ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1616

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αίτηση αρ. 92/2002

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και το άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964

-και-

Αναφορικά με Αίτηση της Κ & Κ ΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ ΛΤΔ, από τη Λευκωσία, για άδεια για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα Certiorari

-και-

Αναφορικά με τo προσωρινό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σ. Σταυρινίδης, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής), που εξεδόθη στις 30/9/2002 στην αγωγή 5257/2002 και επιδόθηκε στους δικηγόρους των αιτητών στις 4/10/2002.

----------------------

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 21 Oκτωβρίου, 2002.

Για τους αιτητές: Δ. Καλλής με Κλ. Δημοσθένους.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 24.7.2002 η εταιρεία ΧΡΥΣΑΕΤΟΣ ΛΤΔ. από τη Λεμεσό καταχώρησε αγωγή εναντίον της εταιρείας Κ & Κ ΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ ΛΤΔ., αιτητών στην παρούσα διαδικασία. Με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα η ενάγουσα εταιρεία ζητούσε δήλωση ότι η επιχείρηση περιπτέρου "ΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ" ανήκει σ΄ αυτή και ότι ανέθεσαν τη διαχείριση του στους αιτητές δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 25.9.2000 η οποία όμως τερματίστηκε. Περαιτέρω η ενάγουσα εταιρεία ζητούσε διάταγμα εναντίον των αιτητών για καταβολή των εισπράξεων από 12.7.2001 και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

Την ίδια ημέρα η ενάγουσα εταιρεία καταχώρησε μονομερή αίτηση για προσωρινό διάταγμα. Την επομένη, 25.7.2002 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου εξέδωσε, με βάση τη μονομερή αίτηση το ακόλουθο προσωρινό διάταγμα:-

"Α. Εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου διά του οποίου διατάττονται οι Εναγόμενοι, οι υπάλληλοι των, οι αντιπρόσωποι, υπηρέται ή εξαρτώμενοι αυτών, να παραδώσουν εις τους Ενάγοντες ή εις εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους των την επιχείρησιν περιπτέρου των Εναγόντων υπό την ονομασία ΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ ευρισκομένου επί της οδού Αγ. Ιλαρίωνος αρ. 32Γ, εις Καϊμακλί.

Β. Εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τους Εναγομένους να παραδώσουν εις τους Ενάγοντες την σφραγίδα των Εναγόντων, να παραδώσουν τας ημερησίας καταστάσεις της ταμειακής μηχανής και τας εισπράξεις του περιπτέρου ΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ εκ της πωλήσεως των εμπορευμάτων των Εναγόντων τας οποίας κατακρατούν, διά την περίοδον από 12/07/01 μέχρι σήμερον.

Γ. Εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου απαγορεύον εις τους Εναγομένους να επεμβαίνουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπον ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπον ενοχλούν ή προκαλούν προβλήματα εις την ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως του περιπτέρου ΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ επί της οδού Αγ. Ιλαρίωνος αρ. 32Γ, εις Καϊμακλί,

εκτός εάν οι Καθ΄ ων η Αίτηση εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την 31/10/02 και ώρα 9:00 π.μ. και δείξουν λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μην εξακολουθήσει ισχύον."

Στις 31.7.2002 οι αιτητές καταχώρησαν γραπτή ένσταση συνοδευόμενη από ένορκο δήλωση. Την ίδια ημερομηνία το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο. Το Δικαστήριο όρισε ως ημερομηνία ακρόασης την 20.8.2002.

Στις 20.8.2002 ο δικηγόρος της ενάγουσας εταιρείας ζήτησε αναβολή της ακρόασης λόγω απουσίας σε διακοπές του δικηγόρου κ. Κονναρή που καταχώρησε την αγωγή και εξουσιοδοτημένου να χειρισθεί γι΄ αυτή την υπόθεση. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή. Τότε ο δικηγόρος που αντιπροσώπευε τον κ. Κονναρή ζήτησε άδεια να αποσύρει την αίτηση, χωρίς βλάβη των δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο έδωσε τη σχετική άδεια και η αίτηση αποσύρθηκε το δε εκδοθέν την 25.7.2002 προσωρινό διάταγμα ακυρώθηκε.

Ένα και πλέον μήνα αργότερα, στις 27.9.2002 η ενάγουσα εταιρεία καταχώρησε νέα μονομερή αίτηση με παρόμοιο αίτημα ως η πρώτη αίτηση της. Στις 30.9.2002 ο ίδιος Δικαστής που εξέδωσε το πρώτο διάταγμα αποδέχθηκε την αίτηση και εξέδωσε το ακόλουθο διάταγμα:-

"1. Εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου διά του οποίου διατάττονται οι Εναγόμενοι, οι υπάλληλοι των, οι αντιπρόσωποι, υπηρέται ή εξαρτώμενοι αυτών, να παραδώσουν εις τους Ενάγοντες ή εις εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους των την επιχείρησιν περιπτέρου των Εναγόντων υπό την ονομασία ΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ ευρισκομένου επί της οδού Αγ. Ιλαρίωνος αρ. 32Γ, εις Καϊμακλί.

Β. Εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τους Εναγόμενους να παραδώσουν εις τους Ενάγοντας την σφραγίδα των Εναγόντων, να παραδώσουν τας ημερησίας καταστάσεις της ταμειακής μηχανής και τας εισπράξεις εκ της πωλήσεως των εμπορευμάτων του περιπτέρου των Εναγόντων ΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ, τας οποίας κατακρατούν διά την περίοδον από 12/07/01 μέχρι σήμερον,

εκτός εάν ο Εναγόμενος εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την 11/10/02 και ώρα 9.00 π.μ. και δείξει λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μην εξακολουθήσει να ισχύει."

Το Δικαστήριο διαφοροποιώντας τη θέση του από το προηγούμενο διάταγμα της 25.7.2002 δεν εξέδωσε το υπό στοιχείο Γ διάταγμα (όπως αναφέρεται πιο πάνω) που ήταν και αίτημα της αίτησης.

Το νέο προσωρινό διάταγμα επιδόθηκε στους αιτητές και στις 11.10.2002, όπως δήλωσε ο δικηγόρος τους, εμφανίσθησαν στο Δικαστήριο και καταχώρησαν γραπτήν ένσταση με ένορκη δήλωση. Το Δικαστήριο όρισε μεταγενέστερη ημερομηνία για ακρόαση της υπόθεσης.

Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές επιδιώκουν την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εκδοθέντος (πιο πάνω) προσωρινού διατάγματος από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

Τέσσερις λόγοι προβάλλονται στην αίτηση και ανέπτυξε ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών.

Πρώτον ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα,

Δεύτερον ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης,

Τρίτον ότι υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας, και

Τέταρτο ότι δεν κατεδείχθη το επείγον για την έκδοση του διατάγματος, χωρίς επίδοση στους αιτητές, αναγκαίο εκ του νόμου στοιχείο για την εγκυρότητα του.

Έχει λεχθεί επανηλειμμένα ότι οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται εντάλματα της φύσεως Certiorari για ακύρωση απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου, περιλαμβάνουν υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη παρανομία, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (Βλέπε: Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, In re Kakos (1985) 1 CLR 250, Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).

Πάγια επίσης νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία έχει εμπεδωθεί με σειρά αποφάσεων, επιτάσσει ότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και/ή διαδικασία έφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παραχωρεί άδεια (Βλέπε: Ανθίμου (πιο πάνω)). Η θέση αυτή ταυτίζεται με την αγγλική αυθεντία στην υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All E.R. 257 όπου στη σελίδα 262 έχει λεχθεί:-

"But it is cardinal principle that, save in the most exceptional circumstances, that jurisdiction will not be exercised where other remedies were available and have not been used."

(Bλέπε επίσης Chief Constable of Mersenside (1986) 1 All E.R. 257).

Θα εξετάσω στη συνέχεια κάθε προβαλλόμενο λόγο ξεχωριστά. Ως προς τον πρώτο λόγο, αυτόν της έλλειψης δικαιοδοσίας, παρατηρώ ότι δεν έχει εξειδικευθεί ικανοποιητικά ενώπιον μου. Στην αίτηση τους οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το επίδικο διάταγμα και κατά συνέπεια η αγωγή αφορά ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στη Λευκωσία και έτσι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε τοπική δικαιοδοσία να το εκδώσει. Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση των αιτητών. Η αγωγή σαφώς δεν αφορά ακίνητη ιδιοκτησία ούτε η διαφορά συνίσταται σε αμφισβήτηση ιδιοκτησίας ή κατοχή ακίνητης ιδιοκτησίας.

Δεν έχει εξειδικευθεί επίσης επαρκώς ο λόγος που αναφέρεται στην κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Απ΄ ότι προκύπτει από το κείμενο της αίτησης όπου προβάλλονται οι σχετικοί λόγοι, ο λόγος αυτός συνδέεται με τον τέταρτο αναφερόμενο λόγο (πιο πάνω) ότι δηλαδή δεν κατεδείχθη το κατεπείγον της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος και επομένως δεν μπορούσε τούτο να εκδοθεί μονομερώς χωρίς να ακουστούν οι αιτητές, με αποτέλεσμα να παραβιασθεί η ρητή επιταγή του άρθρου 9 του Κεφ. 6 και να στερηθούν οι αιτητές του φυσικού δικαιώματος τους να ακουστούν, πριν εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση εναντίον τους.

Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική εξουσία, με βάση τους Θεσμούς, να διατάξει επίδοση της αίτησης. Η διακριτική αυτή εξουσία ασκείται με συνάρτηση με το επείγον της έκδοσης του διατάγματος από τη μια και τη συνταγματική επιταγή ο διάδικος να ακούεται πριν την έκδοση αποφάσεως εναντίον του. Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία θεώρησε ότι υπήρχε το επείγον στην έκδοση του διατάγματος. Έχω εξετάσει την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Σ΄ αυτήν καταφαίνεται το επείγον για την έκδοση του διατάγματος και ιδιαίτερα στην παράγραφο 7 που αναφέρει:-

"7. Η περιουσία των Εναγόντων η ευρισκομένη εντός του περιπτέρου, η αξία των εμπορευμάτων και του εξοπλισμού, υπερβαίνει τας ΛΚ.30.000,00 και ημερήσιαι πωλήσεις ανέρχονται περίπου ΛΚ.600,00 και ως εκ τούτου η περιουσία της εταιρείας διατρέχει τον κίνδυνο να καταστραφή ή εκποιηθή, εφ΄ όσον δεν εμποδισθούν οι Εναγόμενοι, και οι Ενάγοντες ζημιώνουν με τα ποσά τα οποία οι Εναγόμενοι κατακρατούν με κίνδυνο να αποξενωθή ολόκληρο το στοκ των εμπορευμάτων της επιχειρήσεως."

Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν έχει υπερβεί την εξουσία του ούτε καταφαίνεται προδήλως ότι παραβίασε κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης. Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξ άλλου, στην άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής δεν επεμβαίνει, συνήθως, στη διακριτική εξουσία κατώτερου Δικαστηρίου.

Με τον τρίτο λόγο υπάρχει ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος έχει καταχρασθεί τη δικαιοδοσία του. Η βάση του ισχυρισμού αυτού εντοπίζεται στην παράγραφο (ζ) της αίτησης που έχει ως ακολούθως:-

"(ζ) Η απόσυρση της αίτησης λόγω μη έγκρισης αιτήματος για αναβολή και η καταχώριση νέας αίτησης συνιστά κλασσική περίπτωση κατάχρησης της δικαστικής δικαιοδοσίας. Τα Δικαστήρια έχουν σύμφυτη δικαιοδοσία για περιστολή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας τους (Αlecos Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd. (1983) 1 C.L.R. 348.

Aν τέτοια συμπεριφορά τύχει συγχώρεσης και ανοχής από το Δικαστήριο και γίνει αναβίωση διαδικασίας η οποία αποσύρεται λόγω απόρριψης αιτήματος για αναβολή τότε οι δικηγόροι και όχι τα δικαστήρια θα καταστούν οι απόλυτοι ρυθμιστές και χειριστές της διαδικασίας. Περαιτέρω θα καθίστατο δυνατή η διαιώνιση διατάγματος που εκδίδεται μονομερώς χωρίς να δίνεται η ευκαιρία του εναγομένου να ενστεί και να ακουστεί."

Η θέση αυτή επεξηγείται περαιτέρω στην ακολουθούμενη παράγραφο (η) της αίτησης που την αιτιολογεί με τη θέση ότι δεν έπρεπε να δοθεί το προσωρινό διάταγμα μονομερώς. Όπως ανάφερα πιο πάνω το θέμα ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου την οποία άσκησε. Το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως ανάφερα και προηγουμένως, στη δικαιοδοσία του αυτή, δεν επεμβαίνει ακόμα και σε εσφαλμένες αποφάσεις, σύμφωνα με τη νομολογία. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "έκδηλο νομικό σφάλμα στην όψη του πρακτικού" ως η νομολογία επί του θέματος επιτάσσει.

Βασική αρχή, όπως ανάφερα προηγουμένως, που αναδεικνύεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η αρχή ότι δεν χωρεί έκδοση προνομιακού εντάλματος αν ο αιτητής διαθέτει άλλα ένδικα μέσα εκτός σε σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις.

Certiorari μπορεί να εκδοθεί για ακύρωση προσωρινού διατάγματος αν το κατώτερο Δικαστήριο προδήλως δεν είχε δικαιοδοσία ή στην περίπτωση που δεν ορίζεται ημερομηνία ισχύος του και, έτσι, δεν δίδεται ευκαιρία στο επηρεαζόμενο μέρος να παρουσιαστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και να ενστεί (Βλέπε: Attorney General and Another v. Savvides (1979) 1 CLR 349 και In re Philippou (1986) 1 CLR 568).

Στην παρούσα υπόθεση το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία για έκδοση προσωρινού διατάγματος. Εφόσον στοιχειοθετείται τούτο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης της δικαιοδοσίας του, εκτός εάν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό. (Βλέπε: In re Καλλιόπη Μπάτσιου (1994) 1 ΑΑΔ 634).

Δεν έχει αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως πρόδηλο νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό στην παρούσα υπόθεση.

Στη διάθεση των αιτητών υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα. Οι αιτητές έχουν δικαίωμα να προβάλουν την ένσταση τους στη διατήρηση του προσωρινού διατάγματος ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, πράγμα που έπραξαν, ακόμα δε παρέχεται στους αιτητές από τους Θεσμούς να ζητήσουν, με σχετική προς τούτο αίτηση, τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση του προσωρινού διατάγματος (Βλέπε: In re Αυγή Κωνσταντίνου (1992) 1 ΑΑΔ 853).

Στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχουν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις για να ατονίσουν οι πιο πάνω αρχές που τέθηκαν από τη νομολογία για να δοθεί η αιτούμενη άδεια.

Εν όψει των ανωτέρω, δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari. Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο