ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Στυλιανού Δέσπω ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 2672, ECLI:CY:AD:2015:A816
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. ΔΕΣΠΩ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Πολιτική αίτηση αρ.175/13, 28/11/2013
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 3) (2013) 1 ΑΑΔ 2441
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. και Άλλοι (Αρ. 1) (2005) 1 ΑΑΔ 1047
(2002) 1 ΑΑΔ 749
5 Iουνίου, 2002
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ
ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)
ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ MARKETRENDS
(CAPITAL MARKET) LTD, ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΠΡ. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ), ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 17.4.2002 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 354/2002 ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ ΣΤΙΣ 19.4.2002.
(Αίτηση Αρ. 35/2002)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος μετά από μονομερή αίτηση, το οποίο ορίσθηκε σε χρόνο πέραν του αναγκαίου για την επίδοση και χωρίς να διαταχθεί η αιτήτρια να καταθέσει εγγύηση παράλληλα με την έκδοσή του ― Ακύρωση επίδικου διατάγματος με Certiorari.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινό διάταγμα ― Εκδοθέν με μονομερή αίτηση ― Η ισχύς του δεν μπορεί να υπερβαίνει τα χρονικά όρια που θέτει το Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ― Το διάταγμα πρέπει επίσης να περιέχει πρόνοια όπως ο αιτητής αναλάβει υποχρέωση για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου εκδίδεται ― Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Λέξεις και Φράσεις ― "Όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο", στο Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Στις 17.4.2002 το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε ex parte διάταγμα αναστολής εκτελέσεως εντάλματος κινητών και η αναστολή ήταν μέχρι 30.5.2002 οπότε ορίστηκε για σκοπούς επίδοσής του στην ενάγουσα, αιτήτρια στην παρούσα αίτηση. Η αιτήτρια, αφου πήρε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari με στόχο την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος. Η καθ' ης η αίτηση ήγειρε ένσταση ισχυριζόμενη ότι υπάρχει παρατυπία στην αίτηση για παραχώρηση άδειας επειδή η έκθεση εσυνοδεύετο από ένορκη δήλωση και η παρούσα αίτηση δεν αναφέρει τα γεγονότα ούτε επισυνάπτονται σε αυτή τα αναγκαία έγγραφα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε οποιονδήποτε λόγο γιατί διαδικαστικά να υπήρχε πρόβλημα με την παρούσα αίτηση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση της αιτήτριας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος υπερέβη τη δικαιοδοσία όταν το όρισε 6 εβδομάδες για επίδοση μετά την έκδοσή του και επίσης όταν δεν διέταξε την κατάθεση εγγύησης παράλληλα με την έκδοσή του από την αιτήτρια, καθ' ης η αίτηση στην παρούσα αίτηση.
Η αίτηση έγινε δεκτή με έξοδα
εναντίον της καθ' ης η αίτηση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 731,
Δισκοθήκη Αφρικάνα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 738,
Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010,
Λουκά (1992) 1 Α.Α.Δ. 648.
Αίτηση.
Αίτηση από την αιτήτρια-ενάγουσα εταιρεία για άδεια καταχώρισης αίτησης προς έκδοση διατάγματος Certiorari για ακύρωση του εκδοθέντος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διατάγματος αναστολής εκτέλεσης εντάλματος κινητών το οποίο εκδόθηκε στις 17/4/02, Αρ. Αγωγής 354/02.
Δ. Καλλής, για τους Αιτητές.
Π. Μιχαήλ, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Ex tempore
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Εξεδόθη απόφαση σε αγωγή εναντίον της καθ΄ης η αίτηση στην παρούσα αίτηση λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης της. Ακολούθησε διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης με ένταλμα κινητών, οπότε το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως της Καθ΄ης η αίτηση, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατάσσετο η αναστολή εκτελέσεως του εντάλματος κινητών. Το διάταγμα αυτό εξεδόθη στις 17.4.2002 και η αναστολή ήταν μέχρι 30.5.2002 οπότε ορίσθηκε για σκοπούς επίδοσης του στην Αιτήτρια στην παρούσα αίτηση που ήταν η ενάγουσα στην αγωγή. Κατόπιν αίτησης της Αιτήτριας, εδόθη άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari για ακύρωση του εκδοθέντος από το Επαρχιακό Δικαστήριο διατάγματος. H παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε στη βάση εκείνη.
Έχω ακούσει τους ευπαιδεύτους συνηγόρους στη βάση των δικογράφων και θα ασχοληθώ με τα θέματα τα οποία εγείρονται στην αίτηση αρχίζοντας από το διαδικαστικό θέμα που εγείρεται από την Καθ΄ης η αίτηση στην ένστασή της ότι υπάρχει παρατυπία στην αίτηση για παραχώρηση άδειας πρώτο κατά το ότι η έκθεση συνοδεύετο από ένορκη δήλωση ενώ δεν έπρεπε να υπάρχει ένορκη δήλωση και δεύτερο κατά το ότι η παρούσα αίτηση απλώς παραπέμπει στην αίτηση για παραχώρηση άδειας και δεν αναφέρει η ίδια όλα τα γεγονότα ούτε επισυνάπτονται σε αυτή τα αναγκαία έγγραφα.
Για το θέμα της αίτησης για παραχώρηση άδειας δεν πιστεύω ότι υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα στο γεγονός ότι υπήρξε ένορκη δήλωση η οποία βεβαιώνει τα γεγονότα που αναφέροντο στην έκθεση. Απεναντίας η αναφορά την οποία έχει κάμει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Καθ΄ης η αίτηση στην υπόθεση Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 731, δείχνει τη συνήθη πρακτική ότι η έκθεση καταχωρείται και βεβαιώνεται από ένορκη δήλωση ως προς τα γεγονότα τα οποία περιέχονται στην αίτηση.
Ως προς το άλλο θέμα της παρούσας αίτησης είναι γεγονός ότι η αίτηση παραπέμπει στα γεγονότα τα οποία εκτίθενται στην ένορκη δήλωση η οποία τη συνοδεύει η δε ένορκη δήλωση εκείνη παραπέμπει και στην αίτηση για καταχώρηση άδειας και στα επισυνημμένα έγγραφα. Παρατηρώ όμως ότι όλα τα στοιχεία τα οποία αφορούν την αίτηση είναι ενώπιον του δικαστηρίου είτε ευθέως είτε με παραπομπή και μάλιστα στην αίτηση, μέσω των παραπομπών οι οποίες γίνονται, επισυνάπτονται και τα σχετικά έγγραφα τα οποία αφορούν την έκθεση γεγονότων. Δεν διαπιστώνω λοιπόν οποιοδήποτε λόγο γιατί διαδικαστικά να υπήρχε πρόβλημα με την παρούσα αίτηση.
Προχωρώντας στην ουσία της αίτησης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια έχει βασίσει την εισήγηση του σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτο, ότι το δικαστήριο, ορίζοντας το διάταγμα στις 30.5.2002, έχοντας εκδώσει αυτό στις 17.4.2002, υπερέβη τη δικαιοδοσία του, και δεύτερο, ότι το δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του εφόσον δεν διάταξε την κατάθεση εγγύησης παράλληλα με την έκδοση του διατάγματος.
Ο κ. Καλλής παρέπεμψε στη σχετική νομολογία επί των θεμάτων αυτών.
Ο κ. Μιχαήλ εισηγήθηκε ότι το θέμα του χρόνου ορισμού διατάγματος εκδιδομένου ex parte είναι αποκλειστικά θέμα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου που δεν ελέγχεται με την παρούσα διαδικασία και ότι δεν υπάρχουν αυστηρά όρια χρονικά τα οποία διέπουν τον ορισμό τέτοιου διατάγματος ούτως ώστε να μην είναι θέμα υπερβάσεως της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Εισηγήθηκε επίσης και ως προς το θέμα της εγγύησης ότι και εδώ το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια κατά πόσο να διατάξει εγγύηση ή όχι και δεν τίθεται θέμα επομένως, ως είπε, υπέρβασης της εξουσίας του αλλά ενδεχόμενα κακής ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας του η οποία ελέγχεται με άλλους τρόπους. Έκανε δε σχετική αναφορά σε νομολογία για να υποστηρίξει τις εισηγήσεις του.
Όσον αφορά την άλλη του εισήγηση, ότι δεν εξαντλήθηκε το ένδικο μέσο της ένστασης στο διάταγμα ή έφεσης εναντίον αυτού, διευκρίνισε ότι αυτό δεν είναι αυτοτελής εισήγηση αλλά συναρτάται προς την εισήγηση του ότι το θέμα του χρόνου και της εγγύησης είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και έτσι ακόλουθα εκείνου δεν θα έπρεπε να υπάρχει προσφυγή σε αίτηση για προνομιακό διάταγμα.
Μια άλλη πτυχή της ένστασης, όπως διεφάνη, δεν αφορά το ενώπιον του δικαστηρίου διάταγμα αλλά ενδεχόμενα άλλο διάταγμα το οποίο εξεδόθη αργότερα, ακόμα δε και έτσι τίθεται υποθετικά στην ένσταση και με γενικό και αόριστο τρόπο. Δεν θα με απασχολήσει εφόσον, όπως ήδη υπέδειξα κατά τη διάρκεια της ακρόασης, μόνο θέμα ενώπιον του δικαστηρίου τώρα είναι εκείνο που αφορά η αίτηση, δηλαδή το διάταγμα το οποίο εξεδόθη στις 17.4.2002.
Ως προς το θέμα της εγγύησης έχω την άποψη ότι ο νόμος είναι απόλυτα καθαρός και συμφωνώ ευθέως με την απόφαση του αδελφού μου δικαστή Αρτεμίδη στην υπόθεση Δισκοθήκη Αφρικάνα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 738, όπου το θέμα ηγέρθη ευθέως όπως στην παρούσα υπόθεση. Κρίσιμο είναι βεβαίως το άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το οποίο καθιστά επιτακτικό για το δικαστήριο να διατάξει όπως ο αιτητής διατάγματος ex parte αναλάβει υποχρέωση για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου το διάταγμα εκδίδεται. Παραθέτω το σχετικό άρθρο.
"9.-(2) Before making any such order without notice the Court shall require the person applying for it to enter into a recognizance, with or without a surety or sureties as the Court thinks fit, as security for his being answerable in damages to the person against whom the order is sought."
Σε Ελληνική μετάφραση:
"9.-(2)Πριν εκδώσει το διάταγμα αυτό χωρίς ειδοποίηση, το Δικαστήριο πρέπει να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα."
Ο κ. Μιχαήλ εισηγήθηκε ότι η αναφορά του άρθρου στο "as the court thinks fit" ή "όπως το δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο", συνεχίζοντας "as security for his being answerable κλπ", ή "για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του κλπ", δείχνει ότι το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια στο θέμα και ότι δεν είναι αναγκαίο σε κάθε υπόθεση να διαταχθεί η ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του αιτητή. Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή. Η αναφορά που γίνεται στο "as the court thinks fit", αφορά το κατά πόσο το δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο αν θα υπάρξουν εγγυητές ή όχι στην ανάληψη υποχρέωσης του αιτητή και δεν επεκτείνεται στο αν ο αιτητής θα αναλάβει τέτοια υποχρέωση. Ελλείψει διαταγής για ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του αιτητή, η έκδοση του διατάγματος καθίσταται παράνομη ως πέραν της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και άκυρη. Ως τοιαύτη δε, ελέγχεται με τη διαδικασία προνομιακού διατάγματος.
Στην προκειμένη περίπτωση το διάταγμα είναι σαφές και είναι κοινό έδαφος ότι δεν περιέχει πρόνοια για ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους της αιτήτριας, Καθ΄ης η Αίτηση στην παρούσα αίτηση. Θεωρώ ότι η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση για έκδοση του διατάγματος δεν είχε ικανοποιηθεί ώστε η έκδοση του διατάγματος να καθίστατο παράνομη και άκυρη. Δικαιολογείται λοιπόν η έκδοση διατάγματος Certiorari ακυρώνοντας το διάταγμα.
Πέραν τούτου όμως, πιστεύω ότι υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο το διάταγμα θα πρέπει να εκδοθεί, και αυτός είναι ο μακρύς χρόνος ο οποίος καθορίστηκε για τον ορισμό του διατάγματος ώστε αυτό να επιδοθεί. Εύλογα μπορεί κανείς να ανησυχεί ότι η εξαίρετη φύση διατάγματος εκδιδομένου ex parte δεν έχει γίνει κανατοητή σε τρόπο ώστε να αντιμετωπίζεται ως ιδιάζουσα υπό τις περιστάσεις που να μην επιτρέπει παρέκκλιση από τις παραμέτρους που τίθενται από το νόμο και τη νομολογία, εφόσον τέτοια παρέκκλιση εξυπακούει παράβαση θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων συνυφασμένων με αυτή ταύτη την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Το άρθρο 9(3) του Κεφ. 6 είναι σαφές. Ορίζει ότι:
"9.-(3) No such order made without notice shall remain in force for a longer period than is necessary for services of notice of it on all persons affected by it and enabling them to appear before the Court and object to it; ......."
Σε Ελληνική μετάφραση:
"9.-(3) Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι΄αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανισθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό. ........."
Εδώ δεν τίθεται απλώς θέμα κακής ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Είναι επιτακτική ανάγκη όπως το δικαστήριο ορίσει διάταγμα, το οποίο εξεδόθη ex parte κατά παρέκκλιση θεμελιακών αρχών, τόσο σύντομα όσο είναι απόλυτα αναγκαίο για να επιδοθεί τούτο και να εμφανισθούν οι επηρεαζόμενοι ενώπιον του δικαστηρίου και όχι σε οποιοδήποτε μακρύτερο χρόνο ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο.
Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με το θέμα και προηγουμένως στην υπόθεση Βραμ Ταταριάν, Αίτηση 108/1999, 6.8.1999 και έχω την ίδια άποψη που εξέφρασα στην υπόθεση εκείνη. Τι είναι ο αναγκαίος χρόνος μπορεί βέβαια να είναι θέμα σχετικό και θέμα γεγονότων συναρτωμένων προς τη δυνατότητα επίδοσης και εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου. Παρατηρώ ότι και στην παρούσα υπόθεση ο χρόνος των έξι εβδομάδων που ορίστηκε το διάταγμα με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν χρόνος αναγκαίος για τους σκοπούς που ορίζονται στο νόμο. Πέραν τούτου δε, είναι φανερό και είναι και δεκτό, όπως φαίνεται στην ένσταση, ότι ο χρόνος αυτός καθορίσθηκε όχι κρινόμενος ως αναγκαίος για σκοπούς επίδοσης του διατάγματος και εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου αλλά επειδή τη μέρα εκείνη, δηλαδή στις 30.5.2002, ήταν ορισμένη η αίτηση για παραμερισμό της απόφασης. Τούτο ήταν εντελώς έξω από τα πλαίσια της εξουσίας του δικαστηρίου, ώστε να απολήγει σε υπέρβαση της δικαιοδοσίας του που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Παραπέμπω συναφώς στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 A.A.Δ. 1010 όπου το θέμα συζητείται σε έκταση. Δεν βρίσκω βοηθητική την υπόθεση Λουκά (1992) 1 Α.Α.Δ. 648, στην οποία με παρέπεμψε ο κ. Μιχαήλ, κατά πρώτο διότι δεν εξηγείται στη σχετική αναφορά του δικαστηρίου γιατί οι τρεις εβδομάδες δεν κρίθησαν ως υπερβολικός χρόνος παρά μόνο λέγεται ότι η αναβολή της ακρόασης για τρεις εβδομάδες δεν συνιστά παράβαση του δικαιώματος της φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος ακρόασης, και κατά δεύτερο διότι εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμα το δικαστήριο εκεί έκρινε ο χρόνος εκείνος ήταν αναγκαίος, δεν τίθεται θέμα στην προκειμένη περίπτωση, με τα δεδομένα που είναι ενώπιον του δικαστηρίου, να μπορέσει να θεωρηθεί ότι οι 6 εβδομάδες που ορίστηκε το διάταγμα ήταν αναγκαίος χρόνος επίδοσης της αίτησης.
Θα εκδοθεί λοιπόν το αιτούμενο διάταγμα ακυρώνοντας το διάταγμα το οποίο εξεδόθη στις 17.4.2002.
Έξοδα εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.
Η�αίτηση γίνεται δεκτή με έξοδα εναντίον της καθ' ης η αίτηση.