ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2002) 1 ΑΑΔ 834

20 Ιουνίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΧΑΝΑ OIL LIMITED,

Εφεσείουσα,

ν.

POLTAVA PETROLEUM COMPANY,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11056)

 

Δικαστική απόφαση ― Αλλοδαπή δικαστική απόφαση ― Αίτηση για παραμερισμό της εγγραφής δικαστικής απόφασης του Αγγλικού High Court of Justice η οποία είχε διαταχθεί στα πλαίσια του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμου, Κεφάλαιο 10 ― Κατά πόσο τα Αγγλικά Δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία να εκδώσουν την απόφαση ― Κατά πόσο η αιτήτρια, με τη συμμετοχή της στη διαδικασία, είχε αποδεχθεί τη δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων ― Άρθρο 6(2)(α)(i) του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 10.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Αποδοχή δικαιοδοσίας Δικαστηρίου ― Κατά πόσο εναγόμενος ο οποίος εμφανίζεται σε διαδικασία που του επεδόθη εκτός δικαιοδοσίας για να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και το δικαστήριο αποφαίνεται εναντίον του επί του θέματος, εκλαμβάνεται ότι απεδέχθη εθελούσια τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου ― Προσέγγιση στη Harris v. Taylor ― Υιοθετήθηκε πρωτοδίκως και επικυρώθηκε κατ' έφεση.

Εταιρείες ― Επίδοση ειδοποίησης εγγραφής αλλοδαπής απόφασης εναντίον εταιρείας στο εγγεγραμμένο γραφείο της στην Κύπρο ― Κατά πόσο ήταν κανονική επίδοση ― Άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και Δ.5, θ.7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι εγγραφή απόφασης η οποία είχε εκδοθεί στα πλαίσια του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμου, Κεφάλαιο 10.  Η εφεσείουσα επεδίωξε να ακυρώσει την εγγραφή της απόφασης με αίτησή της η οποία απορρίφθηκε.  Στην αίτηση της η εφεσείουσα υποστήριξε ότι:

α) Το High Court of Justice το οποίο εξέδωσε την απόφαση δεν είχε δικαιοδοσία και

β) Η εφαρμογή της απόφασης θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια πολιτική της Κύπρου.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας και ασχολήθηκε περαιτέρω και με ορισμένα άλλα επί μέρους θέματα που είχε εγείρει η εφεσείουσα στην αίτησή της.

Οι λόγοι έφεσης συναρτώνται προς τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το High Court είχε δικαιοδοσία, ότι η επίδοση της ειδοποίησης εγγραφής της απόφασης ήταν κανονική και ότι η μη εγγραφή της απόφασης σε Κυπριακές λίρες δεν καθιστούσε άκυρη την εγγραφή της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η Δ.5, θ.7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας κρίνει επαρκή επίδοση της ειδοποίησης εγγραφής της απόφασης την επίδοση στο γραφείο της εταιρείας. Η υπόθεση Sekavin S.A. v. The Ship "Platon Ch" a.o. στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση.

2.  Η εγγραφή της απόφασης ήταν η ως διαταχθείσα από το Δικαστήριο και όχι η ως καταχωρηθείσα στο Πρωτοκολλητείο. Το ότι δε και η ειδοποίηση εγγραφής της απόφασης περιλάμβανε αναφορά στην απόφαση όπως εξεδόθη σε δολάρια ΗΠΑ, δεν αλλοίωνε την πραγματικότητα αυτή αφού η ειδοποίηση είναι διάφορη της εγγραφής αυτής καθ' αυτής, ούτε παραπλάνησε ποσώς την εφεσείουσα παρά μόνο την κατατόπισε επακριβώς.

3.  Εφόσον τα μέρη είχαν συμφωνήσει με τον όρο 18.1 ότι η συμφωνία τους διέπετο από το Αγγλικό δίκαιο, τότε τα Αγγλικά Δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία και ο περαιτέρω όρος 18.2 ότι οι διαφορές θα υποβάλλοντο σε διαιτησία στην Αγγλία δεν στερούσε δικαιοδοσίας τα Αγγλικά δικαστήρια αν και θα μπορούσε να τύχει επίκλησης για σκοπούς αναστολής οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας.  Αυτή ήταν εξ άλλου και η βάση στην οποία το High Court ανέλαβε δικαιοδοσία δυνάμει του RSC Order 11 Rule 1(1)(d)(iii).

Πέραν τούτου όμως, εν πάση περιπτώσει, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα με τη συμμετοχή της στη διαδικασία ενώπιον του High Court αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του όπως προνοείται στο Άρθρο 6(2)(α)(i).  Η εμφάνιση της εφεσείουσας ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, παρά την αρχική της πρόθεση να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, εκλαμβάνεται ότι εθελούσια με τη συμπεριφορά της την αποδέχθηκε.

Για να κρίνει το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου επιδιώκεται η αναγνώριση αλλοδαπής δικαστικής απόφασης κατά πόσο το αλλοδαπό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, δεν περιορίζεται στο κατά πόσο το αλλοδαπό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία βάσει των δικών του κανόνων δικαίου αλλά μάλλον επεκτείνεται στο κατά πόσο οι κανόνες δικαίου του ήσαν σύμφωνοι με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης όπως βέβαια αυτές γίνονται αντιληπτές και αντανακλώνται στους κανόνες δικαίου του ημεδαπού δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, η ανάληψη δικαιοδοσίας από το High Court ήταν σε απόλυτη αρμονία με τις αρχές αυτές.

Η εθελούσια συμμετοχή του εναγόμενου στη διαδικασία εκδίκασης του θέματος της δικαιοδοσίας του αλλοδαπού δικαστηρίου, το καθιστά και δεδικασμένο, αναγνωριζόμενο σαν τέτοιο από το δικαστήριο στο οποίο επιδιώκεται η αναγνώριση της απόφασης.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφεσείουσα εθελούσια αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του High Court όχι μόνο μη συμμορφούμενη με τους όρους της εμφάνισης που είχε καταχωρίσει αλλά και στη συνέχεια υποβάλλοντας το ουσιαστικό θέμα της δικαιοδοσίας του στην κρίση του με την αίτηση που καταχώρησε για εκπρόθεσμη αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας και παραμερισμό της απόφασης.  Το θέμα εκδικάσθηκε έτσι πλήρως και η απόφαση του High Court, αποτέλεσμα της αποδοχής της δικαιοδοσίας του από την εφεσείουσα να αποφασίσει επ' αυτού, κατέστη και δεδικασμένο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Sekavin S.A. v. The Ship "Platon Ch" a.o. (1987) 1 C.L.R. 69,

Harris v. Taylor [1915] 2 KB 580,

Re Dulles' Settlement Trust. Dulles v. Vidler [1951] 2 All E.R. 69,

N.V. Daarnhouwer & Co, Handelmaatschappij v. Boulos [1968] LILR 259,

Henry v. Geoprosco International Ltd [1976] 1 Q.B. 726.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 23/3/01 (Αρ. Αγωγής 551/00) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή της για παραμερισμό της εγγραφής απόφασης του αγγλικού High Court of Justice.

Μ. Βορκάς, για την Εφεσείουσα.

Κ. Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚHΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται απόφαση του ευπαιδεύτου Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της Εφεσείουσας για παραμερισμό της εγγραφής απόφασης του Αγγλικού High Court of Justice.  Η εγγραφή είχε διαταχθεί κατόπιν αίτησης της Εφεσίβλητης, προς όφελος της οποίας και εναντίον της Εφεσείουσας είχε εκδοθεί η απόφαση, στα πλαίσια του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμου, Κεφάλαιο 10.

Απορρίπτοντας την αίτηση, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος επικεντρώθηκε στους δύο λόγους ουσίας για τους οποίους είχε ζητηθεί ο παραμερισμός της απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6(1)(α)(ii)(v) του Νόμου, και συγκεκριμένα, ότι το High Court δεν είχε δικαιοδοσία και ότι η εφαρμογή της απόφασης θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια πολιτική μας, ασχολήθηκε όμως, περαιτέρω, και με ορισμένα άλλα επί μέρους θέματα που είχε εγείρει η Εφεσείουσα στην αίτηση της.

Η έφεση αφορά μόνο ορισμένες πτυχές της απόφασης, ιδιαίτερα τη διαπίστωση ότι το High Court είχε δικαιοδοσία.  Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 συναρτώνται προς αυτό το θέμα.  Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 αναφέρονται αντίστοιχα στις επί μέρους διαπιστώσεις του ευπαιδεύτου Προέδρου ότι η επίδοση της ειδοποίησης εγγραφής της απόφασης ήταν κανονική και ότι η μη εγγραφή της απόφασης σε Κυπριακές λίρες δεν καθιστούσε άκυρη την εγγραφή της.  Ο λόγος έφεσης 4 αναφέρεται σε κατ΄ισχυρισμό ανακριβή συμπεράσματα του δικαστηρίου που όμως δεν συναρτώνται προς συγκεκριμένες εισηγήσεις ως προς την αποτελεσματικότητα της απόφασης και έτσι δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

