ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1081

17 Ιουλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

OTEROM LTD,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη Αρ.1,

ν.

ΚΥΡΙΑΚΟΥ Ζ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11098)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αναστολή διαδικασίας ― Αίτηση για αναστολή διαδικασίας λόγω ύπαρξης ρήτρας για παραπομπή σε διαιτησία και/ή λόγω του ότι η Κύπρος δεν είναι το κατάλληλο forum conveniens ― Αρχές που διέπουν το θέμα ― Το βάρος αποδείξεως να πείσει το Δικαστήριο ότι επιβάλλεται αναστολή φέρει ο εναγόμενος.

Διαιτησία ― Αναστολή διαδικασίας ― Ρήτρα παραπομπής σε διαιτησία ― Τι συνιστά "διαφορά" η οποία να καλύπτεται από τις πρόνοιες της ρήτρας διαιτησίας ― Κατά πόσο οι δεδουλευμένοι μισθοί και τα συμφωνηθέντα φιλοδωρήματα αφορούσαν "διαφορά" η οποία έπρεπε να παραπεμφθεί σε διαιτησία σύμφωνα με όρο της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας και του εναγομένου 2 με την οποία αξίωνε αλληλέγγυα και κεχωρισμένα το ποσό των 1,750,000 Δολαρίων Αμερικής ως δεδουλευμένους μισθούς και/ή δυνάμει συμφωνίας εργοδοτήσεως ημερομηνίας 6.4.99, καθώς και την πληρωμή του μισθού, των φιλοδωρημάτων και άλλων ωφελημάτων του εκ της ως άνω συμφωνίας και/ή τερματισμού της εργοδοτήσεως του σε συγκεκριμένη εταιρεία στην Αρμενία όπου απεσπάσθη και/ή ετοποθετήθη υπό του εναγομένου 1.

Η εφεσείουσα μετά την καταχώρηση εμφάνισης στην αγωγή καταχώρησε αίτηση για αναστολή της διαδικασίας λόγω (α) της ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας στη συμφωνία ημερομηνίας 6.4.99 και της παραπομπής της εκδίκασης της όλης διαφοράς σε διαιτησία σύμφωνα με τους Κανόνες Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου και/ή (β) ακαταλληλότητας και/ή μη βολικότητας (forum conveniens) των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν την υπόθεση.

Ο εφεσίβλητος πρόβαλε ένσταση στην αίτηση και υποστήριξε ότι η συμφωνία της 6.4.1999 υπεγράφη στην Κύπρο, ότι ο όρος 7 της συμφωνίας δεν ετύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση γιατί δεν επρόκειτο για τη «συνήθη ρήτρα διαιτησίας, αλλά περιορισμένη», ότι ο εν λόγω όρος 7, η ρήτρα, δηλαδή, διαιτησίας ήταν ασαφής και αόριστη γιατί δεν προέβλεπε τον τόπο διαιτησίας και ότι, εν πάση περιπτώσει η αξίωσή του δεν αποτελούσε «διαφορά» (dispute) μεταξύ των συμβληθέντων, με την έννοια της ρήτρας διαιτησίας ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες της εν λόγω ρήτρας.  Αναφορικά με το αίτημα της εφεσείουσας για αναστολή για το ότι η Κύπρος δεν ήταν το κατάλληλο forum, υποστήριξε ότι η αρχή του forum of non est conveniens δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί λόγω της καταχώρησης εμφάνισης στην αγωγή από την εφεσείουσα αλλά και λόγω του ότι δεν γινόταν πουθενά αναφορά σε Δικαστήρια συγκεκριμένης χώρας τα οποία η εφεσείουσα θεωρούσε βολικά για να εκδικάσουν την αγωγή, ενώ τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν την εξουσία να εφαρμόσουν, εφ' όσον αποδειχθεί, το Ελληνικό Δίκαιο, η συμφωνία της 6.4.1999 υπεγράφη στην Κύπρο και όχι στην Ελλάδα, η εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος είναι Κύπριοι, ο δε μεγαλύτερος αριθμός μαρτύρων βρίσκεται στην Κύπρο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για αναστολή.  Έκρινε ότι:

