ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 581
17 Απριλίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,
Εφεσείων,
ν.
VALERY MECHANOV,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11173)
Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Έκδοση Ρώσου στη Ρωσική Ομοσπονδία ― Αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης έκδοσης ― Διέπεται από το Άρθρο 12 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/70) και το Άρθρο 5 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε με τον περί του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1984 (Ν. 17/84).
Λέξεις και Φράσεις ― "Η αίτηση θα διατυπώνεται γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης" στο Άρθρο 12.1 του περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/70).
Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδέχθηκε αίτηση του εφεσίβλητου, που ήταν Ρώσος, για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με την οποία ζητούσε απόλυσή του από κράτηση που διατάχθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου μετά από απόφαση έκδοσής του. Το Δικαστήριο είχε αποδεχθεί τον λόγο που πρότεινε ο εφεσίβλητος ότι η αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας που έγινε από το Γενικό Εισαγγελέα της προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 12 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού Νόμου του 1970 (Ν. 95/70) και του Άρθρου 5 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε με τον περί του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1984 (Ν. 17/84). Η εισήγηση του εφεσίβλητου ήταν ότι η αίτηση για την έκδοσή του έπρεπε να υποβληθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσίας και όχι από το Γενικό Εισαγγελέα της μέσω της Πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κύπρο.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έκρινε ότι από την ερμηνεία του Άρθρου 5 και ειδικότερα τη χρήση της φράσης ότι «η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται» προκύπτει σαφώς ότι η διάταξη αυτή προνοεί το μέσο υποβολής της αίτησης έκδοσης και όχι το όργανο το οποίο δέον να εκδίδει ή συντάσσει ή προβαίνει στο αίτημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διεφώνησε με την πιο πάνω ερμηνεία και έκρινε ότι η πρόνοια του Άρθρου 5 είναι επιτακτική.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού εξέτασε προσεκτικά το κείμενο της παραγράφου 1 του Άρθρου 12 του Νόμου 95/70 όπως έχει τροποποιηθεί με το πιο πάνω Άρθρο 5, ταυτίστηκε πλήρως με το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας ότι η φράση «η αίτηση θα διατυπώνεται γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης» αναφέρεται στην αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης. Αποφάνθηκε επίσης ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διάταξη του Άρθρου 12.1 του Νόμου 95/70 άφηνε κενό που πληρώθηκε με τη διάταξη του Άρθρου 5 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου, ήταν ορθό.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856,
Hachem (1991) 1 A.A.Δ. 723.
Έφεση.
Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 11/9/01 (Αρ. Αίτησης 82/01) με την οποία αποδέχθηκε την αίτηση του αιτητή-εφεσίβλητου και εξέδωσε το αιτηθέν διάταγμα Habeas Corpus με αποτέλεσμα την απόλυσή του.
Μ. Ευαγγέλου, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Πίττας με Κ. Καλαβά, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου διέταξε την έκδοση του εφεσίβλητου (και την κράτηση του στο μεταξύ) μέχρις ότου ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εκδώσει διάταγμα έκδοσης του, για να αποδοθεί στις αρχές της Ρωσσικής Ομοσπονδίας που ζήτησαν την έκδοση του.
Σκοπός της έκδοσης ήταν να δικασθεί στη ξένη χώρα ο εφεσίβλητος για το ποινικό αδίκημα που εκδίδεται, της συνομωσίας για διάπραξη πλημμελήματος, δηλ. απάτης και εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 372, 300 και 297-298, αντίστοιχα, ως και του άρθρου 20 (συμμετοχή) του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και κατά παράβαση του ποινικού κώδικα της εν λόγω χώρας.
Με αίτηση για Habeas Corpus ο εφεσίβλητος ζήτησε να αφεθεί ελεύθερος γιατί η απόφαση για την έκδοση του ήταν νομικά λανθασμένη. Πρόβαλε τέσσερις ξεχωριστούς λόγους για να στηρίξει τη θέση του.
Σύμφωνα με τον τέταρτο από τους λόγους η αίτηση της Ρωσσικής Ομοσπονδίας που έγινε από το Γενικό Εισαγγελέα της προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 12 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/70) και του άρθρου 5 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε με τον περί του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1984 (Ν. 17/84). Έγινε εισήγηση ότι η αίτηση για την έκδοση του εφεσίβλητου έπρεπε να υποβληθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσσίας και όχι από το Γενικό Εισαγγελέα της μέσω της Πρεσβείας της Ρωσσικής Ομοσπονδίας στην Κύπρο. Αυτό άλλωστε - συνεχίζει η εισήγηση - ήταν και το πνεύμα της αντικατάστασης της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Νόμου 95/70 από τη διάταξη του άρθρου 5 του Δεύτερου Πρωτοκόλλου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτή την πιο πάνω εισήγηση με αποτέλεσμα την επιτυχία της αίτησης για Habeas Corpus και την απόλυση του εφεσίβλητου.
Έρεισμα της πρωτόδικης προσέγγισης ήταν το άρθρο 12 του Νόμου 95/70 και το άρθρο 5 του Δεύτερου Πρωτοκόλλου. Παραθέτουμε και τις δύο αυτές διατάξεις:
Το άρθρο 12 προβλέπει:
«Άρθρον 12ον
ΑΙΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1. Η αίτησις θέλει διατυπωθεί εγγράφως και υποβληθή δια της διπλωματικής οδού. Δι' απ' ευθείας διευθετήσεις δύναται να συμφωνηθή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών, έτερον μέσον.»
Το άρθρο 5 προβλέπει:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ V
Άρθρο 5
Η παράγραφος 1 του Άρθρου 12 της Σύμβασης αντικαθίσταται από τις ακόλουθες διατάξεις.
'Η αίτηση θα διατυπώνεται γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος Μέρους προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση· παρα-ταύτα, η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται. Άλλα μέσα επικοινωνίας μπορούν να συμφωνηθούν απ' ευθείας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών'.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έκρινε ότι από τη μελέτη και ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 5 και ειδικότερα τη χρήση της φράσης ότι «η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται» προκύπτει σαφώς ότι η διάταξη αυτή προνοεί το μέσο υποβολής της αίτησης έκδοσης και όχι το όργανο το οποίο δέον να εκδίδει ή συντάσσει ή προβαίνει στο αίτημα. Για το λόγο δε αυτό - συνεχίζει το Επαρχιακό Δικαστήριο - διαφυλάσσει στο τέλος του εδαφίου διαφορετικό μέσο επικοινωνίας από τα ανωτέρω αναφερθέντα, αν συμφωνήσουν τα συμβαλλόμενα κράτη. Επομένως, καθορίζει το μέσο επικοινωνίας και ανταλλαγή εγγράφων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με την πιο πάνω ερμηνεία. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Η παραπάνω ερμηνεία δεν έχει έγκυρο έρεισμα θετικό ή άλλο. Η πρόνοια του άρθρου 5 είναι επιτακτική. Χρησιμοποιείται η λέξη 'θα' και στο αγγλικό κείμενο το ρήμα 'shall'. Αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης έκδοσης έχει το κατονομαζόμενο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το υπόλοιπο μέρος της διάταξης αναφέρεται στους τρόπους κοινοποίησης της αίτησης. Δεν είναι μόνο η απ' ευθείας επικοινωνία μεταξύ των Υπουργείων Δικαιοσύνης των εμπλεκομένων χωρών. Μπορεί, πρόσθετα να χρησιμοποιηθεί είτε η διπλωματική οδός είτε οποιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνίας που συμφωνείται μεταξύ των μερών. Υπό την αίρεση όμως ότι την αίτηση υποβάλλει το καθορισθέν από το άρθρο 5 πολιτειακό όργανο. Η ερμηνεία αυτή είναι πιστεύω σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του δεύτερου πρωτοκόλλου. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε νόημα στη μεταβολή που επέφερε το άρθρο 5. Το κενό που άφηνε η διάταξη του άρθρου 12(1) του Νόμου 95/70 πληρώθηκε με τη νέα διάταξη. Αναφορικά με την αιτιολογική σκέψη της απόφασης, που εξέθεσα, θα παρατηρούσα ότι δεν ευσταθεί και για το λόγο ότι το άρθρο 12(1), όπως είχε, αναφερόταν και στους δύο τρόπους επικοινωνίας, δηλαδή τη διπλωματική οδό ή άλλο μέσο που μπορούσε να συναποφασιστεί.
Είναι δυνατό να εγερθεί το ερώτημα ότι σε κάποια χώρα που έχει κυρώσει τη Συνθήκη η κρατική δομή δεν περιλαμβάνει Υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά αρμοδιότητες της φύσεως αυτής ασκούνται από άλλο κρατικό όργανο ή αξιωματούχο. Όμως σε μια τέτοια περίπτωση αναμένεται να υπάρχει απόδειξη του γεγονότος. Τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται στην κρινόμενη περίπτωση. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας απλώς υιοθέτησε, όπως υπέδειξα, το σκεπτικό της απόφασης.
Το συμπέρασμα μου είναι ότι σημειώθηκε παραβίαση του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που αποτελεί μέρος της εσωτερικής μας νομοθεσίας. Η σπουδαιότητα της διάταξης αυτής δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Γι' αυτό η αίτηση πετυχαίνει. Διατάσσω την άμεση απόλυση του κρατούμενου.»
Η έφεση.
Η ερμηνεία της λέξης «θα», στην οποία έχει αχθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης. Ο κ. Ευαγγέλου, εκ μέρους του εφεσείοντα, έκαμε αναφορά στην Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856, 859 (απόφαση Αρτέμη, Δ.) στην οποία λέχθηκε ότι συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου αλλά επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία τους για ευόδωση του στόχου στον οποίο αποβλέπουν και που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα (βλ. και In re Hachem (1991) 1 Α.Α.Δ. 723). Υπέβαλε ότι για σκοπούς ερμηνείας των πιο πάνω διατάξεων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, από τη μια οι πιο πάνω αρχές που καθιέρωσε η Νομολογία, και από την άλλη τα ακόλουθα:
(α) Ότι τόσο στις διατάξεις του Νόμου 95/70 όσο και αυτές του πιο πάνω Πρωτοκόλλου και ειδικότερα αυτή του άρθρου 5 δεν γίνεται καμμιά πρόνοια για το όργανο που έχει την αρμοδιότητα σύνταξης/υποβολής της αίτησης για έκδοση και
(β) Ότι μετά το πρώτο μέρος της διάταξης του άρθρου 5, του πιο πάνω Πρωτοκόλλου, τίθεται το σημείο της άνω τελείας, και αμέσως μετά ακολουθούν οι φράσεις «παρά-ταύτα, η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται. Άλλα μέσα επικοινωνίας μπορούν να συμφωνηθούν απ' ευθείας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών».
Με βάση τα πιο πάνω - συνεχίζει ο κ. Ευαγγέλου - ολόκληρη η διάταξη του άρθρου 5, του Δεύτερου Πρωτοκόλλου, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στο ίδιο θέμα, αυτό του «μέσου επικοινωνίας» περί του οποίου γίνεται ρητή αναφορά. Με άλλα λόγια η διάταξη αυτή προνοεί για το μέσο υποβολής, δηλαδή της διαβίβασης/κοινοποίησης της αίτησης έκδοσης και όχι για το όργανο που έχει την αρμοδιότητα σύνταξης/υποβολής της. Η χρησιμοποίηση της λέξης «θα» και στο αγγλικό κείμενο του ρήματος «shall» έχει προτρεπτικό και όχι επιτακτικό χαρακτήρα, αφού μετά την άνω τελεία ακολουθεί η πρόνοια - επιφύλαξη «παρά-ταύτα .... Μερών».
Προς υποστήριξη των πιο πάνω θέσεων του ο κ. Ευαγγέλου μας παρέπεμψε στις παραγράφους 33 έως 34* της σελίδας 13 της έκδοσης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1978 "Explanatory Report on the Second Additional Protocol to the European Convention on Extradition".
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το κείμενο της παραγ. 1 του άρθρου 12 του Νόμου 95/70 όπως έχει τροποποιηθεί από το πιο πάνω άρθρο 5. Σε πλήρη ταύτιση με το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε ότι η φράση «η αίτηση θα διατυπώνεται γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης» αναφέρεται στην αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης. Θεωρούμε, επίσης, ότι το υπόλοιπο μέρος της διάταξης αναφέρεται στους τρόπους κοινοποίησης της αίτησης. Το κείμενο των πιο πάνω παραγ. 33-34, στο οποίο μας παρέπεμψε ο κ. Ευαγγέλου, δεν προωθεί τις θέσεις του. Δεν είναι ερμηνευτικό του άρθρου 12.1. Αντίθετα συνηγορεί υπέρ της επίδικης ερμηνείας. Πραγματεύεται τους τρόπους κοινοποίησης της αίτησης. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο - και τελευταίο - λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του ευρήματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διάταξη του άρθρου 12.1 του Νόμου 95/70 άφηνε κενό που πληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 5 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου.
Τα όσα ανάφερε επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελούσαν μέρος της αιτιολόγησης της ερμηνείας του άρθρου 12.1 στην οποία είχε αχθεί. Έχουμε ήδη επικυρώσει την επίδικη ερμηνεία. Θεωρούμε την εκκαλούμενη αναφορά του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου καθόλα έγκυρη. Ήταν ακριβώς η ύπαρξη του κενού που είχε επισημανθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο που είχε οδηγήσει στην τροποποίηση του άρθρου 12. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.