Για το λόγο έφεσης 6 λίγα χρειάζεται να λεχθούν.  Κατ΄αρχή, είναι αμφίβολο αν το θέμα ήταν επίδικο αφού, όπως παρετηρήθη και στην απόφαση, δεν προωθήθηκε στην ακρόαση.  Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, σχολιάζοντας το εν πάση περιπτώσει, είδε το θέμα σαν καθαρά τυπικό, θεωρώντας ότι η οποιαδήποτε παρατυπία στην εγγραφή της απόφασης σε δολάρια ΗΠΑ όπως είχε εκδοθεί αντί σε Κυπριακές λίρες όπως προνοεί το άρθρο 4(3) δεν επηρέαζε τα δικαιώματα της Εφεσείουσας και μπορούσε να διορθωθεί εκ των υστέρων, τοσούτο μάλλον αφού η Εφεσίβλητη είχε καθορίσει στην αίτηση της για εγγραφή της απόφασης την αναλογία της τιμής του δολαρίου προς την Κυπριακή λίρα κατά την κρίσιμη ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και προσδιορίσει το προκύπτον ποσό.  Δεν χρειάζεται όμως να σχολιάσουμε την όντως εκ πρώτης όψης πραγματιστική αυτή προσέγγιση, αφού θα παρατηρούσαμε, πιο βασικά, ότι το διάταγμα για εγγραφή της απόφασης αναφέρει ότι δίδεται άδεια για εγγραφή της "συμφώνως προς τας διατάξεις του Νόμου Κεφ. 10", δηλαδή σύμφωνα και με το άρθρο 4(3).  Δεν ετίθετο λοιπόν θέμα παραμερισμού της εγγραφής στη βάση του άρθρου 6(1)(α)(i), στην οποία ουσιαστικά εβασίζετο αυτή η πτυχή της αίτησης της Εφεσείουσας, για το λόγο δηλαδή ότι η απόφαση ενεγράφη κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου.  Η εγγραφή της απόφασης ήταν η ως διαταχθείσα από το Δικαστήριο και όχι η ως καταχωρηθείσα στο Πρωτοκολλητείο.  Το ότι δε και η ειδοποίηση εγγραφής της απόφασης περιλάμβανε αναφορά στην απόφαση όπως εξεδόθη σε δολάρια ΗΠΑ, δεν αλλοίωνε την πραγματικότητα αυτή αφού η ειδοποίηση είναι διάφορη της εγγραφής αυτής καθ΄αυτής, ούτε παραπλάνησε ποσώς την Εφεσείουσα παρά μόνο την κατατόπισε επακριβώς.

Λίγα χρειάζεται να λεχθούν και για το λόγο έφεσης 5. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκρινε ότι η επίδοση της ειδοποίησης εγγραφής της απόφασης ήταν κανονική εφ΄όσον έγινε στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εφεσείουσας στην Κύπρο που ήταν σύμφωνο τόσο με το άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Kεφ. 113, όσο και με τη Δ.5, θ.7, και μάλιστα η Εφεσείουσα, λαμβάνοντας έτσι γνώση, απετάθη για παραμερισμό της απόφασης. Συμφωνώντας, θεωρούμε το λόγο έφεσης αβάσιμο.  Σημειώνουμε ιδιαίτερα ότι η Δ.5, θ.7 κρίνει επαρκή επίδοση την επίδοση στο γραφείο της εταιρείας.  Η υπόθεση Sekavin S.A. v. The Ship "Platon Ch" a.o. (1987) 1 C.L.R. 69, στην οποία αναφέρεται ο κ. Βορκάς, σαφώς διαφοροποιείται εφ΄όσον εκεί το κρινόμενο ήταν όχι η επίδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας στην Κύπρο αλλά η έκταση της εξουσίας δικηγόρου να δέχεται επίδοση εκ μέρους αλλοδαπής εταιρείας, τα δε λεχθέντα ως προς το άρθρο 372 ελέχθησαν με αναφορά στο ότι επρόκειτο για επίδοση σε αλλοδαπή εταιρεία στην περίπτωση της οποίας ίσχυαν οι κανόνες που αφορούν επίδοση σε εναγόμενο που είναι εκτός της δικαιοδοσίας. Παρατηρούμε περαιτέρω, όπως υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, ότι, όπως είχε διαπιστώσει και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ο ισχυρισμός στην αίτηση της Εφεσείουσας για μη κανονική επίδοση δεν προωθήθηκε στην ακρόαση ώστε ουσιαστικά να μην ήταν επίδικο θέμα, μάλιστα δε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας ουσιαστικά εδέχθη ότι η αίτηση υπεβλήθη αφού η εγγραφή κοινοποιήθηκε στην Εφεσείουσα. Εν πάση περιπτώσει, και εφ΄όσον η Εφεσείουσα είχε αναμφίβολα πληροφορηθεί επαρκώς για τη διαδικασία και τη φύση της, δεν τίθεται θέμα παράβασης του Άρθρου 30.3(α) του Συντάγματος, ως προς το δικαίωμα πληροφόρησης των λόγων για τους οποίους καλείται κάποιος να παρουσιασθεί στο δικαστήριο, που  αποτέλεσε τη βάση για τις παρατηρήσεις που έγιναν στη Sekavin και που εγείρεται για πρώτη φορά στην έφεση αφού πρωτοδίκως μόνο η διάσταση της αντικανονικότητας της επίδοσης είχε προβληθεί.

Τώρα, ως προς το ουσιαστικό θέμα της δικαιοδοσίας. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εδέχθη ότι το High Court δεν θα είχε δικαιοδοσία, εφ΄όσον τίποτα δεν συνέδεε την υπόθεση με την Αγγλία, αν δεν υπήρχε στη συμφωνία όρος ότι η συμφωνία διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και ότι οι διαφορές που την αφορούν θα επιλύονται με διαιτησία στην Αγγλία.  Έκρινε επίσης ότι ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας ότι υπήρξε τροποποιητική συμφωνία που καταργούσε τον όρο αυτό δεν απεδείχθη εφ΄όσον η Εφεσείουσα δεν παρουσίασε το πρωτότυπο τέτοιας τροποποιητικής συμφωνίας.  Ακόλουθα, απεφάσισε ότι τα μέρη, με την επίδικη συμφωνία τους, είχαν δώσει δικαιοδοσία στα Αγγλικά δικαστήρια.  Περαιτέρω, θεώρησε ότι εν πάση περιπτώσει η Εφεσείουσα, εμφανιζόμενη ενώπιον των Αγγλικών δικαστηρίων και συμμορφούμενη με τη διαδικασία τους, είχε αποδεχθεί τούτη.

