ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 376
14 Μαρτίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
(ΑΡ. 33/64) ΟΠΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ 35/75, 72/77, 59/81, 3/87 ΚΑΙ 158/88
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ DEUX L DESIGNS LTD (ΑΡ. 2),
ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 17/11/99, 18/11/99 ΚΑΙ 19/11/99 ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΥΠ' ΑΡ. 414/96
ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10814)
Πολιτική Δικονομία ― Έφεση ― Διαγραφή από την τυποποιημένη Ειδοποίηση Έφεσης των λέξεων "Εν τω Ανωτάτω Δικαστηρίω Κύπρου", μη διαχωρισμός της βάσης της έφεσης από την αιτιολογία και μη καθορισμός του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου στον τίτλο τη έφεσης ― Κατά πόσο συνιστούσαν παρατυπία θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995 ή επέφεραν ακυρότητα της έφεσης.
Η απόφαση που εφεσιβάλλεται είναι απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εναντίον της οποίας χωρεί έφεση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Κατά την προδικασία, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι η έφεση ήταν απαράδεκτη λόγω:
1) Της διαγραφής από την τυποποιημένη Ειδοποίηση Έφεσης των λέξεων: "Εν τω Ανωτάτω Δικαστηρίω Κύπρου".
2) Του μη καθορισμού του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου στον τίτλο της.
3) Της παράλειψης στοιχειοθέτησης της βάσης καθενός από τους τρεις λόγους έφεσης.
Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων επικαλέστηκε την Έλληνας κ.ά. ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485 προς υποστήριξη της θέσης ότι ατέλειες στη στοιχειοθέτηση της έφεσης την θέτουν εκ ποδών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην προκείμενη υπόθεση, το σφάλμα ήταν θεραπεύσιμο βάσει της Δ.64. Επρόκειτο περί εμφανούς λάθους, που αναιρούσε η ίδια η καταχώρηση της έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο.
2. Το αντικείμενο της έφεσης είναι η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία καθορίζεται στην Ειδοποίηση Έφεσης, με αναφορά στον τίτλο της. Έτσι προσδιορίστηκε και σ' αυτή την έφεση το αντικείμενό της. Αναπαράγεται ο τίτλος της αίτησης για την έκδοση διατάγματος Certiorari. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Έλληνας κ.ά. ν. Χριστοδούλου (ανωτέρω).
3. Ο εφεσείων δεν διαχώρισε τη βάση της έφεσης από την αιτιολογία, όπως ορίζουν οι Θεσμοί. Αυτός όμως δεν είναι ο λόγος για τον οποίο αμφισβητείται το παραδεκτό της έφεσης. Η ένσταση έχει ως λόγο την παράλειψη του εφεσείοντος να προσδιορίσει τη βάση της έφεσης, πράγμα που όμως δεν ευσταθεί.
Εφόσον οι λόγοι έφεσης προσδιορίζονται με ακρίβεια και αιτιολογούνται, διατάσσεται η υποβολή περιγραμμάτων αγορεύσεων σύμφωνα και μέσα στις προθεσμίες που τάσσονται από τον περί Εφέσεων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996.
Η ένσταση των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε. Εκδόθηκε διαταγή ως ανωτέρω. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200,
P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,
Σκάρου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1333,
Έλληνας κ.ά. ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485.
Cur. adv. vult.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες-εναγόμενους κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου που δόθηκε στις 26/5/00 (Αρ. Πολιτικής Αίτησης 147/99) με την οποία εκδόθηκε το αιτηθέν από τους αιτητές, εταιρείας Deux Designs Ltd, διάταγμα Certiorari, κατά την προδικασία της οποίας οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν το παραδεκτό της έφεσης και αξίωσαν την απόρριψή της.
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατά την προδικασία, οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν το παραδεκτό της έφεσης. Επικαλούμενοι τις εξουσίες που παρέχει ο Κ.10 του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, αξίωσαν την απόρριψή της. Πρόβαλαν τρεις ξεχωριστούς λόγους, καθένας από τους οποίους, κατά την εισήγησή τους, καθιστά την έφεση απαράδεκτη.
Ο πρώτος, αφορά τη διαγραφή από την τυποποιημένη Ειδοποίηση Έφεσης, προσαρμοσμένη στις πρόνοιες της Δ.35, θ.3, δηλαδή από το κείμενο του προκρινόμενου εντύπου - (Τύπος 28) - των λέξεων: «Εν τω Ανωτάτω Δικαστηρίω Κύπρου».
Δεύτερο, λόγω σφάλματος στον τίτλο της αγωγής και του μη καθορισμού του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου.
Και τρίτο, λόγω της παράλειψης στοιχειοθέτησης της βάσης καθενός από τους τρεις λόγους έφεσης. Ό,τι περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης, υπέβαλαν οι εφεσίβλητοι, συνιστά αιτιολόγηση, κατά τα άλλα, ακαθόριστων λόγων έφεσης.
Σε κάθε ένα από τους τρεις λόγους έφεσης, κάτω από το μέρος του τύπου της Ειδοποίησης που προβλέπει τον προσδιορισμό των λόγων έφεσης και της αιτιολόγησής τους, προσδιορίζονται τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία προσβάλλονται ως εσφαλμένα, και παρακάτω παρέχεται η αιτιολογία, χωρίς αυτή να διαχωρίζεται από τη βάση της έφεσης. Δεν αμφισβητούν οι εφεσίβλητοι την ύπαρξη αιτιολογίας αλλά την ανυπαρξία του σφάλματος προς το οποίο αυτή συναρτάται.
Κανένας από τους τρεις λόγους δεν ευσταθεί. Η διαγραφή του όρου «Εν τω Ανωτάτω Δικαστηρίω Κύπρου», οφείλεται σε πρόδηλο λάθος, επιμαρτυρούμενο από αυτό τούτο το γεγονός της καταχώρισης της έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η απόφαση που εφεσιβάλλεται είναι απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εναντίον της οποίας χωρεί έφεση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η έφεση καταχωρίστηκε στο αρμόδιο τμήμα του Πρωτοκολλητείου και περάστηκε στο σχετικό μητρώο. Παρά το ότι δεν αναιρείται η έφεση, καλό είναι κάθε λάθος στην ειδοποίηση έφεσης να ελέγχεται από το Πρωτοκολλητείο πριν την καταχώρισή της, προς αποφυγή λαθών που μπορεί να οδηγήσουν σε αμφισβητήσεις.
Ο κ. Γεωργιάδης, επικαλέστηκε τη Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200, (απόφαση Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου), προς στήριξη της ένστασής του. Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε, στην υπόθεση εκείνη, ότι η Ειδοποίηση Έφεσης ήταν ατελέσφορη, εξαιτίας της παράλειψης των εφεσειόντων να προσδιορίσουν ότι η έφεση υποβαλλόταν στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και όχι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ανέγραφε. Η αποδοχή της έφεσης ως αναγόμενης στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και η καταγραφή της στο σχετικό μητρώο δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν την ατέλεια. Στην απόφαση του Δικαστηρίου μνημονεύεται η τροποποίηση της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που επέφερε ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1995, συνισταμένη στην κατάργηση της διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού δικονομικού μέτρου και την εξίσωση κάθε παρέκκλισης από τους Θεσμούς με αντικανονική ενέργεια. αφήνοντας στη διάκριση του δικαστηρίου τη δυνατότητα θεραπείας της παρατυπίας, ουσιώδους ή μη. Παρά το ότι μνημονεύονται οι επιπτώσεις της Δ.64, πρόδηλο είναι, από το ίδιο το κείμενο της απόφασης, ότι οι αναμορφωθείσες διατάξεις της δεν προσμέτρησαν στη θεώρηση του υπό εξέταση θέματος. Αυτό προκύπτει ευθέως από το καταληκτικό μέρος της απόφασης: (σελ. 203)
«Θα πρέπει να πούμε επί του προκειμένου ότι ούτε ο κ. Κυπριανού, εκ μέρους της Εφεσείουσας, ούτε ο κ. Παπαπέτρου, εκ μέρους του Εφεσίβλητου, έκαμαν οποιαδήποτε αναφορά στο νέο διαδικαστικό κανονισμό, προφανώς επειδή έχουν τη γνώμη ότι δεν καλύπτει τα περιστατικά της παρούσας έφεσης, είτε εν όψει του χρόνου έναρξης της ισχύος του, είτε για οιονδήποτε άλλο λόγο.»
Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έφεση καταχωρίστηκε μετά την τροποποίηση της Δ.64.
Επεξηγηματικές των προνοιών της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (όπως τροποποιήθηκε) είναι οι αποφάσεις στην P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323· Σκάρου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1333. Αδιαμφισβήτητο είναι ότι η απόφαση στη Θεοδώρου ν. Θεοδώρου, (ανωτέρω), λήφθηκε με δεδομένη τη θέση ότι η Δ.64 δεν ετύγχανε εφαρμογής.
Στην προκείμενη υπόθεση, το σφάλμα ήταν θεραπεύσιμο βάσει της Δ.64. Επρόκειτο περί εμφανούς λάθους, που αναιρούσε η ίδια η καταχώριση της έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το αντικείμενο της έφεσης είναι η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία καθορίζεται στην Ειδοποίηση Έφεσης, με αναφορά στον τίτλο της. Έτσι προσδιορίστηκε και σ' αυτή την έφεση το αντικείμενό της. Αναπαράγεται ο τίτλος της αίτησης για την έκδοση διατάγματος certiorari.
Σύμφωνα με τη Δ.35, θ.3, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τον Τύπο 28, ο οποίος διαγράφεται ως το δικονομικό μέσο υποβολής έφεσης, αντικείμενο της έφεσης είναι η πρωτόδικη απόφαση, προσδιοριζόμενη κάτω από τον τίτλο της πρωτόδικης διαδικασίας. Αυτό βεβαιώνεται στην Έλληνας κ.ά. ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485, την οποία ο κ. Γεωργιάδης επικαλέστηκε, προς υποστήριξη της θέσης ότι ατέλειες στη στοιχειοθέτηση της έφεσης την θέτουν εκ ποδών. Παροράται ότι στην υπόθεση εκείνη, όντως, δεν τέθηκε ο τίτλος της έφεσης και, ακόμα σημαντικότερο, ότι δεν προσδιορίστηκε ποίος εκ των εναγομένων άσκησε την έφεση. Ακόμα παραγνωρίζεται ότι το ζήτημα εξετάστηκε πριν την αναμόρφωση της Δ.64, η οποία εξισώνει κάθε μορφή παρέκκλισης από τα θέσμια με αντικανονικότητα.
Είναι γεγονός ότι οι λόγοι έφεσης δεν είναι στοιχειοθετημένοι ως ορίζουν οι Θεσμοί, εφόσον δε διαχωρίζεται η βάση της έφεσης από τα αιτιολογικά της - (βλ. Δ.35, θ.4, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1995 της 24/2/1995). Αυτός όμως δεν είναι ο λόγος για τον οποίο αμφισβητείται το παραδεκτό της έφεσης. Η ένσταση έχει ως λόγο την παράλειψη του εφεσείοντος να προσδιορίσει τη βάση της έφεσης. Με αυτό διαφωνούμε. Προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης, στρεφόμενοι κατά ευρημάτων του Δικαστηρίου, τα οποία προσδιορίζονται και τα οποία αμφισβητούνται ως εσφαλμένα. Στοιχειοθετείται, τοιουτοτρόπως, η βάση καθενός από τους τρεις λόγους έφεσης. Ότι οι λόγοι αυτοί αιτιολογούνται, έστω χωρίς να διαχωρίζεται η βάση από την αιτιολογία, είναι, επίσης, πρόδηλο. Αυτό εμφαίνεται από τη χρήση του αιτιολογικού συνδέσμου «διότι», που συσχετίζει την αιτιολογία προς το σφάλμα, του οποίου επιδιώκεται η απάλειψη με την έφεση.
Εφόσον οι λόγοι έφεσης προσδιορίζονται με ακρίβεια και αυτοί αιτιολογούνται, διατάσσεται η υποβολή περιγραμμάτων αγορεύσεων σύμφωνα και μέσα στις προθεσμίες που τάσσονται από τον περί Εφέσεων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996.
Μετά την υποβολή των περιγραμμάτων, η έφεση θα οριστεί για ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο.
Ως προς τη σημερινή και την προηγούμενη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
Η ένσταση των εφεσιβλήτων απορρίπτεται. Εκδίδεται διαταγή ως ανωτέρω. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.