ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1288
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10923
ΕΝΩΠΙΟΝ:
ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔΜεταξύ -
CYBARCO LΤD
Εφεσείουσας/εναγομένης 2
στην αγωγή αρ. 11030/92
- και -
Rawnselo Trading Co. Ltd.
Εφεσίβλητης/ενάγουσας
στην αγωγή αρ. 11030/92
-------------------
Ημερομηνία:
13 Σεπτεμβρίου, 2002Αίτηση ημερ. 16/10/01 για τροποποίηση των λόγων έφεσης
Για την εφεσείουσα/αιτήτρια: Χ. Αρτέμης
Για την εφεσίβλητη/καθής η αίτηση: Στ. Ερωτοκρίτου (κα)
-------------------------
Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει
ο δικαστής Σ. Νικήτας
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Πρέπει να λεχθεί ότι καμιά πλευρά δεν μας εμύησε στο ευρύτερο πλαίσιο, που οδήγησε στην κατάθεση της κρινόμενης έφεσης. Το θεωρούμε όμως αυτό αναγκαίο αν μη τι άλλο για να μην είναι μετέωρο το διάβημα για τροποποίηση, αλλά να συσχετίζεται με ό,τι προηγήθηκε, το οποίο αφορά και τη φύση της απαίτησης. Προς τούτο εξετάστηκαν οι φάκελοι των εφέσεων 10919 και 10922. Η αγωγή που είχε εγείρει η καθής η αίτηση εταιρεία κατά της αιτήτριας, και τριών άλλων εναγομένων, στέφθηκε με επιτυχία. Ο πρωτόδικος δικαστής επιδίκασε στην καθής η αίτηση (ενάγουσα) αποζημιώσεις ύψους £260.000 για ζημίες που προκάλεσε νεροποντή το καλοκαίρι του 1992 σε υφάσματα, ιδιοκτησίας της. Αυτό συνέβη όταν νερά της βροχής εισέρρευσαν στο υπόγειο καταστήματος της ενάγουσας στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία, στο οποίο ήταν αποθηκευμένο το παραπάνω εμπόρευμα.
Θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί περαιτέρω ότι συνεναγόμενοι της αιτήτριας ήταν η ασφαλιστική της εταιρεία, στην οποία είχε ασφαλίσει το εμπόρευμα, ο Δήμος Λευκωσίας καθώς και η Αρχή Ηλεκτρισμού. Η αγωγή εναντίον 5ου εναγομένου, της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποσύρθηκε, κατά την εξέλιξη της διαδικασίας και απορρίφθηκε. Ο πρωτόδικος δικαστής βρήκε ότι για το συμβάν ευθυνόταν εξ αμελείας και η αιτήτρια (που θα αναφέρουμε στο εξής και ως εναγόμενη), αφού απέρριψε την υπεράσπιση ότι η ζημία προξενήθηκε από θεομηνία. Όπως και οι τρεις άλλοι εναγόμενοι. Περαιτέρω κατέληξε ότι η ευθύνη της εναγόμενης θεμελιώθηκε και για το αστικό αδίκημα της οχληρίας. Δόθηκε απόφαση εναντίον των εναγομένων αλληλεγγύως και χωριστά για ολόκληρο το παραπάνω ποσό. Με εξαίρεση την ασφαλιστική εταιρεία, που η υποχρέωση της περιορίστηκε στις £161.000. Είναι το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η εναντίον της απόφαση.
Στην έφεση προβάλλονται έξι λόγοι για ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης. Υπάρχει δε και επιφύλαξη για προσθήκη νέων λόγων μετά την ετοιμασία του πρακτικού. Οι λόγοι δεν αιτιολογούνται. Γιαυτό και υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση για τροποποίηση τους. Η παράλειψη αιτιολόγησης, προτείνει η εφεσίβλητη, καθιστά άκυρη την έφεση. Αυτό όμως θα ήταν σωστό με βάση τη νομολογία που ερμήνευσε τη Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού προτού τροποποιηθεί (βλ. Ε.Ε. αρ. 2956 ημερ. 24/2/95). Μερικές από τις αποφάσεις αυτές αναφέρονται στην υπόθεση IBS Ltd. ν. Aρχής Λιμένων Κύπρου (1993) 1 Α.Α.Δ. 335.
Η εξίσωση όμως, που επέφερε η νέα Διαταγή, της κάθε μορφής παράλειψης διαδίκου να συμμορφωθεί με τους τύπους ή άλλες διατάξεις του Διαδικαστικού Κανονισμού, με διορθώσιμη παρατυπία, στην οποία απέβλεψαν οι πιο δικαιοκρατικές αντιλήψεις, που διαπνέουν τη Δ.64, επιτρέπουν από το 1995, υπό προϋποθέσεις, τη διάσωση έφεσης στην οποία ελλείπει η αιτιολογία, όπως ακριβώς είναι η κρινόμενη περίπτωση. Παραδείγματα εφαρμογής των σύγχρονων αυτών διατάξεων παρέχουν οι υποθέσεις Γρηγόρης Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255 και Νίκος Λοΐζου ν. Γεωργίου Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 167. Υπάρχουν όμως και άλλες. Δεν έχει σημασία να τις μνημονεύσουμε ειδικά, εφόσον υιοθετείται η ίδια θεμελιακή αρχή. Έτσι το επιχείρημα για άκυρο εφετήριο δεν είναι δυνατό να πετύχει.
Μια άλλη προκαταρκτικής φύσεως αντίρρηση της καθής στην ικανοποίηση του αιτήματος είναι ότι η παραπάνω αίτηση υποβλήθηκε πολύ καθυστερημένα σε σχέση με το χρόνο καταχώρησης της έφεσης.
Η καθυστερημένη, ιδιαίτερα η ανεξήγητα καθυστερημένη, υποβολή του αιτήματος σμικρύνει, αν δεν εξουδετερώνει πλήρως, την έκταση του δικαιώματος. Η στάση της νομολογίας στο θέμα αυτό είναι συνυφασμένη με την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος που βασίζεται, για την αποτελεσματικότητα του, στην ταχεία προώθηση των δικονομικών διαβημάτων. Παραδείγματα καθυστέρησης, καταλυτικά του δικαιώματος, προσφέρουν οι υποθέσεις Γεώργιος Βρυωνίδης κ.α. ν. Μιχάλη Κλεάνθους Λτδ. (1990) 1 Α.Α.Δ. 540 (δύο και πλέον χρόνια μετά την ετοιμασία των πρακτικών) Νίκου Λοΐζου, ανωτέρω (αίτηση 31 μήνες μετά την καταχώρηση της έφεσης)
Το Δικαστήριο δεν εξετάζει ευνοϊκά αίτημα που γίνεται μετά την έναρξη της ακρόασης της έφεσης. Στην Χριστάκης Χ"Χριστοφόρου ν. Μάρως Αταλιανή (αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1114, το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο προτεινόμενος λόγος έφεσης διεύρυνε σημαντικά τη βάση έφεσης, απέτρεψε τη θετική τοποθέτηση του Δικαστηρίου απέναντι στο αίτημα. Αυτού του είδους η αναδόμηση της έφεσης, όπως προκύπτει από την ίδια απόφαση, αλλά και άλλη νομολογία, δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή. Τονίστηκε στην ίδια απόφαση ότι οι αλλαγές δικηγόρου δεν δικαιολογούσαν την καθυστέρηση.
Στην κρινόμενη περίπτωση ο κ. Αρτέμης διορίστηκε δικηγόρος της αιτήτριας τον Ιούλιο του 2001. Και κατέθεσε την υπό κρίση αίτηση τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Ας σημειωθεί ότι η έφεση δεν είχε ακόμη ορισθεί για προδικασία. Και περαιτέρω ότι πρόκειται για ογκώδη υπόθεση. Από τα έγγραφα του φακέλου προκύπτει ότι η αιτήτρια είχε άλλο δικηγόρο, το γραφείο το οποίο καταχώρησε και την έφεση στις 16/10/00. Λέγει όμως η άλλη πλευρά (βλ. ένορκη δήλωση Γ. Αυξεντίου που υποστηρίζει την ένσταση) ότι ο προηγούμενος δικηγόρος της αιτήτριας δήλωσε στις 30/6/99, τελευταία ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας, ότι θα αποχωρούσε από το επάγγελμα, συνταξιοδοτούμενος την επομένη. Έτσι, κατά το δικηγόρο της καθής, η αιτήτρια γνώριζε από τότε ότι ο δικηγόρος της δε θα συνέχιζε να την εκπροσωπεί. Παρατηρούμε ωστόσο ότι το ίδιο δικηγορικό γραφείο κατέθεσε την έφεση σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία.
Δεν είναι ολότελα χωρίς σημασία, σ' αυτή την περίπτωση, η αναγκαιότητα που είχε προκύψει για αλλαγή δικηγόρου. Η έφεση, θυμίζουμε, είχε καταχωρηθεί από τον πρώτο δικηγόρο τον Οκτώβριο του 2000. Και οδηγίες στο νέο δικηγόρο δόθηκαν τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου. Αν ο κάθε εμπλεκόμενος είχε κινηθεί με μεγαλύτερη σπουδή δυνατό η αίτηση αυτή να βρισκόταν ενωρίτερα ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν μπορούμε ωστόσο να παραγνωρίσουμε ότι όταν κατατέθηκε η έφεση δεν είχε ακόμη ορισθεί για προδικασία. Κρίνουμε υπό τις συνθήκες ότι η καθυστέρηση είναι συγχωρητή.
Θα προχωρήσουμε επομένως να ερευνήσουμε, ενόψει του περιεχομένου της αίτησης και της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, κατά πόσο μπορούμε να ασκήσουμε και σε ποία έκταση τη διακριτική εξουσία, που μας παρέχει η Δ.35 θ. 4, υπέρ της προτεινόμενης τροποποίησης. Η φύση και έκταση της εξουσίας είναι αντικείμενο σχολίου, πολύ πρόσφατου, στην απόφαση μας στην Π.Ε. 11036 Ξένια Νικολάου ν. Α.Γ. Κωνσταντινίδης κ.α. ημερ. 10/6/02. Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι ο κορυφαίος παράγων που κατευθύνει τις ενέργειες του Δικαστηρίου. Στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 580, ο Πικής Π. ανέφερε στη σελ. 584:
"Το συμφέρον της δικαιοσύνης, αποτιμούμενο υπό το πρίσμα των σκοπών της έφεσης και των εκατέρωθεν δικαιωμάτων ως προς το τελέσφορο της δικαστικής διαδικασίας, αποτελεί τη βασική αρχή η οποία διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου."
Οι 5 πρώτοι λόγοι, στο υφιστάμενο εφετήριο, αφορούν την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστή (1 μέχρι 4) και το ύψος της αποζημίωσης (5). Με τον 6ο επικρίνεται η απόφαση του ως αναιτιολόγητη. Είναι γενικές οι τοποθετήσεις που περιέχουν χωρίς μάλιστα την απαιτούμενη αιτιολογία σε χωριστές παραγράφους, όπως θεσμοθετήθηκε. Προς επιβεβαίωση αναφέρουμε τους λόγους 1 και 2:
"1. Από το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσήχθη τα συμπεράσματα του Έντιμου Πρωτόδικου Δικαστού και τα ευρήματα του ως προς την ευθύνη των εφεσειόντων εναγομένων 2 διά την πλήμμυρα εις το υπόγειο του καταστήματος των Εναγόντων είναι αυθαίρετα και δεν δικαιολογούνται.
2. Ο έντιμος Πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να λάβη υπ' όψη του ουσιώδη μαρτυρία και εβασίσθη επί αορίστου μαρτυρίας η οποία δεν ήτο αξιόπιστος. (ευθύνη-πλάκες-
καλώδια-Ενάγων)."
Κατά την κρίση μας, οι τροποποιημένοι λόγοι 1 μέχρι 3, όπως διατυπώνονται στην αίτηση, διαπλέκονται λογικά με τους παραπάνω λόγους και τους συγκεκριμενοποιούν. Ο 4ος λόγος θίγει την πρόσθετη βάση της απόφασης, το εύρημα δηλαδή της οχληρίας για το οποίο δεν γίνεται ρητή μνεία. Στηρίζεται όμως στα ίδια περίπου πραγματικά περιστατικά που, κατά την άποψη του πρωτόδικου δικαστή, στοιχειοθέτησαν και την αμέλεια της εναγόμενης. Εφόσον δε προσβάλλεται η ευθύνη για το συμβάν στη βάση λανθασμένων συμπερασμάτων το ζήτημα δεν μπορεί να απομονωθεί, και να θεωρηθεί νέος λόγος, όπως υπέβαλε η άλλη πλευρά και να απορριφθεί. Δεν διευρύνει σε μεγάλο βαθμό την υποδομή της έφεσης, που αποτελεί και το κριτήριο κατά τη νομολογία.
Ο 6ος λόγος στην κρινόμενη αίτηση έχει ως εξής:
"Το εύρημα του δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 2 δεν ακολούθησαν την διαδικασία της Δ.10 κ. (12)(1) και η επακόλουθη άρνηση του να προβεί σε καταμερισμό ευθύνης και συνεισφοράς μεταξύ των συνεναγόμενων είναι εσφαλμένο.
Αιτιολογία
Οι Εφεσείοντες - Εναγόμενοι 2 είχαν εκδόσει και επιδόσει στους Εναγόμενους 4 Ειδοποίηση για συνεισφορά δυνάμει της Δ.10, θ. 12(1) που καταχωρίσθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1998 και βρίσκεται στο φάκελο της υπόθεσης του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο όφειλε να προχωρήσει σε καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των συνεναγόμενων."
Αντιστοιχεί και συνάπτεται, κατά την άποψη μας, με το λόγο 3 στο εφετήριο:
"Η απόφαση του Έντιμου Πρωτόδικου Δικαστού ότι οι Εναγόμενοι ευθύνονται αλληλεγγύως βασίζεται επί πλάνης περί τα πράγματα και είναι εσφαλμένη."
Οι τροποποιήσεις αυτές συνεπάγονται φυσιολογικά την αναμόρφωση του κειμένου του εφετηρίου. Όπως όμως έχει λεχθεί στην Μιχαηλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 12, αυτό είναι επιτρεπτό "για τον περιεκτικό επαναπροσδιορισμό του συνόλου της έφεσης, μετά την τροποποίηση".
Ο λόγος 5 θίγει το θέμα της ζημίας που υπέστη η αιτήτρια: ότι η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστή είναι λανθασμένη διότι παραγνωρίστηκε μαρτυρία που ήταν ενώπιον του. Με την αίτηση προσδιορίζεται η μαρτυρία αυτή. Η δικηγόρος της καθής λέγει ότι η αιτήτρια κωλύεται λόγω δεδικασμένου στην Π.Ε. 10256 Cybarco Ltd. κ.α. ν. Rawnsello Trading Co. Ltd. ημερ. 6/5/99, να θέτει ξανά το ίδιο ζήτημα. Όντως εκεί απορρίφθηκε η θέση της καθής ότι έπρεπε να της επιτραπεί να αποσύρει επίσημη δήλωση της, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, με την οποία οι διάδικοι συμφώνησαν την αξία των εμπορευμάτων που ήταν αποθηκευμένα στο κατάστημα των εφεσιβλήτων. Ωστόσο, όπως ρητά αναφέρει η παραπάνω εφετειακή απόφαση:
"Δεδομένης της συμφωνίας για την αξία των εμπορευμάτων, τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν στην (α) ευθύνη των εφεσειόντων, και (β) τη ζημία που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι. Και έτσι προχώρησε η δίκη με την προσαγωγή μαρτυρίας στα αμφισβητούμενα θέματα."
Έτσι το ζήτημα της αποτίμησης της αξίας του εμπορεύματος που καταστράφηκε έμεινε ανοικτό.
Επιτρέπουμε την τροποποίηση των λόγων έφεσης, όπως έχει η αίτηση. Τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης να κατατεθεί σε 30 μέρες από σήμερα. Τα έξοδα επιδικάζοναι εναντίον της εφεσείουσας/αιτήτριας.
Δ.
Δ.
Δ.
/
Κασ