Το νομικό υπόβαθρο του θέματος βρίσκεται στο άρθρο 6(1)(α)(ii) του Νόμου το οποίο προνοεί:

 

"6.-(1) Με τη σχετική αίτηση για το σκοπό αυτό που υποβάλλεται κανονικά από οποιοδήποτε διάδικο εναντίον του οποίου εγγεγραμμένη απόφαση δύναται να εφαρμοστεί, η εγγραφή της απόφασης-

(α)   παραμερίζεται αν το Δικαστήριο εγγραφής ικανοποιείται-

..............................................................................................................

(ii)   ότι τα Δικαστήρια της χώρας του αρχικού Δικαστηρίου δεν είχαν δικαιοδοσία υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης·

............................................................................................................."

Συναφώς, το άρθρο 6(2)(α)(i) προνοεί:

"6.-(2)  Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού τα Δικαστήρια της χώρας του αρχικού Δικαστηρίου, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, θεωρούνται ότι είχαν δικαιοδοσία-

(α)   στην περίπτωση απόφασης που εκδίδεται σε προσωποπαγή αγωγή-

(i) αν ο εξ αποφάσεως οφειλέτης, που είναι εναγόμενος στο αρχικό Δικαστήριο, αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού, με εθελοντική εμφάνιση στη διαδικασία διαφορετικά παρά για το σκοπό προστασίας, ή απελευθέρωσης περιουσίας που κατασχέθηκε, ή που απειλείται με κατάσχεση, στη διαδικασία ή της αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού·

............................................................................................................."    

Ο λόγος έφεσης 1 προσβάλλει την κατάληξη του ευπαιδεύτου Προέδρου ότι δεν απεδείχθη η ύπαρξη της τροποποιητικής συμφωνίας.  Σε στήριξη του λόγου αυτού, λέγεται ότι υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου φωτοαντίγραφο της τροποποιητικής συμφωνίας, εισηγήση που σοφά δεν προωθήθηκε περαιτέρω, και ότι εν πάση περιπτώσει η ύπαρξη της τροποποιητικής συμφωνίας συνιστούσε δεδικασμένο μεταξύ των μερών αφού είχε γίνει δεκτή από το Διαιτητικό Δικαστήριο της Ουκρανίας.  Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις για αναγνώριση δεδικασμένου της απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Ουκρανίας.  Υπέδειξε όμως και μια άλλη παράμετρο του πράγματος, στις σελίδες 13-14:

"Το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι στην υπόθεση αυτή δεν πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις και μάλιστα η πρώτη.  Το κατά πόσο το Δικαστήριο της Ουκρανίας που αποφάσισε την υπόθεση είχε δικαιοδοσία ή όχι ήταν το ζητούμενο.  Δεν ήταν δεδομένο. Όμως υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που δεν βοηθεί την υπόθεση της αιτήτριας όσον αφορά το θέμα του δεδικασμένου στην Ουκρανία.  Πριν την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον των Δικαστηρίων της Ουκρανίας είχε αρχίσει η διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου.  Το θέμα της ύπαρξης της τροποποιητικής συμφωνίας είχε εγερθεί από την ίδια τη Maxana ενώπιον και του Αγγλικού Δικαστηρίου.  Το θέμα συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 22.6.00 πριν ακόμη τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης στην Ουκρανία. Η Μaxana απότυχε μέσα στην ταχθείσα από τον Άγγλo δικαστή προθεσμία να παρουσιάσει το πρωτότυπο της συμφωνίας.  Το ίδιο θέμα συζητήθηκε ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου στις 13.7.2000 και η Maxana απέτυχε να πείσει το Αγγλικό Δικαστήριο για την απώλεια του πρωτοτύπου της τροποποιητικής συμφωνίας γι΄αυτό και το Δικαστήριο απόρριψε την αίτηση της για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της.  Σχετικά με το θέμα τούτο είναι όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του Jonathan Webster ημερ. 20.11.00 τα οποία και δεν αμφισβητήθηκαν από την άλλη πλευρά. Μάλιστα σύμφωνα με την ίδια ένορκη δήλωση η απόφαση της 13.7.00 δεν εφεσιβλήθηκε.  Μπορεί επομένως να λεχθεί ότι ζήτημα δεδικασμένου όσον αφορά την ύπαρξη ή όχι της συμφωνίας ημερ. 10.4.97 εγείρεται και με βάση την απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου."

Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή, τονίζοντας ότι εδόθη κάθε ευκαιρία στην Εφεσείουσα, τόσο στη διαδικασία ενώπιον του High Court όσο και στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, να παρουσιάσει την κατ΄ισχυρισμό τροποποιητική συμφωνία, στην οποία ουσιαστικά βασίζετο όλη η υπόθεση της, χωρίς να πράξει τούτο.  Μάλιστα ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν περιορίσθηκε στη διαπίστωση ότι, αν ετίθετο θέμα δεδικασμένου, τούτο συνηγορούσε εναντίον της ύπαρξης της τροποποιητικής συμφωνίας, αλλά, όπως παρατήρησε στη σ. 14:

"Εν πάση όμως περιπτώσει το ελάχιστο που μπορεί να λεχθεί από αυτό το Δικαστήριο είναι ότι το ζήτημα παραμένει ενώπιον του ανοικτό για να το αποφασίσει το ίδιο.  Η Maxana δεν έχει πείσει αυτό το Δικαστήριο ότι υπήρξε τροποποιητική συμφωνία. Το βάρος να το πράξει ήταν στους δικούς της ώμους και απότυχε."

Λέγει όμως η Εφεσείουσα στο λόγο έφεσης 3 ότι, και αν ακόμα ίσχυε η αρχική συμφωνία, εκείνο το οποίο είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι με βάση αυτή ήταν η παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία στην Αγγλία και όχι η εκδίκαση της από τα Αγγλικά δικαστήρια, ώστε να μην υπήρξε αποδοχή της δικαιοδοσίας του High Court.  Παραπέμπει μάλιστα ο ευπαίδευτος συνήγορος της στο περίγραμμα του στο άρθρο 6(3)(β) του Νόμου το οποίο προνοεί:

  "6.-(3)  Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που περιλαμβάνεται στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού, τα Δικαστήρια της χώρας του αρχικού Δικαστηρίου δεν θεωρούνται ότι είχαν δικαιοδοσία-

............................................................................................................

(β)   εκτός στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (α) και στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, αν η έγερση της διαδικασίας στο αρχικό Δικαστήριο ήταν αντίθετη προς συμφωνία βάσει της οποίας η διαφορά υπό αμφισβήτηση επρόκειτο να διευθετηθεί διαφορετικά παρά με διαδικασία στα Δικαστήρια της χώρας του Δικαστηρίου αυτού·

..........................................................................................................."

Η παράθεση του άρθρου 6(3)(β) στο περίγραμμα στα πλαίσια της σχετικής επιχειρηματολογίας παραλείπει την αναφορά "εκτός στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (α) και στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού".  Η αναφορά αυτή όμως είναι σημαντική εφ΄όσον το άρθρο 6(3)(β) δεν θα είχε εφαρμογή αν εκρίνετο ότι τα Αγγλικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία σε αναφορά με το άρθρο 6(1)(α)(ii), ώστε η ύπαρξη της δικαιοδοσίας των Αγγλικών δικαστηρίων να παρέμενε το ζητούμενο.

Είναι γεγονός ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν ασχολήθηκε με το θέμα που εγείρεται στο λόγο έφεσης 3.  Εφ΄όσον όμως τα μέρη είχαν συμφωνήσει ότι η συμφωνία τους διέπετο από το Αγγλικό δίκαιο (ο όρος 18.1 προνοούσε ότι "This agreement shall be governed by and construed in accordance with the laws of England"), τούτο προσέδιδε δικαιοδοσία στα Αγγλικά δικαστήρια και ο περαιτέρω όρος 18.2 ότι οι διαφορές θα υποβάλλοντο σε διαιτησία στην Αγγλία δεν στερούσε δικαιοδοσίας τα Αγγλικά δικαστήρια αν και θα μπορούσε να τύχει επίκλησης για σκοπούς αναστολής οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας. Αυτή εξ άλλου ήταν και η βάση στην οποία το High Court ανέλαβε δικαιοδοσία δυνάμει του RSC Order 11 Rule 1(1)(d)(iii), όπως αναφέρεται και στην παράγραφο 4 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Webster:

"The jurisdiction of the English Courts was established under RSC Order 11 Rule 1(1)(d)(iii) on the basis that under clause 18.1 and 18.2 of the said Oil Sales Agreement No. 04-2/97, entered into between Respondent and Applicant, English law was the applicable law and there was a clear intention for disputes to be resolved in England."

Πέραν τούτου όμως, εν πάση περιπτώσει συμφωνούμε με την κατάληξη του ευπαίδευτου Προέδρου ότι η Εφεσείουσα, με τη συμμετοχή της στη διαδικασία ενώπιον του High Court, αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του όπως προνοείται στο άρθρο 6(2)(α)(i).  Με το λόγο έφεσης 2 αμφισβητείται η κατάληξη αυτή, με το αιτιολογικό ότι η εμφάνιση της Εφεσείουσας στη διαδικασία έγινε μόνο με σκοπό αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του και όχι ανεπιφύλακτα.  Τούτο είναι ορθό.  Όμως, όπως παρατηρεί και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος στη σ. 16:

