ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 445
27 Mαρτίου, 2002
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΝΕΔΗ Π. ΖΕΝΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
ν.
ΠΑΜΠΟΥ ΖΕΝΙΟΥ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Έφεση Αρ. 128)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο το Άρθρο 2 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (τροποποιητικού) Νόμου 46(Ι)/99 και ειδικά η επιφύλαξη η οποία τέθηκε με το εν λόγω Άρθρο, στο Άρθρο 14(α) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 23/90), αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.2(Β)(β) του Συντάγματος.
Διαζύγιο ― Ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης δυνάμει του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (τροποποιητικού) Νόμου 46(Ι)/99 ― Αποτελεί αυτοτελή λόγο διαζυγίου που εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες του Άρθρου 111.2(Β)(γ) του Συντάγματος και όχι τροποποίηση του υφιστάμενου λόγου διαζυγίου όπως αυτό καθορίζεται με το Άρθρο 111.2(Β)(β) του Συντάγματος.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμων ― Διαδικασία παραπομπής θεμάτων αντισυνταγματικότητας δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος ― Εφαρμοστέες αρχές.
Ερμηνεία νόμων ― Ένθεση επιφύλαξης σε άρθρο του νόμου ― Έχει κατά κανόνα ως αντικείμενο τον περιορισμό της εμβέλειάς του, τη δημιουργία εξαιρέσεων από στοιχειοθετούμενο κανόνα ή τον περιοριστικό προσδιορισμό των διατάξεών του.
Κατά την ακρόαση της έφεσης το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο παρέπεμψε, βάσει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος, προς κρίση και απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο το εγερθέν ζήτημα της συνταγματικότητας του Άρθρου 2 του τροποποιητικού Νόμου 46(Ι)/99 και ειδικά της επιφύλαξης που προσθέτει στο Άρθρο 14(α) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 23/90), (ο Νόμος). Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου τέθηκε εξ αρχής από την εφεσείουσα στην ένστασή της στο αίτημα του εφεσίβλητου για την έκδοση διαζυγίου βάσει των προνοιών του.
Η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι ο Νόμος 46(Ι)/99 δεν καθορίζει ένα νέο λόγο διαζυγίου αλλά ουσιαστικά τροποποιεί το λόγο διαζυγίου του ισχυρού κλονισμού που έχει ήδη καθορισθεί με την τροποποίηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 95/89. Επειδή δε ένα συνταγματικό άρθρο δεν μπορεί να τροποποιηθεί με μια νομοθετική πρόνοια, οι σχετικές διατάξεις του Νόμου 46(Ι)/99 είναι αντισυνταγματικές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου για τους σκοπούς του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος παραπέμπεται στο Ανώτατο Δικαστήριο εφόσον η επίλυσή του είναι ουσιώδους σημασίας για την έκβαση της υπό εκδίκαση υποθέσης.
2. Ο Νόμος διατυπωμένος ως επιφύλαξη με τη χρήση του όρου "Νοείται", δεν εντίθεται στο Άρθρο 111.2(Β)(β) του Συντάγματος, αλλά στην ολότητά του. Επομένως δεν συναρτάται άμεσα με την παράγραφο (β) του Άρθρου 111.2(Β). Η επιφύλαξη δεν σχετίζεται με κανένα λόγο διαζυγίου που καθορίζει το Σύνταγμα. Η συνάφεια του με το λόγο που καθορίζεται από το Σύνταγμα κάτω από την παράγραφο (β) είναι καθαρά λεκτική προκύπτουσα από τη χρήση του όρου "ισχυρός κλονισμός". Η παράγραφος (β) πραγματεύεται τον ισχυρό κλονισμό του γάμου με αναφορά στη συμπεριφορά των εγγάμων, ανεξάρτητα από τη διάσταση των συζύγων και τη χρονική της διάρκεια. Η επίμαχη διάταξη του νόμου έχει ως αντικείμενο την καθιέρωση της διάστασης με επίκεντρο τη χρονική διάρκεια της ως λόγο διαζυγίου ανεξάρτητα από του αν ο λόγος της διάστασης αφορά τον ενάγοντα. Καθιστά τη νέκρωση του γάμου, επιμαρτυρούμενη από τη διάσταση των συζύγων για μεγάλο χρονικό διάστημα ως λόγο διαζυγίου, εξ ου και η οριστική διάκρισή της από το λόγο που καθιερώνει το Άρθρο 111.2(Β)(β) του Συντάγματος.
