ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1337
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 11130
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΠΙΚΗ, Π., ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Νίκου Σιεηττάνη
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
- και -
Περσούλας Γεωργίου
Εφεσίβλητης/Ενα γόμενης
- - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 13 Σεπτεμβρίου, 2002.Για τον εφεσείοντα: Κ. Κνώφος για Κ. Δημητριάδη.
Για την εφεσίβλητη: Πρ. Μιχαήλ (κα) για Γ. Σαββίδη.
- - - - - -
Γ. ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Μ. Κρονίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Την 23.3.1999 πλησίον της συμβολής της λεωφόρου Στροβόλου και της οδού Κρόνου το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΕΧΥ 466 που οδηγούσε ο ενάγων - εφεσείων στην παρούσα διαδικασία - προσέκρουσε βίαια στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου υπ΄ αρ. εγγραφής ΜΝ 510 που οδηγούσε η εναγομένη-εφεσίβλητη. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα υπέστη εκτεταμένες ζημιές και ως εκ τούτου καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης για αποζημιώσεις.
Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας οι συνήγοροι των διαδίκων δήλωσαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποδέχονται ότι οι ζημιές στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα ανήρχοντο στο ποσό των £3.600,20 σεντ. Απέτυχαν να συμβιβάσουν και το θέμα της ευθύνης για το οποίο διεξήχθη η ακροαματική διαδικασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία των δύο διαδίκων και τον αστυνομικό εξεταστή του δυστυχήματος προέβη σε αξιολόγηση της. Απέρριψε, για τους λόγους που αναφέρει, τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη και δέχθηκε την εκδοχή και τη μαρτυρία τόσο της εφεσίβλητης όσο και του αστυνομικού εξεταστή του δυστυχήματος.
Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα με το πιο κάτω σκεπτικό:-
"Πιστεύω ότι με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις εισόδου από πάροδο σε κύριο δρόμο και κατ΄ επέκταση στις νομικές αρχές που εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις και επομένως δεν μπορεί να προσεγγισθεί στη βάση εκείνων των περιπτώσεων. Το επίδικο δυστύχημα επεσυνέβη καθ΄ ην στιγμή το όχημα της εναγομένης οδηγείτο στον κύριο δρόμο και είχε προχωρήσει 20-30 μ. εντός αυτού και όχι κατά τη στιγμή της εισόδου της στον κύριο δρόμο από πάροδο. Από τα ευρήματά μου προκύπτει ότι η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η παράλειψη του ενάγοντα, ο οποίος κατ΄ εκείνη τη στιγμή οδηγούσε με αυξημένη ταχύτητα, να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία της εναγομένης στο δρόμο μπροστά του, παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν ορατή στο
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση στην ειδοποίηση της οποίας προβάλλονται, προς τούτο, τρεις λόγοι.
Τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητούνται έχουν ως εξής:-
Η εφεσίβλητη οδηγώντας το αυτοκίνητο της στην οδό Κρόνου προσέγγισε στη συμβολή με τη λεωφόρο Στροβόλου, κύρια οδική αρτηρία. Σταμάτησε στο σημείο του ΑΛΤ στη συμβολή. Αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν ασφαλές να εισέλθει στη λεωφόρο έθεσε σε κίνηση το αυτοκίνητο της με κατεύθυνση προς τα δεξιά της. Αφού διασταύρωσε τη λεωφόρο πήρε την αριστερή πλευρά σε σχέση με την πορεία της. Αφού διάνυσε μια απόσταση περίπου 30 μέτρων και το αυτοκίνητο της ήταν σε παράλληλη ευθεία με τη διεύθυνση της κτυπήθηκε στο οπίσθιο μέρος βίαια από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα που οδηγείτο στη λεωφόρο προς την ίδια διεύθυνση με αυτή της εφεσίβλητης. Το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης σπρώχθηκε άλλα 30 μέτρα μπροστά και σταμάτησε μεταξύ της προέκτασης της λεωφόρου και της αριστερής πλευράς της. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε επί της ασφάλτου ίχνη φρεναρίσματος μήκους 46 μέτρων. Η σύγκρουση των δύο οχημάτων έγινε στην αριστερή πλευρά της λεωφόρου σε σχέση με τη διεύθυνση τους.
Ο μάρτυρας αστυνομικός εξεταστής του δυστυχήματος υπολόγισε την ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα με δοκιμή που έκανε με αστυνομικό αυτοκίνητο σε 91 χ.α.ω.. Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα αυτής της δοκιμής ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι οδηγούσε το αυτοκίητο του με την υπερβολική ταχύτητα των 91-95 χ.α.ω.. Η επιτρεπόμενη ανώτατη ταχύτητα στη λεωφόρο ήταν μόνο 50 χ.α.ω.. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οποίος παρουσίασε το φάκελο της ποινικής υπόθεσης σε σχέση με το δυστύχημα, ο εφεσείων παραδέχθηκε κατηγορίες αμελούς οδήγησης και υπερβολικής ταχύτητας στις οποίες του επιβλήθηκε ποινή.
Οι τρεις λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους. Οι δύο λόγοι (δεύτερος και τρίτος) αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι λανθασμένα έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο και επίσης λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης.
Είναι διαχρονική θέση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα.
(Βλέπε, μεταξύ άλλων: Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 ΑΑΔ 713, Star Fiberglass Ltd. v. Elneda Trading Ltd. (1992) 1 AAΔ 875 και Ανδριάνθη Γεωργίου Χειμώνα ν. Μιχαλάκη Γεωργίου κ.ά., Πολ. Έφ. 9793, ημερ. 27..1999).Έχει λεχθεί επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων αφού ενώπιον του διά ζώσης δίδουν μαρτυρία ενώπιον του, βλέπει και ακούει τους μάρτυρες και εκτιμά τις αντιδράσεις τους.
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει στην εμπεριστατωμένη απόφαση του επαρκείς λόγους για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα όπως και για την αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης. Πέραν της γενικής εντύπωσης από το σύνολο της μαρτυρίας που απεκόμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι και το γεγονός, το οποίο
και τονίζει, ότι ο εφεσείων στη μαρτυρία από το εδώλιο του μάρτυρα έδωσε εκδοχή εντελώς αντίθετη απ΄ αυτή που έδωσε, αμέσως μετά το δυστύχημα, στην κατάθεση του προς την Αστυνομία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στην απόφαση του για το θέμα αυτό ανέφερε:-"Δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη διάσταση αυτή στις δύο εκδοχές, ούτε φάνηκε να είναι ιδιαίτερα σίγουρος για τα όσα κατέθετε. Αυτό κατά την άποψή μου επηρεάζει σημαντικά την αξιοπιστία του και κατ΄ επέκταση τη βαρύτητα που το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει στη μαρτυρία του."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει επίσης επαρκείς λόγους γιατί αποδέχθηκε τη μαρτυρία και την εκδοχή της εφεσίβλητης.
Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιοπιστία ήταν εύλογα και δίκαια, σύμφωνα με τη μαρτυρία, και ότι είναι αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα.
Οι δύο λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέρριψε ολόκληρη την ευθύνη για το δυστύχημα απορρίπτοντας την αγωγή του. Εισηγείται δε ότι έπρεπε να εφαρμόσει τις αρχές της υπόθεσης Χρίστος Αγγελής κ.ά. ν. Κυριάκου Καποδίστρια κ.ά. (1992) 1 ΑΑΔ 630.
Έχουμε ήδη παραθέσει στην αρχή της απόφασης μας τα τελικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία δεν έχουν κλονισθεί, θεωρούμε ότι η τελική κατάληξη του είναι ορθή.
Στην υπόθεση
Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 CLR 746 έχουν λεχθεί τα εξής από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε):-".... The duty not to emerge on a road unless it is safe to emerge on a road or not, is dependent on the state of traffic on the road in question at the time of the emergence; and if it is such as to make if unsafe to enter a driver must refrain from entering until safety so permits. Whether on a particular occasion it is reasonably safe to emerge on a road is a question of fact to be resolved in the light of the circumstances of a case ....".
Στην παρούσα υπόθεση οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούσαν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η περίπτωση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις εισόδου από πάροδο σε κύριο δρόμο αλλά ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η παράλειψη του εφεσείοντα να επιδείξει την πρέπουσα προσοχή και φροντίδα και την επιτήρηση της έμπροσθεν του τροχαίας κίνησης, οδηγώντας σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο με την υπερβολική ταχύτητα των 91-95 χ.α.ω..
Η υπόθεση Αγγελή (πιο πάνω) δεν βοηθά τον εφεσείοντα γιατί τα γεγονότα της ουσιωδώς διαφέρουν από την παρούσα υπόθεση. Σ΄ εκείνη τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν ότι (α) ο εφεσείων ουδέποτε σταμάτησε στο σημείο ΑΛΤ (β) ότι η ταχύτητα του οδηγού του αυτοκινήτου στον κύριο δρόμο ήταν αισθητώς μειωμένη (20-25 μ.α.ω. ή 33-41 χ.α.ω.) και ότι η σύγκρουση έγινε ευθύς μόλις εισήλθε στον κύριο δρόμο ο εφεσείων και έλαβε την αριστερή πλευρά του κυρίου δρόμου.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην τελική του απόφαση η οποία ήταν εύλογη κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης και τα ευρήματα στα οποία είχε βασισθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Π. Δ. Δ.
/ΕΠσ