"Είναι γεγονός ότι η Maxana εμφανίστηκε στο Αγγλικό Δικαστήριο με σκοπό να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Είναι όμως σαφές από την εμφάνιση που καταχώρησε (βλ. τεκμήριο Ε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της) ότι εφόσον μέσα σε 28 μέρες δεν καταχωρούσε αίτηση για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας θα τεκμαίρετο ότι αποδεχόταν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Η Maxana απέτυχε να συμμορφωθεί με τα πιο πάνω και επομένως αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, γι' αυτό και εκδόθηκε απόφαση στην απουσία της.  Παρά ταύτα της δόθηκε και δεύτερη ευκαιρία για να πείσει ότι είχε λόγους να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αλλά απέτυχε να το πράξει με αποτέλεσμα η αρχική παράλειψη της και η κατά συνέπειαν αποδοχή της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να παραμένουν, πράγμα που σημαίνει ότι με τη συμπεριφορά της αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου.  Είναι ορθό αυτό που ο κ. Μιχαηλίδης υπέδειξε ότι αν η Maxana αμφισβητούσε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θα μπορούσε να μην καταχωρήσει καθόλου εμφάνιση οπότε δεν θα υπήρχε θέμα οικειοθελούς εμφάνισης στο Δικαστήριο.  Παρά την αρχική της πρόθεση να αμφισβητήσει με την εμφάνιση της τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με τη συμπεριφορά της την αποδέχθηκε."

Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με την αρχή της απόφασης του Court of Appeal στην υπόθεση Harris v. Taylor [1915] 2 KB 580, ότι όταν ο Εναγόμενος εμφανίζεται σε διαδικασία που του επεδόθη εκτός δικαιοδοσίας έστω και υπό όρους μόνο για να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και το δικαστήριο αποφαίνεται εναντίον του επί του θέματος, εκλαμβάνεται ότι εθελούσια με τη συμπεριφορά του αυτή απεδέχθη τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου η απόφαση του οποίου και θα αναγνωρισθεί έτσι.  Όπως το έθεσε ο Buckley, L.J., στις σελίδες 587-588:

"The question which we have to decide on this appeal depends, as I have said, on whether the defendant submitted to the jurisdiction of the Isle of Man Court, and in order to decide that question it is necessary to consider what it was that the defendant did on March 17, when as the record states he appeared conditionally to set aside the writ.  When the defendant was served with the process he had the alternative of doing nothing.  He was not subject to the jurisdiction of the Court, and if he had done nothing, although the Court might have given judgment against him, the judgment could not have been enforced against him unless he had some property within the jurisdiction of the Court.  But the defendant was not content to do nothing;  he did something which he was not obliged to do, but which, I take it, he thought it was in his interest to do.  He went to the Court and contended that the Court had no jurisdiction over him.  The Court, however, decided against this contention and held that the defendant was amenable to its jurisdiction.  In my opinion there was a voluntary appearance by the defendant in the Isle of Man Court and a submission by him to the jurisdiction of that Court.  If the decision of the Court on that occasion had been in his favour he would have taken advantage of it;  as the decision was against him, he was bound by it and it became his duty to appear in the action, and as he chose not to appear and to defend the action he must abide by the consequences which follow from his not having done so. The course adopted by the defendant's advocate on March 17 was either a qualified appearance or an unqualified appearance.  If it can be regarded as a qualified appearance, it was an appearance for the purpose of getting a decision of the Court on the question whether the defendant was bound by the jurisdiction of the Court.  The decision was against him, and thereafter it was not open to the defendant to say that he was not bound. The doctrine applicable to these cases is that if the defendant has placed himself in such a position that it has become his duty to obey the judgment of the foreign Court, then the judgment is enforceable against him in this country:  see Schibsby v. Westnholz. L.R. 6 Q.B. 155.  I think that in this case the defendant did submit himself to the jurisdiction of the Court of the Isle of Man, and, therefore, it was his duty to obey the judgment."

Η υπόθεση Re Dulles' Settlement Trust. Dulles v. Vidler [1951] 2 All E.R. 69, του διμελούς Court of Appeal, στην οποία αναφέρεται ο κ. Βορκάς, δεν βοηθά καθόλου την υπόθεση της Εφεσείουσας.  Η υπόθεση, ακόμα και αν δεν επηρεάζεται από μετέπειτα νομολογία όπως θα δούμε πιο κάτω, επιδιώκει να ερμηνεύσει τη Harris v. Taylor  ως βασιζόμενη στο ότι το θέμα της δικαιοδοσίας του αλλοδαπού δικαστηρίου είχε καταστεί res judicata μεταξύ των μερών.  Όπως είπε ο Lord Denning, L.J. (ως ήτο τότε), στη σ. 73 (και ο Sir Raymond Evershed, M.R., συμφώνησε μαζί του):

"Harris v. Taylor is an authority on res judicata in that the defendant was not allowed in our courts to contest the service on him out of Manx jurisdiction, because that was a point that he had raised unsuccessfully in the Manx court, and he had not appealed against it.  To that extent he had submitted to the jurisdiction of the Manx court and was not allowed to go back on it, but the case is no authority on what constitutes a submission to jurisdiction generally."