3. Η απόφαση και η απάντηση στο τεθέν ζήτημα είναι ότι ο Νόμος δεν αντιβαίνει προς το Άρθρο 111.2(Β) του Συντάγματος.
Το Άρθρο 2 του Ν. 46(Ι)/99, δεν προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 111.2(Β) του Συντάγματος, ούτε αντίκειται προς αυτές.
Απόφαση ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63,
Νικολάου ν. Κοσάρη ή Κοσιάρη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 660,
Republic ν. Loftis, 1 R.S.C.C. 30,
Mayor of Nicosia ν. Loizides 1 R.S.C.C. 59,
Attorney-General ν. Kouppis a.o. 1 R.S.C.C. 115,
Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 963,
Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045,
Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,
Χ"Στυλλή ν. Papademas κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 551,
Lloyds and Scottish Finance Ltd v. Modern Cars and Caravans (Kingston) Ltd [1966] 1 Q.B. 764.
Παραπομπή Αντισυνταγματικότητας Νόμου.
Παραπομπή από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο κατά τη διάρκεια ακρόασης της Έφεσης Αρ. 128 προς κρίση και απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πόσο η επιφύλαξη η οποία τέθηκε στο Άρθρο 14(α) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 23/90, με το Άρθρο 2 του Ν. 46(Ι)/99, είναι αντίθετη προς το Άρθρο 111.2(Β) του Συντάγματος.
Κ. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατά την ακρόαση της έφεσης το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστηρίο παρέπεμψε προς κρίση και απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο το ακόλουθο εγερθέν ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου:
«Το άρθρο 111.2(Β) του Συντάγματος όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 95/89 προνοεί ότι:
"Β. Το διαζύγιον χωρεί μόνον -
(α) Δια τους εις το Καταστατικόν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου λόγους ως ούτοι ισχύουν κατά την ημερομηνία ψηφίσεως υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων του περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμου του 1989, εφ' όσον ούτοι δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα·
(β) όταν αι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθή τόσον ισχυρώς από λόγον ο οποίος αφορά το πρόσωπον του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βασίμως η εξακολούθησις της εγγάμου σχέσεως να είναι αφόρητος δια τον Ενάγοντα· και
(γ) δι' οιονδήποτε έτερον λόγον ως νόμος θέλει ορίσει, αφού ακουσθώσιν αι απόψεις της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου."
Το άρθρο 14 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Αρ. 23/90) όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 του Νόμου 46(Ι)/99, προνοεί ότι:
"Τα Οικογενεικά Δικαστήρια:
(α) Κατά την εκδίκαση αγωγών διαζυγίου θα εφαρμόζουν το δίκαιο το οποίο καθορίζεται στην παρ. 2(Β) του άρθρου 111 του Συντάγματος:
Νοείται ότι η συνεχής διάσταση των συζύγων για πέντε τουλάχιστο χρόνια συνιστά ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης και το διαζύγιο δύναται να εκδοθεί έστω και αν ο λόγος του ισχυρού κλονισμού αφορά τον ενάγοντα. Η συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν στα πλαίσια προσπάθειας αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στους συζύγους και οι οποίες στο σύνολο τους δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια ενδελεχή εξέταση του θέματος κατέληξε δια πλειοψηφίας στο συμπέρασμα ότι η διάταξη του Νόμου 46(Ι)/99 αποτελεί αυτοτελή λόγο διαζυγίου που εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 111.2(Β)(γ) του Συντάγματος και όχι τροποποίηση του υφιστάμενου λόγου διαζυγίου όπως αυτό καθορίζεται με το άρθρο 111.2(Β)(β) του Συντάγματος. Ο Δικαστής που διεφώνησε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Νόμος 46(Ι)/99 θα πρέπει να ερμηνεύεται ως ένας με το βασικό Νόμο 23/90 και έτσι απαιτείτο η τροποποίηση του άρθρου 111.2(Β) του Συντάγματος.
