση ή επιβάρυνση των μετοχών της μίας εκ των εταιρειών, τις οποίες κατείχαν οι άλλες δύο.  Η υπόθεση εντάσσεται σε ένα πλέγμα οικονομικών δραστηριοτήτων και συμφερόντων  μεγάλου οικονομικού ύψους, συνάμα  και πολυπλοκότητας.  Δεν χρειάζεται να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες. 

Το αίτημα για την παραχώρηση άδειας τέθηκε με αναφορά σε τρεις βασικές πτυχές.  Η αιτήτρια παραπονείται πρώτο, ότι το διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να είχε καταδειχθεί η απαιτούμενη προϋπόθεση του επείγοντος.  Έγινε επ΄αυτού ειδική αναφορά στο ότι μεσολάβησε περίοδος σχεδόν δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης στη μία αγωγή μέχρι την καταχώριση της άλλης αγωγής όπου με τη μονομερή αίτηση της ίδιας ημερομηνίας  εκδόθηκε  το προσωρινό διάταγμα.  Δεύτερο, ότι στο υλικό που προσκομίστηκε προς υποστήριξη της αίτησης υπήρχαν λάθη, ανακρίβειες ακόμη και ασυναρτησίες τις οποίες το Επαρχιακό Δικαστήριο θα πρέπει να παρέλειψε να εντοπίσει, με αποτέλεσμα να πάσχει η έκδοση του διατάγματος. Και, τρίτο, ότι το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο σε χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η νομοθετικά τεθείσα αρχή, όπως ερμηνεύτηκε από την Ολομέλεια στην Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010.  Πέρα από αυτά, υποδείχθηκε από τους ευπαίδευτους συνήγορους της αιτήτριας ότι η έκδοση του προσωρινού διατάγματος επάγεται σοβαρές δυσχέρειες στη λειτουργία της αιτήτριας, που είναι η εναγόμενη εταιρεία, τις μετοχές της οποίας κατέχουν οι δύο από τις εναγόμενες.

Ως προς το πρώτο, δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι η πάροδος κάποιου χρονικού διαστήματος μέχρι που καταχωρήθηκε η αγωγή  με την αίτηση για προσωρινό διάταγμα σήμαινε απαραίτητα πως το ζήτημα δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως επείγον, ιδιαίτερα ενόψει της φύσης του ζητήματος προς το οποίο κατευθυνόταν το αίτημα για το προσωρινό διάταγμα, αφού υπό τις περιστάσεις η προηγούμενη ειδοποίηση στην άλλη πλευρά ενδεχομένως να καταστρατηγούσε το σκοπό του.  Σε μία δε από τις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν τη μονομερή αίτηση γινόταν, καθώς μου φαίνεται, αναφορά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Στη βάση δε του διαθέσιμου υλικού παρεχόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο έρεισμα για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας, η ορθότητα της οποίας δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα.

Ως προς το δεύτερο ζήτημα, ήτοι τα προβληθέντα λάθη και άλλα σε σχέση με τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για υποστήριξη του αιτήματος για προσωρινό διάταγμα, αυτά  αποτελούσαν, κατά την άποψη μου,  μέρος του τρόπου με τον οποίο το Επαρχιακό Δικαστήριο προσήγγισε την περίπτωση και άσκησε τη διακριτική του εξουσία.  Ανεξαρτήτως όμως τούτου, έχω τη γνώμη ότι ακόμη και αν θεωρηθεί ότι  αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα ή και έλλειψη δικαιοδοσίας, δεν  δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας για certiorari εφόσον η αιτήτρια έχει στη διάθεση της άλλο ένδικο μέσο στο πλαίσιο του οποίου όλα αυτά μπορεί να τεθούν για να εξεταστούν και μάλιστα, υπό τις περιστάσεις, ευχερέστερα από ότι στο πλαίσιο αίτησης για certiorari.

Ως προς το τρίτο ζήτημα, ήτοι του χρόνου  που ορίστηκε το προσωρινό διάταγμα επιστρεπτέο, δεν είμαι διατεθειμένος να καταλήξω ότι επρόκειτο για διάστημα που υπερέβαινε το πρακτικώς αναγκαίο ώστε να καταστρατηγούνται οι πρόνοιες του άρθρου 9(3) του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.  Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να είναι κανείς απόλυτος. Επιτρέπονται κάποια περιθώρια εκτίμησης μέσα στα όρια της λογικής και δεν διακρίνω εδώ λόγο υποκατάστασης της εκτίμησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου με άλλη.

Καταλήγω ότι δεν συντρέχουν περιστάσεις για την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.  Η αίτηση απορρίπτεται.

Η�αίτηση απορρίπτεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο