ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1107
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΑΡ. ΑΓΩΓΗΣ 70/2002
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Μεταξύ:
1. Ciocan Vasile, από τη Ρουμανία,
2. Metz Shipmanagement Ltd., από τη Λεμεσό,
Εναγόντων
και
1. Direct Shipping Company Limited, από τη Λεμεσό,
2. Το πλοίο Patsy, πρώην Ebba Wonsild, υπό Κυπριακή
σημαία που τώρα βρίσκεται στο λιμάνι Λεμεσού,
Εναγομένων
-------------------------------
19 Ιουλίου 2002
Αίτηση ημερομηνίας 11/4/2002
Για τους Αιτητές-Ενάγοντες: κ. Θωμά για κ. Κακογιάννη.
Για τους Καθ'ων η αίτηση-Εναγομένους: κ. Σαβεριάδης.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας ο ενάγων 1 ήταν ναυτικός και απασχολείτο ως δεύτερος μηχανικός στο πλοίο M/V Nathalie, που βρισκόταν αγκυροβολημένο στον προλιμένα Λεμεσού. Στις 22/12/2000 το εναγόμενο πλοίο Patsy προσέγγισε το πλοίο Nathalie για να παραδώσει καύσιμα. Ενώ ο ενάγων 1 βρισκόταν μαζί με άλλα μέλη του πληρώματος στο κατάστρωμα του πλοίου Nathalie για την παραλαβή καυσίμων, αποκόπηκε ένα από τα σχοινιά της πρύμνης του εναγόμενου πλοίου. Το σχοινί έπεσε πάνω στον ενάγοντα 1 προκαλώντας του τραύματα στο πρόσωπο και στα μάτια.
Ο ενάγων 1 καταχώρησε την παρούσα αγωγή για αποζημιώσεις για τα τραύματα που είχε υποστεί και η ενάγουσα εταιρεία 2 για αποζημιώσεις για χρήματα που κατέβαλε στον ενάγοντα 1 υπό μορφή επιδόματος ασθενείας και άλλων ιατρικών εξόδων. Και οι δύο ενάγοντες ζήτησαν την έκδοση διατάγματος σύλληψης του πλοίου Patsy. Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε στις 11/4/2002 διάταγμα σύλληψης του πλοίου δίνοντας ταυτόχρονα οδηγίες στον Αξιωματικό Ναυτοδικείου να ελευθερώσει το πλοίο μόλις κατατεθεί ασφάλεια εκ μέρους του πλοίου για το ποσό των £10.000 προς ικανοποίηση τυχόν απόφασης που τυχόν ήθελε εκδοθεί προς όφελος των εναγόντων.
Η εναγόμενη εταιρεία 1 (που είναι ιδιοκτήτρια του πλοίου Patsy) και το εναγόμενο πλοίο καταχώρησαν ένσταση με την οποία ζητούν την ακύρωση του διατάγματος σύλληψης. Οι κύριοι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της ακύρωσης του διατάγματος είναι σύμφωνα με τους εναγομένους οι ακόλουθοι:
(i) Η ενάγουσα εταιρεία 2 δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί ως ενάγουσα στην παρούσα αγωγή,
(ii) Οι ενάγοντες δεν προέβηκαν σε πλήρη αποκάλυψη των στοιχείων που είχαν στην κατοχή τους,
(iii) Η ένορκη δήλωση του προσώπου που υπέγραψε την ένορκη δήλωση των εναγόντων περιέχει εξ ακοής μαρτυρία χωρίς να αναφέρει τις πηγές προέλευσης της, και
(iv) Υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής αφού το ατύχημα επεσυνέβη στις 22/12/2000 και η αγωγή καταχωρήθηκε στις 4/4/2002.