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η τροποποίηση που έχει επιτευχθεί με το Νόμο 46(Ι)/99 δεν συνιστά τροποποίηση του άρθρου 111 του Συντάγματος. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι ο Νόμος 46(Ι)/99 δεν καθορίζει ένα νέο λόγο διαζυγίου αλλά ουσιαστικά τροποποιεί το λόγο διαζυγίου του ισχυρού κλονισμού που έχει ήδη καθορισθεί με την τροποποίηση του άρθρου 111 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 95/89. Η τροποποίηση που έχει επιτευχθεί δεν εισάγει νέο λόγο διαζυγίου αλλά απλά τροποποιεί τον υφιστάμενο λόγο του ισχυρού κλονισμού. Επειδή δε ένα συνταγματικό άρθρο δεν μπορεί να τροποποιηθεί με μια νομοθετική πρόνοια, οι σχετικές διατάξεις του Νόμου 46(Ι)/99 είναι αντισυνταγματικές.»
Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του άρθρου 2 του τροποποιητικού Νόμου 46(Ι)/99 - και ειδικά της επιφύλαξης που προσθέτει στο Άρθρο 14(α) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου (Ν.23/90), «ο Νόμος» τέθηκε εξαρχής από την εφεσείουσα στην ένστασή της στο αίτημα του εφεσίβλητου για την έκδοση διαζυγίου βάσει των προνοιών του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε κατά πλειοψηφία (ο Πρόεδρος και ένας Δικαστής), ότι δεν εγείρεται ζήτημα προς παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος. Άχθηκε στην απόφαση αυτή αφού διαπίστωσε ότι παρέχεται η δυνατότητα ερμηνείας της επίμαχης διάταξης του Νόμου κατά τρόπο συνάδοντα προς το Σύνταγμα. Ο ερμηνευτικός κανόνας ότι η Βουλή κατά τεκμήριο σκοπεί να νομοθετήσει εντός του πλαισίου του Συντάγματος, άφηνε ανοικτή την επιλογή ερμηνείας του Νόμου με τρόπο που να συνάδει προς τις διατάξεις του Συντάγματος. Στην Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63 και αργότερα στη Νικολάου ν. Κοσάρη ή Κοσιάρη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 660, στις οποίες παραπέμπει το Οικογενειακό Δικαστήριο διαγράφεται ο ερμηνευτικός κανόνας ο οποίος φέρει τη Βουλή να νομοθετεί εντός του πλαισίου του Συντάγματος, εκτός όπου το λεκτικό του νόμου αναιρεί το τεκμήριο αυτό.
Το τρίτο μέλος του Δικαστηρίου διατύπωσε αντίθετη άποψη υιοθετώντας τη θέση, ότι η λύση τιθέμενου θέματος αντισυνταγματικότητας νόμου αποκλείει την κρίση του από το Οικογενειακό Δικαστήριο και επιβάλλει την παραπομπή του στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου να παραπέμψει το τεθέν ζήτημα συνταγματικότητας νόμου προς κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο συνηγορεί υπέρ αυτής της θέσης.
Όπως το λεκτικό του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος, διαγράφει και η νομολογία βεβαιώνει, (βλ. μεταξύ άλλων The Republic v. N. P. Loftis 1 R.S.C.C. 30· The Mayor of Nicosia v. Christakis Loizides Nicosia 1 R.S.C.C. 59· The Attorney General v. Kyriacos Kouppis & Others 1 R.S.C.C. 115· Νικολάου & Άλλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 963· Νικολάου & Άλλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045· Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338)· Αλέκκος Χ"Στυλλής ν. Maude C. Papademas κ.ά. (2000) 1 A.A.Δ. 551), η παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητήματος αντισυνταγματικότητας νόμου επιβάλλεται οποτεδήποτε η κρίση του είναι ουσιώδης για την επίλυση του αντικειμένου της αγωγής. Η παραπομπή δεν συναρτάται με την κατ' αρχή θεώρηση του νόμου ως αντισυνταγματικού από το Οικογενειακό Δικαστήριο που φαίνεται να αποτέλεσε το κριτήριο για τη μη παραπομπή του θέματος στο Ανώτατο Δικαστήριο από την πλειοψηφία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αλλά από τη σημασία του για την επίλυση του αντικειμένου της αγωγής.
Ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου για τους σκοπούς του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος παραπέμπεται στο Ανώτατο Δικαστήριο εφόσον η επίλυσή του είναι ουσιώδους σημασίας για την έκβαση της υπό εκδίκαση υπόθεσης. Στην παραπομπή του θέματος δεν υπεισέρχεται η κρίση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη συνταγματικότητα του νόμου. Η παρέκβαση αυτή από την επίλυση του τεθέντος, από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο θέματος, σκοπεί να διασαφηνίσει τις προϋποθέσεις για την παραπομπή εγειρόμενου ζητήματος αντισυνταγματικότητας νόμου στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Και τώρα στο επίμαχο θέμα. Αναμφισβήτητο είναι ότι δεν χωρεί τροποποίηση του Συντάγματος με νόμο ο οποίος δεν θεσπίζεται επί τούτου. Το γεγονός ότι η τροποποίηση του Συντάγματος επενεργείται δια νόμου δεν αμβλύνει τη θέση αυτή. Η αναγκαιότητα για την τροποποίηση του Συντάγματος και ο σκοπός της τροποποίησης πρέπει να στοιχειοθετείται στον ίδιο το νόμο. Η νομοθετική βούληση επί του προκειμένου πρέπει να είναι πρόδηλος. Διαφορετικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κάθε νόμος αντικείμενος προς το Σύνταγμα συνεπάγεται και την τροποποίησή του. Εφόσον ήθελε κριθεί ότι η επιφύλαξη η οποία τέθηκε στο άρθρο 14(α) του Νόμου, με το άρθρο 2 του Ν.46(Ι)/99 απέβλεπε στην τροποποίηση του Συντάγματος, ο Νόμος θα εκπέσει ως μη συνιστών νομοθέτημα τροποποιητικό του Συντάγματος.
Το άρθρο 14.(α) του Νόμου ορίζει ότι σε αγωγή διαζυγίου εφαρμόζεται το δίκαιο το οποίο καθορίζεται στην παράγραφο 2(Β) του Άρθρου 111 του Συντάγματος.
Η παράγραφος 111.2(Β) του Συντάγματος καθορίζει τρεις λόγους διαζυγίου:
(α) Τους προβλεπόμενους από το Καταστατικό της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου ως αυτοί ίσχυαν πριν τη θέσπιση του Ν.95/89, εφόσον αυτοί δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα.
(β) Τον ισχυρό κλονισμό ο οποίος συναρτάται με λόγο ο οποίος αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή αμφοτέρων των συζύγων. Και,
(γ) Δι' οιονδήποτε λόγο ήθελε καθορίσει ο νομοθέτης αφού ακουστούν επί τούτου οι απόψεις της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου.
Εξαρχής πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Νόμος διατυπωμένος ως επιφύλαξη με τη χρήση του όρου «Νοείται», δεν εντίθεται στο Άρθρο 111.2(Β)(β) του Συντάγματος, αλλά στην ολότητά του. Επομένως δεν συναρτάται άμεσα με την παράγραφο (β) του Άρθρου 111.2(Β). Η επιφύλαξη δεν σχετίζεται με κανένα λόγο διαζυγίου που καθορίζει το Σύνταγμα. Η συνάφεια του με το λόγο που καθορίζεται από το Σύνταγμα κάτω από την παράγραφο (β) είναι καθαρά λεκτική προκύπτουσα από τη χρήση του όρου «ισχυρός κλονισμός». Η παράγραφος (β) πραγματεύεται τον ισχυρό κλονισμό του γάμου με αναφορά στη συμπεριφορά των εγγάμων, ανεξάρτητα από τη διάσταση των συζύγων και τη χρονική της διάρκεια. Η επίμαχη διάταξη του νόμου έχει ως αντικείμενο την καθιέρωση της διάστασης με επίκεντρο τη χρονική διάρκεια της ως λόγο διαζυγίου ανεξάρτητα από του αν ο λόγος της διάστασης αφορά τον ενάγοντα. Καθιστά τη νέκρωση του γάμου, επιμαρτυρούμενη από τη διάσταση των συζύγων για μεγάλο χρονικό διάστημα ως λόγο διαζυγίου, εξ' ου και η οριστική διάκρισή της από το λόγο που καθιερώνει το Άρθρο 111.2(Β)(β) του Συντάγματος.
Η ένθεση επιφύλαξης σε άρθρο του νόμου έχει κατά κανόνα ως αντικείμενο τον περιορισμό της εμβέλειάς του, τη δημιουργία εξαιρέσεων από στοιχειοθετούμενο κανόνα ή τον περιοριστικό προσδιορισμό των διατάξεων του. (Βλέπε μεταξύ άλλων "Craies on Statute Law" Seventh Edition p. 218. Lloyds and Scottish Finance Ltd v. Modern Cars and Caravans (Kingston) Ltd. [1966]1 Q.B. 764, 780. Η ονομασία διάταξης του νόμου είτε ως άρθρο νομοθετήματος είτε ως επιφύλαξης δεν είναι καθοριστική για το αντικείμενό του. Η επιφύλαξη, στην προκείμενη περίπτωση, δεν συναρτάται με το αντικείμενο της παραγράφου 111.2(Β)(β) ούτε έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό ή την αναμόρφωση του περιεχομένου της. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν για τους λόγους που εξηγήσαμε ατελέσφορο.
Καθιερώνει νέο λόγο διαζυγίου ο οποίος είναι νομοθετικά παραδεκτός από τις διατάξεις του Άρθρου 111.2(Β)(γ) του Συντάγματος. Με το παραπεμφθέν ερώτημα δεν τίθεται θέμα μή τήρησης των προϋποθέσεων που θέτει η προαναφερθείσα παράγραφος του Συντάγματος για την καθιέρωση νέου λόγου διαζυγίου. Αυτό άλλωστε διευκρίνισε και ο κ. Αιμιλιανίδης.
Το ότι η Βουλή επέλεξε τον αδόκιμο τρόπο διατύπωσης θετικών νομοθετικών διατάξεων υπό το έμβλημα επιφύλαξης σε άρθρα του Συντάγματος υποδηλούμενης από τον όρο «Νοείται», δεν συμπλέκει την επιφύλαξη με τα ερμηνευτικά γνωρίσματα της χρήσης της. Εκδηλώνεται σαφής νομοθετική βούληση για την καθιέρωση νέου λόγου διαζυγίου ο οποίος είναι παραδεκτός κατά το Άρθρο 111.2(Β)(γ) του Συντάγματος, διαπίστωση η οποία στοιχειοθετεί και την απάντησή μας στο τεθέν και παραπεμφθέν ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Νόμου.
Η απόφασή μας και συνάμα η απάντησή μας στο τεθέν ζήτημα είναι ότι ο Νόμος δεν αντιβαίνει προς το Άρθρο 111.2(Β) του Συντάγματος.
Σύμφωνα με την απόφασή μας το άρθρο 2 του Ν. 46(Ι)/99, δεν προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 111.2(Β) του Συντάγματος, ούτε αντίκειται προς αυτές.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαβιβάζεται στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, βάσει του Άρθρου 144.2 του Συντάγματος.
Απόφαση ως ανωτέρω.