ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1455

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11355

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφορες Διατάξεις) Νόμου του 1964

και

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με την αίτηση του Δώρου Γεωργιάδη από τη Λευκωσία και τώρα κρατούμενου στις Κεντρικές Φυλακές για την έκδοση εντάλματος φύσεως Habeas Corpus

και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με τα Αρ. 11, 30, 33, 34 και 35 του Συντάγματος και τα Αρ. 5 και 6 της Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με τις αποφάσεις του Κακουργιοδικείου που συνεδρίασε στη Λευκωσία ημερ. 7.1.2002 και 9.1.2002 οι οποίες εκδόθηκαν σε διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών, στο πλαίσιο της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης 18095/01.

― ― ― ― ―

3 Οκτωβρίου, 2002.

Για τον αιτητή: Ε. Πουργουρίδης με Χαραλ. Ιωάννου.

Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Λ. Παντελή.

― ― ― ― ―

ΠΙΚΗΣ, Π.: Είμεθα σύμφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Η πρώτη

απόφαση του Δικαστηρίου με το σκεπτικό της οποίας

ταυτίζονται όλοι οι Δικαστές εκτός από εμένα θα δοθεί

από τον Καλλή, Δ.. Η δεύτερη απόφαση θα δοθεί από

εμένα.

― ― ― ― ―

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οπoία είχε απορριφθεί το αίτημα του εφεσείοντος για «έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του και να διαταχθεί η άμεση απόλυσή του».

Καταγράφουμε τα γεγονότα όπως έχουν παρατεθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

Ο εφεσείων δικάστηκε από το μόνιμο κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στη Λευκωσία, ενώπιον του οποίου αντιμετώπιζε αρχικά 8 κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα. Σε μια απ΄ αυτές τις κατηγορίες ανεστάλη η ποινική δίωξη, ενώ σε άλλη αθωώθηκε και απηλλάγη μετά που αποσύρθηκε από την κατηγορούσα αρχή, όταν διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία για τη στοιχειοθέτησή της. Ο εφεσείων αθωώθηκε επίσης σε μια από τις 6 κατηγορίες, που τελικά παρέμειναν στο κατηγορητήριο. Κρίθηκε όμως ένοχος στις 5, με απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 7.1.2002. Του επιβλήθηκε ποινή δυο ημέρες αργότερα, 9.1.2002. Καταδικάστηκε σε διαδοχικές ποινές φυλάκισης, με αποτέλεσμα ο χρόνος που θα εκτίσει στη φυλακή να ανέρχεται σε 2.5 χρόνια.

Στις 8.10.2001, όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του κακουργιοδικείου, η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε στο Δικαστήριο όπως ολόκληρη η διαδικασία διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών. Το αίτημα αιτιολογήθηκε με αναφορά στο είδος των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και στις λεπτομέρειες των γεγονότων τους. Οι κατηγορίες σχετίζονταν με σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου προσώπου και άσεμνες επιθέσεις εναντίον γυναικών, που κατονομάζονταν στο κατηγορητήριο, και διδόταν περιγραφή των πράξεων που αποδίδονταν στον εφεσείοντα. Οι παραπονούμενες ήσαν ανήλικες. Ηταν επομένως φυσικό η δημοσιοποίηση των ονομάτων τους, σε συνδυασμό με την περιγραφή των σεξουαλικών σε βάρος τους πράξεων, να επηρεάσουν την ιδιωτική τους ζωή και το μέλλον τους στην κοινωνία. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα όχι μόνο συμφώνησε με το αίτημα της δικηγόρου της Δημοκρατίας αλλά και πλειοδότησε, επ΄ αυτού. Είπε τα εξής όπως καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου:

«κ. Πουργουρίδης:

κ. Πρόεδρε συμφωνώ με τα όσα λέχθηκαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής. Παρ΄ ότι το δικαίωμα για δημόσια δίκη είναι πράγματι Συνταγματικά κατοχυρωμένο εντούτοις υπό τις περιστάσεις, λόγω ακριβώς της φύσεως των ισχυριζομένων αδικημάτων, και για να μην υπάρχει οποιαδήποτε περαιτέρω μομφή στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης, και αυτό το λέω γιατί όπως πολύ καλά γνωρίζει η Εντιμότητα σας η υπόθεση αυτή δικάστηκε από την κοινή γνώμη από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Για να μην υπάρξει άλλη μομφή στον τρόπο που θα διεξαχθεί η δίκη, και ειδικότερα να μη γίνουν μνείες και αναφορές ότι οι μάρτυρες κωλύονται να καταθέσουν ή ότι ένοιωθαν άβολα να καταθέσουν σε δημόσια διαδικασία, η υπεράσπιση συγκατατίθεται στο να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών η διαδικασία.»

 

Το κακουργιοδικείο, αφού αιτιολόγησε την απόφασή του, αποδέχθηκε το αίτημα.

Μεταφέρουμε την απόφασή του:

«Προτού ο κατηγορούμενος απαντήσει στις κατηγορίες η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε από το Δικαστήριο όπως εκδώσει διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η δίκη διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών. Στήριξε το αίτημα της στη φύση των κατηγοριών, στο γεγονός ότι υπάρχει μία ανήλικη παραπονούμενη, στο ότι οι υπόλοιπες παραπονούμενες είναι νεαράς ηλικίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής. Παρά το γεγονός αυτό θα πρέπει να ασκήσουμε την διακριτική μας ευχέρεια ώστε να βεβαιωθούμε ότι το αίτημα ευσταθεί.

Πράγματι το ΄Αρθρο 30.2* του Συντάγματος είναι, όπως ανέφερε η κα Κλεόπα, εκείνο που δίδει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να τύχει ανεπηρέαστης και δημόσιας διαδικασίας εντός εύλογου χρόνου. Εκτός βεβαίως όπου το Δικαστήριο κρίνει ότι όπου υπάρχουν ανήλικοι, το συμφέρον του ανήλικου αλλά και η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, για παράδειγμα του κατηγορουμένου, συνηγορεί υπέρ της διεξαγωγής της δίκης κεκλεισμένων των θυρών.

Στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη την φύση των κατηγοριών, το γεγονός ότι υπάρχει μία ανήλικη παραπονουμένη, αλλά και την υπέρμετρη δημοσιότητα που έχει ήδη δοθεί στην υπόθεση, σε συνάρτηση με το ενδεχόμενο δυσμενούς επηρεασμού των συμφερόντων της δικαιοσύνης και την προστασία της ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία θα πρέπει να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.

Επομένως εκδίδουμε διάταγμα όπως η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση από τώρα και στο εξής διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.

Δεύτερο για να διατηρηθεί η εμπιστευτικότητα εκδίδουμε διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και οποιασδήποτε άλλης απόφασης εκδοθεί.

Επίσης απαγορεύουμε την επιθεώρηση του φακέλου της υπόθεσης και οποιουδήποτε άλλου υλικού κατατεθεί στα πλαίσια της υπόθεσης χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

Για ενημέρωση του κοινού το Κακουργιοδικείο θα εκδίδει κατά διαστήματα και όποτε κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο ανακοινωθέντα μέσω του Πρωτοκολλητή μέσω των οποίων θα ενημερώνει την κοινή γνώμη για την πορεία της υπόθεσης.

Παρακαλώ να εκκενωθεί η αίθουσα του Δικαστηρίου.»

 

Συνεχίζουμε με την παράθεση των γεγονότων:

Η δίκη, η έκδοση της απόφασης και η επιβολή της ποινής έγιναν, σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου, κεκλεισμένων των θυρών, δηλαδή απεκλείσθησαν από την αίθουσα ο τύπος και το κοινό. Το Δικαστήριο απαγόρευσε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και οποιασδήποτε απόφασης θα εκδιδόταν, καθώς και την επιθεώρηση του φακέλου της υπόθεσης, χωρίς προηγούμενη άδεια του. Το Δικαστήριο εξέδιδε όμως περιοδικά ανακοινωθέντα, μέσω του πρωτοκολλητή, με τα οποία ενημερωνόταν το κοινό για την πορεία της υπόθεσης.

Μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, το Κακουργιοδικείο, εξέδωσε μέσω του πρωτοκολλητείου εκτεταμένο ανακοινωθέν στο οποίο περιέχονται πλήρεις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου που αντιμετώπιζε ο αιτητής και ο αριθμός μαρτύρων που κατέθεσαν στη δίκη. Αναφέρεται επίσης πως ο ίδιος κατέθεσε ενόρκως και ο ισχυρισμός που πρόβαλε. Ακολούθως, σημειώνεται, πως το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των παραπονουμένων, και μάλιστα γίνεται μνεία σεξουαλικής πράξης που έγινε από τον αιτητή εις βάρος μιας από αυτές. Συνοψίζονται επίσης οι εισηγήσεις της υπεράσπισης, και η κρίση του Δικαστηρίου πάνω σ΄ αυτές. Το κακουργιοδικείο εξέδωσε στη συνέχεια ανακοινωθέν σε σχέση με την ποινή που επέβαλε στον αιτητή, σημειώνοντας πως πριν από την απόφαση του άκουσε το δικηγόρο του για μετριασμό της ποινής. Τα κείμενα όλων των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου δόθηκαν στον εφεσείοντα.

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο κ. Πουργουρίδης εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε πως η κράτηση του εφεσείοντα είναι παράνομη γιατί διατάχθηκε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, που έχει κυρωθεί με το Ν.39/62 (η Σύμβαση). Υποστήριξε επίσης πως η παράβαση συντελέστηκε από το γεγονός πως η καταδικαστική απόφαση και η επιβολή της ποινής δεν απαγγέλθηκαν σε δημόσια συνεδρία του Δικαστηρίου αλλά κεκλεισμένων των θυρών. Συγκεκριμένα, πρόβαλε τον ισχυρισμό πως, σύμφωνα με νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου διακρίνεται το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας σε μια δίκη απ΄ αυτό της έκδοσης της απόφασης. Και ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6.1 της Σύμβασης και το αντίστοιχο άρθρο 30.2 του Συντάγματος μας, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως η δίκη ή μέρος της γίνει κεκλεισμένων των θυρών, τέτοια διαταγή αφορά μόνο στην ακροαματική διαδικασία, όχι και στην έκδοση της απόφασης, η οποία απαραιτήτως πρέπει να απαγγέλλεται δημοσίως.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας πρόβαλε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ορισμένες προκαταρκτικές ενστάσεις. Σύμφωνα με μια από αυτές «δεν χωρεί η έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, γιατί ο αιτητής εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτή την πιο πάνω ένσταση και απέρριψε την αίτηση. Εθεσε το θέμα ως εξής:

« Η εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ορθή. Η νομολογία μας ακολουθεί την αγγλική πάνω στο ζήτημα, όπως συνοψίζεται στις παραγράφους 1472 και 1473 του 11ου τόμου της 4ης έκδοσης Halsbury΄s Laws of England, όπου διαβάζουμε τα εξής:

`The writ will not in general be granted ... to persons convicted or in execution under legal process, including persons in, execution of a legal sentence after conviction on indictment.΄*

Ενώ στην παράγραφο 1473 σημειώνεται ότι:

`«The writ of habeas corpus will not be granted where the effect of it would be to review the judgment of one of the superior courts which might have been reviewed on appeal or to question the decision of an inferior court or tribunal on a matter within its jurisdiction, or where it would falsify the record of a court which shows jurisdiction on the face of it....΄»*

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτή και δεύτερη προδικαστική ένσταση του δικηγόρου της Δημοκρατίας: Οτι το επίδικο ένδικο διάβημα συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου γιατί ο εφεσείων άσκησε και έφεση εναντίον της καταδίκης του. Ερεισμα της απόφασης του ήταν η απόφαση στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217* (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).

Η δεύτερη προδικαστική ένσταση έγινε δεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα απέσυρε το λόγο έφεσης που περιλάμβανε την θεραπεία που επιδιώκεται με την παρούσα διαδικασία.

Παρά την απόρριψη της αίτησης λόγω της υιοθέτησης των πιο πάνω δύο προδικαστικών ενστάσεων του δικηγόρου της Δημοκρατίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση και της ουσίας της υπόθεσης. Εκαμε αναφορά σε αριθμό αποφάσεων του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. (βλ. Pretto and others v. Italy 8.12.83 Series A: Judgments and Decisions, Vol. 71 (Publications of the European Court of Human Rights) Campbell and Fell v. UK A 80 (1984), Axen v. FRG A 72 (1983) and Sutter v. Switzerland A 74 (1984), Werner v. Austria 24.11.97.)

Εκρινε ότι από τις πιο πάνω αυθεντίες δεν προκύπτει η διάκριση μεταξύ ακροαματικής διαδικασίας και απαγγελίας της απόφασης που είχε προτείνει ο δικηγόρος του εφεσείοντα. (βλ. σελ. 7 πιο πάνω).

Παρατήρησε, επίσης, ότι ο εφεσείων όχι μόνο δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της δικηγόρου της Δημοκρατίας για τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, αλλά με τη συναίνεση του υπέδειξε πως τούτο ήταν και προς το συμφέρον του. Σημείωσε πως υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης δημοσίως μπορεί να παραμεριστεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. (Βλ. Theory and Practice of the European Convention on Human Rights των P. Van Dijk και G.J.H. van Hoof σελ. 235.)

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στα πιο πάνω ανακοινωθέντα (βλ. σελ. 6 πιο πάνω), τα οποία είχαν εκδοθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατήρησε πως το περιεχόμενο τους είναι τόσο λεπτομερειακό που ίσως σε άλλα συστήματα απονομής της δικαιοσύνης να θεωρηθούν ως το πλήρες σκεπτικό και η αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου. Διευκρίνισε πως όλα τα κείμενα των αποφάσεων δόθηκαν στον εφεσείοντα.

Η έφεση

Εχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης σε σχέση τόσο με την απόρριψη της αίτησης λόγω της αποδοχής των προδικαστικών ενστάσεων όσο και σε σχέση με τα όσα παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την απόρριψη της αίτησης. Δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης σε σχέση με το θέμα της συναίνεσης του εφεσείοντα για τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών.

Παρατηρούμε πως τα όσα λέχθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της αίτησης λέχθηκαν ως εκ περισσού. Δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης. (Βλ. Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd (1934) 2 K.B. 132, 134: "If a judge thinks it desirable to give his opinion on some point which is not necessary for the decision of the case, that of course has not the binding weight of the decision of the case, and the reasons for the decision".

Σε μετάφραση:

«Αν ένας δικαστής το θεωρεί επιθυμητό να διατυπώσει την άποψη του πάνω σε ένα σημείο το οποίο δεν είναι αναγκαίο για να αποφασισθεί η υπόθεση, αυτό βέβαια δεν φέρει το δεσμευτικό βάρος της απόφασης της υπόθεσης και των λόγων για την απόφαση».

Βλ. επίσης Paphos Stone C. Estates Ltd κ.α. ν. Χριστοδουλίδη κ.α., Πολιτική Εφεση 10804/ 22.12.2000 και Χατζηχριστοφή ν. Γεωργίου κ.α., Πολιτική Εφεση 11121/21.7.2002.

Παρά την πιο πάνω παρατήρησή μας θα λέγαμε ότι τα σχετικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στην παρούσα υπόθεση για τους λόγους που εξέθεσε στην απόφασή του (βλ. σελ. 4-5 πιο πάνω) το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως η δίκη διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών και απαγόρευσε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και οποιασδήποτε άλλης απόφασης εκδοθεί.

Ενόψει λοιπόν της απόφασης του Κακουργιοδικείου η δημόσια απαγγελία της απόφασης θα εξουδετέρωνε σε μεγάλο βαθμό το σκοπό για τον οποίο είχε διεξαχθεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών και θα εξουδετέρωνε επίσης τον πρωταρχικό σκοπό του άρ. 6.1 της Σύμβασης το οποίο αποβλέπει στη διασφάλιση της δίκαιης δίκης. Βλ. Cases of B. v. The United Kingdom and P. v. The United Kingdom (Application Nos. 36337/97 and 35974/97 ) Judgment Strasbourg 24 April 2001:

"46. The Court further recalls its above finding that, in view of the type of issues requiring to be examined in cases concerning the residence of children, the domestic authorities were justified in conducting these proceedings in chambers in order to protect the privacy of the children and the parties and to avoid prejudicing the interests of justice. It agrees with the Government that to pronounce the judgment in public would, to a large extent, frustrate these aims."

 

 

"48. Having regard to the nature of the proceedings and the form of publicity applied by the national law, the Court considers that a literal interpretation of the terms of Article 6 § 1 concerning the pronouncement of judgments would not only be unnecessary for the purposes of public strutiny but might even frustrate the primary aim of Article 6 § 1, which is to secure a fair hearing."

Σε μετάφραση:

 

«46. Το Δικαστήριο περαιτέρω επαναφέρει το πιο πάνω εύρημά του ότι, εν όψει του είδους των θεμάτων που πρέπει να εξετάζονται σε υποθέσεις που αφορούν την διαμονή παιδιών, οι εσωτερικές αρχές εδικαιολογούντο να διεξαγάγουν αυτή τη διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών για να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή των παιδιών και των μερών και για να αποφύγουν δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Συμφωνεί με την Κυβέρνηση ότι η δημόσια απαγγελία της απόφασης θα εξουδετέρωνε, σε μεγάλο βαθμό, αυτούς τους σκοπούς.

 

48. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της διαδικασίας και του τύπου της δημοσιότητας που εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο το Δικαστήριο θεωρεί ότι μια γραμματική ερμηνεία των προνοιών του άρ. 6.1 που αφορά την απαγγελία των αποφάσεων όχι μόνο θα ήταν αχρείαστη για σκοπούς δημόσιας διερεύνησης αλλά και θα εξουδετέρωνε τον πρωταρχικό σκοπό του άρ. 6.1 που αποβλέπει στη διασφάλιση δίκαιης δίκης (βλ., κατ΄ αναλογία την πιο πάνω απόφαση στη Sutter, παραγρ. 34.)

 

 

Προσθέτουμε ότι λαμβανομένου υπόψη του τρόπου συγγραφής της απόφασης από τα Κακουργιοδικεία, ο οποίος προϋποθέτει εκτενή παράθεση της μαρτυρίας μαζί με τα ονόματα των μαρτύρων/παραπονουμένων, η δημοσιοποίηση της απόφασης θα ισοδυναμούσε περίπου με δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και θα οδηγούσε χωρίς αμφιβολία στην καταστρατήγηση του σκοπού για τον οποίο είχε διαταχθεί όπως η δίκη διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.

Θα λέγαμε, επίσης, ότι και η παρατήρηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την συναίνεση του εφεσείοντα υποστηρίζεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Βλ. Case of Hakansson and Sturesson Judgment of 21 February 1990, Series A; Judgments and Decisions Vol. 171, σελ. 6, 20.

«66. The public character of court hearings constitutes a fundamental principle enshrined in paragraph 1 of Article 6. Admittedly neither the letter nor the spirit of this provision prevents a person from waiving of his own free will, either expressly or tacitly, the entitlement to have his case heard in public (see, inter alia, the Le Compte, Van Leuven and De Meyere judgment of 23 June 1981, Series A no. 43, p. 25 § 59, and the H. v. Belgium judgment of 30 November 1987, Series A no. 127 p. 36 § 54). However, a waiver must be made in an unequivocal manner, and must not run counter to any important public interest."

 

Σε μετάφραση:

 

«Ο δημόσιος χαρακτήρας των συνεδριάσεων του δικαστηρίου συνιστά θεμελιώδη αρχή η οποία διαφυλάσσεται από την παραγρ. 1 του άρ. 6. Ομολογουμένως ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα αυτής της διάταξης εμποδίζει κάποιον από του να παραιτηθεί με δική του ελεύθερη βούληση, είτε ρητά ή σιωπηρά, από το δικαίωμά του να ακουστεί δημόσια η υπόθεσή του. (βλ. μεταξύ άλλων τις υποθέσεις the Le Compte, Van Leuven and De Meyere απόφαση ημερ. 23.6.1981, Series A no. 43, σελ. 25 παραγρ. 59, και H. v. Belgium απόφαση ημερ. 30.11.1987, Series A no. 127, σελ. 36 παράγρ. 54). Ωστόσο η παραίτηση πρέπει να γίνεται με ξεκάθαρο τρόπο και να μη συγκρούεται προς οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον.»

 

Βλ. και Case of Zumtobel v. Austria Judgment of 21 September 1993, Series A: Judgments and Decisions Vol. 265, p. 5, 21, Case of Schuler Zgraggen v. Switzerland Judgment of 24 June 1993 Series A: Judgments and Decisions Vol. 263, p. 7, 19 και H. v. Belgium (πιο πάνω).

Εδώ η συναίνεση του εφεσείοντα έγινε με την ελεύθερή του βούληση και ήταν κατηγορηματική και ξεκάθαρη. Ούτε και συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον.

Και τώρα στους λόγους της έφεσης.

Ο κ. Πουργουρίδης υπεβαλε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα και ως εκ τούτου δεν χωρεί η έκδοση εντάλματος Habeas Corpus είναι εσφαλμένο. Υποστήριξε πως η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντα δεν επιβλήθηκαν σε αυτόν νόμιμα ήτοι στο πλαίσιο των προσταγών του Συντάγματος και/ή του άρ. 6(1) της Σύμβασης. Θεωρώντας ως δεδομένο το ότι υπήρξε παραβίαση του Αρ. 30.2 του Συντάγματος και του Αρ. 6(1) της Σύμβασης, και πως ο εφεσείων στερήθηκε της ελευθερίας του παράνομα και/ή αντισυνταγματικά και στο πλαίσιο μιας εξ ολοκλήρου άκυρης διαδικασίας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο - συνέχισε ο κ. Πουργουρίδης - δεν έπρεπε καν να ασχοληθεί με τα «προδικαστικά» που προέβαλε η άλλη πλευρά. Εκείνο που προέχει - κατέληξε ο κ. Πουργουρίδης - είναι η διαπίστωση της νομιμότητας της κράτησης και η απόλυση του εφεσείοντα αν η κράτηση του δεν είναι νόμιμη. Η όποια αντίθετη προσέγγιση, θα παραβίαζε κάθετα τις πρόνοιες του Αρ.11.7 του Συντάγματος αν όχι και του Αρ.13 της Σύμβασης.

Η εκκαλούμενη κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει σαν έρεισμα τις πιο πάνω παραγρ. 1472 και 1473 από τους Halsbury΄s Laws of England (πιο πάνω) σύμφωνα με τις οποίες, μεταξύ άλλων, το ένταλμα habeas corpus δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου. Και δεν χορηγείται για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση. Οι αρχές που διατυπώνονται στους Halsbury΄s υποστηρίζονται από την Αγγλική Νομολογία.

Στην Featherstore 37 Cr. App. R. 146 ο Goddard L.C.J. διακήρυξε ότι το Δικαστήριο δεν χορηγεί και δεν μπορεί να χορηγήσει εντάλματα habeas corpus σε πρόσωπα που εκτίουν ποινές που τους

επιβλήθηκαν από αρμόδια δικαστήρια*. H Featherstore πιο πάνω, έχει υιοθετηθεί στην Re Philpot (1960) 1 All E.R. 165, 166. Εχει επίσης υιοθετηθεί στην Re Wring. Re Cook (1960) 1 All E.R. 536, 537 στην οποία λέχθηκε επίσης ότι το habeas corpus δεν πρέπει να θεωρείται σαν μέτρο έφεσης κατά της καταδίκης και ποινής. Κατά συνέπεια καταδικασθείς ο οποίος επιθυμεί να αμφισβητήσει την καταδίκη του ή την ποινή του πρέπει να αποτείνεται στο Ποινικό Εφετείο ή στα Quarter Sessions*.

Στην ex parte Corke (1954) 2 All E.R. 440 το θέμα τέθηκε ως εξής:

«....Persons serving sentences passed on them by a competent court of summary jurisdiction should understand that habeas corpus is not a means of appeal. If they complain that they are wrongly convicted, they should appeal to Quarter Sessions. A person convicted by a competent court of summary jurisdiction cannot apply for a writ of habeas corpus."

 

Σε μετάφραση:

 

"Πρόσωπα που εκτίουν ποινές που τους επιβλήθηκαν από αρμόδιο δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας πρέπει να αντιληφθούν ότι το habeas corpus δεν είναι μέσο έφεσης. Αν παραπονούνται ότι εσφαλμένα καταδικάστηκαν πρέπει να ασκήσουν έφεση στα Quarter Sessions. Πρόσωπα που καταδικάζονται από αρμόδιο δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας δεν μπορούν να αποταθούν για ένταλμα habeas corpus."

 

Παραπέμπουμε επίσης στο The Supreme Court Practice 1999, vol. 1, σελ. 927:

"The writ of habeas corpus ad subjiciendum is a writ of right and granted ex debito justitiae, but not of course (see e.g. Re Corke [1954] 1 W.L.R. 899, [1954] 2 All E.R. 440) and may be refused where another remedy lies whereby the validity of the restraint can be effectively questioned."

 

Σε μετάφραση:

 

«Το ένταλμα habeas corpus ad subjiciendum είναι ένταλμα που εκδίδεται δικαιωματικά και χορηγείται ex debito justitiae, αλλά όχι σαν θέμα ρουτίνας (βλ. π.χ. Re Corke [1954] 1 W.L.R. 899, [1954] 2 All E.R. 440) και μπορεί να μη χορηγηθεί όπου υπάρχει άλλη θεραπεία στην οποία η εγκυρότητα του περιορισμού μπορεί αποτελεσματικά να αμφισβητηθεί.»

 

Η παράθεση της νομολογίας δεν θα ήταν πλήρης αν δεν εκάμναμε αναφορά στην Re Φενερίδη, Aίτηση 104/98/13.11.98 (απόφαση Νικολαϊδη, Δ.):

«Το προνομιακό ένταλμα habeas corpus είναι ένταλμα που εκδίδεται δικαιωματικά και παρέχεται ex debito justitiae, αλλά όχι σαν θέμα ρουτίνας (Εx parte Corke [1954] 2 All E.R. 440, Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479). Σχετική αίτηση μπορεί να απορριφθεί όπου υπάρχει άλλη θεραπεία με την οποία η εγκυρότητα της κράτησης μπορεί να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά.

'Εχει λεχθεί επανειλημμένα ότι η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων δεν υποκαθιστά το ένδικο μέσο της έφεσης. Τα Δικαστήρια επανειλημμένα στο παρελθόν απέρριψαν αιτήσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο. Η αίτηση για έκδοση habeas corpus δεν μπορεί γενικά να απορριφθεί απλώς και μόνο γιατί υπάρχει άλλη εναλλακτική διαδικασία με την οποία μπορεί να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της κράτησης (R. v. Secretary of State for the Home Department, ex parte Munghal (1973) 3 All E.R. 796, C.A.). Παρά ταύτα το δικαστήριο δεν θα επιτρέψει όπως η διαδικασία του habeas corpus χρησιμοποιηθεί για αμφισβήτηση της ορθότητας απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου, όπου είναι διαθέσιμη η εναλλακτική λύση της έφεσης (R. v. Commanding Offices of Morn Hill Camp, ex parte Ferguson (1917) 1 K.B. 176, 179 D.C. Βλέπε επίσης ex parte Corke, ανωτέρω).»

 

Στην παρούσα υπόθεση η ποινή που εκτίει ο εφεσείων έχει επιβληθεί από αρμόδιο δικαστήριο. Η νομιμότητά της μπορούσε να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά με το ένδικο μέσο της έφεσης. Οπως έχουμε ήδη τονίσει η επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στην Αγγλική Νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί. Επεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η κατάληξή μας αυτή σφραγίζει και τη μοίρα της έφεσης και δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθούμε με το λόγο της έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Θα λέγαμε, ωστόσο ότι τόσο η έφεση όσο και η παρούσα διαδικασία επιδιώκουν όμοιο σκοπό, την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης η οποία θα οδηγήσει στην απελευθέρωση του εφεσείοντα. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων συνιστά, καθώς έχει νομολογηθεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Περέλλα ανωτέρω).

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

 

Π. Αρτέμης, Δ.

 

Γ. Νικολάου, Δ.

 

Π. Καλλής, Δ.

Μ. Κρονίδης, Δ.

 

/ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο