ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.33
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ. ν. Mohamed Imbrahim Gooda (2006) 1 ΑΑΔ 1251
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΔΗΣ ΛΤΔ ν. MOHAMED IMBRAHIM GOODA, Πολιτική Έφεση αρ. 11871, 23 Νοεμβρίου 2006
(2002) 1 ΑΑΔ 654
26 Απριλίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΦΑΝΟΣ Ν. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσείoντες,
ν.
ΝΤΙΝΑΣ ΜΕΛΑΡΤΑ,
Εφεσίβλητης.
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 18.9.2000
ΦΑΝΟΣ Ν. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσείoντες,
ν.
1. ΝΤΙΝΑΣ ΜΕΛΑΡΤΑ,
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10806)
Δίκη ― Παρέμβαση Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της δίκης ― Στοιχειοθετεί βάσιμο λόγο έφεσης εφόσον έχει ουσιώδεις επιπτώσεις στο αποτέλεσμα της δίκης ― Οι συνεχείς, υπερβολικές και μονόπλευρες επεμβάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησαν σε ακύρωση της εκδοθείσας απόφασης και σε διαταγή για επανεκδίκαση.
Δικαστές ― Πως πρέπει να ενεργεί το Δικαστήριο μέσα στη θερμή ατμόσφαιρα της αντιπαράθεσης που πολλές φορές δημιουργείται στις δικαστικές αίθουσες ― Η συμπεριφορά του Δικαστηρίου προς τους δικηγόρους δεν πρέπει να είναι υποτιμητική.
Μεροληψία ― Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Το γεγονός ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν δεσμεύεται από τους κανόνες απόδειξης, δεν του δίδει το δικαίωμα να παρασύρεται και να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία εξέτασης των μαρτύρων ― Η όποια πέραν του δέοντος ανάμειξή του στη διαδικασία, μπορεί να δημιουργήσει αχρείαστες εντυπώσεις για μεροληψία.
Οι εφεσείοντες-καθ' ων η αίτηση εφεσίβαλαν την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία επιδικάστηκε στην εφεσίβλητη-αιτήτρια ποσό £4.329 ως αποζημιώσεις για την αδικαιολόγητη και παράνομη απόλυση της από τους εφεσείοντες. Το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων επικεντρώθηκε στον ισχυρισμό ότι ο δικαστής που εξεδίκασε την υπόθεση ήταν εμφανώς εχθρικός μαζί τους και το συνήγορό τους και φιλικός και υποβοηθητικός προς την εφεσίβλητη σε τέτοιο βαθμό και συχνότητα, που έδωσε την εντύπωση ότι μεροληπτούσε καταστρατηγώντας έτσι βασικές αρχές της απονομής της δικαιοσύνης.
Αντίθετα η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι οι επεμβάσεις του Δικαστηρίου δεν υποδηλούσαν εχθρότητα ή μεροληψία εις βάρος των εφεσειόντων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το πρακτικό της δίκης προκύπτει ότι όντως το μέγεθος της παρέμβασης ήταν υπερβολικό και οι παρεμβάσεις του Δικαστηρίου ήταν συνεχείς σε σημείο που, πολλές φορές, δεν άφηναν το συνήγορο των εφεσειόντων να εκτελέσει το καθήκον του. Συγκεκριμένα σε έξι μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιόν του το Δικαστήριο υπέβαλε συνολικά 355 ερωτήσεις.
2. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, ενώ στην κύρια εξέταση του πρώτου μάρτυρα για τους εφεσείοντες το Δικαστήριο επενέβη 34 φορές, στην αντεξέτασή του από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης 13 και κατά την αντεξέταση από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού μόνο 3. Στην επανεξέταση, επί τεσσάρων ερωτήσεων του δικηγόρου των εφεσειόντων, το δικαστήριο προέβη σε πέντε επεμβάσεις ή ερωτήσεις.
3. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας το Δικαστήριο ήλθε σε έντονη φραστική αντιπαράθεση με το δικηγόρο των εφεσειόντων χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, εκφράσεις όπως "έχετε λάθος νομικά", "ίσως είναι επειδή δεν έρχεστε συχνά σ' αυτό το Δικαστήριο" και "δεν θα κάμνουμε μαθήματα νομικής εδώ".
4. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν δεσμεύεται από τους κανόνες απόδειξης, δεν του δίδει το δικαίωμα να παρασύρεται και να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία εξέτασης των μαρτύρων. Η όποια πέραν του δέοντος ανάμειξή του στη διαδικασία, μπορεί να δημιουργήσει αχρείαστες εντυπώσεις για μεροληψία. Πολύ δε περισσότερο, η αντιπαράθεση του Δικαστηρίου με παράγοντες της δίκης.
5. Η παρέμβαση του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση δεν ήταν επιτρεπτή.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Έφεση.
Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 21/3/00 (Αρ. Αίτησης 728/97) με την οποία επιδικάστηκε στην αιτήτρια ποσό £4.329,- ως αποζημιώσεις για αδικαιολόγητη και παράνομη απόλυση από τους καθ' ων η αίτηση.
Ελ. Μούντη για Ν. Ζωμενή, για τους Εφεσείοντες.
Αρ. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη 1.
Δ. Κούσιου-Χρυσαντρέα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 2.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, με την οποία επιδικάστηκε στην αιτήτρια-εφεσίβλητη ποσό £4.329, ως αποζημιώσεις για αδικαιολόγητη και παράνομη απόλυση από τους εφεσείοντες-καθ' ων η αίτηση.
Με την ειδοποίηση έφεσης εγείρεται σωρεία λόγων. Οι εφεσείοντες όμως επικέντρωσαν το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας τους στον ισχυρισμό ότι ο δικαστής που εξεδίκασε την υπόθεση ήταν εμφανώς εχθρικός μαζί τους και το συνήγορό τους και φιλικός και υποβοηθητικός προς την εφεσίβλητη, σε τέτοιο βαθμό, έκταση και συχνότητα, που έδωσε την εντύπωση ότι μεροληπτούσε, καταστρατηγώντας έτσι βασικές αρχές της απονομής της δικαιοσύνης. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Υπέβαλε στους μάρτυρες τόσες πολλές ερωτήσεις και με τέτοιο τρόπο, που εμφανιζόταν ότι ενεργούσε ως συνήγορος της μιας πλευράς ή ως διάδικος.
Από την άλλη, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι οι επεμβάσεις του Δικαστηρίου δεν υποδηλούν εχθρότητα ή μεροληψία εις βάρος των εφεσειόντων. Επικαλέστηκε το άρθρο 12 (11) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967, Ν. 8/67, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1973, Ν.5/73, που προβλέπει ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν δεσμεύεται από οποιουσδήποτε κανόνες περί απόδειξης. Επεσήμανε ακόμα ότι στον Κανονισμό 9(3) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, Αρ. 1/99, προβλέπεται ότι η ακρόαση διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή της δίκης που προβλέπονται στη Δ.33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι, με βάση το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί, ο δικαστής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών έχει μεγαλύτερη εξουσία παρέμβασης.
Από τη μελέτη του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει ότι σε έξι μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιόν του, το Δικαστήριο υπέβαλε συνολικά 355 ερωτήσεις. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Απλή ανάγνωση του πρακτικού δείχνει το μέγεθος της παρέμβασης. Για παράδειγμα, ο Φάνος Επιφανίου, ο πρώτος μάρτυρας για τους εφεσείοντες, ανέφερε ότι ο πλεονασμός της εφεσίβλητης προήλθε από μείωση του όγκου εργασιών στην αποθήκη της Λευκωσίας, λόγω ανέγερσης μεγάλων κεντρικών αποθηκών, στη Λεμεσό. Το Δικαστήριο τον διέκοψε πριν ακόμα συμπληρώσει την πρότασή του και του υπέβαλε έξι απανωτές ερωτήσεις επί του θέματος. Μετά τις ερωτήσεις αυτές, όταν ο δικηγόρος των εφεσειόντων, προσπαθώντας να επανακτήσει τον ειρμό του, επανέλαβε ότι ο μάρτυρας είχε πει πριν, το Δικαστήριο επενέβη και τον διέκοψε, λέγοντάς του ότι δεν δικαιούται να προβεί σε περίληψη των όσων ο μάρτυρας είπε. Ο συνήγορος των εφεσειόντων απάντησε ότι όσα είπε, τα είπε ως εισαγωγή για να μπορέσει να υποβάλει την ερώτηση, το Δικαστήριο όμως τον προέτρεψε, χωρίς λόγο, να μην προσθέτει φράσεις. Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ της έδρας και του συνήγορου των εφεσειόντων που τελείωσε με τη δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ερώτηση «πού οφείλεται η μείωση του όγκου εργασιών της αποθήκης» ήταν ενστάσιμη και βοηθητική προς το μάρτυρα. Κι' αυτά όλα, μόλις κατά την έναρξη της επ' ακροατηρίω διαδικασίας.
Οι παρεμβάσεις του Δικαστηρίου ήταν συνεχείς. Όταν ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε ότι επιδόθηκε στην εφεσίβλητη η επιστολή απόλυσης, ο δικαστής επενέβη και ρώτησε από ποιόν της δόθηκε η επιστολή αυτή. Παρ' όλον ότι ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν γνωρίζει, το Δικαστήριο επέμεινε στην ίδια ερώτηση.
Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας έγινε απόπειρα κατάθεσης ως τεκμήριου αίτησης της εφεσίβλητης για επίδομα ασθένειας που έφερε την υπογραφή του Μ.Ε.1 ως διευθυντή της εταιρείας των εφεσειόντων, με επισυνημμένο ιατρικό πιστοποιητικό. Το Δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεση της αίτησης, όχι γιατί υπήρχε οποιαδήποτε δικονομική ένσταση, αλλά απλά και μόνο γιατί, όπως αναφέρεται στο πρακτικό, «δεν χρειαζόμαστε αυτή την επιστολή».
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι, ενώ στην κύρια εξέταση του Φάνου Επιφανίου, το Δικαστήριο επενέβη 34 φορές, στην αντεξέτασή του από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης 13 και κατά την αντεξέταση από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού μόνο 3. Στην επανεξέταση, επί τεσσάρων ερωτήσεων του δικηγόρου των εφεσειόντων, το δικαστήριο προέβη σε πέντε επεμβάσεις ή ερωτήσεις.
Κατά την επανεξέταση ο ίδιος μάρτυρας ρωτήθηκε αν, κατά τη γνώμη του, η εφεσίβλητη ήταν κατάλληλη για βοηθός λογιστηρίου, ερώτηση η οποία δεν αφέθηκε από το Δικαστήριο να απαντηθεί γιατί ήταν «ερώτηση στρογγυλεμένη», ότι κι' αν σημαίνει αυτό. Στη συνέχεια όμως το Δικαστήριο ρώτησε τον ίδιο μάρτυρα κατά πόσο η εφεσίβλητη ήταν κατάλληλη για υπεύθυνη της αποθήκης.
Κατά την εξέταση της Φωτούλας Δημητρίου, υπάλληλου της εταιρείας και υπεύθυνης για τη μισθοδοσία και θέματα προσωπικού, το Δικαστήριο δίδει την εντύπωση ότι με συνεχείς ερωτήσεις προσπαθεί να εκμαιεύσει ουσιαστικά από τη μάρτυρα ότι η εφεσίβλητη ήταν καλή υπάλληλος.
Όταν κατά την επανεξέταση ο δικηγόρος των εφεσειόντων αναφέρει στη μάρτυρα ότι είχε καταθέσει ότι η αποθήκη της Λεμεσού άρχισε να λειτουργεί περίπου ένα χρόνο πριν απολυθεί η εφεσίβλητη, η ερώτηση απαγορεύεται, χωρίς σχετική ένσταση, γιατί κρίθηκε από το Δικαστήριο ως «argumentative».
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και την κύρια εξέταση του Κώστα Δημητρίου, υπάλληλου των εφεσειόντων, το Δικαστήριο ήλθε σε έντονη φραστική αντιπαράθεση με το δικηγόρο των εφεσειόντων χρησιμοποιώντας εκφράσεις, όπως «έχετε λάθος νομικά», «ίσως είναι επειδή δεν έρχεστε συχνά σ' αυτό το Δικαστήριο», «αν είναι καθοδηγητικές ή δεν είναι, υπάρχουν δικαστικά μέτρα που πρέπει να ξέρετε στα σαράντα πέντε χρόνια (της άσκηση δικηγορίας του συνήγορου των εφεσειόντων)», «δεν θα κάμνουμε μαθήματα νομικής εδώ», «και ένας ασκούμενος το γνωρίζει όταν απαντάται η ερώτηση με ένα ναι ή ένα όχι ότι είναι καθοδηγητική», «υπάρχει τρόπος που γίνονται οι υποθέσεις και δεν θα τον πούμε στον κ. Ζωμενή», «ας κάμει την υπόθεση όπως γνωρίζει» κλπ.
Το γεγονός ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν δεσμεύεται από τους κανόνες απόδειξης, δεν του δίδει το δικαίωμα να παρασύρεται και να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία εξέτασης των μαρτύρων. Η όποια πέραν του δέοντος ανάμειξή του στη διαδικασία, μπορεί να δημιουργήσει αχρείαστες εντυπώσεις για μεροληψία. Πολύ δε περισσότερο, η αντιπαράθεση του Δικαστηρίου με παράγοντες της δίκης.
Στην παρούσα υπόθεση η επέμβαση του δικαστηρίου δεν ήταν επιτρεπτή. Με απανωτές, πολλές φορές, ερωτήσεις, ουσιαστικά δεν άφηνε το συνήγορο των εφεσειόντων να εκτελέσει το καθήκον του. Εκτός του ότι θα πρέπει να επιδεικνύεται, από όλες τις πλευρές, ο αρμόζων σεβασμός, ο κάθε δικηγόρος θα πρέπει να αφήνεται να υποβάλλει τις ερωτήσεις που ο ίδιος θέλει, εκτός βέβαια αν υπάρχει κάποιο δικονομικό κώλυμα ή άλλος αποδεκτός λόγος, χωρίς να διακόπτεται ο ειρμός της σκέψης του και το δικαστήριο, ει δυνατόν στο τέλος, να υποβάλλει τις δικές του ερωτήσεις. Δεν χρειάζεται καν να λεχθεί ότι από τις ερωτήσεις ή τις επεμβάσεις δεν πρέπει να δίδεται η εντύπωση ότι ο δικαστής είναι εχθρικός, ειρωνικός ή μεροληπτικός.
Μέσα στη θερμή ατμόσφαιρα της αντιπαράθεσης που πολλές φορές δημιουργείται στις δικαστικές αίθουσες, το δικαστήριο, διατηρώντας τη νηφαλιότητά του, θα πρέπει να ενεργεί ως παράγων αποπυροδότησης της κρίσης. Η έδρα θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, ούτως ώστε να μην δίδεται, έστω και λανθασμένα, η εντύπωση ότι η δικαιοσύνη δεν απονέμεται αμερόληπτα. Περιττόν να λεχθεί ότι σχόλια και χαρακτηρισμοί από οποιονδήποτε παράγοντα της δίκης, δεν επιτρέπονται.
Κάτω από τις περιστάσεις θεωρούμε ότι οι επεμβάσεις του Δικαστηρίου ήταν υπερβολικές και εκτός των πλαισίων του δικαιώματος παρέμβασής του. Γι΄ αυτό το λόγο η εκδοθείσα απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και η υπόθεση να επανεκδικασθεί, με διαφορετική βέβαια σύνθεση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και εκδίδεται διάταγμα για επανεκδίκασή της.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Διατάσσεται επανεκδίκαση.