Είναι υπό αυτό το πρίσμα που πρέπει να ιδωθούν οι γενικώτερες απόψεις που εξέφρασε ο Lord Denning στη σ. 72:

"I cannot see how anyone can fairly say that a man has voluntarily submitted to the jurisdiction of a court when he has all the time been vigorously protesting that it has no jurisdiction.  If he does nothing and lets judgment go against him in default of appearance, he clearly does not submit to the jurisdiction.  What difference in principle does it make, if he does not merely do nothing, but actually goes to the court and protests that it has no jurisdiction? I can see no distinction at all.  I quite agree, of course, that if he fights the case, not only on the jurisdiction, but also on the merits, he must then be taken to have submitted to the jurisdiction, because he is then inviting the court to decide in his favour on the merits, and he cannot be allowed, at one and the same time, to say that he will accept the decision on the merits if it is favourable to him and will not submit to it if it is unfavourable.  But when he only appears with the sole object of protesting against the jurisdiction, I do not think he can be said to submit to the jurisdiction:  see Tallack v. Tallack & Broekema (5) ([1927] P. 222) per LORD MERRIVALE."

Το κρίσιμο ερώτημα, για το Lord Denning, είναι κατά πόσο, σε περίπτωση που η εμφάνιση είναι μόνο για να αμφισβητηθεί η δικαιοδοσία, υπήρξε ή όχι τελική απόφαση του δικαστηρίου επί της ουσίας του θέματος της δικαιοδοσίας καθιστώντας το res judicata.  Αυτό διαφοροποιούσε και τη Re Dulles' από τη Harris v. Taylor, αφού στη μεν Harris v. Taylor υπήρξε απόφαση επί της ουσίας από το αλλοδαπό δικαστήριο ότι είχε δικαιοδοσία επί αιτήσεως του εναγόμενου για παραμερισμό της επίδοσης και του κλητηρίου, ενώ στη Re Dulles' δεν υπήρξε τέτοια απόφαση στο στάδιο που ηγέρθη το θέμα εφ΄όσον εκρίθη ότι ο εναγόμενος δεν είχε αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του αγγλικού δικαστηρίου να διατάξει διατροφή για το τέκνο του με το να έχει υπερασπισθεί άλλη απαίτηση για φύλαξη του τέκνου του αφού οι δύο απαιτήσεις ήσαν διάφορες και είχε αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ως προς τη διατροφή, δεν υπήρχε δε απόφαση επί της ουσίας ως προς το αν το δικαστήριο είχε δικαιοδοσία σε σχέση με τη διατροφή.  Όπως παρατήρησε μάλιστα (σ. 73) ο Lord Denning, L.J. (ως ήτο τότε), δεν είχε γίνει καν επίδοση στον εναγόμενο παρά μόνο κοινοποίηση της διαδικασίας φύλαξης προς αυτόν, και τα πράγματα θα ήσαν διαφορετικά αν η διαδικασία του είχε επιδοθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από ότι στη Re Dulles'. Μπορεί η Εφεσείουσα, στην οποία, τονίζουμε, είχε γίνει κανονική επίδοση, να εμφανίσθηκε αρχικά μόνο για να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του High Court.  Η εμφάνιση της όμως ήταν στη βάση ότι αν δεν καταχωρούσε αίτηση για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας σε 28 μέρες η εμφάνιση της θα συνιστούσε αποδοχή της δικαιοδοσίας.  Έτσι και έγινε.  Και όχι μόνο τούτο. Με την αίτηση που κατεχώρησε στη συνέχεια για εκπρόθεσμη αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας και ακύρωση της εκδοθείσας απόφασης σαφώς ενεπλάκη περαιτέρω στη διαδικασία, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στις παραγράφους 8-14 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Webster.  Μάλιστα το High Court, όπως προκύπτει, κατά τη διαδικασία αυτή υπεισήλθε στην ουσία της θέσης της Εφεσείουσας, που ήταν η ύπαρξη της τροποποιητικής συμφωνίας την οποία ισχυρίζετο, και εξάντλησε κάθε περιθώριο ώστε να προυσιάζετο η εν λόγω συμφωνία, απορρίπτοντας τελικά την αίτηση της Εφεσείουσας εφ΄όσον η συμφωνία δεν παρουσιάσθηκε και αποφασίζοντας ότι είχε δικαιοδοσία. Aυτή ουσιαστικά ήταν και η κατάληξη της αποδοχής της δικαιοδοσίας του High Court από την Εφεσείουσα που, αν τούτο ήταν το ερώτημα σύμφωνα με τη Re Dulles', κατέστησε και δεδικασμένο μεταξύ των μερών το θέμα της δικαιοδοσίας, ώστε η υπόθεση να εξομοιώνεται με τη Harris v. Taylor.

Αλλά ούτε και η απόφαση του Megaw, J., στην υπόθεση N.V. Daarnhouwer & Co, Handelmaatschappij v. Boulos [1968] 2 LlLR 259, στην οποία επίσης παραπέμπει ο κ. Βορκάς, διαφοροποιεί τα πράγματα.  Απεναντίας, αν και αμφισβήτησε τη Harris v. Taylor και ακολούθησε την Re Dulles', ο Megaw, J., υπέδειξε ότι (σ. 269):

"Harris v. Taylor, sup., is distinguishable from the present case: first, because there was in that case actual service on the defendant; and, secondly, because, while in Harris v. Taylor, sup., the foreign Court's assertion of jurisdiction was not inconsistent with the English Court's assertion of jurisdiction under Order 11, r.1, in the present case the Sudan Court's assertion of jurisdiction falls to be contrasted with the English Court's refusal of jurisdiction in parallel case in respect of an action started in England against a defendant outside the jurisdiction."

Για να κρίνει δηλαδή το δικαστήριο ενώπιον του οποίου επιδιώκεται η αναγνώριση αλλοδαπής δικαστικής απόφασης κατά πόσο το αλλοδαπό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, δεν περιορίζεται στο κατά πόσο το αλλοδαπό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία βάσει των δικών του κανόνων δικαίου αλλά μάλλον επεκτείνεται στο κατά πόσο οι κανόνες δικαίου του ήσαν σύμφωνοι με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης όπως βέβαια αυτές γίνονται αντιληπτές και αντανακλώνται στους κανόνες δικαίου του ημεδαπού δικαστηρίου, που δεν ήταν η περίπτωση με τα δικαστήρια του Σουδάν στη Βoullos. Στην προκειμένη περίπτωση, η ανάληψη δικαιοδοσίας από το High Court ήταν σε απόλυτη αρμονία με τις αρχές αυτές, αφού και επίδοση έγινε στην Εφεσείουσα εκτός δικαιοδοσίας και η ανάληψη δικαιοδοσίας από το High Court ήταν, όπως αναφέρεται και στην παράγραφο 4 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Webster, της RSC Order 11 Rule 1(1)(d)(iii) "on the basis that under clause 18.1 and 18.2 of the said Oil Sales Agreement No. 04-2/97, entered into between Respondent and Applicant, English law was the applicable law and there was a clear intention for disputes to be resolved in England."

Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη και με την μετέπειτα αντίληψη της νομολογίας από το Court of Appeal στην υπόθεση Henry v. Geoprosco International Ltd [1976] 1 Q.B. 726, στην οποία ο Roskill, L.J., δίδοντας την απόφαση του δικαστηρίου, ανασκόπησε σε έκταση το σύνολο της νομολογίας με ιδιαίτερη έμφαση στη Harris v. Taylor και στη Re Dulles' και υπέδειξε ότι το θέμα είναι, σε τελευταία ανάλυση, όχι απλώς θέμα αλλοδαπών κανόνων δικαιοδοσίας αλλά θέμα αναγνώρισης αλλοδαπής δικαιοδοσίας στα πλαίσια των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.  Επαναβεβαιώνοντας την ισχύ της αρχής της Harris v. Taylor στη βάση ότι το οποιοδήποτε δεδικασμένο ως προς τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου βασίζεται στην αποδοχή της δικαιοδοσίας του από τον εναγόμενο, τονίζοντας ότι στη Re Dulles' δεν υπήρξε επίδοση στον εναγόμενο παρά μόνο περιορισμένη εμφάνιση του στη διαδικασία για σκοπούς αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας, και ανατρέποντας την αμφισβήτηση της Harris v. Taylor από τον Megaw, J., στη Boulos, o Roskill, L.J., διατύπωσε την αρχή ως εξής στη σ. 749:

"For our part, we think that where any issues arise for decision at any stage of the proceedings in the foreign court and that court is invited by the defendant as well as by the plaintiff to decide those issues, "the merits" are voluntarily submitted to that court for decision so that that submission subsequently binds both parties in respect of the dispute as a whole, even if both would not have been so bound in the absence of that voluntary submission.  Were that not so, the submission of a preliminary issue (whether of fact or of law) to a foreign court for decision would not be a voluntary submission to the jurisdiction of that court, and if a defendant lost on that issue he could nonetheless thereafter challenge the jurisdiction of that court to try the remaining issues - a proposition which we venture to think cannot be sustained."

Είναι αυτή η εθελούσια συμμετοχή του Εναγόμενου στη διαδικασία εκδίκασης του θέματος της δικαιοδοσίας του αλλοδαπού δικαστηρίου που το καθιστά και δεδικασμένο, αναγνωριζόμενο σαν τέτοιο από το δικαστήριο στο οποίο επιδιώκεται η αναγνώριση της απόφασης.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Εφεσείουσα εθελούσια αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του High Court όχι μόνο μη συμμορφούμενη με τους όρους της εμφάνισης που είχε καταχωρίσει αλλά και στη συνέχεια υποβάλλοντας το ουσιαστικό θέμα της δικαιοδοσίας του  στην κρίση του με την αίτηση που καταχώρησε για εκπρόθεσμη αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας και παραμερισμό της απόφασης.  Το θέμα εκδικάσθηκε έτσι πλήρως και η απόφαση του High Court, αποτέλεσμα της αποδοχής της δικαιοδοσίας του από την Εφεσείουσα να αποφασίσει επ΄αυτού, κατέστη και δεδικασμένο.

Όλοι οι λόγοι έφεσης λοιπόν αποτυγχάνουν και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και εις βάρος της Εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο