ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1718
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 10824, 10849, 10851 και 10863
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10824
Μεταξύ:
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Εφεσείοντα/Εναγόμενου αρ.3
- και -
1. Σταύρου Στυλιανού
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
2. Medcon Construction Ltd
Eφεσιβλήτων/Εναγομένων αρ.1
3. Αδελφών Παπαλαζάρου Λτδ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων αρ.2
_____________
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10849
Μεταξύ:
Medcon Construction Ltd
Εφεσειόντων/Εναγoμένων αρ.1
- και -
1. Σταύρου Στυλιανού
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
2. Αδελφών Παπαλαζάρου Λτδ
Eφεσιβλήτων/Εναγομένων αρ.2
3. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου αρ.3
______________
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10851
Μεταξύ:
Σταύρου Στυλιανού
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
- και -
1. Medcon Construction Ltd,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων αρ.1
2. Αδελφών Παπαλαζάρου Λτδ
Eφεσιβλήτων/Εναγομένων αρ.2
3. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου αρ.3
_________
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10863
Μεταξύ:
Αδελφών Παπαλαζάρου Λτδ
Εφεσειόντων/Εναγόμενων αρ.2
- και -
1. Σταύρου Στυλιανού
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
2. Medcon Construction Ltd
Eφεσιβλήτων/Εναγομένων αρ.1
3. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου αρ.3
____________
12 Νοεμβρίου, 2002
Π.Ε.10824
Για τον εφεσείοντα : κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Για τον εφεσίβλητο αρ. 1 : κ. Ε. Ευσταθίου.
Για τους εφεσίβλητους αρ. 2 : κ. Κ. Δημητριάδης.
Για τους εφεσίβλητους αρ. 3 : κ. Δ. Χριστοδούλου για κ. Μ. Κυπριανού.
Π.Ε.10849
Για τους εφεσείοντες : κ. Κ. Δημητριάδης.
Για τον εφεσίβλητο αρ. 1: κ. Ε. Ευσταθίου.
Για τους εφεσίβλητους αρ. 2 : κ. Δ. Χριστοδούλου για κ. Μ. Κυπριανού.
Για τον εφεσίβλητο αρ. 3 : κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Π.Ε.10851
Για τον εφεσείοντα : κ. Ε. Ευσταθίου.
Για τους εφεσίβλητους αρ. 1: κ. Κ. Δημητριάδης.
Για τους εφεσίβλητους αρ. 2 : κ. Δ. Χριστοδούλου για κ. Μ. Κυπριανού.
Για τον εφεσίβλητο αρ. 3 : κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Π.Ε.10863
Για τους εφεσείοντες : κ. Δ. Χριστοδούλου για κ. Μ. Κυπριανού.
Για τον εφεσίβλητο αρ. 1: κ. Ε. Ευσταθίου.
Για τους εφεσίβλητους αρ. 2: κ. Κ. Δημητριάδης.
Για τον εφεσίβλητο αρ. 3 : κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.
: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Oι παρούσες εφέσεις έχουν ως αντικείμενο τον καταμερισμό της ευθύνης και το ύψος των αποζημιώσεων που το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιδίκασε στον Σταύρο Στυλιανού για τα τραύματα που υπέστη στις 13.3.1992 σε σημείο του υπό κατασκευή δρόμου Γερακιών - Κύκκου.
Για σκοπούς ευκολίας θα αναφερόμαστε στους εφεσείοντες στην Π.Ε. 10849 ως εναγόμενους 1, στους εφεσείοντες στην Π.Ε. 10863 ως εναγόμενους 2, στους εφεσείοντες στην Π.Ε. 10824 ως εναγόμενους 3 και στον εφεσείοντα στην Π.Ε. 10851 ως ενάγοντα. Αντεφέσεις που είχαν καταχωρηθεί από τον ενάγοντα στις Π.Ε. 10849, 10863 και 10824 εν όψει της καταχώρησης της Π.Ε. 10851, αποσύρθηκαν.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, οι εναγόμενοι 3, αποφάσισαν να διαπλατύνουν και ευθυγραμμίσουν το δρόμο που συνδέει τις Γερακιές με τον Κύκκο. ΄Ετσι, συνεβλήθηκαν με τους εναγόμενους 1 που είναι εργοληπτική εταιρεία και ανέθεσαν σ΄ αυτούς την κατασκευή του δρόμου. Οι εναγόμενοι 1 ανέθεσαν υπεργολαβικά την εκτέλεση διαφόρων εργασιών στους εναγόμενους 2 που επίσης είναι εργοληπτική εταιρεία. Ο ενάγων που είναι κοινοτάρχης του χωρίου Γερακιές, προηγουμένως εργαζόταν με τους εναγόμενους 1, αλλά κατά τον ουσιώδη χρόνο και από 8.12.1991, είχε εργοδοτηθεί από τους εναγόμενους 2.
Σε σημείο του δρόμου όπου επρονοείτο διαπλάτυνση κρίθηκε απαραίτητη η επιχωμάτωση. Την εργασία αυτή ανέλαβαν υπεργολαβικά οι εναγόμενοι 2. Για να υπάρχει πρόσβαση στο βάθος όπου ρίχνονταν τα χώματα και τα οποία θα έπρεπε να συμπιέζονται για να είναι σταθερή η επιχωμάτωση, κατασκευάστηκε από τους εναγόμενους 2 κατηφορική πρόσβαση την οποία χρησιμοποιούσε ο ενάγων, που οδηγούσε οδοστρωτήρα, για να κατεβεί στον τόπο εργασίας του.
Μετά το τέλος και της δεύτερης ημέρας της εργασίας του ο ενάγων οδήγησε τον οδοστρωτήρα ανηφορικά, με σκοπό να ανεβεί στο επίπεδο του υπό κατασκευή δρόμου. Σε κάποιο σημείο όμως, ο οδοστρωτήρας ξέφυγε από την πορεία του και έπεσε στο γκρεμό. Από τη πτώση ο ενάγων τραυματίστηκε σοβαρά.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγων ήταν εργοδοτούμενος και των τριών εναγομένων, γιατί ενώ οι μεν εναγόμενοι 2 του κατέβαλλαν το μισθό του και του παρείχαν τον οδοστρωτήρα, οι εναγόμενοι 1 και 3 διατηρούσαν τη βήμα προς βήμα επιστασία, εποπτεία, επίβλεψη και καθοδήγηση της εργασίας του. ΄Εκρινε ακόμα ότι από τη μια οι εναγόμενοι 1 και 3 αποδέκτηκαν και ενέκριναν τη διαδρομή που ακολουθούσε ο ενάγων, ενώ από την άλλη κατά την 13.3.1992, ημερομηνία του ατυχήματος, ο μεν εναγόμενος 3 ήταν ο ιδιοκτήτης και κάτοχος του επικίνδυνου χώρου, οι
δε εναγόμενοι 1 και 2, μέχρι της παράδοσής του, κάτοχοι του χώρου συμβατικά. ΄Ετσι κατέληξε ότι και οι τρεις εναγόμενοι «υπό την ιδιότητά τους αυτή απέναντι στον ενάγοντα ήταν και οι τρεις αδικοπραγούντες και συνυπεύθυνοι απέναντί του ομού και/ή κεχωρισμένως για όλες τις ζημιές και απώλειες που υπέστηκε».Το Δικαστήριο δέκτηκε ακόμα ότι οι τρεις, μαζί ή χωριστά, είχαν την ευθύνη διεξαγωγής των εργασιών στον επίδικο χώρο, ήξεραν ή όφειλαν να γνωρίζουν το επικίνδυνο του χώρου και «γι΄ αυτό ανεξάρτητα με όλα τα αναφερόμενα σχετικά με την υπαιτιότητά τους και ή την παράβαση των υπό του νόμου επιβληθέντων καθηκόντων τους και ή την αμέλειά τους, οι εναγόμενοι όλοι μαζί και ο καθένας από αυτούς ξεχωριστά, ευθύνονται για το δυστύχημα το οποίο έχει προκληθεί και για τον τραυματισμό και ή απώλειες και τις ζημιές του ενάγοντα, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την ευθύνη των κατόχων και ή ιδιοκτητών περιουσίας όπως έχει προκύψει από την ενώπιον του Δικαστηρίου μου προσαχθείσα μαρτυρία ως λεπτομερώς αναφέρεται πιο κάτω
».Με την Π.Ε. 10849 οι εναγόμενοι 1 υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ευθύνονται έναντι του ενάγοντα κι΄ αυτό γιατί ο οδοστρωτήρας, ο οποίος, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έπαθε βλάβη με αποτέλεσμα να κυλίσει στο γκρεμό, ανήκε στους εναγόμενους 2. Εξ άλλου, το κεκλιμένο επίπεδο επί του οποίου έγινε το ατύχημα κατασκευάστηκε από τους εναγόμενους 2, ενώ οι άλλοι δύο εναγόμενοι καμιά ανάμειξη δεν είχαν στην κατασκευή του.
Ισχυρίζονται ακόμα ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε κατανομή ευθύνης και λανθασμένα κατέληξε ότι όλοι οι εναγόμενοι είναι συναδικοπραγήσαντες. Το Δικαστήριο όφειλε πρώτα να καταλήξει στην τυχόν ευθύνη των εναγομένων 1 και μετά να προχωρήσει και να εξετάσει κατά πόσο και οι άλλοι εναγόμενοι ευθύνονταν επίσης.
Τονίζουν εξ άλλου ότι το Δικαστήριο παρέβλεψε ότι οι εναγόμενοι 2 ήταν ανεξάρτητοι υπεργολάβοι, με δικό τους προσωπικό και δικά τους μηχανήματα και ότι η ανάμειξη των άλλων δύο εναγομένων εξαντλείτο απλώς και μόνο στον έλεγχο της ποιότητας της εργασίας και όχι στον τρόπο και των μέσων εκτέλεσής της.
Στρέφονται ακόμα εναντίον της επιδίκασης στον ενάγοντα μελλοντικών απολαβών. Τέλος παραπονούνται ότι το Δικαστήριο καθυστέρησε την ολοκλήρωση της ακρόασης η οποία διήρκεσε συνολικά πέραν των τριών χρόνων, με αποτέλεσμα οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους να μην μπορούν να παρακολουθούν τη διαδικασία.
Με τη δική τους έφεση, την Π.Ε. 10863, οι εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι ο ενάγων είναι αμέτοχος οποιασδήποτε ευθύνης, αγνοώντας συνάμα ότι οι ίδιοι ήταν υπεργολάβοι, ενώ ιδιοκτήτες και εργολάβοι ήταν οι εναγόμενοι 3 και 1 αντιστοίχως, οι οποίοι είχαν και την αποκλειστική φροντίδα για την επίβλεψη και εκτέλεση του έργου. Επίσης παραπονούνται για τον κατ΄ισχυρισμό λανθασμένο υπολογισμό
της απώλειας μελλοντικών απολαβών του ενάγοντα σε ποσοστό 75% και τη λανθασμένη επιδίκαση αποζημίωσης λόγω απώλειας εισοδημάτων.Με την Π.Ε. 10824 οι εναγόμενοι 3 υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ήταν, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, εργοδότες του ενάγοντα. Τέτοιος ισχυρισμός δεν υπήρχε καν στην έκθεση απαίτησης και στηρίκτηκε σε ανύπαρκτη μαρτυρία. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η επίβλεψη του Τμήματος Δημοσίων ΄Εργων ως προς τον ποιοτικό έλεγχο της εργασίας, συνιστά έλεγχο που ασκεί ο εργοδότης σε εργοδοτούμενο και αγνόησε τη μαρτυρία που υποστήριζε ότι οι εναγόμενοι 3 δεν είχαν έλεγχο στην πρόσληψη, απόλυση, μισθό, ωράριο και τα μέσα που χρησιμοποιούσε ο ενάγων. Το συμπέρασμα ότι ο ενάγων ήταν εργοδοτούμενος των εναγομένων 3, βρίσκεται σε αντίθεση με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τεκμήριο 14), όπου αποφασίστηκε ότι ο ενάγων ήταν εργοδοτούμενος του εναγόμενου 2. Το Δικαστήριο, αγνόησε ακόμα ότι το σημείο προσπέλασης όπου έγινε το ατύχημα, δεν ήταν μέρος του υπό κατασκευή έργου, αλλά έγινε από τους εναγόμενους 2 υπό την επίβλεψη των εναγομένων 1 και χωρίς την έγκριση ή επίβλεψη των εναγομένων 3.
Ισχυρίζονται ακόμα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ήταν κάτοχοι του επίδικου έργου αφού στην έκθεση απαίτησης δεν υπήρχε τέτοιος ισχυρισμός, ενώ η αυθαίρετη και παράνομη τροποποίησή της από το Δικαστήριο, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, τους αποστέρησε την ευκαιρία να προσάξουν σχετική μαρτυρία.
Περαιτέρω υποστηρίζουν ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι ευθύνονται έναντι του ενάγοντα, γιατί δικαιούνταν να τύχουν της υπεράσπισης που προβλέπεται στο άρθρο 12 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, ενώ δεν είχαν καμιά ανάμειξη στην κατασκευή της πρόσβασης επί της οποίας έγινε το δυστύχημα.
Τέλος παραπονούνται ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε κατανομή ευθύνης μεταξύ των εναγομένων και ότι στήριξε την απόφασή του σε ανύπαρκτη μαρτυρία, αγνοώντας αναντίλεκτη μαρτυρία υπέρ τους.
Ο ενάγων, με την Π.Ε. 10851, αμφισβητεί το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που του επιδικάστηκαν, καθώς και τον καθορισμό των απωλειών των μελλοντικών του απολαβών.
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε πρώτα στο ερώτημα ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως εργοδότης του ενάγοντα. Για αναγνώριση της σχέσης εργοδότη και εργοδοτούμενου έχει υιοθετηθεί από τα δικαστήρια μια ποικιλία διαφορετικών κριτηρίων. Κανένα δεν είναι οικουμενικής εφαρμογής. Η απόφαση κατά πόσο υπάρχει σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση εξαρτάται από τον τρόπο που το δικαστήριο θα δει στο σύνολό της τη σχέση μεταξύ των μερών.
Κατά την ερμηνεία της φύσης της σύμβασης απασχόλησης, η πραγματική πρόθεση των μερών, άνκαι σχετική, δεν είναι αποφασιστικού χαρακτήρα.
Στην υπόθεση
Davies v. Presbyterian Church of Wales (1986) 1 All E. R. 705 αποφασίστηκε ότι η φύση της εργασιακής σχέσης είναι νομικό θέμα (βλέπε ακόμα O΄ Kelly v. Trusthouse Forte plc (1983) 3 All E. R. 456). Το Δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί στο τέλος κατά πόσο ο κατ΄ ισχυρισμόν εργοδοτούμενος είναι πρόσωπο που εργοδοτήθηκε για να εργαστεί ως υπάλληλος και όχι απλώς ως μέρος μιας ομάδας που εργάζεται μαζί, χωρίς κανένα πρόσωπο να ενεργεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ως αφεντικό (Winfield v. London Philharmonic Orchestra Ltd [1979] I.C.R. 726, 730).Στην υπόθεση
Short v. J. & W. Henderson Ltd (1946) 115 L.J.P.C. 41, δόθηκαν τέσσερις ενδείξεις για την ύπαρξη σύμβασης εργοδότησης, ήτοι (α) η εξουσία επιλογής του εργοδοτούμενου από τον εργοδότη, (β) η πληρωμή του μισθού, (γ) το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει τη μέθοδο εκτέλεσης της εργασίας και (δ) το δικαίωμα του εργοδότη για απόλυση.Το κλασσικό κριτήριο για διαφοροποίηση ενός εργοδοτούμενου από τον ανεξάρτητο εργολάβο είναι το κριτήριο του ελέγχου, δηλαδή το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει τη μέθοδο εργασίας. Αν σύμφωνα με τη σύμβαση εργοδότησης ένα πρόσωπο πράγματι αποκτά το δικαίωμα ελέγχου της μεθόδου εργασίας του άλλου, τότε η σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας και το πρόσωπο που εργοδοτείται, εργοδοτούμενος (
Market Investigations Ltd. v. Minister of Social Security (1968) 3 All E.R. 732). Το θέμα του ελέγχου επεκτείνεται όχι μόνο στο κατά πόσο ο εργοδότης ελέγχει τη μέθοδο εργασίας, αλλά κατά πόσο ελέγχει και τις ώρες εργασίας (βλέπε W.H.P.T. Housing Association Ltd. v. Secretary of State for Social Services [1981] I.C.R. 737).Είναι όμως ασφαλέστερο να εξετάζονται περισσότεροι παράγοντες. ΄Ολες οι παράμετροι της σχέσης θα πρέπει να αξιολογούνται. Η νομολογία υπογραμμίζει την ανάγκη για αναγνώριση σε μια δεδομένη εργατική σχέση της οικονομικής πραγματικότητας. Ο έλεγχος, η ιδιοκτησία των εργαλείων και εξοπλισμού, η δυνατότητα προσπορισμού κέρδους και ο κίνδυνος απώλειας κρίθηκαν ως σημαντικοί παράγοντες κατά την αξιολόγηση της οικονομικής πραγματικότητας (
Montreal v. Montreal Locomotive Works Ltd [1947] D.L.R. 161, 169).Στην υπόθεση
Ready Mixed Concrete (South East) Ltd. v. Minister of Pensions and National Insurance [1968] 1 Q.B. 497, ο Δικαστής MacKenna J., ύστερα από εκτενή ανάλυση της νομολογίας της Κοινοπολιτείας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κατέληξε ότι σύμβαση εργοδότησης υπάρχει αν (α) ο εργοδοτούμενος συμφωνεί όπως με αντιπαροχή μισθού ή άλλης αμοιβής παρέχει την εργασία του και τις ικανότητές του κατά την άσκηση κάποιας υπηρεσίας προς τον εργοδότη, (β) συμφωνεί ρητά ή εξυπακουόμενα ότι η εκτέλεση της εργασίας αυτής θα υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη κατά τέτοιο βαθμό που να τον καθιστά εργοδότη και (γ) οι άλλες πρόνοιες της σύμβασης να είναι συμβατές με σύμβαση εργοδότησης.Ο ενάγων από 25.11.1991 μέχρι 9.12.1991, δηλαδή για περίοδο δεκαπέντε ημερών ήταν εργοδοτούμενος των εναγομένων 1, αλλά όταν οι εναγόμενοι 2 ανέλαβαν τα χωματουργικά έργα του εργοτάξιου, εργοδοτήθηκε από αυτούς με μεγαλύτερη αμοιβή. Φαίνεται ότι σκόπευε, μετά τη συμπλήρωση των χωματουργικών, να επανέλθει στην εργοδότηση των εναγομένων 1. Χειριζόταν τον οδοστρωτήρα με εντολή του Νίκου Παπαλαζάρου, ενός των διευθυντών των εναγομένων 2.
Αναμφίβολα, κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ενάγων βρισκόταν στην υπηρεσία των εναγομένων 2. Αυτοί του κατέβαλλαν την αμοιβή του, είχαν δικαίωμα να τον απολύσουν, του παρείχαν τον απαιτούμενο εξοπλισμό, είχαν τον έλεγχο της μεθόδου εργασίας του και καθόριζαν το ωράριό του. Το γεγονός ότι προηγουμένως εργαζόταν στους εναγόμενους 1 ή το ότι σκόπευε να επιστρέψει στην παλαιά του εργοδότηση μετά τη συμπλήρωση των χωματουργικών εργασιών, δεν μεταβάλλει την εικόνα.
΄Ανευ σημασίας είναι επίσης και το γεγονός ότι επιστάτης του Τμήματος Δημοσίων ΄Εργων ήταν παρών και του υποδείκνυε πως να συμπιέσει τα χώματα για να είναι ανθεκτικά, ή το ότι πολιτικός μηχανικός, εργοδοτούμενος των εναγομένων 1, ήταν επίσης εκεί και επέβλεπε την εργασία, δίδοντάς του και οδηγίες.
΄Ελεγχο επί της εργασίας του ενάγοντα δεν ασκούσαν ούτε οι εναγόμενοι 1, αλλά, πολύ περισσότερο, ούτε οι εναγόμενοι 3. Το γεγονός ότι υπάλληλοί τους επόπτευαν την εργασία του, ακόμα και το ότι του έδιδαν οδηγίες για τον τρόπο συμπίεσης των χωμάτων δεν τους δίδει τον έλεγχο που προβλέπει η νομολογία. Αν για παράδειγμα ο ενάγων αρνείτο να εκτελέσει τις οδηγίες τους ή αν εκτελούσε πλημμελώς την εργασία του, οι εναγόμενοι 1 και 3, δεν θα μπορούσαν να
τον απολύσουν ή να λάβουν μέτρα εναντίον του. Η ανάμειξή τους εξαντλείτο απλώς στον έλεγχο της ποιότητας της εργασίας, ούτως ώστε το αποτέλεσμα να είναι συμβατικά αποδεκτό. Αρκεί κάποιος να διερωτηθεί σε ποιον θα υπάκουε ο ενάγων στην υποθετική περίπτωση αλληλοσυγκρουομένων εντολών των εργοδοτών του και των εκπροσώπων των εναγομένων 1 και 3.Τα κριτήρια που αναφέρονται στην υπόθεση
Short v. J. & W. Henderson Ltd, ανωτέρω, ελλείπουν παντελώς όσον αφορά τους εναγόμενους 1 και 3. Αντίθετα, και οι τέσσερις προϋποθέσεις συγκεντρώνονται στο πρόσωπο των εναγομένων 2.Λαμβάνοντας υπ΄όψιν όλες τις παραμέτρους της κατάστασης και αναγνωρίζοντας τις οικονομικές πραγματικότητες της συγκεκριμένης σχέσης εργασίας, καταλήγουμε ότι εργοδότης του ενάγοντα ήταν οι εναγόμενοι 2, ενώ καμιά συμβατική ή εργασιακή σχέση δεν υπήρχε μεταξύ του και των άλλων δύο εναγομένων.
Το Δικαστήριο κατέληξε επίσης ότι όλοι οι εναγόμενοι ευθύνονταν έναντι του ενάγοντα και υπό την ιδιότητά τους ως κάτοχοι του χώρου (occupiers) στον οποίο έγινε το ατύχημα. Στην έκθεση απαίτησης ουδεμία σχετική αναφορά γίνεται. Εκεί η απαίτηση του ενάγοντα είναι βασισμένη στη σχέση που προκύπτει από την εργοδότησή του, ενώ καμιά αναφορά δεν γίνεται σε τυχόν ευθύνη του κατόχου του χώρου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε την παράλειψη αυτή, αλλά με μιαν ακατανόητη λογική προέβη στην τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης προσθέτοντας ολόκληρη παράγραφο, αλλά και σωρεία λεπτομερειών.
Θεωρούμε την πρακτική που ακολουθήθηκε εντελώς ανεπίτρεπτη. Το Δικαστήριο, στο τέλος της ακρόασης, χωρίς καμιά εύλογη αιτία, προσέθεσε ολόκληρη νέα αιτία αγωγής επεμβαίνοντας αυθαίρετα στα δικόγραφα και αλλοιώνοντας ουσιαστικά τη διαδικασία. Έτσι οι εναγόμενοι 1 και 3 στερήθηκαν της ευκαιρίας να χειριστούν την υπόθεσή τους ανάλογα και να προσάξουν, αν ήθελαν, μαρτυρία που να αντικρούει κάποιους ισχυρισμούς.
Μαρτυρία που προσάγεται για θέματα που δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τα επίδικα θέματα επί των οποίων το δικαστήριο καλείται να βασίσει την απόφασή του καθορίζονται με αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων (Πουρίκκος ν. Σάββα κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507, 517).
Είναι, για να πούμε το λιγότερο, αβάσιμη η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι με την τροποποίηση, που μόνο του αποφάσισε και διέταξε, οι εναγόμενοι δεν θα ζημιωθούν γιατί η ιδιοκτησιακή κατάσταση τους ήταν γνωστή. Η εκδίκαση κάθε υπόθεσης γίνεται, όχι με βάση τα γεγονότα που είναι γνωστά στους διαδίκους, αλλά με βάση τα θέματα που εγείρονται στα δικόγραφα. ΄Εχοντας κατά νου αυτή την αρχή οι εναγόμενοι 1 και 3 χειρίστηκαν την υπόθεσή τους ανεξάρτητα από την οποιανδήποτε γνώση τους επί των γεγονότων. Ασφαλώς και ζημιώθηκαν και μάλιστα θεμελιακά και σε σημείο που να πλήττεται από την ενέργεια αυτή του Δικαστηρίου η αρχή της δίκαιης δίκης. Το Δικαστήριο έχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ευχέρεια να διατάζει την μετά το πέρας της διαδικασίας τροποποίηση των δικογράφων, όμως αυτή δεν είναι η περίπτωση.
Η τροποποίηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η σχετική διαταγή του πρωτόδικου δικαστηρίου, ακυρώνεται. Κατ΄ ακολουθίαν δεν μπορεί να συζητηθεί και η οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη των εναγομένων υπό την ιδιότητά τους ως κατόχων.
Πέραν όμως τούτου, εν όψει του άρθρου 51(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 και κυρίως λόγω του ότι η πρόσβαση επί της οποίας έγινε το δυστύχημα, καθώς και η επιχωμάτωση επί της οποίας εργαζόταν ο ενάγων, είχαν κατασκευαστεί από τους εναγόμενους 2, μετά την παράδοση του χώρου σ΄ αυτούς, δημιουργούνται πολλές αμφιβολίες κατά πόσον οι εναγόμενοι 1 και 3 υπέχουν, ούτως ή άλλως, ευθύνη ως κάτοχοι.
Οι εναγόμενοι 2 ήταν λοιπόν οι εργοδότες του ενάγοντα. Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να επιδεικνύει προς τον εργοδοτούμενο την εύλογη φροντίδα προς προμήθεια ασφαλούς εξοπλισμού, ασφαλούς συστήματος εργασίας, ασφαλούς τόπου εργασίας και ασφαλούς πρόσβασης σ΄ αυτόν. Για να καταλήξουμε κατά πόσο ο τόπος εργασίας είναι ασφαλής θα πρέπει να λάβουμε υπ΄ όψιν τη φύση του χώρου. Εξ άλλου ο εργοδότης είναι υπεύθυνος για αμέλεια, αν κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του, ο εργοδοτούμενος υποστεί τραυματισμό, λόγω ελαττώματος του εξοπλισμού που του έχει παρασχεθεί από τον εργοδότη του για σκοπούς της εργασίας του εργοδότη.
Το γεγονός ότι ο τόπος εργασίας δεν βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του εργοδότη, είναι μόνο ένας παράγοντας για να αποφασιστεί κατά πόσο η υποχρέωση παροχής ασφαλούς τόπου εργασίας έχει ικανοποιηθεί (
Wilson v. Tyneside Window Cleaning Co. (1958) 2 All E.R. 265 C.A.). ΄Ανκαι ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση προς τους εργοδοτούμενούς του ως προς την ασφάλεια υποστατικών που κατέχονται από άλλον, δεν παύει να είναι υπόχρεος να παραχωρήσει ένα σύστημα εργασίας κατάλληλο για τα υποστατικά αυτά (Garcia v. Harland and Wolff Ltd. (1943) 2 All E.R. 477).Οι εναγόμενοι 2 έχουν παραλείψει να παράσχουν στον ενάγοντα ασφαλή εξοπλισμό αφού, σύμφωνα με τη μαρτυρία, όπως την αποδέκτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, το σύστημα κίνησης του οδοστρωτήρα, για άγνωστο λόγο, δεν πειθάρχησε στους χειρισμούς του, με αποτέλεσμα να ανατραπεί. Ούτε και έγινε πρόνοια για κάποιες προφυλάξεις, όπως για παράδειγμα την πρόσδεση του οδοστρωτήρα με συρματόσχοινο κατά την ανάβασή του από το χώρο εργασίας,
Ακόμα, η λανθασμένη προς τα έξω κλίση του κεκλιμένου επιπέδου συνιστά παράλειψη των εναγομένων 2 να παράσχουν ασφαλή πρόσβαση προς το χώρο εργασίας. Γι΄ αυτούς όλους τους λόγους καταλήγουμε ότι οι εναγόμενοι 2 ευθύνονται πλήρως για τον τραυματισμό του ενάγοντα.
Οι εναγόμενοι 2, με ένα πραγματικά συντομότατο περίγραμμα, παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να καταλογίσει ποσοστό ευθύνης στον ενάγοντα, αφού υπήρχε μαρτυρία ότι ο οδοστρωτήρας που εξετάστηκε μετά το ατύχημα δεν έδειξε καμιά απολύτως βλάβη.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η μη επιβεβαίωση βλάβης κατά την εξέταση δεν μειώνει την ευθύνη των εναγομένων 2, ούτε και προσδίδει βέβαια οποιανδήποτε συντρέχουσα αμέλεια στον ενάγοντα. Για να συζητηθεί η ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας θα πρέπει να αποδεικτεί ότι ο ενάγων προέβη σε ενέργειες που συνέβαλαν στον τραυματισμό του. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, ούτε κατ΄ ελάχιστον. Γεγονός παραμένει ότι το χειριστήριο του
οδοστρωτήρα κατά την κρίσιμη στιγμή δεν λειτούργησε κανονικά, με αποτέλεσμα το μηχάνημα να κυλίσει στην κατωφέρεια και στη συνέχεια να ανατραπεί. Δεν έχει προβληθεί η υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος. Εξ άλλου όπως είδαμε, οι εναγόμενοι 2 ευθύνονται και λόγω του ότι δεν έλαβαν τα δέοντα μέτρα ασφαλείας για να προσδεθεί το μηχάνημα κατά την άνοδό του, ούτε και έλαβαν μέτρα για την κατασκευή ασφαλούς πρόσβασης.Οι εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ακόμα ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι ευθύνονται γιατί οι εναγόμενοι 3 επισήμως δεν γνώριζαν την ύπαρξη των εναγομένων 2 στο χώρο εργασίας. Δεν κατατέθηκε, υποστηρίζουν, οποιαδήποτε σύμβαση ή συμφωνία που να τους καθιστά υπεργολάβους, με αποτέλεσμα η εργασία τους εκεί να είναι αντισυμβατική. Την ευθύνη κατασκευής, σύμφωνα πάντα με τους εναγόμενους 2, είχαν οι εναγόμενοι 1 και την επίβλεψη οι εναγόμενοι 3. Οποιαδήποτε δε ενέργεια των εναγομένων 2 υπόκειτο σε έγκριση και γινόταν υπό την καθοδήγηση των εναγομένων 1.
Ούτε ο πιο πάνω λόγος ευσταθεί. Δεν έχει σημασία αν οι εναγόμενοι 3 γνώριζαν ή όχι την ύπαρξη των εναγομένων 2 στο χώρο εργασίας, άνκαι από τη μαρτυρία είναι σαφές ότι ασφαλώς και το γνώριζαν. Το θέμα της έγκρισης και εποπτείας της εργασίας σχολιάσαμε προηγουμένως.
Εξ ίσου ανεδαφικός είναι και ο ισχυρισμός ότι η παρουσία των εναγομένων 2 στο χώρο είναι αντισυμβατική, εννοώντας, υποθέτουμε, ότι η ανάθεση των χωματουργικών εργασιών από τους εναγόμενους 1 προς τους εναγόμενους 2 έγινε κατά παράβαση της σύμβασης μεταξύ των εναγομένων 1 και των εναγομένων 3. Ακόμα κι΄ αν ο ισχυρισμός αυτός αληθεύει, η ευθύνη των εναγομένων 2 δεν επηρεάζεται. Οι εναγόμενοι 1 ανέθεσαν στους εναγόμενους 2 την εκτέλεση κάποιων έργων και αυτοί με τη σειρά τους ανέθεσαν στον εργοδοτούμενό τους, τον ενάγοντα, τα συγκεκριμένα καθήκοντα τα οποία κατέληξαν στον τραυματισμό του. Η ευθύνη των εναγομένων 2 προκύπτει από τη σχέση εργοδότησης του ενάγοντα και συνεπώς ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι ολότελα άσχετος.
Η Π.Ε. 10851 που καταχωρήθηκε από τον ενάγοντα, αλλά και ο τρίτος λόγος έφεσης της Π.Ε. 10863, που καταχωρήθηκε από τους εναγόμενους 2, αναφέρονται στις αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν. Ο ενάγων παραπονείται από τη μια ότι οι γενικές αποζημιώσεις που του επιδικάστηκαν είναι χαμηλές, ενώ, από την άλλη, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έσφαλε στον καθορισμό της απώλειας των μελλοντικών του απολαβών. Στην ειδοποίηση έφεσης οι εναγόμενοι 2 υποστηρίζουν ότι λανθασμένα επιδικάστηκε απώλεια μελλοντικών απολαβών σε ποσοστό 75% και ότι λανθασμένα επιδικάστηκε αποζημίωση λόγω απώλειας εισοδημάτων. Στο περίγραμμα αγόρευσής τους απλώς αναγράφεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων.
Ο ενάγων μετά τον τραυματισμό του εισήχθη αρχικώς στην Ορθοπεδική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, αλλά στη συνέχεια κρίθηκε σκόπιμο όπως μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Αρχ. Μακάριος Γ΄, στη Λευκωσία, για πλαστική χειρουργική επέμβαση. Παρουσίαζε ακρωτηριασμό των 2, 3, 4 και 5 δακτύλων της αριστεράς άκρας χειρός και ακρωτηριασμό της αριστεράς παλάμης από το ύψος της μεσότητας των μετακαρπίων. Παρουσίαζε επίσης απώλεια του δέρματος κατά τη ραχιαία επιφάνεια της αριστεράς παλάμης.
Αφού έγινε αρχικός καθαρισμός του τραύματος, υποβλήθηκε σε πλαστική χειρουργική επέμβαση προς σύγκλιση του τραύματος με κοιλιακό κρημνό. Για το σκοπό αυτό το χέρι του ενώθηκε με το κοιλιακό τοίχωμα για τρεις εβδομάδες και διαχωρίστηκε με νέα επέμβαση
.Τα αποτελέσματα της επέμβασης υπήρξαν πολύ καλά και ο ενάγων εξήλθε του νοσοκομείου στις 23.4.1992, με την προτροπή όπως ακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα φυσιοθεραπείας και προσέρχεται στα εξωτερικά ιατρεία προς παρακολούθηση.
Σε ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 14.1.1993 αναφέρεται ότι κατά την τελευταία ιατρική εξέταση διαπιστώθηκε ότι το τραύμα είχε επουλωθεί πλήρως, όμως, από λειτουργικής πλευράς το αριστερό χέρι ήταν άχρηστο, διότι ο ακρωτηριασμός έγινε σε σημείο που ο ενάγων να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει τον αντίχειρα, το μόνο δάκτυλο που παρέμενε.
Σε πιστοποιητικό ημερ. 26.8.1993 αναφέρεται ότι στις 21.6.1993 ο ενάγων υποβλήθηκε σε μικροχειρουργική επέμβαση προς μεταφορά και εμφύτευση δακτύλου στο χέρι από το αριστερό κάτω άκρο. Η πολύ λεπτή και δύσκολη επέμβαση που έγινε στο Μακάρειο Νοσοκομείο Λευκωσίας, από ομάδα πλαστικών χειρούργων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, διήρκεσε πολλές ώρες. Τα αποτελέσματα της επέμβασης κρίνονται ικανοποιητικά, πλην όμως η βλάβη δεν αποκαταστάθηκε σε βαθμό που το νέο δάκτυλο να έχει την ίδια λειτουργική ικανότητα και εμφάνιση του φυσιολογικού. Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, ο ενάγων που είναι εντελώς αδύνατο
να ασκεί τη χειρωνακτική του ενασχόληση, κρίνεται ως μονίμως ανίκανος.Το πρωτόδικο δικαστήριο του επιδίκασε, υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, το ποσό των £50.000. Παρ΄ όλον ότι ο ενάγων υπέστη ένα σοβαρό τραυματισμό που του κατέλειπε μια σοβαρή ανικανότητα και που τον ταλαιπώρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, εν τούτοις κρίνουμε ότι το ποσό που του επιδικάστηκε είναι ικανοποιητικό και δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να επέμβουμε.
Προς υπολογισμό της απώλειας των απολαβών του το Δικαστήριο έλαβε υπ΄ όψιν ότι κατά το χρόνο τραυματισμού, ο ενάγων ήταν 41 χρόνων και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι η αναπηρία του είναι της τάξης του 75%, του παραχώρησε συντελεστή 12. Στη συνέχεια έκρινε ότι η αμοιβή του από την προηγούμενή του εργασία με τους εναγόμενους 2 δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση υπολογισμού των ετήσιων του απολαβών. Κατέληξε ότι η απασχόλησή του ως βοηθού σηματοδότη, όπως εργοδοτείτο από τους εναγόμενους 1, πριν από την εργοδότησή του από τους εναγόμενους 2, του απέδιδε £75 την εβδομάδα. ΄Ετσι η απώλεια των εισοδημάτων του υπολογίστηκε στις £35.100.
Οι εναγόμενοι 2 δεν έχουν δικαιολογήσει κανένα από τους δύο ισχυρισμούς που προβάλλουν στην ειδοποίηση έφεσης. Στο περίγραμμα αγόρευσης τους δεν έθιξαν καν το θέμα. Κατά την προφορική τους αγόρευση ενώπιόν μας υπήρξαν επιγραμματικοί. Συνεπώς και ο τρίτος λόγος έφεσής τους θα πρέπει να απορριφθεί. Η συζήτηση του θέματος των αποζημιώσεων προκύπτει όμως από την έφεση του ενάγοντα και γι΄ αυτό θα τη συνεχίσουμε.
΄Οσον αφορά τις αποζημιώσεις για απώλεια των μελλοντικών εισοδημάτων του ενάγοντα, θα πρέπει να πούμε ότι η κατάσταση όπως προκύπτει από την απόφαση και τα δικόγραφα, είναι μάλλον μπερδεμένη. Κατ΄ αρχήν, στις λεπτομέρειες ειδικών ζημιών, στην έκθεση απαίτησης, δεν περιλαμβάνεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή απαίτηση
για συγκεκριμένο ποσό απώλειας εισοδημάτων από την εργασία του ως σηματοδότη μέχρι την ημέρα της ακρόασης. Αναφέρεται απώλεια κάποιου ποσού ημερησίως χωρίς προσδιορισμό της απασχόλησής του. Γίνεται επίσης αναφορά σε περαιτέρω απώλεια ετήσιου εισοδήματος ύψους £3.000 από τη διάθεση αμυγδάλων, ζιβανίας και παρόμοιων προϊόντων.Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί για κέρδος από γεωργικές εργασίες εστερούντο στέρεης βάσης που θα επέτρεπε την εφαρμογή των αρχών του συντελεστή, μια και το ύψος των εξόδων, οι ώρες απασχόλησης και τελικά το καθαρό κέρδος, δεν είχαν τεκμηριωθεί. ΄Ετσι προχώρησε και επιδίκασε, αυθαίρετα θα πρέπει να πούμε, ένα κατ΄αποκοπήν ποσό ύψους £20.000, το οποίο δεδομένης της κατά 75% αναπηρίας του ενάγοντα μείωσε στις £15.000. ΄Ετσι, η απώλεια μελλοντικών απολαβών του, σύμφωνα με το Δικαστήριο, υπολογίστηκε στις £50.100 (£35.100 ως βοηθός σηματοδότης και £15.000 ως γεωργός και οδηγός φορτηγού).
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι λανθασμένη. Χωρίς αμφιβολία, όταν υπάρχουν τα στοιχεία, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η μέθοδος του συντελεστή. Η νομολογία δεν δίνει το δικαίωμα στο Δικαστήριο να καταλήγει, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση, σε καθορισμό, κατ΄ αποκοπήν και αυθαίρετα, της απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων. Ο ενάγων είναι πάντα υποχρεωμένος να αποδεικνύει τις ζημιές και τις απώλειές του και το Δικαστήριο δεν μπορεί να καλύπτει τις τυχόν ατέλειες ή παραλείψεις στη μαρτυρία.
Θα πρέπει ακόμα, οι απώλειες των εισοδημάτων μέχρι την ημερομηνία της ακρόασης να επιδικάζονται υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων και οι υπόλοιπες υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, αφού βέβαια προηγουμένως γίνει σχετική αναφορά στην έκθεση απαίτησης. ΄Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Fysco Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1030
:
Και στη Μιχαήλ ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λτδ, Π.Ε. 10377, ημερ. 20.6.2000
:«Ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εναρμόνισης της δικογραφίας με τα δεδομένα της μαρτυρίας και της απόφασης ως προς την απόδοση αποζημιώσεων υπό μορφή ειδικής ζημίας, η ανάκτηση της ζημίας, την οποία υφίσταται ο ενάγων, ως αποτέλεσμα του αστικού αδικήματος, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του δυστυχήματος και της δίκης, δύναται να διεκδικηθεί ως αποζημιώση. Είναι λόγοι δικονομικής τάξης και όχι οποιαδήποτε αρχή δικαίου, που επιβάλλει την εξειδίκευση ζημίας η οποία είναι μετρήσιμη. Το κριτήριο για την ανάκτηση ζημίας είναι το ίδιο σ΄ όλες τις περιπτώσεις
. η απόρροιά της από τη ζημιογόνο πράξη.»Και πιο κάτω:
«Η απόδοση στον ενάγοντα αποζημίωσης, ίσης προς τη ζημία την οποία αποδεδειγμένα υπέστη από τη βλάβη που στοιχειοθετείται στην απαίτησή του, αποτελεί το μέτρο της αποκατάστασής του. Εφόσον αποκρυσταλλώνεται η ζημία σε συγκεκριμένο τομέα, αποτελεί τη δικαία αποζημίωση κάτω από εκείνο το κεφάλαιο αποζημιώσεων. Η παράλειψη διεκδίκησης συγκεκριμένης ζημίας, ως ειδικής ζημίας, δεν αποτελεί κώλυμα στην επιδίκαση της αριθμητικά αποτιμούμενης ζημίας. Το εγχείρημα τροποποίησης της έκθεσης απαιτήσεως ενέχει τυπικό χαρακτήρα.»
Στην παρούσα περίπτωση η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση χωρίς να μεσολαβήσει τροποποίηση. Προσήχθη μάλιστα και σχετική μαρτυρία χωρίς ένσταση. Θα αποτελούσε άγονη τυπολατρεία αν, σ΄ αυτό το τελικό στάδιο της διαδικασίας, διατάσσαμε την καταχώρηση τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης. Γι΄ αυτό, παρά τη γενικά αόριστη και μη ικανοποιητική διατύπωση των λεπτομερειών ειδικών ζημιών και την παράλειψη αναγραφής των συγκεκριμένων κονδυλίων, εν τούτοις, αφού από το σώμα της έκθεσης απαίτησης προκύπτει η σχετική αξίωση, η οποία και στη συνέχεια αποδείχθηκε από τη μαρτυρία, θα προσπαθήσουμε, από το υπάρχον υλικό να υπολογίσουμε την απώλεια των απολαβών του ενάγοντα, χωρίς τροποποίηση. Δεν εισάγουμε νέο κανόνα. ΄Οπως επανειλημμένα έχει τονιστεί τα δικόγραφα θα πρέπει να τροποποιούνται. Απλώς στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που εκθέσαμε πιο πάνω θεωρήσαμε άσκοπη την προσκόλληση στον τύπο.
Το Δικαστήριο υπολόγισε, όπως είδαμε, τα εισοδήματα του ενάγοντα στις £75 την εβδομάδα που κέρδιζε ως σηματοδότης, ενώ για την αξίωσή του για απώλεια εισοδήματος ως οδηγός φορτηγού και από το γεωργικό εισόδημα του επιδίκασε κατ΄ αποκοπήν ποσό £15.000. Κι΄ αυτό γιατί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν είχε τεκμηριωθεί το ύψος των εξόδων, οι ώρες απασχόλησης και τελικά το καθαρό κέρδος του ενάγοντα. Η διαπίστωση αυτή είναι λανθασμένη.
Είναι φανερό από το σύνολο της μαρτυρίας ότι η απασχόλησή του με τους εναγόμενους 2 ή ακόμα και με τους εναγόμενους 1, ως βοηθός σηματοδότης, ήταν μάλλον ευκαιριακή και δεν παρείχε το υπόβαθρο για υπολογισμό των ετήσιων του απολαβών. Ο ενάγων είναι, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ιδιοκτήτης φορτηγού. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι στην έκθεση απαίτησης δεν αναφέρεται αυτή η απασχόληση του ενάγοντα. Το μόνο που αναφέρεται είναι ότι κερδίζει από την εργασία του £50 την ημέρα. Ο μέσος όρος αμοιβής, καθαρά, μιας τέτοιας απασχόλησης είναι £125 την εβδομάδα, ήτοι £6.000 το χρόνο (£125 Χ 48 εβδομάδες).
Και για το εισόδημα που προέρχεται από γεωργικές ασχολίες το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν είχε μαρτυρία για το ύψος των εξόδων και τις άλλες λεπτομέρειες είναι λανθασμένο, αφού ο ενάγων σαφώς κατέθεσε ότι το ποσό των £3.000 ήταν το καθαρό εισόδημα. Εναπόκειτο στους εναγόμενους να το αμφισβητήσουν με
δική τους μαρτυρία. Εύλογα μπορούμε να καταλήξουμε ότι ο ενάγων είχε συνολικά εισοδήματα της τάξης των £9.000 ετησίως.Η τελευταία χειρουργική επέμβαση στον ενάγοντα έγινε ένα περίπου χρόνο μετά τον τραυματισμό του και από την ιατρική μαρτυρία προκύπτει ότι ένα σχεδόν χρόνο αργότερα τα τραύματά του είχαν επουλωθεί πλήρως. Συνεπώς, θεωρούμε ότι για περίοδο δύο χρόνων μετά το δυστύχημα ο ενάγων είχε πλήρη απώλεια απολαβών (£18.000). Για άλλα 6 χρόνια, μέχρι δηλαδή την ημερομηνία απόφασης (που δικαιούται την
απώλεια εισοδημάτων του υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων), θα πρέπει να λάβουμε υπ΄ όψιν ότι η ανικανότητά του υπολογίστηκε στο 75%. ΄Ετσι με απώλεια ετήσιων απολαβών ύψους £6.750, η απώλεια εισοδημάτων του ανέρχεται συνολικά στις £40.500. ΄Ετσι η συνολική απώλεια εισοδημάτων του στην οποία δικαιούται υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων και μέχρι τις 22.5.2000, ημερομηνία της απόφασης, ανέρχεται στις £58.500.Κατά την ημέρα της απόφασης ο ενάγων ήταν ήδη 49 χρόνων. Θεωρούμε ότι η ηλικία του και το επάγγελμά του, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις είναι τέτοιες που δικαιολογούν τον καθορισμό συντελεστή 8 (
Ioannou and Paraskevaides (Overseas) Ltd and Another v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789, Tζιάνναρος ν. Καμηλάρη(* ) , Π.Ε. 6771, ημερ. 11.7.1989, Odysseos v. A. L. Mantovani & Sons Ltd and Another (1989) 1 C.L.R. 321, Νικολάου ν. Πέτρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1). ΄Ετσι, οι απώλειες μελλοντικών εισοδημάτων ανέρχονται σε £54.000. Ως αποτέλεσμα οι ολικές απώλειες απολαβών του ενάγοντα θα πρέπει να υπολογιστούν στις £112.500. Αν στο ποσό αυτό προστεθεί και το ποσό των £50.000 που έχει επιδικαστεί υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, το ποσό στο οποίο ο ενάγων δικαιούται, ανέρχεται στις £162.500.
Η Π.Ε. 10849 των εναγομένων 1, Π.Ε.10824 των εναγομένων 3 και Π.Ε. 10851 του ενάγοντα, επιτυγχάνουν. Η Π.Ε. 10863 των εναγομένων 2 απορρίπτεται. Η αγωγή εναντίον των εναγομένων 1 και 3 απορρίπτεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση εναντίον του ενάγοντα/εφεσίβλητου.
Λόγω της επιτυχίας της έφεσης στην Π.Ε. 10851, εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων 2 για ποσό £162.500. Η απόφαση για επιδίκαση τόκου δεν έχει εφεσιβληθεί και γι΄ αυτό δεν μπορούμε να επέμβουμε. Απλώς θα προβούμε σε κάποιες αναπροσαρμογές, αναγκαίες, κατά τη γνώμη μας, ύστερα από την τροποποίηση των ποσών που επιδικάσαμε, χωρίς να εξετάσουμε το θέμα. Απλώς επαναλάβαμε την πρωτόδικη απόφαση ελλείψει έφεσης.
Εκδίδεται απόφαση για καταβολή τόκου επί του ποσού των £108.500 (£50.000 γενικές αποζημιώσεις και £58.000 απώλεια αποζημιώσεων μέχρι την ημερομηνία της απόφασης) προς 6% ετησίως από 13.3.1992, ημερομηνία του ατυχήματος, μέχρι 1.6.1992, ημέρα καταχώρησης της αγωγής και προς 8% επί ολοκλήρου του ποσού της απόφασης από 29.11.1996 μέχρι εξόφλησης.
Επιδικάζουμε επίσης έξοδα υπέρ του ενάγοντα/εφεσείοντα στην Π.Ε. 10851 και εναντίον των εναγομένων 2, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄
έφεση. Αποφασίσαμε να μην επιδικάσουμε έξοδα στην Π.Ε. 10863 γιατί το αντικείμενό της ήταν το ίδιο με τις άλλες εφέσεις.
Σ. Νικήτας, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
/ΜΔ