α) οι πρόνοιες του όρου 7 της συμφωνίας για παραπομπή σε διαιτησία ήταν ασαφείς, αόριστες και γενικές,

β) ανεξάρτητα του (α), οι απαιτήσεις του ενάγοντα (εφεσίβλητου) για δεδουλευμένους μισθούς και συμφωνηθέντα φιλοδωρήματα δεν συνιστούσαν "διαφορά" (dispute) η οποία ενέπιπτε στα πλαίσια του όρου 7 για παραπομπή σε διαιτησία,

γ)  ανεξάρτητα του (α), δεν ενδεικνυόταν η μερική αναστολή της αγωγής και/ή της δικαστικής διαδικασίας, ήτοι καθόσον αυτή αφορούσε την απαίτηση του ενάγοντα (εφεσίβλητου) για αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας,

δ) η εναγόμενη αρ. 1 (εφεσείουσα) απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν ήταν το φυσικό ή το κατάλληλο forum εκδίκασης, αλλά και ότι υπήρχε άλλο forum, και δη καταλληλότερο, το οποίο είχε δικαιοδοσία και στο οποίο θα μπορούσε να απονεμηθεί δικαιοσύνη με ουσιαστικά λιγότερη δυσκολία ή δαπάνη.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, αφού αναφέρθηκε στο ακόλουθο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, εκφράζοντας την απόλυτη συμφωνία του με αυτό:

"Έχω λάβει υπόψη όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και όλα όσα οι δύο πλευρές έχουν επικαλεστεί για υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων τους.  Παρατηρώ τα εξής. Ο Ενάγοντας είναι Κύπριος και οι Εναγόμενοι 1 υπεράκτια εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο.  Τα γραφεία των Εναγομένων 1 και τα βιβλία τους βρίσκονται στην Κύπρο. Η επίδικη συμφωνία ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της από τον ενάγοντα στην Κύπρο.  Ένας μεγάλος αριθμός μαρτύρων βρίσκεται στην Κύπρο και συνεπώς η μετάβαση τους στο εξωτερικό για σκοπούς μαρτυρίας εξυπακούει δαπάνη και ταλαιπωρία.  Η επίδικη συμφωνία δεν περιέχει ρήτρα αλλοδαπών Δικαστηρίων παρά μόνο πρόνοια για το Δίκαιο που τη διέπει.  Πρόκειται για αλλοδαπό Δίκαιο, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ελληνικό Δίκαιο, και τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να το εφαρμόσουν.  Οι εναγόμενοι 1 απέτυχαν να αποδείξουν την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου διαθέσιμου βήματος το οποίο ξεκάθαρα και ευδιάκριτα θα ήταν πιο κατάλληλο από τα Κυπριακά Δικαστήρια να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.  Ενδεικτική είναι η θέση που υπεστήριξαν κατά την ακρόαση της αίτησης όταν εισηγήθηκαν σαν κατάλληλα Δικαστήρια είτε τα Ελληνικά είτε τα Αρμενικά Δικαστήρια."

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Tradax v. Gueensea Marine Co (1986) 1 C.L.R. 559,

Steamer Shipping Co Ltd v. Sibyl Trading & Shipping Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1069.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη 1, υπεράκτια εταιρεία, εγγεγραμμένη στην Κύπρο, κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 31/5/01 (Αρ. Αγωγής 2192/00) με την οποία απέρριψε την αίτησή της ημερ. 7/6/00 για αναστολή της διαδικασίας της αγωγής υπ' αρ. 2192/00 η οποία αφορούσε τη διεκδίκηση από τον ενάγοντα αποζημιώσεων λόγω του τερματισμού της απασχόλησής του από αυτήν, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της περί ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας στην μεταξύ τους συμφωνία ημερομηνίας 6.4.99 για παραπομπή της εκδίκασης της όλης διαφοράς σε διαιτησία σύμφωνα με τους Κανόνες Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου καθώς και τον ισχυρισμό της ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν ήταν το φυσικό ή το κάταλληλο forum εκδίκασης, αλλά και ότι υπήρχε άλλο forum, και δη καταλληλότερο, το οποίο είχε δικαιοδοσία.

Χρ. Μελίδης, για την Εφεσείουσα-Εναγόμενη Αρ.1.

Κ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα (εναγόμενη 1), είναι υπεράκτια εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο με γραφεία στη Λεμεσό.  Ελέγχεται πλήρως από τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος Α.Ε. (ΟΤΕ - εναγόμενο 2), ο οποίος είναι ελληνική εταιρεία.  Ο εφεσίβλητος είναι Κύπριος.

Στις 3.4.2000, ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή (Δ.2, θ.1) εναντίον της εφεσείουσας και του εναγόμενου 2, με την οποία αξίωνε, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα:

«Το ισόποσο εις Κυπριακάς λίρας κατά την ημέραν πληρωμής των του ποσού των 1,750,000 Δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, τα οποία οφείλουν προς τον ενάγοντα ο εναγόμενος 1 ως πρωτοφειλέτης και ο εναγόμενος 2 ως εγγυητής, ως δεδουλευμένους μισθούς και ή δυνάμει συμφωνίας εργοδοτήσεως γενομένης μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου 1 κατά η περί την 6.4.1999 και υπογραφείσης υπό του Ενάγοντος εις Λευκωσία της Κύπρου, την πιστή εκπλήρωσιν των όρων και υποχρεώσεων του Εναγομένου 1 εκ της ως άνω συμφωνίας καθώς και την πληρωμή του μισθού, των φιλοδωρημάτων και άλλων ωφελημάτων του Ενάγοντος εκ της ως άνω συμφωνίας και ή τερματισμού της εργοδοτήσεως του Ενάγοντος και ή εξαναγκασμού του Ενάγοντος να εγκαταλείψει την εργασίαν του εις την Armenia Telephone Company Joint Venture εις Αρμενία, όπου απεσπάσθη και ή ετοποθετήθη υπό του Εναγομένου 1, και ή ως αποζημιώσεις λόγω διαφόρων συμφωνιών, υποσχέσεων, δεσμεύσεων και παραστάσεων των Εναγομένων και των εκπροσώπων των δυνάμει και συνεπεία των οποίων ο Ενάγων επείσθη και ή εδελάσθη ν' αφυπηρετήσει πρόωρα εκ της πολύ υψηλής θέσεως του εις την Αρχήν Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και/ή δια απώλεια σταδιοδρομίας και/ή αποζημιώσεις δια κακόπιστην και/ή παράνομον και/ή αντίθετο προς κάθε έννοιαν χρηστών και συναλλακτικών ηθών, διαγωγήν και συμπεριφοράν των Εναγομένων και/ή άλλως πως.»

Αφού στις 18.5.2000 η εφεσείουσα καταχώρησε εμφάνιση στην αγωγή, στις 7.6.2000 καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε:

«(Α)            Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίον να διατάσσεται η αναστολή (Stay) της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο διαδικασίας λόγω της ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας στην συμφωνία ημερομηνίας 6.4.99 και της παραπομπής της εκδίκασης της όλης διαφοράς σε διαιτησία σύμφωνα με τους Κανόνες Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce) και/ή

 (Β) Διαζευκτικά Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διατάζει την αναστολή (Stay) και ή τον παραμερισμό (Set Aside) της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο διαδικασίας λόγω ακαταλληλότητας και/ή μη βολικότητας (Forum Conveniens) των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν αυτή.»

Η αίτηση είχε ως νομικό υπόβαθρο την Δ.6, θθ1, 2 και 4, την Δ.48, θθ1, 2 και 3, το άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, και τις εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Υποστηριζόταν από δύο ένορκες δηλώσεις,  των Π. Νικάκη και Γ. Καραπλή, όπως, επίσης, και το περιεχόμενο αριθμού εγγράφων τα οποία επισυνάφθηκαν ως τεκμήρια.

Στην ένορκο δήλωση του ο Π. Νικάκης ανέφερε, περιληπτικά, ότι:  Ως Διευθυντής του Τμήματος Διεθνών Επενδύσεων του εναγομένου 2, ο οποίος και είχε τον πλήρη έλεγχο και την διεύθυνση της εφεσείουσας, στις 6.4.1999, ύστερα από διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα και στην Αρμενία, μεταξύ του εφεσίβλητου αφενός και της εφεσείουσας και του εναγόμενου 2 αφετέρου, υπεγράφη μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας συμφωνία εργοδότησης του εφεσίβλητου «την πιστή εκτέλεση της οποίας εμφανίζεται ότι εγγυήθηκαν εκ μέρους των εναγομένων 1, οι εναγόμενοι 2».  Η συμφωνία υπεγράφη «καθόσον αφορά τους εναγόμενους στην Αθήνα».  Ο όρος 7 της συμφωνίας προνοούσε τα ακόλουθα:

"This agreement shall be governed by and construed in accordance with the Laws of Greece.  Any dispute with respect to the interpretation or application of this agreement shall be finally settled by arbitration in accordance with the rules of conciliation and arbitration of the International Chamber of Commerce".

Επειδή η αίτηση, συνέχισε ο Π. Νικάκης, συνιστά διαφορά η οποία εμπίπτει στον όρο 7 της συμφωνίας, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της διαδικασίας της αγωγής και της παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία σύμφωνα με τους κανόνες διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου.  Διαζευκτικά, και για συγκεκριμένους λόγους, δικαιολογείται η αναστολή της αγωγής «λόγω ακαταλληλότητας και μη βολικότητας (forum of non est conveniens) των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν αυτή».

Ο Γ. Καραπλής, στη δική του ένορκο δήλωση, ανέφερε, περιληπτικά, ότι η εφεσείουσα ιδρύθη και ενεγράφη στην Κύπρο από τον εναγόμενο 2 με σκοπό να επωφεληθεί ο τελευταίος των συμφωνιών απαλλαγής διπλής φορολογίας που συνήψε η Κυπριακή Δημοκρατία με άλλα κράτη. Αυτός υπέγραψε τη συμφωνία της 6.4.1999, τόσο εκ μέρους της εφεσείουσας όσο και εκ μέρους του εναγόμενου 2, η δε συμφωνία υπεγράφη στην Αθήνα και όχι στην Κύπρο.