(i)
Η βάση της αγωγής της ενάγουσας 2Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το πλοίο M/V Nathalie πάνω στο οποίο βρισκόταν ο ενάγων 1 κατά την ώρα του ατυχήματος δεν ανήκει στην ενάγουσα εταιρεία 2 αλλά σε αλλοδαπή εταιρεία, και έτσι η ενάγουσα εταιρεία 2 δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί ως διάδικος. Η ενάγουσα εταιρεία 2 ισχυρίζεται ότι είχε δικαίωμα να καταχωρίσει την παρούσα αγωγή και να απαιτήσει αποζημιώσεις για διάφορα ποσά που είχε καταβάλει στον ενάγοντα 1.
Η εισήγηση των εναγόντων είναι ορθή. Η ενάγουσα 2 απαιτεί, σύμφωνα με τη σχετική δικογραφία,
"Αποζημιώσεις για το ποσό που πληρώθηκε και/ή που ενδέχεται να πληρωθεί από αυτούς στον Ενάγοντα 1 υπό μορφή επιδόματος ασθενείας, έξοδα θεραπείας, ιατρικά, μεταφορικά και άλλα έξοδα και/ή για οποιαδήποτε ζημία που ανέλαβαν οι Ενάγοντες 2 και/ή που προκλήθηκε και/ή που ενδέχεται να προκληθεί στους Ενάγοντες 2 λόγω του τραυματισμού του Ενάγοντα 1."
Κατά το στάδιο της έκδοσης του διατάγματος σύλληψης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα ουσίας που θα αποτελέσουν επίδικα θέματα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής, αλλά εκδίδει το διάταγμα σύλληψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 50 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893, εφόσον ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν θέματα μεταξύ των διαδίκων που χρήζουν εξέτασης. (Ιδε Μίχος ν. Α/Π "ΑΝΤΕΝΑ" [1989] 1 C.L.R. 481). Στην παρούσα περίπτωση από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί εκ μέρους των εναγόντων φαίνεται ότι εγείρονται τέτοια επίδικα θέματα προς εξέταση. (Ιδε Breidi and another v. Ship Gloriana και άλλοι
[1982] 1 C.L.R. 1).
(ii)
Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες παρέλειψαν να προβούν σε πλήρη αποκάλυψη των στοιχείων που είχαν στην κατοχή τους που ήταν ουσιώδη σε βαθμό που θα πρέπει να οδηγήσουν στην ακύρωση του διατάγματος. Πιο συγκεκριμένα η μη αποκάλυψη αναφέρεται σε μια επιστολή ημερομηνίας 14/7/2001 που απέστειλε ο ενάγων 1 στην ενάγουσα εταιρεία 2, στην οποία ο ενάγων 1 αναφέρει ότι του είχε καταβληθεί πλήρες επίδομα ασθενείας (full sickness compensation) και ότι αναλάμβανε την υποχρέωση να μην απαιτήσει άλλες αποζημιώσεις από την ενάγουσα 2 αν η κατάσταση του ματιού του χειροτέρευε ή θα καθίστατο ανίκανος ως αποτέλεσμα του ατυχήματος.
Οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι η πιο πάνω εισήγηση για τη μη αποκάλυψη γεγονότων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και τούτο γιατί η πιο πάνω διευθέτηση αφορούσε ένα εσωτερικό θέμα που αφορούσε τον ενάγοντα και την εργοδότρια εταιρεία και δεν μπορούσε να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις του ενάγοντος και των εναγομένων.
Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένα πρόσωπο που εμφανίζεται ως διάδικος και επιζητεί την έκδοση ενός διατάγματος, έχει την υποχρέωση να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα. Σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) το Δικαστήριο πρέπει να βρίσκεται σε θέση να αξιολογεί όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη μιας απόφασης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασίζεται στο περιεχόμενο των δηλώσεων του δικηγόρου και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του αιτητή. Ετσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων. (Attorney-General and another (No.2) v. Savvidis [1989] 1 C.L.R. 349). Οπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Καλλή στην υπόθεση Cobelfret Ro-Ro Services N.V. and others v. The Cyprus Potato Marketing Board (Πολιτική Εφεση αρ. 8351 της 8/7/96),
"Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543, Sekavin S.A. v. Ship "Platon Ch" (1987) 1 C.L.R. 297, Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93, 22.12.93 και Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α., Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου 157/90, 30.5.96)."
Η υποχρέωση του αιτητή να προσέρχεται στο Δικαστήριο αποκαλύπτοντας όλα τα ουσιώδη γεγονότα τονίσθηκε στην υπόθεση
The King v. The General Commissioners for the Purposes of the Income Tax Acts for the District of Kensington, Ex parte Princess Edmond De Polignac ([1917] 1 K.B. 486), όπου ο Δικαστής Scrutton είπε ότι,"It has been for many years the rule of the Court, and one which it is of the greatest importance to maintain, that when an applicant comes to the Court to obtain relief on an ex parte statement he should make a full and fair disclosure of all the material facts - facts, not law. He must not misstate the law if he can help it - the Court is supposed to know the law. But it knows nothing about the facts, and the applicant must state fully and fairly the facts, and the penalty by which the Court enforces that obligation is that if it finds out that the facts have not been fully and fairly stated to it, the Court will set aside any action which it has taken on the faith of the imperfect statement."
Η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο εκείνα τα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή, αλλά επεκτείνεται και σε εκείνα τα γεγονότα τα οποία ο αιτητής θα μπορούσε να αποκαλύψει με μια εύλογη έρευνα. (Ιδε Χριστοφόρου ν. Γρηγορίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 224). Αν ο αιτητής παραλείψει να συμμορφωθεί με την πιο πάνω υποχρέωση τότε το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να προβεί στην έκδοση του διατάγματος, ανεξάρτητα αν η παράλειψη ήταν αθώα ή σκόπιμη. (Ιδε
Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow Holdings plc (Lavens, third party) (1988) 3 All E.R. 178).Το θέμα της αποκάλυψης όλων των γεγονότων εξετάστηκε πρόσφατα στην Αγγλική υπόθεση
Brink's - MAT Ltd v. Elcombe and others ([1988] 3 All E.R. 188) όπου τονίστηκε η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής βαρύνεται με την υποχρέωση διεξαγωγής της δέουσας έρευνας για τον εντοπισμό των λεπτομερειών της υπόθεσης προτού καταχωρήσει την αίτηση του. Το ερώτημα δε ποιά είναι τα ουσιώδη στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, επαφίεται στο Δικαστήριο και όχι στον ίδιο τον αιτητή ή στους νομικούς του συμβούλους.Το θέμα απασχόλησε την Κυπριακή δικαιοσύνη στην υπόθεση Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α., (Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου 157/90, 30/5/96) όπου οι ενάγοντες, στην ένορκη δήλωση που καταχώρησαν προς υποστήριξη του αιτήματος τους για την παροχή άδειας για επίδοση της αγωγής στο εξωτερικό, παρέλειψαν να αναφέρουν ότι στη σχετική φορτωτική (που ας σημειωθεί ότι είχε επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση) υπήρχε όρος για παραπομπή της διαφοράς σε αλλοδαπή δικαιοδοσία. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη αποκάλυψη για παραπομπή της διαφοράς σε Δικαστήριο της αλλοδαπής, αποτελούσε εκτροπή από την υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και προέβηκε στην ακύρωση του σχετικού διατάγματος.
Η ίδια γραμμή με τα ίδια ακριβώς γεγονότα ακολουθήθηκε στην υπόθεση 1. Caspi Shipping Ltd, 2. Natour Travel Association for Organised Tours Ltd. v. Το πλοίο Saphire Seas (Αγωγή Ναυτοδικείου 112/96 της 14/7/97), όπου τονίστηκε ότι,
"Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένας διάδικος που ζητά τη χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (ex parte), πρέπει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία μπορεί να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία. (
Εχω εξετάσει την εισήγηση που υποβλήθηκε και μέσα στα πιο πάνω πλαίσια έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το περιεχόμενο της επιστολής της 14/7/2001 μεταξύ του ενάγοντος 1 και της ενάγουσας 2 είναι αποτέλεσμα του επίδικου ατυχήματος αλλά αφορά μια εσωτερική διευθέτηση του ενάγοντος 1 και της εργοδότριας εταιρείας του που περιορίζεται μόνο στην καταβολή επιδόματος ασθενείας και ιατρικών εξόδων και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά μη αποκάλυψη ουσιώδους γεγονότος στην όλη διαδικασία. Και τούτο γιατί ο ισχυρισμός για μη αποκάλυψη παραμένει ατεκμηρίωτος αφού η ίδια η ενάγουσα 2 στο κλητήριο ένταλμα αναφέρει ρητά ότι οι αποζημιώσεις που ζητά βασίζονται στην
από μέρους της καταβολή χρηματικών ποσών στον ενάγοντα 1 υπό τύπο επιδόματος ασθενείας και άλλων ιατρικών εξόδων. Παρόμοια αναφορά βρίσκεται στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της ενάγουσας 2 στην αίτηση που υποβλήθηκε για τη σύλληψη του εναγόμενου πλοίου.Εχοντας υπόψη τη φύση της απαίτησης, τους λόγους για τους οποίους έχει εκδοθεί το διάταγμα και το ότι το περιεχόμενο της επιστολής είχε ήδη αποκαλυφθεί και θα αποτελούσε στοιχείο που θα εξεταζόταν σε αργότερο στάδιο μαζί με την ουσία της αγωγής όπως αυτό ρητά αναφέρεται στις θεραπείες που ζητά η ενάγουσα εταιρεία 2 στο κλητήριο ένταλμα, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιστολή της 14/7/2001 δεν συνιστούσε μη αποκάλυψη ουσιώδους γεγονότος και έτσι η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iii)
Οι εναγόμενοι έχουν εισηγηθεί ότι η ένορκη δήλωση που έχει υπογραφεί από το Γιαννάκη Οικονομίδη εκ μέρους των εναγόντων δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο γιατί περιέχει εξ' ακοής μαρτυρία χωρίς να γίνεται αναφορά στις πηγές προέλευσης της. Πιο συγκεκριμένα στην πιο πάνω ένορκη δήλωση ο Γιαννάκης Οικονομίδης αφού αναφέρει εισαγωγικά ότι είναι ο Γραμματέας της ενάγουσας 2 και εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση, προσθέτει ότι,
"Εκτός όπου ρητά αναφέρεται διαφορετικά τα γεγονότα που αναφέρονται στην παρούσα Ενορκη Δήλωση τα γνωρίζω προσωπικά. Τα γεγονότα δε που δεν γνωρίζω και για τα οποία αναφέρεται άλλη πηγή γνώσεως, είναι αληθινά εξ' όσων καλύτερα γνωρίζω και πιστεύω."
Το άρθρο 50 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Διαδικαστικού Κανονισμού προνοεί ότι, ο διάδικος που υποβάλλει αίτηση για την έκδοση εντάλματος για σύλληψη περιουσίας πρέπει να καταθέσει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση που θα περιέχει τις λεπτομέρειες που καθορίζουν τα επόμενα άρθρα. Το άρθρο 51 προνοεί ότι, "Η ένορκη δήλωση αναφέρει το είδος της απαίτησης και ότι ζητείται η αρωγή του Δικαστηρίου". Το άρθρο 52 καθορίζει τις λεπτομέρειες που θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε αγωγές για μισθούς, για την εθνικότητα, κατασκευή ή επιδιόρθωση πλοίου και για ναυτοδάνεια, ενώ το άρθρο 54 καθορίζει ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την έκδοση εντάλματος έστω και αν η ένορκη δήλωση δεν περιέχει όλες τις καθορισμένες λεπτομέρειες. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή πρόνοια στον περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1893 ότι ο ενόρκως δηλών θα πρέπει να αποκαλύπτει τις πηγές των πληροφοριών του ιδιαίτερα όταν αυτές βασίζονται σε εξ ακοής μαρτυρία. Οι πρόνοιες της δικής μας Διαταγής 39 θεσμός 2 δεν τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής ενόψει των προνοιών του άρθρου 237 των Θεσμών Ναυτοδικείου που παραπέμπουν στους Αγγλικούς Κανονισμούς Ναυτοδικείου. Στην Αγγλία το θέμα καθορίζεται σήμερα με τη Διαταγή 75 θεσμός 8 που θεσπίσθηκε το 1962, δηλαδή μετά την ημερομηνία κήρυξης της ανεξαρτησίας της Κύπρου, που δεν τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο. Ομως η υποχρέωση αναφοράς στις πηγές των πληροφοριών υφίσταται σύμφωνα με τις πρόνοιες της Αγγλικής Διαταγής 38 θεσμός 3 του Annual Practice 1956 (σ. 679).
Στην παρούσα περίπτωση το πρόσωπο που προέβηκε στην ένορκη δήλωση ήταν ο Γραμματέας της ενάγουσας 2 και είχε προσωπική γνώση των γεγονότων που περιέχονται στη δήλωση του, εκτός από τα περιστατικά που οδήγησαν στο ατύχημα και στη μετέπειτα ιατρική περίθαλψη του ενάγοντος 1 στη Ρουμανία. Πρέπει να τονισθεί ότι τα περιστατικά του ατυχήματος είναι αποδεκτά και από τους εναγομένους. Το μόνο που αμφισβητείται είναι κατά πόσο τα περιστατικά αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε συμπέρασμα αμέλειας εκ μέρους των εναγομένων ή κατά πόσο το ατύχημα ήταν αναπόφευκτο, έχοντας υπόψη τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Κατά τα άλλα το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Γραμματέα της ενάγουσας 2 δημιουργεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εξέταση και μέσα στα πλαίσια του άρθρου 54 των σχετικών Κανονισμών βρίσκω ότι έστω και αν δεν υπήρχε η σχετική αναφορά στις πηγές των πληροφοριών του προσώπου που προέβηκε στην ένορκη δήλωση, η παράλειψη αυτή δεν επηρεάζει την έκδοση του διατάγματος σύλληψης.
(iv)
Καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησηςΟι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης που δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος. Ειδικότερα οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το ατύχημα έλαβε χώρα στις 22/10/2000 και η αγωγή καταχωρήθηκε δύο χρόνια αργότερα στις 11/4/2002.
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι ο ενάγων 1 ευθύς μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λεμεσού και ακολούθως σε ιδιωτική κλινική όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο αριστερό μάτι. Ακολούθως μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Βουκουρεστίου για περαιτέρω εξετάσεις και ανέλαβε τα προηγούμενα καθήκοντα του την 1/5/2001. Ομως λόγω των προβλημάτων που συνέχιζε να αντιμετωπίζει, ο ενάγων 1 υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση στο μάτι στις 14/1/2002 με αποτέλεσμα να ήταν αδύνατο να επιστρέψει στα καθήκοντα του πριν από την πάροδο τριών μηνών.
Ολα τα πιο πάνω προσφέρουν μια επαρκή δικαιολογία για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώριση της αγωγής και της αίτησης για την έκδοση διατάγματος σύλληψης του εναγόμενου πλοίου.
Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι δεν έχουν προβληθεί ικανοποιητικοί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ακύρωση του διατάγματος.
Το διάταγμα της 11/4/2002 παραμένει σε ισχύ. Οι εναγόμενοι καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα έξοδα της αίτησης.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.