ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 2075
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11088
ΕΝΩΠΙΟΝ:
ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ -
1. Κυριακούς Χ"Σάββα Φελλά
2. Πηνελόπης Χ"Σάββα Φελλά
Εφεσειουσών/αιτητριών
- και -
1. Πέτρου Δημοσθένους Χ"Σάββα
2. Ειρήνης Δημοσθένους Χ"Σάββα
3. Ανδρούλας Χριστοδούλου Τιριτίλλη
4. Ανδρέα Ιακώβου Νικοδήμου
5. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου & Χωρομετρίας
Εφεσιβλήτων/καθών η αίτηση
Ημερομηνία:
20 Δεκεμβρίου, 2002Για τις εφεσείουσες: Α. Ευτυχίου
Για τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3: Π. Πετράκης
Ο εφεσίβλητος 4 δεν εμφανίστηκε.
Για τον εφεσίβλητο 5: Ε. Παπαγαπίου (κα), Δικηγόρος
της Δημοκρατίας
-------------------------
Γ. Πικής, Π:
Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσειο δικαστής Σ. Νικήτας
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Είναι βολικό να διευκρινιστούν πρώτα τα γεγονότα. Η διαφορά αφορά κτήμα στην Ορούντα έκτασης 21 δεκαρίων και 71 τετραγωνικών μέτρων. Κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν συνιδιόκτητο. Ο κάθε διάδικος (πλην των εφεσιβλήτων 4 και 5) ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του 1/5 ιδανικού μεριδίου του κτήματος. Στις 11/12/95 οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 πώλησαν και μεταβίβασαν το μερίδιο τους στον εφεσίβλητο 4 αντί ποσού £2.250 (συνολικά τα 3/5 του όλου). Οι συνιδιοκτήτριες εφεσείουσες δεν άσκησαν το δικαίωμα επιλογής, για το οποίο κάμνει πρόβλεψη το άρθρ. 25 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224 (εφεξής ο νόμος ή το Κεφ. 224).
Ο νέος ιδιοκτήτης των 3/5, εφεσίβλητος 4, εξασφάλισε πιστοποιητικό αδιανεμήτου, σύμφωνα με το άρθρ. 28(1) του νόμου. Και τούτο διότι, όπως έκρινε το Κτηματολόγιο, δεν μπορούσε να διαιρεθεί το κτήμα, χωρίς να παραβιασθούν οι πρόνοιες του άρθρ. 27(1) του ιδίου νόμου. Στη συνέχεια ζήτησε από το κτηματολόγιο να προχωρήσει σε πώληση. Η ένσταση των εφεσειουσών στο αίτημα του αυτό δεν έγινε δεκτή. Στη δημοπρασία, που έγινε την 1/12/96, το κτήμα κατακυρώθηκε στον ψηλότερο πλειοδότη, που ήταν ο εφεσίβλητος 4, αντί ποσού £170. Ομολογουμένως, για ποσό πολύ μικρότερο της αξίας του.
Οι εφεσείουσες αμφισβήτησαν, με την αίτηση-έφεση 943/96, την οποία κατέθεσαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την απόφαση του Διευθυντή Κτηματολογίου Λευκωσίας (στο εξής ο Διευθυντής) να προχωρήσει σε καταναγκαστική πώληση, καθώς και την εγκυρότητα της. Η αίτηση απέτυχε, όπως και η έφεση κατά της απόφασης του επαρχιακού δικαστηρίου ημερ. 28/5/98. Το Εφετείο εξέδωσε την απόφαση του στις 30/9/99: βλ. Π.Ε. 10243 Κυριακού Χ"Σάββα Φελλά κ.α. ν. Ανδρέα Ιακώβου Νικοδήμου. Ας σημειωθεί ότι σε όλες τις διαδικασίες που προώθησαν οι εφεσείουσες, πλην της κρινομένης, την υπόθεση τους χειρίστηκε τρίτο πρόσωπο, στο οποίο δόθηκε σχετική άδεια, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 30 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2. Όμως του αφαιρέθηκε η άδεια στην παραπάνω έφεση γιατί ο λόγος του, γραπτός ή προφορικός, δεν είχε ειρμό.
Οι εφεσείουσες έθεσαν τα ίδια ζητήματα στο Διευθυντή με γραπτή αίτηση τους ημερ. 31/8/99. Επικαλούμενες το άρθρ. 61 του Κεφ. 224, του ζήτησαν να διορθώσει "τα λάθη και παραλείψεις" των λειτουργών του, τους οποίους κατηγορούσαν για απάτη. και ότι δόλια εξέδωσαν το πιστοποιητικό αδιανεμήτου και προχώρησαν σε δημοπράτηση του κτήματος, αποστερώντας έτσι τις εφεσείουσες της οικογενειακής τους περιουσίας. Ο Διευθυντής απέρριψε το αίτημα. Στην απαντητική του επιστολή ημερ. 29/9/99 αφού ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι οι ίδιες έφεραν την ευθύνη για το αποτέλεσμα της δημοπρασίας γιατί δεν παρέστησαν σ' αυτή, άνκαι ειδοποιήθηκαν νομότυπα, κατέληξε με τα εξής:
"Σύμφωνα με τα πιο πάνω σας πληροφορώ ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρ. 61 του Κεφ. 224 γιατί δεν υπάρχει θέμα δόλιας μεταβίβασης, όπως ισχυρίζεστε, ούτε προκύπτει θέμα λάθους ή παράλειψης που να μπορούν να διορθωθούν......."
Το περιεχόμενο της επιστολής πρόσβαλαν οι αιτήτριες με νέα αίτηση-έφεση, που καταχωρήθηκε στις 29/10/99. Στην πραγματικότητα προβλήθηκε αίτημα για έκδοση διαταγμάτων ακύρωσης: (α) της μεταβίβασης και εγγραφής των 3/5 μεριδίων του κτήματος στον εφεσίβλητο 4 (δυνάμει της πώλησης Π 10387/95). (β) του πιστοποιητικού αδιανεμήτου που εξέδωσε ο εφεσίβλητος 5 Διευθυντής στον εφεσίβλητο 4. και (γ) της παραπάνω μεταβίβασης και εγγραφής που έγινε συνεπεία της πώλησης του κτήματος σε δημόσιο πλειστηριασμό. Επίσης για έκδοση διαταγμάτων για (δ) μεταβίβαση εκ νέου και επανεγγραφή των 3/5 μεριδίων στις εφεσείουσες, καθώς και (ε) μεταβίβασης και εγγραφής σ' αυτές της ιδίας περιουσίας αντί ποσού £2.250 ή άλλου ποσού που θα καθόριζε το δικαστήριο.
Η πρωτόδικη δικαστής ασχολήθηκε, όπως θα αναμενόταν, με τη φύση και έκταση των εξουσιών επαρχιακού δικαστηρίου κάτω από το άρθρ. 80 σε συσχετισμό με τα θέματα που ήγειρε η αίτηση. Ύστερα από επισκόπηση αριθμού αποφάσεων, που φωτίζουν το δικαιοδοτικό ορίζοντα της διάταξης, η δικαστής κατέληξε ότι η φύση του ισχυρισμού των εφεσειουσών ότι, δηλαδή, διαπράχθηκε απάτη σε βάρος τους από λειτουργούς του Κτηματολογίου, δεν αναγόταν στις αρμοδιότητες του Διευθυντή με βάση το άρθρ. 80. Το έθεσε ως εξής:
"Κατ΄ακολουθία των πιο πάνω και με βάση τη φύση της διαφοράς που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση όπου υπάρχει ισχυρισμός περί δόλου με πρόθεση εξαπάτησης και ότι ως αποτέλεσμα ψευδούς βεβαίωσης ή ψευδών παραστάσεων, έγινε η εγγραφή στον Καθ' ου η Αίτηση 4 ως 3/5 συνιδιοκτήτη και ότι το ακίνητο κτήμα έχει μεταβιβαστεί με δόλια μέσα από Λειτουργούς του Κτηματολογίου, η διαφορά αυτή δεν είναι "κτηματολογικής φύσης" ώστε να εμπίπτει πλέον μέσα στις πρόνοιες του Α. 61 του Κεφ. 224, οπόταν θα μπορούσε η απόφαση του Διευθυντή να εφεσιβληθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο με βάση το Α. 80 του Κεφ. 224."
Και έκρινε τελικά ότι μόνο με αγωγή σε αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο θα μπορούσε να επιλυθεί τέτοια διαφορά.
Παρά τα συμπεράσματα της αυτά, η δικαστής προχώρησε και εξέτασε την αίτηση και από μία άλλη σκοπιά. Θεώρησε, αφού εξέτασε τα προσκομισθέντα τεκμήρια, ότι η διαφορά είχε λήξει από το 1996. Έτσι δεν υπήρχε απόφαση του Διευθυντή που θα μπορούσε να προσβληθεί μέσα σε 30 ημέρες από την ημέρα κοινοποίησης της, σύμφωνα με το άρθρ. 80. Η παραπάνω επιστολή του Διευθυντή ημερ. 29/9/99 ήταν, όπως είπε "πληροφοριακού χαρακτήρα." Σ' αυτήν απλώς ο διευθυντής αναφέρθηκε στο ιστορικό των προηγούμενων διαδικασιών μέχρι τη μεταβίβαση στον εφεσίβλητο 4.
Η αίτηση, συμπέρανε στη συνέχεια η δικαστής, ήταν εκπρόθεσμη γιατί, όπως διαπιστώνεται από τα σχετικά τεκμήρια, οι αιτητές γνώριζαν από το 1996:
"..... τόσο για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου στον Καθ' ου η Αίτηση 4, όσο και για την έκδοση του πιστοποιητικού αδιανεμήτου και εκπρόθεσμα αξιώνουν την εγγραφή στο όνομά τους δυνάμει πώλησης των 3/5 μεριδίου εξ αδιαιρέτου του επίδικου κτήματος με βάση τη θεραπεία (Ε) της αίτησης-έφεσης, ενώ με βάση το Α.25(2) οποιοσδήποτε συγκύριος μπορεί να απαιτήσει σε 30 μέρες από τη δημοσίευση ή την επίδοση της ειδοποίησης για την σκοπούμενη πώληση να εγγραφεί για τη μερίδα που πωλείται, δηλαδή παρέχεται συγκεκριμένη χρονική προθεσμία."
Ο πρώτος λόγος έφεσης θίγει το τελευταίο αυτό μέρος της πρωτόδικης απόφασης πως δεν υπάρχει απόφαση δυνάμενη να προσβληθεί. Ο δικηγόρος των εφεσειουσών υπέβαλε ότι ο Διευθυντής προέβη σε νέα έρευνα των γεγονότων. Διαπίστωσε δε ότι δεν υπήρχε τίποτε επιλήψιμο στους χειρισμούς των κτηματολογικών λειτουργών. Και ότι δεν συνέτρεχε λόγος να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρ. 61 (1)(2). Με άλλα λόγια ο Διευθυντής (κατά το συνήγορο) ενήργησε μέσα στο δικαιοδοτικό πλαίσιο των διατάξεων αυτών. Κατά συνέπεια, η απόφαση της 29/9/99 εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρ. 80 και μπορούσε να προσβληθεί με το ένδικο μέσο που αυτό προβλέπει.
Ο συνήγορος απέσυρε το δεύτερο λόγο έφεσης ότι ήταν λανθασμένη η πρωτόδικη κρίση πως υπήρξε δεδικασμένο, που είχε προκύψει από τις παλαιότερες διαδικασίες και που εμπόδιζε την ανακίνηση του τώρα και τη συζήτηση των ιδίων θεμάτων. Ο λόγος που έδωσε είναι ότι από προσεκτικότερη μελέτη της εκκαλούμενης απόφασης, μετά την άσκηση της έφεσης, κατέληξε πως δεν ανακύπτει θέμα δεδικασμένου από αυτή.
Με τον τρίτο λόγο επιδιώκεται εξουδετέρωση του συμπεράσματος ότι η επίδικη διαφορά είναι τελειωμένη από το 1996 και συνακόλουθα η κρινόμενη αίτηση, που κατατέθηκε τέλη Οκτωβρίου 1999, είναι εκπρόθεσμη. Ο κ. Ευτυχίου ουσιαστικά υπέβαλε, χωρίς να αναφερθεί και σε οποιοδήποτε προηγούμενο που υποστηρίζει την πρόταση του, ότι οι χρονικές προθεσμίες του νόμου δεν είναι δεσμευτικές γιατί ο Διευθυντής μπορεί να προσφύγει στις πρόνοιες του 61 και αυτεπάγγελτα χωρίς αίτηση του ενδιαφερομένου. Και άσχετα αν υποβλήθηκε ένσταση, όπου προβλέπεται, από ενδιαφερόμενο. Έγινε και απλή αναφορά, χωρίς επεξηγηματικό σχόλιο και στο άρθρ. 50 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου αρ. 9/60. Παρόλο που ο συνήγορος, ουσιαστικά, επικαλέστηκε νέα έρευνα και νέα απόφαση από το Διευθυντή, για να δικαιολογήσει την επαναφορά του ζητήματος, εντούτοις παραπονέθηκε ότι η πρωτόδικη δικαστής εφάρμοσε αρχές του διοικητικού δικαίου αποφαινόμενη ότι η επίδικη επιστολή ήταν «πληροφοριακού χαρακτήρα». Ενώ η υπόθεση και οι ενέργειες του Διευθυντή αφορούν διαφορά ιδιωτικού δικαίου.
Οι εφεσείουσες αμφισβήτησαν τη γνώμη του δικαστηρίου ότι ο σωστός τρόπος ήταν να θέσουν την υπόθεση τους με αγωγή μπροστά σε αρμόδιο δικαστήριο (τελευταίος λόγος έφεσης). Ισχυρίζονται ότι ορθά αποτάθηκαν για τις θεραπείες που προσφέρει το άρθρ. 61 στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρ. 80. Αναφέρουν (περίγραμμα αγόρευσης) ότι δεν ειδοποιήθηκαν για την πώληση στον εφεσίβλητο 5. Πρόθεση τους ήταν να εξασκήσουν το δικαίωμα αγοράς των πωληθέντων μεριδίων. Περαιτέρω ότι κακώς εκδόθηκε πιστοποιητικό αδιανεμήτου, αφού τα μερίδια της αρδεύονται, με βάση παλιά μεταξύ τους συμφωνία, από σταθερή πηγή νερού και επομένως η περιουσία τους ήταν διαιρετή. Κατά τον κ. Ευτυχίου, οι πράξεις και ενέργειες αυτές:
"συνιστούν κτηματολογικής φύσης θέματα που μπορούν να εξακριβωθούν και διορθωθούν από το Διευθυντή χωρίς να ακούσει και αξιολογήσει μαρτυρίες κατόπιν διαπίστωσης των γεγονότων της υπόθεσης από τον ίδιο."
Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων υιοθέτησε βασικά την εκκαλούμενη απόφαση. Ο κ. Πετράκης υπέβαλε εμφαντικά ότι η νέα αίτηση είναι τέχνασμα των εφεσειουσών να παρακαμφθεί η προθεσμία των 30 ημερών που τάσσουν τα άρθρ. 25 και 80 του νόμου. Έθεσε περαιτέρω (ακροθιγώς) και ζήτημα δεδικασμένου, που δημιουργήθηκε από την απόρριψη της αίτησης του 1996 και του αποτελέσματος της έφεσης που ασκήθηκε κατά της απορριπτικής απόφασης.
Πρέπει να έχουμε υπόψη το άρθρ. 61. Ορίζει ότι:
"61.(1) Ο διευθυντής δύναται να διορθώση οιονδήποτε λάθος ή παράλειψιν εν τω Κτηματικώ Μητρώω ή εν οιωδήποτε βιβλίω ή σχεδίω του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ή εν οιωδήποτε πιστοποιητικώ εγγραφής, και παν τοιούτο Μητρώον, βιβλίον, σχέδιον ή πιστοποιητικόν εγγραφής ούτω διορθωθέν έχει την αυτήν εγκυρότητα και ισχύν ως εάν το τοιούτο λάθος ή η τοιαύτη παράλειψις να μη είχε γίνει.
(2) Οσάκις λόγω λάθους, παραλείψεως, ψευδούς βεβαιώσεως ή ψευδούς παραστάσεως, γενομένης καλή τη πίστει ή δολίως, διενεργηθή οιαδήποτε εγγραφή εν οιωδήποτε βιβλίω Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ο Διευθυντής δύναται, μετά την διαπίστωσιν των αληθών γεγονότων, να προβή εις ακύρωσιν της τοιαύτης εγγραφής, ως και παντός πιστοποιητικού σχετιζομένου προς την εγγραφήν ταύτην."
Μια σειρά αποφάσεων, αρχίζοντας από την Hassidoff ν. Santi & others (1970) 1 C.L.R. 220, έχει διευκρινίσει τη φύση του λάθους ή παράλειψης, που ο διευθυντής έχει εξουσία να διορθώσει, καταφεύγοντας στο άρθρ. 61 και έχει συνάμα προσδιορίσει και το δικαιοδοτικό εύρος του άρθρ. 80. Θα μπορούσε να λεχθεί συνοπτικά ότι η χρήση της διαδικασίας αυτής είναι εφικτή όταν ενδοτμηματικά, από τα επίσημα στοιχεία στην κατοχή του, ο Διευθυντής εντοπίζει λάθος ή παράλειψη. Στις περιπτώσεις όμως στις οποίες επιβάλλεται η λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας, η υπόθεση ξεφεύγει από την αρμοδιότητα αυτή του διευθυντή.
Το παρακάτω απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Πική, Π., στην Π.Ε. 10095 Φανή ν. Διευθυντή Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος Λευκωσίας ημερ. 20/10/99, ανασκοπεί τη βασική νομολογία και δίνει περιεκτικά τους βασικούς κανόνες:
"Στη Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, υποδείξαμε ότι η επίλυση κτηματικών διαφορών ουσίας κείται εκτός του πλαισίου του άρθρ. 61 του Κεφ. 224. Όπως και πρόσφατα εξηγήσαμε, στην Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α., Πολιτική Έφεση 10078, 12/5/99, η εξουσία του Διευθυντή του Κτηματολογίου, βάσει του άρθρου 61, περιορίζεται σε διορθώσεις "(α) λαθών και (β) παραλείψεων, οι οποίες διαπιστώνονται σε (ι) βιβλία ή (ιι) σχέδια του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, και (ιιι) στο πιστοποιητικό εγγραφής ακινήτου (τίτλος ιδιοκτησίας). Ό,τι υπόκειται σε διόρθωση είναι το λάθος ή η παράλειψη. Η διόρθωση σκοπεί στην αποκατάσταση της αυθεντικότητας των κτηματολογικών σχεδίων βιβλίων και εγγραφών.
Στην
Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220 και σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, υπογραμμίζεται ότι η επίλυση διαφορών, αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου ως εκ της φύσεώς τους, αποτελεί αρμοδιότητα των Δικαστικών Αρχών και υπάγονται στη δικαιοδοσία πολιτικού δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Λιασίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 185, Φιλίππου ν. Στυλιανού (ανωτέρω), Χ"Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844 και Νεοφύτου ν. Δ/ντή Κτηματολογίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 842).
Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου - (βλ., άρθρ. 30.2 του Συντάγματος)."
Θα προσθέταμε, άνκαι το θέμα δε συζητήθηκε, απλώς τέθηκε, ότι η καλόπιστη ή δόλια ψευδής βεβαίωση ή ψευδής παράσταση στο άρθρ. 61(1) (2) δεν μπορεί να αναφέρεται σ' αυτή την περίπτωση, αλλά σε εύκολα διαπιστούμενη από τα κτηματολογικά στοιχεία κατάσταση πραγμάτων μέσα στο πνεύμα των αποφάσεων που εξηγεί το άρθρ. 61. Η απάτη είναι σύνθετη νομική έννοια που δεν προσφέρεται συνήθως σε απλή διοικητική έρευνα με περιορισμένα μέσα διερεύνησης. Εδώ έχουμε διαφορά ουσίας που δεν επιλύεται με τη χρήση της διαδικασίας του άρθρ. 80. Είναι επομένως ορθή η παραπάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Έχουμε τη γνώμη, παρόλο που και αυτό το θέμα δεν έτυχε της συζήτησης που αξίζει, ότι σε θέματα ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι η προσφυγή στις διατάξεις του άρθρ. 61, δεν εφαρμόζονται αρχές του γενικού διοικητικού δικαίου, που αφορούν τη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης, δημιουργία νέας εκτελεστής πράξης μετά από έρευνα, κ.ο.κ. Όμως εδώ γεγονός είναι ότι οι εφεσείουσες δεν κατέφυγαν στις διατάξεις του άρθρ. 80 μέσα στις προβλεπόμενες από το Κεφ. 224 προθεσμίες. Άφησαν μερικά χρόνια να περάσουν προτού κινηθούν, υποβάλλοντας στις 29/10/99 νέα αίτηση-έφεση, αναφερόμενη ουσιαστικά στα παλιά θέματα. Η νέα αίτηση δεν ανανέωσε ούτε παρέτεινε την προθεσμία που χάθηκε. Επομένως είναι σωστή η πρωτόδικη απόφαση πως η αίτηση είναι και εκπρόθεσμη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.
Π.
Δ.
Δ.
/Κασ