Ο εφεσίβλητος πρόβαλε ένσταση στην αίτηση.  Η ένσταση είχε ως νομικό υπόβαθρο την Δ.6, θ1, 2 και 4, την Δ.48, 74, το άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ.4 και τις εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου.  Υποστηριζόταν από μια ένορκο δήλωση, του εφεσίβλητου, όπως, επίσης, και το περιεχόμενο αριθμού εγγράφων τα οποία επισυνάφθηκαν ως τεκμήρια.  Περιληπτικά, ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι συνήψε τη συμφωνία στις 6.4.1999, όμως αυτή δεν υπεγράφη στην Ελλάδα αλλά στην Κύπρο όπου ο εφεσίβλητος την υπέγραψε τελευταίος, μετά την υπογραφή της από την εφεσείουσα και τον εναγόμενο 2 στην Ελλάδα. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος πρόβαλε τη θέση ότι ο όρος 7 της συμφωνίας δεν τύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση, γιατί δεν επρόκειτο για «τη συνήθη γενική ρήτρα διαιτησίας, αλλά περιορισμένη» και γιατί η εν λόγω ρήτρα «δεν συμπεριλαμβανόταν στη γραπτή εγγύηση του εναγόμενου 2».  Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι ο εν λόγω όρος 7, η ρήτρα, δηλαδή, διαιτησίας ήταν ασαφής και αόριστη γιατί δεν προέβλεπε τον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας και, συνεπώς, ήταν ανεφάρμοστη. Επιπλέον, ο εφεσίβλητος πρόβαλε τη θέση ότι, εν πάση περιπτώσει, η αξίωση του, όπως διατυπωνόταν στην αγωγή, δεν αποτελούσε «διαφορά» (dispute) μεταξύ των συμβληθέντων, με την έννοια της ρήτρας διαιτησίας, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες της εν λόγω ρήτρας. Διαζευκτικά, και αναφορικά με το αίτημα της εφεσείουσας για αναστολή «λόγω ακαταλληλότητας και μη βολικότητας των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν αυτή», ο εφεσίβλητος αντέτεινε ότι το αίτημα θάπρεπε να απορριφθεί για το λόγο ότι η αρχή του forum of non est conveniens δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί, ιδιαίτερα ενόψει της καταχώρισης εμφάνισης στην αγωγή εκ μέρους της εφεσείουσας, αλλά και διότι δεν γινόταν πουθενά αναφορά, είτε στον όρο 7 της συμφωνίας είτε στην αίτηση είτε στις ένορκες δηλώσεις, σε Δικαστήρια συγκεκριμένης χώρας τα οποία η εφεσείουσα θεωρούσε βολικά για να εκδικάσουν την αγωγή, ενώ τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν την εξουσία να εφαρμόσουν, εφ' όσον αποδειχθεί, το Ελληνικό Δίκαιο, η συμφωνία της 6.4.1999 υπεγράφη στην Κύπρο και όχι στην Ελλάδα, η εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος είναι Κύπριοι, ο δε μεγαλύτερος αριθμός μαρτύρων βρίσκεται στην Κύπρο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Έκρινε ότι:

(α)  οι πρόνοιες του όρου 7 της συμφωνίας για παραπομπή σε διαιτησία ήταν ασαφείς, αόριστες και γενικές,

(β)  ανεξάρτητα του (α), οι απαιτήσεις του ενάγοντα (εφεσίβλητου) για δεδουλευμένους μισθούς και συμφωνηθέντα φιλοδωρήματα δεν συνιστούσαν "διαφορά" (dispute) η οποία ενέπιπτε στα πλαίσια του όρου 7 για παραπομπή σε διαιτησία,

(γ)  ανεξάρτητα του (α), δεν ενδεικνυόταν η μερική αναστολή της αγωγής και/ή της δικαστικής διαδικασίας, ήτοι καθόσον αυτή αφορούσε την απαίτηση του ενάγοντα (εφεσίβλητου) για αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας,

(δ)  η εναγόμενη αρ. 1 (εφεσείουσα) απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν ήταν το φυσικό ή το κατάλληλο forum εκδίκασης, αλλά και ότι υπήρχε άλλο forum, και δη καταλληλότερο, το οποίο είχε δικαιοδοσία και στο οποίο θα μπορούσε να απονεμηθεί δικαιοσύνη με ουσιαστικά λιγότερη δυσκολία ή δαπάνη.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες της ρήτρας διαιτησίας (όρος 7 της συμφωνίας) ήταν ασαφείς, αόριστες και γενικές, υπό την έννοια ότι δεν εσυγκεκριμενοποιείτο στις εν λόγω πρόνοιες ή στο υπόλοιπο μέρος της συμφωνίας η χώρα ή ο τόπος στον οποίο η διαιτησία θα ελάμβανε χώρα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει έγκυρη συμφωνία για παραπομπή της οποιασδήποτε αμφισβήτησης σε διαιτησία.  Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, η ρήτρα διαιτησίας παραπέμπει σε διαιτησία σύμφωνα με τους Κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (Κ.Δ.Ε.Ε.), οι οποίοι "προβλέπουν και τη διαδικασία διορισμού των διαιτητών και τον τόπο τον οποίο οι ίδιοι καθορίζουν με τους κανόνες τους σε ποιο τόπο θα διεξαχθεί.  Το μόνο που μένει είναι ο ενάγοντας να υποβάλει την αίτηση του στο συγκεκριμένο Διαιτητικό Δικαστήριο με όλα τα έγγραφα προς υποστήριξη των απαιτήσεών του και η διαδικασία θα ξεκινήσει."

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, η αναφορά στη ρήτρα διαιτησίας στους Κ.Δ.Ε.Ε. καθορίζει τους κανόνες οι οποίοι θα διέπουν τη διαδικασία  κατά την διαιτησία η οποία θα επιληφθεί της διαφοράς και όχι τον τόπο στον οποίο θα λάβει χώρα η εν λόγω διαιτησία.

Άλλος λόγος έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται διαζευκτικό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι εσφαλμένα το δικαστήριο κατέληξε στο ότι οι απαιτήσεις του εφεσίβλητου για δεδουλευμένους μισθούς και συμφωνηθέντα φιλοδωρήματα δεν συνιστούσαν "διαφορά" (dispute), η οποία να ενέπιπτε στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.  Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, οι απαιτήσεις του εφεσίβλητου για δεδουλευμένους μισθούς και συμφωνηθέντα φιλοδωρήματα αφορούσαν την εφαρμογή (application) της συμφωνίας των διαδίκων και, δεδομένου ότι οι εν λόγω απαιτήσεις ουδέποτε έγιναν αποδεκτές, είτε ρητά είτε σιωπηρά, από την εφεσείουσα, αυτές ενέπιπταν πλήρως στις πρόνοιες της ρήτρας διαιτησίας.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Το γεγονός ότι οι πρόνοιες της ρήτρας διαιτησίας καλύπτουν "οποιαδήποτε διαφορά", δεν εξυπακούει κατ΄ανάγκη ότι οποιαδήποτε αξίωση, έστω και αν αυτή πηγάζει από τη μη τήρηση των όρων της συμφωνίας, συνιστά και "διαφορά" η οποία να καλύπτεται από τις πρόνοιες της ρήτρας διαιτησίας.  Για να υπάρχει "διαφορά" αυτή πρέπει να αφορά είτε στα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την ευθύνη, ή την υποχρέωση, είτε στις νομικές επιπτώσεις των εν λόγω γεγονότων.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Tradax ν. Gueensea Marine Co (1986) 1 C.L.R. 559, στις σ. 562-563, είναι απόλυτα σχετικό:

"A dispute presupposes disagreement about facts relevant to liability of the parties or the implications of such facts in law...... The object of arbitration is not to provide a  substitute for the coercive powers of the Court to order the discharge of contractual or other obligations. Arbitration is merely an alternative forum for the elucidation of the parties.  In this case, no question ever arose between the parties about the liabilities of the defendants nor is presently a dispute pending between them.  In the absence of a dispute the abitration clause was inapplicable and the right of the plaintiffs to have recourse to the Court cannot be suspended or defeated by reference thereto."

(Σχετικά με το ίδιο ζήτημα, ήτοι τι συνιστά "διαφορά", βλέπε επίσης Steamer Shipping Co Ltd v. Sibyl Trading & Shipping Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1069).

Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, σχετικά με τους δεδουλευμένους μισθούς και τα συμφωνηθέντα φιλοδωρήματα, δεν υπήρχε "διαφορά" για να παραπεμφθεί σε διαιτησία σύμφωνα με τον όρο 7 της συμφωνίας.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης, και πάλι αναφορικά με διαζευκτικό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι εσφαλμένα το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ενδεικνυόταν να αναστείλει μερικώς την αγωγή και/ή την δικαστική διαδικασία, λόγω της ρήτρας διαιτησίας, καθόσον αυτή αφορούσε την απαίτηση του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας.  Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, οι απαιτήσεις του εφεσίβλητου για δεδουλευμένους μισθούς και συμφωνηθέντα φιλοδωρήματα ήσαν εντελώς ανεξάρτητες από τις απαιτήσεις του για αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας και, επομένως, οι τελευταίες θάπρεπε να ανασταλούν και παραπεμφθούν σε διαιτησία όπως οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει με τον όρο 7. 

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.  Το σύνολο των αξιώσεων του εφεσίβλητου στηριζόταν στις πρόνοιες της συμφωνίας και συναρτόταν άμεσα με το περιεχόμενό της.  Τα γεγονότα τα οποία περιέβαλλαν τις αξιώσεις του εφεσίβλητου ήσαν αλληλένδετα και άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.  Υπό τις περιστάσεις δεν ενδεικνυόταν ο κατακερματισμός της υπόθεσης γιατί, σε τέτοια περίπτωση, και ταλαιπωρία και διπλά έξοδα θα υφίσταντο οι δύο πλευρές και τα ίδια γεγονότα θα ακούονταν δύο φορές, από δύο διαφορετικά "Δικαστήρια", ήτοι τα Κυπριακά τα οποία θα εκδίκαζαν την αξίωση για δεδουλευμένους μισθούς και φιλοδωρήματα, και τα Διαιτητικά ενώπιον των οποίων θα αγόταν η αξίωση του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για αναστολή της αγωγής και/ή της δικαστικής διαδικασίας λόγω ακαταλληλότητας (forum of non est conveniens) των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν την αγωγή.  Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, από το αποδεικτικό υλικό το οποίο είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο δικαστήριο αποδεικνυόταν ότι επληρούντο όλες οι νομολογιακές προϋποθέσεις για να ασκηθεί η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της αγωγής και/ή της δικαστικής διαδικασίας λόγω της ύπαρξης καταλληλότερων δικαστηρίων για την εκδίκαση της αγωγής, συγκεκριμένα των Ελληνικών και/ή των Αρμενικών Δικαστηρίων. 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Ως είχαν τα ενώπιόν του γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε να προχωρήσει με την εκδίκαση της αγωγής.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:

"Έχω λάβει υπόψη όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και όλα όσα οι δύο πλευρές έχουν επικαλεστεί για υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων τους.  Παρατηρώ τα εξής.  Ο Ενάγοντας είναι Κύπριος και οι Εναγόμενοι 1 υπεράκτια εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο.  Τα γραφεία των Εναγομένων 1 και τα βιβλία τους βρίσκονται στην Κύπρο.  Η επίδικη συμφωνία ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της από τον ενάγοντα στην Κύπρο.  Ένας μεγάλος αριθμός μαρτύρων βρίσκεται στην Κύπρο και συνεπώς η μετάβαση τους στο εξωτερικό για σκοπούς μαρτυρίας εξυπακούει δαπάνη και ταλαιπωρία.  Η επίδικη συμφωνία δεν περιέχει ρήτρα αλλοδαπών Δικαστηρίων παρά μόνο πρόνοια για το Δίκαιο που τη διέπει. Πρόκειται για αλλοδαπό Δίκαιο, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ελληνικό Δίκαιο, και τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να το εφαρμόσουν.  Οι εναγόμενοι 1 απέτυχαν να αποδείξουν την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου διαθέσιμου βήματος το οποίο ξεκάθαρα και ευδιάκριτα θα ήταν πιο κατάλληλο από τα Κυπριακά Δικαστήρια να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.  Ενδεικτική είναι η θέση που υπεστήριξαν κατά την ακρόαση της αίτησης όταν εισηγήθηκαν σαν κατάλληλα Δικαστήρια είτε τα Ελληνικά είτε τα Αρμενικά Δικαστήρια."

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο