ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
In re I A an Advocate (1987) 1 CLR 319
Πολύκαρπου Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 ΑΑΔ 1839
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Sharelink Securities Ltd ν. Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και Άλλης (2004) 4 ΑΑΔ 61
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ Μ.Χ., ΔΙΚΗΓΟΡΟ, Πειθαρχική ΄Εφεση Αρ. 1/2001., 17 Απριλίου, 2003
(2002) 1 ΑΑΔ 1025
11 Ιουλίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17(4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 2,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ Μ.Ι. ΔΙΚΗΓΟΡΟ.
(Πειθαρχική Έφεση Αρ. 1/2000)
Δικηγόροι ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Παράλειψη εξειδίκευσης λεπτομερειών του πειθαρχικού παραπτώματος σε σχέση με το οποίο θα διεξαγόταν η πειθαρχική δίκη ― Επέμβαση Εφετείου κρίθηκε αναγκαία λόγω αντινομικότητας της διαδικασίας που ακολούθησε το Πειθαρχικό Συμβούλιο και παραβίασης του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο πειθαρχικού αδικήματος βάσει του Άρθρου 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου ήτοι ένοχο συμπεριφοράς ασυμβίβαστου προς το επάγγελμα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση στη βάση του Άρθρου 17(4) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, επισημαίνοντας στους λόγους έφεσης πως το ζήτημα του συγκεκριμένου πειθαρχικού αδικήματος για το οποίο διεξαγόταν η δίκη ήταν ρευστό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο κατηγορούμενος σε πειθαρχική δίκη απολαμβάνει των δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος σε κατηγορούμενο σε ποινική δίκη. Η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του διωχθέντος καθιστά τη διαδικασία καθ' ολοκληρίαν παράνομη.
2. Τα στοιχεία που εν τέλει κρίθηκαν ως στοιχειοθετούντα πειθαρχικό παράπτωμα "βάσει του Άρθρου 17(1)", δεν ήταν προσδιορισμένα εξ αρχής ως συνθετικά κάποιας κατηγορίας σε σχέση με την οποία θα διεξαγόταν η διαδικασία και έναντι της οποίας ο εφεσείων θα υπερασπιζόταν. Το ζήτημα αυτό παρέμεινε ρευστό και ο προσδιορισμός των στοιχείων του πειθαρχικού παραπτώματος έγινε μόνο στο τέλος. Όσα στο τέλος προσδιορίστηκαν ήταν και ασυμβίβαστα προς εκείνα τα οποία, κατά τη διάρκεια της δίκης, εύλογα άφηναν να εννοηθεί πως ήταν άλλο το περιεχόμενο της "κατηγορίας".
3. Η καταδίκη του εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων του και, συνεπώς, αυτή όπως και η ποινή που στη συνέχεια του επιβλήθηκε, πρέπει να παραμεριστούν.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα σε βάρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839,
I.A. An Advocate (1987) 1 C.L.R. 319.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα - δικηγόρο κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου ημερ. 27/1/00 με την οποία το Συμβούλιο ομόφωνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εγκαλούμενος δικηγόρος είναι ένοχος πειθαρχικού αδικήματος βάσει του Άρθρου 17(1) του Περί Δικηγόρων Νόμου δηλ. ένοχος συμπεριφοράς ασυμβίβαστου προς το επάγγελμα.
Λ. Κληρίδης και Αχ. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Κούσιου - Χρυσανδρέα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται, δυνάμει του άρθρου 17(4) του περί Δικηγόρων Νόμου Κεφ. 2 (ο Νόμος), η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου με την οποία ο εφεσείων δικηγόρος βρέθηκε "ένοχος πειθαρχικού αδικήματος βάσει του άρθρου 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου ήτοι ένοχος συμπεριφοράς ασυμβίβαστου προς το επάγγελμα".
Το άρθρο 17(1) του Νόμου αναφέρεται στις ποινές που είναι δυνατό να επιβληθούν από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε δυο περιπτώσεις. Η πρώτη, που δεν μας αφορά, με υπόβαθρο την καταδίκη δικηγόρου από Δικαστήριο για ποινικό αδίκημα το οποίο, κατά τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενέχει ηθική αισχρότητα. Η δεύτερη, με υπόβαθρο τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου πως δικηγόρος είναι "ένοχος επονείδιστου, δόλιας ή ασυμβίβαστης διαγωγής προς το επάγγελμα".
Το άρθρο 17(2) του Νόμου ρυθμίζει τα της έναρξης της διαδικασίας για επιβολή οποιασδήποτε από τις ποινές που προβλέπονται. Αυτή μπορεί να αρχίσει από το Πειθαρχικό Συμβούλιο αυτεπαγγέλτως, από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατόπιν καταγγελίας προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο από οποιοδήποτε δικαστήριο ή Πρόεδρο Επιτροπής Τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου και με αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που έχει παράπονα από τη διαγωγή δικηγόρου, κατόπιν άδειας του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Εν προκειμένω, ίσχυσε το τελευταίο. Οι περιστάσεις δε έναρξης και διεξαγωγής της διαδικασίας προσλαμβάνουν κρίσιμη, όπως θα δούμε, σημασία.
Στις 19.3.97 ο Ζ. Κίμωνος (ο παραπονούμενος), ως Διευθυντής της εταιρείας Μagistrato Gardens Ltd, υπέβαλε γραπτό παράπονο σε σχέση με τη συμπεριφορά του εφεσείοντα κατά το 1995. Ο εφεσείων, με δική του επιστολή, ημερομηνίας 24.4.97, γνωστοποίησε τις δικές του απόψεις, ακολούθησαν και άλλες επιστολές του εφεσείοντα και του παραπονούμενου και υπάρχει στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου σύνοψη του περιεχομένου των θέσεων που εκατέρωθεν διατυπώθηκαν. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 5 της απόφασης:
«Δεν υφίσταται λόγος να προχωρήσουμε με περίληψη τoυ περιεχομένου μιας εκάστης των πιο πάνω επιστολών. Αρκεί να λεχθεί ότι και οι δύο πλευρές διατήρησαν μέχρι τέλους τις αρχικές τους θέσεις, ήτοι:
(α) Ο μεν παραπονούμενος ότι, ενώ ο εγκαλούμενος δικηγόρος ανέλαβε έναντι αμοιβής να ενεργήσει ως δικηγόρος προκειμένου να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του συνιδιοκτήτη του Τεμ. 175 για την αγορά που ήδη είχε κάμει ο παραπονούμενος του άλλου ½ μεριδίου εξ αδιαιρέτου επί του εν λόγω τεμαχίου, στο οποίο βρίσκοντο τα υποστατικά της Magistrato, o εγκαλούμενος δικηγόρος, μέσω εταιρείας, που είχε συστήσει ο ίδιος μαζί με τη σύζυγό του, αγόρασε ο ίδιος εν τέλει το προαγορασθέν κατά τον ισχυρισμό του παραπονούμενου εν λόγω μερίδιο.
(β) Ο δε εγκαλούμενος δικηγόρος ότι ουδέποτε ανέλαβε να ενεργήσει ως δικηγόρος του παραπονούμενου και/ή της Magistrato, ουδέποτε έκαμε οποιαδήποτε συμφωνία περί αμοιβής ούτε και πληρώθηκε οποιαδήποτε αμοιβή υπό μορφή εκπτώσεως της τιμής αγοράς λουλουδιών από τον ίδιο και ότι επομένως ήταν δικαίωμα της εταιρείας του να αγοράσει με συμφωνία με τη διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος συνιδιοκτήτη το εξ αδιαιρέτου επί των προαναφερθέντων ακινήτων μερίδιο του τελευταίου και ότι αν ο παραπονούμενος και/ή η Magistrato έχουν παράπονο, τούτο είναι αστικής φύσεως και θα μπορούσαν να εγείρουν αγωγή κατά της διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος συνιδιοκτήτη για παράβαση συμβάσεως.»
Στις 23.10.97 το Πειθαρχικό Συμβούλιο κάλεσε ενώπιόν του τον εφεσείοντα και τον παραπονούμενο. Σκοπός, όπως εξηγεί στην απόφασή του, ήταν "να τους ακούσει και προφορικά, προτού αποφασίσει κατά πόσο θα έδιδε ή όχι άδεια ενάρξεως πειθαρχικής διαδικασίας". Τους άκουσε και "αποφάσισε ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και δια τούτο έδωσε άδεια για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του εγκαλουμένου δικηγόρου δυνάμει του άρθρου 17(2)(δ) των περί Δικηγόρων Νόμων".
Το άρθρο 17(2)(δ) δεν ήταν βέβαια προσδιοριστικό του πειθαρχικού παραπτώματος σε σχέση με το οποίο θα διεξαγόταν η διαδικασία. Αναφέρεται μόνο στη δυνατότητα έναρξης διαδικασίας, με τον τρόπο που καθορίζει. Ό,τι αναδεικνύεται ως το μόνο προσδιοριστικό του αντικειμένου της διαδικασίας, σε σχέση με το οποίο η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση, ήταν η αναφορά σε «πειθαρχική διαδικασία» που θα άρχιζε. Το κατά πόσο αυτή θα αφορούσε σε επονείδιστη ή δόλια ή ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα διαγωγή, δεν καθορίστηκε. Αλλά πέραν τούτου, θα λέγαμε το κυριότερο, δεν εξειδικεύθηκαν όσα θα ήταν δυνατό να περιγραφούν, κατά αναλογία προς την ποινική διαδικασία, ως λεπτομέρειες του πειθαρχικού παραπτώματος σε σχέση με το οποίο θα διεξαγόταν η πειθαρχική δίκη. Δεν είχε συνταχθεί εδώ κατηγορητήριο και, πάντως, δεν ήταν καθορισμένο ποιά ακριβώς ενέργεια ή παράλειψη του εφεσείοντα συνιστούσε και ποιό από τα πειθαρχικά παραπτώματα, όπως αυτά προκύπτουν από το άρθρο 17(1) του Νόμου.
Η διεξαγωγή και η κατάληξη της διαδικασίας πάνω σ' αυτό το απροσδιόριστο υπόβαθρο, ανέδειξε και στην πράξη πως, όπως επισημαίνεται στους λόγους έφεσης, το ζήτημα του συγκεκριμένου πειθαρχικού αδικήματος για το οποίο διεξαγόταν η δίκη ήταν ρευστό. Θα σταθούμε, όμως, πριν προχωρήσουμε, στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολύκαρπος Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839. Δεν είχε επιδοθεί κατηγορητήριο ούτε είχε προσαφθεί κατά του δικηγόρου συγκεκριμένη κατηγορία και εξηγήθηκε, με αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το θεμελιωμένο πως "ο κατηγορούμενος σε πειθαρχική δίκη απολαμβάνει των δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το Άρθρο 12.5. του Συντάγματος σε κατηγορούμενο σε ποινική δίκη". Για να ακολουθήσουν τα πιο κάτω στην απόφαση που εξέδωσε ο Πικής, Π., ως αποκαλυπτικά της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του διωχθέντος, που καθιστούσε τη διαδικασία "καθ΄ολοκληρίαν, παράνομη":-
"Το πρώτο εχέγγυο της υπεράσπισης είναι η γνωστοποίηση της κατηγορίας στο διωκόμενο και, παράλληλα, των γεγονότων, τα οποία την στοιχειοθετούν.
.............................................................................................................
Στην προκείμενη περίπτωση, όχι μόνο δε δόθηκαν στον κ. Φιλίππου τα στοιχεία της κατηγορίας, αλλά και ούτε διατυπώθηκε κατηγορία εναντίον του. Τόσο η ποινή, που του επιβλήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στο τέλος της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, όσο και η προγενέστερη διαπίστωση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου, 1998, στην οποία γίνεται λόγος για αποκλεισμό του εφεσείοντος από τη δικηγορία μέχρις ότου αποκατασταθεί, στερούνται υπόστασης."
Να δούμε, όμως, και την εξέλιξη, όπως την επικαλείται ο εφεσείων με παραπομπή στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας. Ήταν προφανές πως απασχολούσε το ζήτημα της ιδιότητας υπό την οποία φερόταν να είχε ενεργήσει ο εφεσείων. Ειδικότερα, το κατά πόσο, κατά τη μαρτυρία που προσαγόταν, το ζητούμενο, ως σχετικό, ήταν η δημιουργία σχέσης δικηγόρου-πελάτη μεταξύ του παραπονούμενου και του εφεσείοντα. Αυτό κατ' αντιδιαστολή προς την περίπτωση να ήταν εν γένει μεμπτή η συμπεριφορά του εφεσείοντα, ως δικηγόρου, ανεξάρτητα από το κατά πόσο ενεργούσε πράγματι ως δικηγόρος του παραπονούμενου. Αυτή η διάσταση του θέματος συζητήθηκε στην υπόθεση Ιn Re I.A. An Advocate (1987) 1 C.L.R. 319 αλλά εκείνο που τώρα ανακύπτει δεν είναι η κατ' ουσίαν δυνατότητα στοιχειοθέτησης πειθαρχικού παραπτώματος και στη δεύτερη περίπτωση. Το θέμα αφορά στη φύση και στις λεπτομέρειες του συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο διεξαγόταν η δίκη, ως το θεμέλιο όλης της διαδικασίας. Σε τρεις περιπτώσεις, με παρεμβάσεις εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ως Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά την προσαγωγή της μαρτυρίας, έγιναν οι ακόλουθες εξειδικεύσεις:
1. «κ. Μαρκίδης Ναι αλλά εδώ δικάζεται διότι εσείς λέτε του αναθέσετε μίαν δικηγορική υπόθεση.»
2. «Πρόεδρος: Το σημείο εδώ είναι κατά πόσον ήταν ή δεν ήταν δικηγόρος σου.
.............................................................................
Πρόεδρος: Νομίζω πάμε σε πολλά παράπλευρα
θέματα. Η ουσία είναι κατά πόσον ήταν ή δεν ήταν δικηγόρος σου για τη συγκεκριμένη εργασία στην οποία έχεις αναφερθεί. Αυτό είναι το θέμα.»
3. «Πρόεδρος: Δεν έχει σχέση. Σημασία είναι και έχει, μπορεί να είναι σκληρό τούτο που λέγω, αλλά σημασία έχει αν είχε υποχρέωση απέναντί σου ως δικηγόρος. Εμείς είμα- στε Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων. Εάν εύρει το Πειθαρχικό Συμβούλιο ότι πράγματι ήταν δικηγόρος σου γι΄αυτή τη δουλειά θα καταλήξουμε σε ένα συμπέρα- σμα α. Εάν εύρουμε ότι δεν ήταν δικηγό- ρος σου γι΄ αυτή τη δουλειά θα καταλή- ξουμε σ΄ ένα συμπέρασμα β. Το πόση ζη- μιά έπαθες όμως δεν έχει σχέση με το θέμα το οποίον δικάζουμε αυτή τη στιγμή εδώ διότι δεν είμεθα δικαστήριο το οποίον θα επιδικάσει αποζημιώσεις.»
Ακούστηκαν οι μάρτυρες της κάθε πλευράς και το Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού αξιολόγησε την μαρτυρία κατέληξε σε τελική κρίση, ως εξής:
«Η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από δικηγόρο δεν συνδέεται απαραίτητα με άσκηση εργασίας, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δικηγορική. Εάν για παράδειγμα δικηγόρος καταδικασθεί για ποινικό αδίκημα, που ενέχει ηθική αισχρότητα, επακολουθεί και καταδίκη του για πειθαρχικό παράπτωμα, παρά το ότι η τέλεση του εγκλήματος δεν αποτελεί ασφαλώς άσκηση δικηγορικής εργασίας.
Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει λόγος να εξετάσουμε κατά πόσο η ανάληψη έναντι αμοιβής υποχρέωσης για προσπάθεια να πεισθεί συνιδιοκτήτης να δώσει συγκατάθεση στην πώληση του άλλου μεριδίου της συνιδιοκτησίας συνιστά ή όχι δικηγορική εργασία. Διότι είτε συνιστά δικηγορική εργασία είτε όχι, αφ΄ ης στιγμής ο εγκαλούμενος δικηγόρος ανέλαβε συγκεκριμένη υποχρέωση έναντι αμοιβής, έπρεπε να είχε συμπεριφερθεί μέχρι τέλους σύμφωνα με το επίπεδο, που το λειτούργημα του δικηγόρου επιβάλλει. Είτε πρόκειται για δικηγορική αμοιβή είτε όχι ο εγκαλούμενος δικηγόρος είχε στοιχειώδη υποχρέωση να ειδοποιήσει τον παραπονούμενο, είτε τον αποκαλέσουμε πελάτη του είτε όχι, ότι η προσπάθειά του είχε αποτύχει. Δεν έπρεπε να είχε προχωρήσει να αποκτήσει ο ίδιος μέσω εταιρείας το μερίδιο, που ήδη είχε εν γνώσει του προαγοράσει ο παραπονούμενος. Κατά τη γνώμη μας, έστω και μετά την αποτυχία της προσπάθειάς του, θα έπρεπε να αποφύγει για εύλογο τουλάχιστο χρονικό διάστημα τη δική του πλέον ανάμειξη προς απόκτηση του επίδικου μεριδίου, τοσούτω μάλλον αφού δεν εφρόντισε καν να ερωτήσει τον άνθρωπο, ο οποίος του ανέθεσε το συγκεκριμένο έργο, κατά πόσο δέχεται την άποψη της διαχειρίστριας περί ακυρώσεως της συμφωνίας, που είχε προηγηθεί και εν σχέσει με την οποία και συγκεκριμένα για την υλοποίησή της ο ίδιος ανέλαβε να αναμιχθεί. Δεν μπορεί ο δικηγόρος να δέχεται χωρίς να συνεννοείται με τον πελάτη του την άποψη επί πραγματικού γεγονότος κάποιου, με τον οποίο ο πελάτης του πιθανό ή προφανώς έχει συγκρουόμενα συμφέροντα.
Για τους πιο πάνω λόγους, το Πειθαρχικό Συμβούλιο ομόφωνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εγκαλούμενος δικηγόρος είναι ένοχος πειθαρχικού αδικήματος βάσει του άρθρου 17(1) του Περί Δικηγόρων Νόμου ήτοι ένοχος συμπεριφοράς ασυμβίβαστου προς το επάγγελμα."
Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει το γεγονός ότι ενώ, στην αρχή, αφήνεται ανοικτό το κατά πόσο ο παραπονούμενος ήταν πελάτης του εφεσείοντα, στο τέλος κατά τον προσδιορισμό της μεμπτής συμπεριφοράς που στήριξε την καταδίκη, περιγράφεται ως πελάτης του. Το κρίσιμο, από τη σκοπιά με την οποία εξετάζουμε το θέμα, είναι πως τα στοιχεία που εν τέλει κρίθηκαν ως στοιχειοθετούντα πειθαρχικό παράπτωμα "βάσει του άρθρου 17(1)", δεν ήταν προσδιορισμένα εξ αρχής ως συνθετικά κάποιας κατηγορίας σε σχέση με την οποία θα διεξαγόταν η διαδικασία και έναντι της οποίας ο εφεσείων θα υπερασπιζόταν. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, παρέμεινε ρευστό αυτό το ζήτημα και ο προσδιορισμός των στοιχείων του πειθαρχικού παραπτώματος έγινε μόνο στο τέλος. Και όχι μόνο αυτό. Όσα στο τέλος προσδιορίστηκαν ήταν και ασυμβίβαστα προς εκείνα τα οποία, κατά τη διάρκεια της δίκης, εύλογα άφηναν να εννοηθεί πως ήταν άλλο το περιεχόμενο της "κατηγορίας".
Διαπιστώνουμε πως η καταδίκη του εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων του και, συνεπώς, αυτή όπως και η ποινή που στη συνέχεια του επιβλήθηκε, πρέπει να παραμεριστούν.
Ο εφεσείων συζήτησε ακόμα δυο θέματα αλλά, ενόψει της κατάληξης στην οποία έχουμε αχθεί για λόγους που άπτονται της ρίζας της διαδικασίας, δε χρειάζεται να τα εξετάσουμε.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα σε βάρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η καταδίκη, και βεβαίως η ποινή που επιβλήθηκε, παραμερίζονται.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα σε βάρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.